Κυριακή 26 Σεπτέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ

Ο Βαγγέλης Μηνιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και από νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στον τοπικό Τύπο. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με διάφορα περιοδικά, κυρίως με κλαδικά έντυπα, όπως «Η φωνή της ΓΣΕΕ», όπου είχε τη στήλη του χρονογραφήματος και «Η φωνή των φαρμακοϋπαλλήλων», που υπηρέτησε ανιδιοτελώς δεκαετίες, καθότι φαρμακοϋπάλληλος.

Οταν έγινε συνταξιούχος πια, έκανε την παρουσία του στα Γράμματα με δέκα έως τώρα βιβλία, κάποια εκ των οποίων έχουν βραβευτεί.

Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΕΣΗΕΠ και άλλων πνευματικών Ενώσεων.

Γκαρσόοον!

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Κατεβήκανε από το τρένο πατέρας και γιος και τράβηξαν κατά τη γέφυρα, όπου τα νερά του Ευρίπου κυλούσαν θυμωμένα με νότια κατεύθυνση. Εκείνος μεσόκοπος, με βαθιές χαρακιές στο ηλιοψημένο πρόσωπο και πικραμένα μάτια, το παιδί προβληματισμένο και λιγότερο ανέμελο από τα παιδιά της ηλικίας του, διψούσε για λίγη χαρά.

Οι τουρίστες, ντόπιοι και ξένοι που έρχονταν στο όμορφο νησί, ακολουθώντας τις δυνατές μυρωδιές της κουζίνας, τρύπωναν στις ψησταριές, στρογγυλοκάθιζαν σαν στο σπίτι τους και χτυπούσαν παλαμάκια:

- Γκαρσόον, Γκαρσόον...

Η τσίκνα έσπαγε τη μύτη του Μαστρογιώργη και του μικρού Βασιλάκη, όμως, τάχα αδιάφοροι, συνέχιζαν να περπατούν στην προκυμαία - κι ας έβραζαν μέσα τους - όπου κάμποσοι χασομέρηδες τάιζαν ψωμοτύρι τα ψάρια.

Οσο για την προκλητική μυρωδιά του ψητού χταποδιού, του κάβουρα και των άλλων θαλασσινών, ο πατέρας θα 'θελε να μη γίνεται λόγος, όμως το παιδί υπέφερε σαν τις γκαστρωμένες και δεν άργησε να ρωτήσει παραπονιάρικα:

- Γιατί, δηλαδή, να μην μπορούμε κι εμείς να καθίσουμε στο εστιατόριο και να φάμε ό,τι μας αρέσει;

Κάθε του λέξη και μια πετριά, που πλήγωνε το γονιό. Τι να πει στο παιδί, πώς να του εξηγήσει πως δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει βασικές του επιθυμίες, παρ' ότι δεν αφήνει να χαθεί μεροκάματο;

Ενας κόμπος στέκεται στο λαρύγγι του, καθώς του υπενθυμίζει τη συμφωνία που κάνανε στο σπίτι πριν ξεκινήσουν το ταξίδι στο άγνωστο!

- Δε σου είπα, παιδί μου, ότι δε θα ζητάς ό,τι βλέπεις και το υποσχέθηκες; Τώρα γιατί με τυραννάς;

Το παιδί, ωστόσο, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται άλλοι να τρώνε με δυο μασέλες τους εκλεκτούς μεζέδες της παραλίας κι αυτοί να ξερογλείφονται...

Περπατώντας φορτωμένοι τα σακούλια με τα ξεροφάγια τους και κάτι πρόχειρα στρωσίδια, φτάσανε στο πάρκο της πόλης και κάθισαν κάτω από την κεντητή σκιά των δέντρων. Βγάλανε από το νάιλον, ψωμοτύρι και κεφτέδες που ζύμωσε με το δάκρυ της η κυρα-Κατίνα στο συνοικισμό κι άρχισαν να μασουλάνε ανόρεξα, με τη ματιά ν' αφαιρείται στη θάλασσα και τα γύρω βουνά.

Τα ΙΧ, απαστράπτοντα, συνωστίζονται έξω από τα εξοχικά κέντρα και τα ξενοδοχεία, όπου ανέμελοι άνθρωποι με φουσκωμένα στομάχια και πορτοφόλια περνούν τις διακοπές τους πλάι στο κύμα.

