Κυριακή 24 Ιούλη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό Της Δέσποινας Λαλά - Κριστ

Η Δέσποινα Λαλά - Κριστ γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες Μικρασιάτες και μεγάλωσε στον Υμηττό. Σπούδασε στις ΗΠΑ λογοτεχνία, ψυχολογία και ιστορία. Παντρεύτηκε τον Ρόμπερτ Κριστ καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μεταφραστή ελληνικής λογοτεχνίας. Βιβλία της: Μυθιστορήματα: «Νόστος» (Κέδρος), «Τα απομεινάρια του Θεού» (Καστανιώτης) «Το μυστικό της συγγραφέως» (Καστανιώτης). Παιδικά: «Μια Μαργαρίτα» (Κέδρος), «Καπνός και Βλακείες» (Κέδρος), «Η ιστορία της Τρανούπολης και των Τρελοπουλαίων» (Καστανιώτης). Για Νέους: «Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω» απ' όπου και το σημερινό διήγημα (Σύγχρονη Εποχή), «Ενας μικρός Θεός περίσσεψε» (Κέδρος). Κριτική: «Στο καλειδοσκόπιο του Γιώργου Χειμωνά» (Καστανιώτης).

Τα θεμέλια

Στον πατέρα

Παπαγεωργίου Βασίλης

Εδώ σταματά ο χρόνος.

Εδώ κρέμεται η λέξη στον αέρα και το συναίσθημα γίνεται γρόμπος σε ανοιχτή πληγή.

Εδώ αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, εμπρός στο λάκκο του πατέρα.

Ο πατέρας άχρονος, ανύπαρκτη η ύπαρξή του. Είδωλο μιας περασμένης ιστορίας. Κοιτώ αδιάφορη τον πρώην μου πατέρα. Ακούω ακόμη πιο αδιάφορη το λόγο τον επικήδειο. Η φωνή του πρεσβύτερου υψώνεται θριαμβευτικά και ξένα α­κούγεται σ' αυτό το περιβάλλον.

«Ο άνθρωπος ενίκησε τον θάνατο. Ενίκησε τον θάνατο διότι τόσο ηγάπησε τον άνθρωπο ο Κύριος ο Θεός μας ώστε έστειλεν τον Υιόν του τον Μονογενή αμνόν θυσίας για να μας απαλλάξει εκ του θανάτου...».

Οι νεκροθάφτες καθισμένοι άνετα στην άκρη του λάκκου του πατέρα περιμένουν να τελειώσουν τη δουλειά τους.

Κοιτώ το κόκκινο σημάδι στο κούτελο του πατέρα. Το τελευταίο παράσημο μιας ηττημένης νίκης. Πόσο αίμα έτρε­ξε από το σκελετωμένο πρόσωπό σου! Κοιτώ, και η πληγή ανοίγει ακόμη μια φορά. Το αίμα σπάει το νόμο και τρέχει ασταμάτητο.

«Πονάς πατέρα;», κλαίω και τον ρωτώ.

«Οχι, παιδί μου». Γλυκαίνει η φωνή του.

«Δεν πονώ τον πόνο του προσώπου, πονώ τον πόνο του θανάτου». Τρέμει και κλαίει ο γέροντας.

Μήνες τον έζωνε ο θάνατος κι αυτός τον αγνοούσε. Υπουλος ο θάνατος κι ο χρόνος με το μέρος του έκλεινε τον κλοιό του. Ο γέρος όλο πισωπατούσε κι όλο στενότερος γινό­ταν ο κλοιός. Κι ήρθε που το κατάλαβε και σπάραξε η καρ­διά του. Μάζεψε ό,τι δύναμη του απόμεινε κι όρμησε να ξεφύ­γει. Ο θάνατος τον αρπά και τον χτυπά στο πάτωμα. Γέμισε το πρόσωπο με αίμα.

Το πρόσωπο γεμίζει αίμα κι αυτός γελά, γελά και το σκουπίζει με την ανάποδη του αριστερού χεριού, το τινάζει πολλές φορές μέσ' στον αέρα και λέει γελαστά. «Βρε, μα­σκαρά, νόμιζες πως θα γλίτωνες;». Γελά ευχαριστημένα κι όλοι γελούν μαζί του και μόνο η μάνα αναστατώνεται.

«Πλύσου», παρακαλεί, «δεν αντέχω να βλέπω τόσο αίμα».

Είχαμε ξεκινήσει πολύ πρωί. Συμπλήρωνα τον ύπνο μου στον ώμο του πατέρα. Γερό κορμί, ζεστό, λαχανιασμένο και τα χέρια σφιχτά γύρω απ' τα πόδια μου. Ξυπνούσα όταν άλ­λαζε χέρι και κοιτούσα τον αδελφό μου που έτρεχε πίσω μας, έτρεχε να μας φτάσει. Βαστούσε ένα κουτί καλά δεμένο με σπάγκους κι ένα μικρό σκοινί. Βαρύ το κουτί κρεμόταν κι ακούμπαγε το χώμα κι αυτός με κόπο το σήκωνε, και πότε άλλαζε χέρι και πότε το έσερνε στο χώμα.

