Κυριακή 25 Μάη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και άρχισε να γράφει σε τοπικές εφημερίδες από τη νεαρή του ηλικία.

Εργάστηκε ως φαρμακοϋπάλληλος 35 χρόνια. Παράλληλα, έγραφε ανελλιπώς σε κλαδικά έντυπα όπως η «ΦΩΝΗ ΦΑΡΜΑΚΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ», της οποίας υπήρξε βασικό στέλεχος επί σειρά ετών.

Για αρκετό διάστημα διατήρησε χρονογραφική στήλη στη «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΓΣΕΕ» και συνεργάστηκε κατά περιόδους μ' έντυπα Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών με χρονογραφήματα κι επίκαιρους στίχους. Συνταξιούχος πια, επιδόθηκε στη συγγραφή βιβλίων με πρώτο τα «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ 1958-1988». Ακολούθησαν η «ΝΕΡΟΦΙΔΑ», «ΟΚΕΫ», «ΓΛΑΡΕΝΤΖΑ», «ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΑ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΑ», «ΠΙΣΩΓΥΡΙΣΜΑΤΑ» (Α' βραβείο Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών), «ΜΟΥΡΑΓΙΟ», «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ 1988-1998», «ΑΝΑΚΑΤΑ» - ποιήματα κ.ά.

Και σήμερα εξακολουθεί να εμπλουτίζει λογοτεχνικά την εφημερίδα «ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ» του φαρμακοϋπαλληλικού κλάδου.

Είναι μέλος της ΕΕΛ, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών ενώσεων.

Ο Πειραιώτης

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ανάμεσα στα κιτρινισμένα δάκτυλά του είχε μόνιμα σφηνωμένο το τσιγάρο, που το κάπνιζε όσες ώρες ήταν στριμωγμένος πίσω από τον παμπάλαιο πάγκο και δεν άλλαζε ποτέ θέση, γιατί και η παραμικρή του μετακίνηση ήταν δύσκολη και βασανιστική.

Κάθε φορά που ένιωθε την ανάγκη να πάει στο πλαϊνό καφενείο για τουαλέτα, έπρεπε να καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο για τη μεταφορά του κούτσουρου, που σήκωνε ολοχρονίς πάνω του. Πρόκειται για το άγαρμπο ξύλινο πόδι που αντικατέστησε το δικό του, που έχασε από αγγλικό αεροπλάνο στα Δεκεμβριανά και δεν μπορούσε να κουμαντάρει, έστω κι αν το 'σερνε μαζί του πάνω από μισό αιώνα.

Ούτε να ξεμουδιάσει μπορούσε ο φουκαράς. Εμοιαζε να 'ναι δεμένος πισθάγκωνα στην καρέκλα από ληστές! Η κάθε του κίνηση συνοδευόταν από φρικτούς πόνους γι' αυτό και οι πελάτες δεν τον ενοχλούσαν καθόλου, ήξεραν πού είχε τοποθετημένα τα λιγοστά πραγματάκια του και αυτοεξυπηρετούνταν. Αν μη τι άλλο ο Ανέστης ήταν ο πρώτος που εφήρμοσε το σελφ - σέρβις πολύ πριν από την εμφάνιση των σούπερ - μάρκετ στην ελληνική αγορά. Αλλωστε, η περισσότερη από τη λιγοστή πραμάτεια του καπνοπωλείου ήταν συγκεντρωμένη σε μια ακτίνα που να μπορεί να φτάνει το κάθε τι με τα χέρια κι αποτελούνταν από κάμποσα πακέτα τσιγάρα, σπίρτα, αναπτήρες και ό,τι άλλο έχει σχέση με το κάπνισμα για τους θαμώνες των καφενείων, που βρίσκονταν το ένα αντικριστά με το άλλο κοντά του. Υπήρχαν ακόμα κάτι καραμελίτσες και σοκολάτες για να γλυκαίνουν την πίκρα τους οι χασούρηδες, της τράπουλας και του ταβλιού.

Το κεφάλαιο που διέθετε ήταν αστεία υπόθεση και απορούσε δικαιολογημένα κανείς, πώς τα 'βγαζε πέρα.

Κάποιοι του άφηναν τα ρέστα κάνοντας επίτηδες τους βιαστικούς, γνωρίζοντας ότι ο ανάπηρος ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και δεν ήθελαν να φανεί η πράξη τους σαν ελεημοσύνη.