Μετά το φαγητό, έστρωσαν κατάχαμα την κουρελού να πάρουν έναν υπνάκο και να ονειρευτούν ό,τι δεν μπορούν ν' απολαύσουν και το απόγεμα να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα. Για τα μπάνια του παιδιού, άλλωστε, άφησαν την πρωτεύουσα και ήρθαν ξένοι στον αφιλόξενο γι' αυτούς τόπο, μιμούμενοι τους μπατιροτουρίστες που καταφθάνουν από άλλες χώρες. Οσο έβλεπε ο Βασιλάκης ν' αδειάζει η γειτονιά από παιδιά, δεν κρατιόταν με τίποτα. Βρε χρυσέ μου, βρε καλέ μου, η μάνα του κι ο πατέρας του, τίποτ' αυτός: «Θέλω εξοχή». Εξοχομανία τον πιάνει κάθε καλοκαίρι.

Μια χρονιά, έτσι, χωρίς πρόγραμμα, βρέθηκαν οι δυο τους - η μάνα δεν τους ακολουθεί στις περιπέτειές τους - στον Πόρο. Τότε για καλή τους τύχη ανακάλυψαν μια σπηλιά στα βράχια, κάτι σαν πατάρι πάνω από τη θάλασσα, και τη βγάλανε φίνα ανάμεσα στους γλάρους. Εκεί έμειναν όσο κράτησε η ξερή τροφή που είχαν μαζί τους. Κατά τα άλλα, πέρασαν ...φίνα και θυμούνται νοσταλγικά τη γλαροφωλιά τους. Οταν ξαναπήγαν τον άλλο χρόνο, τη βρήκαν κατειλημμένη!

Τούτη τη φορά, πήραν το τρένο και βγήκαν στη Χαλκίδα και ...ό,τι ήθελε προκύψει!

Εξοχή είν' αυτή να πάρει ο διάολος, μονολογούσε, καθώς έστρωνε την κουρελού κάτω από την αγριομουριά του πάρκου, με τα δουλευτάδικα χέρια του, που πλάθουν τούβλα κάπου δυο δεκαετίες, ο Μαστρογιώργης.

Οσο για την προκοπή του, φαίνεται φως φανάρι! Ούτε μια βδομάδα ανθρώπινες διακοπές δεν μπορεί να προσφέρει στην οικογένεια. Πώς τα καταφέρνουν άλλοι, σκέπτεται οριζοντιωμένος κατάχαμα κι από τα γλαρωμένα μάτια του περνούν ο ένας κι ο άλλος γνωστός, που χωρίς να ιδροκοπούν, όπως αυτός παλεύοντας με τη λάσπη, με τις δουλιές του ποδαριού ξελάσπωσαν μια χαρά. Ο ψιλικατζής ο Γρηγόρης, μια τρύπα το μαγαζάκι του και σήκωσε ιδιόκτητη πολυκατοικία. Αμ' ο άλλος, ο Λάζαρος ο ψειρής, που ξεκίνησε μ' έναν αργαλειό και αναστήθηκε. Εφτιαξε ολόκληρη φάμπρικα. Κι άλλος... κι άλλος... ώσπου... αποκοιμήθηκε!

Τότε... ήρθε ο πρώτος ξάδελφος από την Αμερική φορτωμένος λεφτά, που δεν τον ξανάδε από παιδί και του 'πε να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει στο ξενοδοχείο «Παλίρροια», όπου είχε καταλύσει. Φάγανε κι ήπιανε του σκασμού σε απαστράπτοντα σερβίτσια μέσα σε μια αίθουσα πολυτελή με πολυέλαιους και φαντασμαγορική διακόσμηση πάνω από τον πορθμό, με φόντο τη μακριά γλώσσα του Ευβοϊκού.

- Θες λεφτά; του είπε. Πάρε όσα σου χρειάζονται για να περάσεις καλά, πλούσια, όλη σου τη ζωή.

- Που 'ντα;

- Τώρα θα δεις, είπε κι έβγαλε από τη βαλίτσα μια χρυσοτόκο όρνιθα πανέμορφη και καμαρωτή. Πήρε από το τσεπάκι μετά, ένα μικρούτσικο κομπιουτεράκι, πάτησε το κουμπί και η κότα αντί για κουτσουλιές και αυγά, άρχισε να κάνει εκατοδόλαρα.