Η μάνα κουβάλαγε στο μπράτσο περασμένη μια πετσέ­τα γεμάτη πράγματα. Φαινόταν βαριά η άσπρη πετσέτα της κουζίνας, αλλά παράπονο δεν ακουγόταν στη μακρινή διαδρομή. Ετρεχαν να φτάσουν και με χαρούμενη διέγερση κουβέντιαζαν η μάνα κι ο πατέρας.

«Μεγάλο θα 'ναι το δωμάτιο. Η κουζινίτσα θα 'ναι λίγο μικρή κι ο καμπινές στη γωνιά του οικόπεδου. Τα κεραμίδια θα 'ναι κόκκινα και η αυλή γεμάτη γλάστρες. Αργότερα θα χτίσουμε κι άλλο δωμάτιο για τα παιδιά και θα 'ρθει η μέρα που θα προσθέσουμε και σάλα...». Πόσο εύκολα γελούσαν εκείνη τη μέρα.

«Οι μαστόροι είναι καλοί, γρήγοροι, οικονομικοί. Θα δεις που μέχρι το φθινόπωρο θα 'χουμε πάει σπίτι μας».

Ενιωθα τα χέρια των εργατών σκληρά, γεμάτα ρό­ζους. Τα χαμηλά μουστάκια τους σκέπαζαν το στόμα, αλλά το γέλιο τους ακουγόταν καθαρό. Ο πατέρας τούς έσφιγγε τα χέρια, τους χτυπούσε στην πλάτη και με μεγάλες δρασκελιές μέτραγε το χώρο.

«Κοίτα βάθος τα θεμέλια», του είπε ο πρωτομάστορας, ο μαστρο-Γιάννης, και ο μαστρο-Φώτης, ο βοηθός, του έδειξε τις πέτρες.

«Κάστρο σου χτίζουμε, Κωνσταντό», τον βεβαίωσε περήφανος.

Η μάνα έστρωσε κάτω στο χώμα την πετσέτα. Την ά­νοιξε κι έβγαλε το καμινέτο, τα φλιτζανάκια, κρυστάλλινα ποτήρια, ένα βάζο με γλυκό, τη ζάχαρη και τον καφέ. Εβγαλε και το κολατσιό. Τυρί, ψωμί, ελιές και μερικές σαρδέλες.

«Το κρασί θα το φέρω αργότερα», υποσχέθηκε ο πατέρας.

Τώρα όλοι κοιτούσαν το δρόμο προς τα πάνω να δούνε τον παπά.

«Θ' αργήσει ο παπάς;», ανυπομονούσε ο κυρ Φώτης. «Πρέπει να συνεχίσουμε το χτίσιμο. Η πρώτη σειρά έχει ήδη μπει».

«Να 'ρτει να βλογήσει και να συνεχίσουμε», συμφώνησε ο κυρ Γιάννης και πρώτα φάνηκαν τα ράσα του παπά. Ανέμιζαν καταμεσής του δρόμου καθώς ερχόταν τρέχοντας. Κάθε τόσο γύριζε πίσω του να δει, ερχότανε κι ο γιος του. Ενα μικρό αγόρι κουρεμένο που κρατούσε το θυμιατό, τόσο μακρύ που πότε-πότε ακούμπαγε στο χώμα. Ο παπάς, ο πατέρας του, τον περίμενε να τον φτάσει και του 'δωσε μια στο κεφάλι «Πρόσεχε, βρε σκύλε βλογημένε», του είπε αυστηρά.

«Θα πιείτε καφεδάκι;» ρώτησε η μάνα μ' ευλάβεια.

«Οχι, έχω πολλή δουλειά», απάντησε εκείνος. «Το μεσημέρι όμως θα 'ρθω για μεζέ».

Κοίταξε τον κυρ Γιάννη. «Εντάξει», του είπε πιο κοφτά.

«Να 'ρτεις, παπά μου, να 'ρτεις», του είπε εκείνος και όλοι μαζί κοίταξαν το κουτί που 'χε αποθέσει ο αδελφός στη μέση του έρημου του δρόμου.

«Να το φέρω, καλέ;» ρώτησε τ' αγόρι τον πατέρα.

«Οχι ακόμα», είπε εκείνος κι όλοι σταύρωσαν τα χέρια που έφταναν μέχρι κάτω στην κοιλιά. Μοσχομύρισε το θυμιατό κι ακούστηκε η τραγουδιστή φωνή του παπα-Βαγγέλη. Ο μικρός του γιος σταυροκοπιόταν κι έλεγε «Κύριε ελέησον, κύριε ελέησον» και κοίταγε τον αδελφό μου με κακία.

Τέλειωσε ο παπάς τ' αγιάσματα και άρχισαν οι ευχές.

«Καλοθεμέλιωτο και καλοζωισμένο».