Τις σπάνιες φορές που άφηνε ο πόνος, το γέλιο ν' ανθίσει στα χείλη του, λαμποκοπούσαν τα μάτια του και στο πρόσωπο εξαφανίζονταν τα σημάδια της κακοπέρασης. Παρά την ηλικία του και τα βάσανα, τα μάτια του αιχμαλωτίζανε τη ματιά του πελάτη, που άθελα στεκόταν πάνω τους. Είχαν μέσα τους το γαλάζιο του Σαρωνικού σε στιγμές γαλήνιες. Τα γαλανά νερά είχαν διαποτίσει, θαρρείς, βαθιά το είναι του κι εκεί που βρισκόταν σε περίοδο γαλήνης, ξυπνούσε μέσα του η τρικυμία.

Οχι από τρία, μα από σαράντα κύματα πέρασε ο ταλαίπωρος στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της ζωής, που μόνο στα παιδικά του χρόνια τη χάρηκε ως τον πόλεμο του 1940.

Η εισβολή των Ιταλών φασιστών στην πατρίδα, τον βρήκε με εφ' όπλου λόγχη πανέτοιμο για τη μεγάλη θυσία. Η αγάπη του στην Ελλάδα επισκίασε ακόμη και το μεγάλο του έρωτα στη Βούλα, που δε δίστασε να την παρατήσει με υγρά μάτια και να πάει στον πόλεμο εθελοντής. Το «νυν υπέρ πάντων η Πατρίς» το 'χε νωπό μέσα του από τα μαθητικά βιβλία, που ιστορούσαν την τόλμη και την αυτοθυσία των προγόνων και ήταν αυτοί που του έδειχναν το δρόμο του αγώνα για την τιμή και τη λευτεριά.

Τόσο το κορίτσι που κεντούσαν μαζί τα όνειρά τους στα βράχια της Πειραϊκής για το μέλλον, όσο και οι γονείς του, μάταια προσπάθησαν να τον μεταπείσουν λέγοντάς του, πως ακόμα δεν ήρθε η ώρα να δώσει το «παρών» στο προσκλητήριο του Εθνους. Τώρα έχουν άλλοι σειρά... Οταν χρειαστεί θα καλέσουν κι εσένα στα όπλα..., τον παρακαλούσαν.

Ομως, χαμένα πήγαιναν τα λόγια τους. Δε ζυγίζανε το παραμικρό, μπροστά στον ενθουσιασμό της νιότης. Η μόνη πρόταση που μέτραγε κείνες τις ώρες ήταν: «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης».

Η ιστορία είναι γνωστή: ο ιταλικός φασισμός «έσπασε τα μούτρα του» στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας «τρεπόμενος εις φυγήν» σύμφωνα με τα πολεμικά ανακοινωθέντα εκείνης της ένδοξης εποχής.

Ελα όμως που σε βοήθειά του έσπευσε ο θηριώδης χιτλερισμός, που σαν οδοστρωτήρας τσαλαπάτησε όλη την Ευρώπη και μέρος της Αφρικής... με τη σιδηρά μπότα του. Τελικά, οι νικητές βρέθηκαν νικημένοι και η αιματοποτισμένη ελληνική γη σκλαβωμένη. Κι ο Ανέστης που στάθηκε τυχερός να γυρίσει γερός σπίτι, ένιωθε έναν τεράστιο βράχο να του πλακώνει το στήθος. Το γέλιο του ξεράθηκε στα χείλη, το κέφι του έσβησε όπως στο τζάκι η φωτιά και μια μόνο σπίθα ελπίδας τρεμόπαιζε μέσα του: ΑΓΩΝΑΣ!

Στον απελευθερωτικό αγώνα πολέμησε πλάι πλάι με την αγαπημένη του και τις ώρες της ανάπαυλας σχεδίαζαν την ειρηνική τους πορεία, σαν ξημερώσει στον τόπο η χρυσαυγή, δίνοντας όρκο τιμής ο ένας στον άλλο πως δε θα τους χωρίσει τίποτα ως το τέλος του βίου, παρά μόνο ο χάρος.

Και να που ήρθε ο τρισκατάρατος, χωμένος σε αγγλικό αεροπλάνο «σπιτφάιρ» να θερίσει, στην πιο γλυκιά ώρα της νιότης, το κορίτσι, που πριν λίγο γιόρταζε ολόχαρο, ανάμεσα στ' αλαλάζοντα πλήθη την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, κι έκοψε σαν αγγούρι το πόδι του παλικαριού ψηλά, από το γοφό.