Μέσα σε λίγα λεπτά έκανε μια κορδέλα, που αν την άπλωνε κανείς για να μετρήσει το μήκος της, θα έφτανε ως την Κύμη! Αυτός δε θα 'κανε τίποτ' άλλο από το να τα κόβει στις κανονικές τους διαστάσεις και να τα ξοδεύει κατά βούληση!

- Σε φτάνει; είπε ο ξάδερφος.

- Ου, ου, ου, περισσεύει, αποκρίθηκε ο Μαστρογιώργης πανευτυχής και... ξύπνησε από την άγρια φωνή του χωροφύλακα!

- Σήκω πάνω, ταυτότητα.

- Για... γιατί κυρ - χωροφύλακα, κάλπικα είναι;

- Σε ξύπνησα, ε; Τι να κάνουμε, η υπηρεσία βλέπεις. Με το 'να του μάτι, καχύποπτα, περιεργαζόταν το όργανο τους παράξενους επισκέπτες.

- Τι χαλεύετ' εδώ, ορέ; ξανάπε.

- Μπατιροτουρίστες κυρ - χωροφύλακα, εξήγησε ο πατέρας στον απρόσμενο του νόμου θεματοφύλακα.

- Απαγορεύεται στους ντόπιους να κοιμούνται στα πάρκα. Προσβάλλεται η εθνική μας αξιοπρέπεια, κατάλαβες; Αντε δρόμο λοιπόν, γιατί, αν σας ξαναπιάσω να λαθροκοιμάστε, θα σας φιλοξενήσω στο κρατητήριο μαζί με τα ποντίκια.

- Αφού δεν υπάρχουν ψιλά για ξενοδοχείο, πώς να κάνει τα μπάνια του το παιδί; Μας αρέσει τάχατες να κοιμούμαστε σαν τους αλήτες στις πλατείες... και να πεις ότι κάθομαι κυρ - χωροφύλακά μου; Κοίταξε τα χέρια μου να καταλάβεις. Σ' ορκίζομαι, δε με φτάνουν το όβολα.

Το όργανο της τάξης κοίταξε τα χοντρά κι άγαρμπα χέρια του άγνωστου, έκλεισε το μάτι με σημασία και ρώτησε: Οικοδόμος;

- Τουβλάς!

- Κα... κα... κατάλαβα, κατάλαβα, επανέλαβε μισοαστεία μισοσοβαρά και τους συμβούλεψε «φιλικά» να πάνε να φιλοξενηθούν στο πρώτο χωριό που θα συναντήσουν μερικά χιλιόμετρα πιο πάνω. Εχει ωραία θάλασσα, πρόσθεσε, κι ένα μοναστήρι στο ύψωμα που θα σας δεχτεί. Αντε δρόμο...

Στο δρόμο που βάδιζαν έξω από ένα παραλιακό κέντρο, αναγνώρισε τη μερσεντές του αφεντικού του. Βρε τον κερατά, ως εδώ φτάνει η χάρη του, σκέφτηκε. Ποιος ξέρει με ποια πιτσιρίκα είναι πάλι ο κοιλιάς... Στις φιλενάδες προσφέρει γαρίδες, αστακούς και δώρα πολλά, για τους εργάτες «δε βγαίνει», η τσέπη του έχει αχινούς. «Γουρούνι», είπε δυνατά και θυμήθηκε το περιστατικό, που, όταν κάποτε τραυματίστηκε στο καμίνι, αυτός, αντί να φροντίσει για τις πρώτες βοήθειες, φρόντισε να του δώσει να υπογράψει δήλωση ότι έπαθε εκτός υπηρεσίας. Φέρνοντας στο νου τη συμπεριφορά του αφεντικού, οι ρυτίδες του έδειξαν πιο βαθιές, ίδιες λαβωματιές, και το πρόσωπο του κοκκίνισε από τη δίκαιη οργή του. «Γουρούνι», ξαναείπε.

