Κυριακή 27 Ιούλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΡΒΟΣ

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΡΒΟΣ
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΡΒΟΣ
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Από μαθητής του Νυχτερινού Γυμνασίου, ακολούθησε το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Από τότε εργάσθηκε συνεχώς στον ημερήσιο, περιοδικό τύπο, καθώς και στο τότε ΕΙΡ.

Για την πατριωτική του δράση μέσα απ'τις γραμμές της ΕΠΟΝ, πιάστηκε απ'την Ειδική Ασφάλεια, τον Μάρτη 1943 και κλείστηκε στις φυλακές «Χατζηκώστα».

Πήρε μέρος στον «Μεγάλο Δεκέμβρη 1944» και στην υποχώρηση ακολούθησε τον ΕΛΑΣ στην Ελεύθερη Ελλάδα. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας πιάστηκε πάλι και φυλακίστηκε. Στις 9 Ιούλη 1947 εξορίζεται στην Ικαρία.

Φοίτησε στην Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών και συμμετείχε στους αγώνες της φοιτητικής νεολαίας.

Eχει ξεπεράσει τα 57 χρόνια σαν μέλος του ΚΚΕ.

Είναι μέλος του Προεδρείου του Πανελλήνιου Συνδέσμου Δημοσιογράφων Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης 1941-44, αντιπρόεδρος του Παραρτήματος Πειραιά της ΠΕΑΕΑ, και μέλος του συμβουλίου της Πανελλήνιας Ενωσης Αγωνιστών και Φίλων της ΕΠΟΝ.

Παράλληλα είναι μέλος του Βθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Ενωσης Συντακτών Περιοδικού -Ηλεκτρονικού Τύπου.

Για το συγγραφικό του έργο έχει τιμηθεί με το Α' Βραβείο Διεθνούς Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων. Επίσης, έχει λάβει μετάλλιο - δίπλωμα Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης και τιμητική πλακέτα για την προσφορά του στο Κίνημα Ειρήνης.

Συνεχίζει να «ορθοβαδίζει»...

Το πρώτο... «κομμάτι»!

Γρηγοριάδης Κώστας

Μεράκι η δημοσιογραφία. Δύσκολη όμως για να την κάνεις βιοποριστικό επάγγελμα. Ετσι ήταν εκείνα τα χρόνια που «ξεκινούσαμε»... Και οι κίνδυνοι πολλοί. Το «ξεστράτισμα» απ' τον ίσιο επαγγελματικό δρόμο πολύ εύκολο. Εάν δεν «υπηρετούσες», με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το σύστημα, όχι μόνο δεν προχωρούσες, αλλά ήταν και πολύ δύσκολο να κρατηθείς στα «πόδια» σου. Βέβαια, πού να να μιλήσεις για ελευθερία γνώμης και για το υπέρτατο δικαίωμα του δημοσιογράφου, που δούλευε στον αστικό Τύπο, να γράφει με τη συνείδησή του και να γράφει προπαντός την αλήθεια!

Τ' όνειρό μου ήταν να γίνω δημοσιογράφος! Ετσι «πρωτόβγαλτος», στην αρχή σκούπιζα τα γραφεία. Μετά κολλούσα την εφημερίδα στα ειδικά ξύλινα πλαίσια που ήταν τοποθετημένα στο Δημοτικό θέατρο, στο Πασαλιμάνι, στο Ρολόι και τον Σταθμό του Ηλεκτρικού. Γρήγορα προβιβάστηκα! Εκανα πια καθαρά δημοσιογραφική δουλιά! Ρεπορτάζ στο Ληξιαρχείο - πόσοι πέθαναν και πόσα μωρά γεννήθηκαν - κι ύστερα έπαιρνα το Δελτίο Καιρού απ' το Λιμεναρχείο.

Αργότερα η δουλιά μου ήταν να παίρνω ειδήσεις απ' το Βιβλίο Συμβάντων της δικαιοδοσίας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά. Αρχισα να παίρνω και μισθό!! Ενα τάλιρο τη βδομάδα και μια πρόσκληση της εφημερίδας για θέατρο ή κινηματογράφο. Με εφοδίασαν και με ταυτότητα της εφημερίδας, που τη χρησιμοποιούσα για να μπαίνω δωρεάν στο γήπεδο «Καραϊσκάκη». Αυτό με ενθουσίαζε πολύ.

Η ταυτότητα αυτή, που την υπόγραφε ο αστυνομικός διευθυντής Πειραιά Δημ. Βρανόπουλος, με έσωσε κυριολεκτικά από δύσκολες στιγμές, σε ελέγχους που γίνονταν συχνά απ' την Ασφάλεια και ειδικότερα από ομάδες Χιτών και από τραμπούκους της Ελληνικής Βασιλικής Ενωσης Νέων.