Το κακό συνέβη στη διάρκεια οδομαχιών στο κέντρο της Αθήνας ανάμεσα σε μαχητές της Αντίστασης και τους Αγγλους «συμμάχους» που, για να καταπνίξουν το λαϊκό κίνημα, είχαν κουβαλήσει μαζί τους και επιστρατευμένους υπόδουλους, κατά το πλείστον σαρικοφόρους Ινδούς, τοποθετώντας τους μάλιστα τιμητικά στην πρώτη γραμμή του πυρός!

Το πυρ εξ ουρανού, που του 'κοψε το πόδι, σκότωσε την κάθε ελπίδα του και διάθεση για ζωή καθώς και το γέλιο, όταν παρουσιάζεται στ' άχρωμα χείλη του, είναι συχνά προσποιητό. Το μεγάλο του παράπονο είναι ότι ενώ εκείνος έδωσε ένα κομμάτι από τον εαυτό του η πολιτεία όχι μόνο σύνταξη δεν του έδωσε αλλά ούτε και τεχνητό πόδι για ν' απαλύνει τον πόνο του. Εκείνο που έσερνε χρόνια ήταν παμπάλαιης τεχνολογίας, τον πλήγωνε σε κάθε του κίνηση και δε στάθηκε δυνατό να το αντικαταστήσει με άλλο πιο βελτιωμένης κατασκευής, ως το τέλος της βασανισμένης ζωής του.

Αμετακίνητος όσο ζούσε πλάι στο θαμπό τζάμι της «προθήκης» με τις λιγοστές εφημερίδες, καλύπτονταν μονίμως από το πούσι του καπνού σε σημείο να μην τον διακρίνουν απ' έξω οι πελάτες. Μέσα στο τεχνητό σύννεφο, που ο ίδιος δημιούργησε με το ακατάπαυστο παφ-πουφ, θα 'λεγε κανείς ότι την «εύρισκε»! Λαγοκοιμόταν συχνά και το γέλιο του ήταν αληθινό, όταν τον έπιανε ο Μορφέας χεράκι και τον μετέφερε πίσω στην ανέμελη παιδική περίοδο της ζωής του, που ήταν η μόνη, που είχε κι εκείνος μερίδιο στη χαρά. Λίγες στροφές, η χρωματιστή κλωστή, στο κατάμαυρο κουβάρι της ζωής του.

Με τα φτερά του ονείρου πετούσε σε μέρη νοσταλγικά σ' αγαπημένα πρόσωπα, έσμιγε με τους παλιόφιλους της γειτονιάς και όλοι οι πιτσιρικάδες μαζί, χαιρόντουσαν την ξένοιαστη ηλικία τους παίζοντας στις αλάνες, στην άμμο του γιαλού και τα βοτσαλάκια. Κολυμπούσαν βαθιά κι έφερναν βόλτα το νησάκι του Κουμουντούρου, στην ακτή Παρασκευά.

Το απατηλό όνειρο με τις μαγικές του φτερούγες τον τριγύριζε παντού, σε ό,τι είχε αγαπήσει και λαχταρούσε. Στα γραφικά αραξοβόλια των ψαράδων της Πειραϊκής στις λείες πλάκες, από την αέναη τριβή των κυμάτων, όπου ξαπόσταιναν ξεθεωμένα από το παιχνίδι τα γειτονόπουλα, κάτω ακριβώς από το τείχος του Θεμιστοκλή και στα ψηλά βράχια, άκρη - άκρη στο νερό, που έκαναν τις βουτιές τους στον παραδεισένιο βυθό.

Τα γλυκά όνειρα, που εκφράζανε την ενδόμυχη κι ανεκπλήρωτη επιθυμία του, να βρεθεί ξανά και ξανά στους μαγικούς τόπους των αναμνήσεων, που έκαναν φτερά όταν άνοιγε η πόρτα του μικρομάγαζου κι έμπαινε κάποιος από τους λιγοστούς, αλλά πολύ... ενοχλητικούς τούτες τις στιγμές πελάτες! Από το άνοιγμα της πόρτας έβγαινε μαζί με τα ρετάλια του ονείρου πρόσκαιρα και η θολούρα που θάμπωνε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του: το σκουριασμένο μουστάκι, το κίτρινο πρόσωπο, τα ατίθασα φρύδια. Ολα, πάνω του και στους τοίχους είχαν το χρώμα του μαρασμού.