- Το είδα! αποκρίθηκε ανύποπτα το παιδί, που δεν υποψιάστηκε τους διαλογισμούς του πατέρα κι άρχισε να περιεργάζεται ένα γουρούνι, που αδιαφορούσε τελείως για τη βρώμα που κουβαλούσε πάνω του. Πιο κει, στην ίδια αυλή, στεκόταν ασάλευτο ένα γαϊδούρι κι οι κότες περνοδιάβαιναν άφοβα κάτω από την κοιλιά του σαν σε γεφύρι.

Μετά τα πρώτα σπίτια του χωριού, ξεπρόβαλε ο γιαλός μ' ένα πλήθος πλεούμενα να λικνίζονται απαλά στην αγκαλιά του. Ανάμεσά τους, αρκετά γρι-γρι. Ο Μαστρογιώργης κάτι γνώριζε απ' αυτά, 'βγαιναν στ' ανοιχτά, μπροστά η μάνα, πίσω της τα παιδιά και ψαρεύοντας τη νύχτα γύριζαν το πρωί στο νησί του φορτωμένα, όταν ο καιρός βοηθούσε. Αν δεν εγκατέλειπε τότε την ψαροπούλα για να 'ρθει στην πρωτεύουσα, ίσως είχε καλύτερη τύχη.

Ομως, κάποια φαεινή ιδέα πέρασε από το νου του κι η μούρη του ξαστέρωσε ξαφνικά.

- Εδώ θα το ρίξουμε στην ψαροφαγία, γύρισε κι είπε στο παιδί γελαστός. Οι ψαράδες έχουν λεβεντιά και φιλότιμο, θα τους βοηθώ στις δουλιές τους και θα μας δίνουν ψάρια. Μόνο την μπίρα θα πληρώνουμε! Ντόλτσε βίτα! κατάλαβες; Αντε πάμε τώρα στο κελί μας και τ' απόβραδο στα γρι-γρι.

Το μοναστήρι του χωροφύλακα ήταν μισοερειπωμένο, χορταριασμένο κι ακατοίκητο. Αποδήμησε εις Κύριον και ο τελευταίος ασκητής. Ενας γυμνός πάγκος κάτω από ένα αραχνιασμένο βρώμικο υπόστεγο ήταν όλες κι όλες ...οι ευκολίες του! Ασε που μόλις τους μυρίστηκαν τα κουνούπια 'πεσαν πάνω τους λυσσασμένα. Αναποδιά και με τα γρι-γρι που έμεναν ασάλευτα στ' αραξοβόλι τους χωρίς καμιά διάθεση να ξανοιχτούν, θαρρείς και οι γοργόνες τα εμποδίζανε. Ρώτησαν κι έμαθαν ότι απεργούν οι αλιεργάτες και δε βγαίνουν στο πέλαγος. Τζίφος κι από κει. Ονειρο απατηλό η ντόλτσε βίτα!

Ωστόσο, οι ψαροταβέρνες τους σπάγανε τη μύτη με τις ερεθιστικές μυρουδιές τους, που τους κυνηγούσαν και τους τυραννούσαν παντού. Πέντε μέρες το άντεξαν. Τόσα ήταν και τα μπάνια τους.

- Πατέρα, δεν αντέχω άλλο, πάμε να φύγουμε, αμέσως, τώρα! ξέσπασε το παιδί.

- Να φάμε πρώτα, είπε εκείνος κι έσπρωξε το γιο του στην πρώτη ψαροταβέρνα. Γκαρσόον! φώναξε και χτύπησε παλαμάκια με τις ροζιασμένες παλάμες και παράγγειλε χταπόδι που μύριζε πιο πολύ, ψάρια και σαλάτα.

- Τυρί; ρώτησε το παιδί του μαγαζιού.

- Οχι τυρί, φτάνει πια το ψωμοτύρι, τέρμα το ψωμοτύρι για σήμερα.

Φάγανε κι ήπιανε του σκασμού, πληρώνοντας για ένα γεύμα όσα είχαν να περάσουν ένα δεκαήμερο!

Ευτυχώς, είχαν την πρόνοια να βγάλουν από την Αθήνα εισιτήρια μετ' επιστροφής. Αλλιώς θα κάνανε οτοστόπ! Μπατιροτουρίστες με τα όλα τους...


Του
Βαγγέλη ΜΗΝΙΩΤΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