«Κάστρο απόρθητο κι από εχθρούς και από τις κακιές τις γλώσσες».

«Αφέντης να 'σαι πάντοτε...».

Η μάνα χαμογελούσε συγκινημένη κι έλεγε μικρά - μικρά αμήν και ο πατέρας έσφιγγε τα χέρια τους και όλο συγκρατούσε τη χαρά που φούσκωνε στο στήθος του. Κοίταξε το μικρό γιο και είπε δυνατά.

«Τώρα, βρε, τώρα άντε φέρ' το».

Ετρεξε εκείνο κι έλυσε τους σπάγκους και το μικρό σκοινί. Εχωσε τα δυο του χέρια μέσ' στο κουτί και σήκωσε προσεχτικά τον πολύχρωμο, πελώριο κόκορα της αυλής μας.

Περίσσεψε πλούσια στην αγκαλιά τ' αγοριού το ζω­ντανό πουλί. Τίναξε το κεφάλι του ψηλά, ανοιγόκλεισε τα φτερά με ορμή, κούνησε τα πόδια πάνω-κάτω και τα νύχια του πτηνού χώθηκαν στο σώμα τ' αγοριού. Πόνεσε το παιδί, φοβήθηκε, και το πουλί ξέφυγε απ' τη σφιχτή αγκαλιά. Γέμισε ο δρόμος χρώματα πλουμιστά, και τα μικρά κοφτά κα­καρίσματα κόβουν στη μέση το γέλιο της συντροφιάς.

«Ζεβζέκη», φωνάζει ο πατέρας στο παιδί που τρέχει πίσω απ' τον κόκορα. Σταματά το πουλί και γυρίζει απειλητικά προς το παιδί, που κοντοστέκει κι αυτό απέναντι στο πουλί.

«Γύρνα πίσω», φωνάζει ο πατέρας. «Ασ' το και θα 'ρθει μόνο του».

Τ' αγόρι γυρνάει πίσω, οι εργάτες πηδούν μέσ' στα θεμέλια. Ολοι καμώνονται πως κάτι άλλο κάνουν και το πουλί κοιτάζει.

Κοιτά και με μικρά αδιάφορα τάχατες βήματα έρχεται προς το μέρος τους. Το κεφάλι ψηλά, κουνιέται νευρικά. Το σώμα τρέμει και φουσκώνει και τα κακαρίσματά του γίνονται όλο και πιο δυνατά, απειλητικά, ίσως περιφρονητικά. Και όλο πλησιάζει.

Ο πατέρας οπισθοχωρεί και κλεφτά πάει πίσω από τον κόκορα. Οι εργάτες βγαίνουν απ' τα θεμέλια αργά και ο παπάς με τα δυο του χέρια τεντώνει τα ράσα του, γίνεται μαύρος τοίχος, και δίπλα το παιδί. Η μάνα κοιτάει ανήσυχα κι ο αδελφός ρίχνει μικρές-μικρές πετρούλες. Το πουλί όλο και προχωρά κι όλο μικραίνει τον κλοιό που το 'χει αποκλείσει. Χυμά ο ένας εργάτης και μένει στα χέρια του η ουρά. Χυμάει ο άλλος κι ο κόκορας πηδάει ψηλά και το κακάρισμα σχίζει τον αέρα. Προλαβαίνει ο πατέρας και τον αρπάζει απ' το λαιμό και τον χτυπά στο χώμα. Του πατάει τα πόδια κα το δεξί του χέρι υψώνεται ψηλά. Αστράφτει το μυστρί για μια στιγμή μονάχα και πέφτει με δύναμη προς το πουλί. Τινάζει το κεφάλι του πουλιού μέσ' στα θεμέλια και ο πατέρας γελά και προσπαθεί να το σηκώσει. Χτυπιέται αυτό χωρίς κεφάλι και το γουγλουκιτό του ανακατεύεται με γέλιο. Χτυπιέται μια, χτυπιέται δυο και τρεις και τέσσερις φορές. Το γραπώνει ο πατέρας, το σηκώνει ψηλά και το πρόσωπό του γεμίζει αίμα.

«Βρε μασκαρά, νόμιζες πως θα γλίτωνες;».

Ραντίζει τα θεμέλια του σπιτιού.

Πηδάνε οι εργάτες από το λάκκο και τραβάνε την κάσα του πατέρα. Την κατεβάζουν με σκοινιά κι εμείς ρίχνουμε από πάνω λίγο χώμα. Βιάζομαι να γυρίσω σπίτι. Λείπω πολλή ώρα και ο πατέρας είναι μόνος. Στο σπίτι, άδειο το δωμάτιο. Το κρεβάτι καλά στρωμένο, θαρρείς πως δεν κοιμήθηκε κανείς ποτέ εκεί.

«Περίεργο», σκέφτομαι προς στιγμή, «πού να 'χει πάει ο πατέρας;». Ψάχνω για κανένα μήνυμά του. Τίποτα δεν έχει αφήσει, σημείωμα κανένα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