- Ατυχος ο φουκαράς ο Πειραιώτης μονολογούσαν οι «συναλλασσόμενοι» μαζί του. Ανάμεσα σ' αυτούς και ο γερο - Μάνθος με τη σέρτικη λαλιά που δούλευε παλιά στις μαούνες κι αντάμωσαν σε τούτη τη γειτονιά μακριά από το μεγάλο λιμάνι. Ηταν ο μόνος, που του χάλαγε τον ύπνο, όχι για ν' αγοράσει τσιγάρα, μα για ν' αποδιώξει τη θολούρα, τόσο από το μαγαζάκι όσο και από το αρρωστημένο του μυαλό εξ αιτίας των συνθηκών ζωής.

Το θεωρούσε ηθικό χρέος να του κρατάει συντροφιά και να περιστρέφει την κουβέντα του αλλού, στον Πειραιά από τον Αγιο Διονύση ως τον Αϊ - Νικόλα, τα Καρβουνιάρικα, κάνοντας ολόκληρο τον κύκλο του Λιμανιού. Του θύμιζε τα στέκια που η Μαριάνθη, η Λουλού και άλλα κορίτσια πουλούσαν έρωτα, εκεί, που είχαν πρωτοδοκιμάσει όλοι οι νεαρούληδες τους ανυπέρβλητης γλύκας χυμούς του! Μετά τον μετέφερε νοερά στο ποδηλατοδρόμιο που πηδούσαν τη μάντρα του γηπέδου για να δουν τον ΟΛΥΜΠΙΑΚΟ και θυμούνταν και οι δύο τους, ότι οι παίχτες της ομαδάρας τους τότε, δεν παίζανε πάνω στο γρασίδι μα σ' ένα σκούρο ψιλό χώμα, που έμοιαζε καρβουνίδι. Ακόμα ότι και τα δοκάρια είχαν κατεύθυνση προς του Φαλήρου τα νερά.

Με το «μαουνιέρη» συντροφιά ο έρημος καπνοπώλης, γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξαναζούσε τα ανεπανάληπτα χρόνια της νιότης. Δεν ήταν να τον είχε από το πρωί ως το βράδυ δίπλα του; Θα ήταν λιγότερο οδυνηρό το μαρτύριο της ζωής του. Το διακρίνει ο συνομιλητής του στα μάτια και το πρόσωπο που φωτίζονται πρόσκαιρα από της νοσταλγίας το φως!

Τι κρίμα να μην υπάρχει η δυνατότητα να προμηθευτεί ένα πιο σύγχρονο πόδι και να πετάξει στα σκουπίδια αυτό το ασήκωτο παλούκι, που κάνει την παρουσία του αισθητή από μακριά με το ανυπόφορο ντούκου - ντούκου, ώσπου να πάει στο δωμάτιό του, μερικά μέτρα πιο εκεί. Οι μικρές μετακινήσεις του από το ψιλικατζίδικο στο φτωχικό του μοιάζανε με εικόνα βάρκας, κόντρα σε πελώρια κύματα! Εδειχνε ξέπνοος, από τη σκληρή προσπάθεια, κωπηλάτης, παραδομένος στην τρικυμία. Ολες του οι ελπίδες τον είχαν εγκαταλείψει, δεν είχε πια νόημα η ζωή του. Γκρίζα τοιχογραφία ο βίος του σε όλο του το μάκρος από τον τραυματισμό του και δώθε. Τίποτα καλό δεν περίμενε από πουθενά.

Ο θάνατός του έβαλε σε μπελά τους καφενόβιους που πρέπει να διανύουν κάποια απόσταση ως το περίπτερο για να προμηθευτούν τα χρειαζούμενα είδη προ παντός τσιγάρα, που όσο περισσότερο ενοχοποιούνται για βλάβες στον ανθρώπινο οργανισμό τόσο αυξάνεται η κατανάλωσή τους.

Σίγουρα το μαγαζάκι σύντομα θα ανακαινιστεί και θ' αλλάξει όψη. Εκτός των άλλων, θα εξαφανιστεί από την τζαμόπορτα, η επιγραφή «Ο ΠΕΙΡΑΙΩΤΗΣ», γραμμένη με την κόκκινη μπογιά, θα 'λεγε κανείς μ' εκείνη, που έγραφε στους τοίχους στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής το σύνθημα: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ `Η ΘΑΝΑΤΟΣ».


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