Ο μισθός μου αυξήθηκε, όταν μ' έστειλαν να κάνω δικαστικό ρεπορτάζ. Είχα μάθει στενογραφία κι έτσι ήμουν «κατάλληλος» να καλύπτω τις συνεδριάσεις των Εκτάκτων Στρατοδικείων του Πειραιά. Τότε λειτουργούσαν σε καθημερινή βάση και «δίκαζαν» -καταδίκαζαν πιο σωστά - κατά εκατοντάδες τους ΕΛΑΣίτες και τα στελέχη του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ για δήθεν «φόνους»!

Η Ασφάλεια σε συνεργασία με τους στρατοδίκες έφερνε μαυροφορεμένες γυναίκες με μπλερέζες στο κεφάλι - πάντα τις ίδιες - που τις παρουσίαζαν ως δήθεν «συγγενείς» των θυμάτων. Αυτές, με το αζημίωτο βέβαια, κάνανε πως κλαίγανε, χτυπιόντουσαν, ξεφωνίζοντας κατάρες, αναθεματίζοντας του κατηγορούμενους!

Κάποτε, ήρθε και η δική μου σειρά για τις γραπτές εισαγωγικές εξετάσεις στο επάγγελμα. Είχα διαλέξει ένα θέμα που ενδιέφερε τους... πεθαμένους. Τίτλος: «Η πόλη των νεκρών». Μου είχε κάνει εντύπωση ότι το Δημοτικό Νεκροταφείο της Ανάστασης, όσες φορές πήγα σε κηδείες, υπήρχαν κι εκεί ταξικές διαφορές, ακόμη και στους τάφους. Οικογενειακοί, μεγαλόπρεποι, μαρμάρινοι τάφοι ολόκληρα δωμάτια, με αγάλματα γνωστών νεκρών βιομηχάνων και εφοπλιστών.

Αντίθετα, υπήρχαν ξύλινοι σταυροί στα μνήματα -κι όχι σ' όλα- των φτωχών κι άσημων Πειραιωτών, ενώ δεν υπήρχε πουθενά επίσης, ένας, έστω ξύλινος σταυρός, για τους 1.050 Πειραιώτες, που εκτέλεσαν οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους. Ούτε για τους 11.041 Πειραιώτες που πέθαναν απ' την πείνα τον χειμώνα 1941-42, ούτε για τα άγνωστα πτώματα Πειραιωτών, που, στον αγώνα τους να νικήσουν την πείνα, οι συγγενείς τους εγκατέλειψαν έξω απ' το νεκροταφείο για να μπορέσουν να κρατήσουν τα δελτία τους του ψωμιού... Ολοι αυτοί ήταν θαμμένοι σε απόμερα σημεία, στα «βράχια», εκεί δηλαδή που δε λιώνουν οι νεκροί, γιατί δεν υπάρχει χώμα, ή αυτό που υπάρχει δε «χωνεύει» τα πτώματα.

Καθοριστική, λοιπόν, για το νέο δημοσιογράφο η ημέρα της «πρεμιέρας», όταν θα παρουσιαστεί απ' την εφημερίδα του με ενυπόγραφη δουλιά. Παύει να 'ναι ανώνυμος. Με την υπογραφή του αναλαμβάνει τις ευθύνες του -έτσι ήταν τότε τουλάχιστον- και ίσως κάποτε δειλά κι αργότερα πιο θαρρετά, βγάζει στη δημοσιότητα τα «πιστεύω του», βάζει τη δική του πραγματική σφραγίδα σ' αυτά που γράφει. Τοποθετείται ταξικά. Με ποιον θα είναι; Δυο δρόμοι του ανοίγονται. Ο ένας, πολύ δύσκολος και πολύ ωραίος, ο άλλος εύκολος προσοδοφόρος, μα χωρίς ομορφιά. Αυτή τη διαπάλη με τη συνείδηση, για το ποιον «δρόμο» θα επιλέξουν, τη ζούσαν τότε σχεδόν όλοι οι νεοεισερχόμενοι στο επάγγελμα. Είναι μια πολύ χτυπητή αντίθεση με τα σημερινά δεδομένα, που η τεχνολογική εξέλιξη στις αστικές εφημερίδες μετατρέπει τον δημοσιογράφο λογοτέχνη, ποιητή και λογοπλάστη όπως ήταν τότε, σε τεχνοκράτη, καλό χειριστή του κομπιούτερ, των fax κλπ.

Εκείνη, λοιπόν, είναι η μέρα των γραπτών εισαγωγικών εξετάσεων στο επάγγελμα. Κι αυτό το γραφτό, το πρώτο ενυπόγραφο «κομμάτι», θα τον συνοδεύει σ' όλη του τη δημοσιογραφική πορεία και γιατί όχι, σ' όλη του τη ζωή.

«Η πόλη των Νεκρών» ήταν ο τίτλος του πρώτου «κομματιού». Αυτή ήταν η κεντρική του ιδέα. Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα. Το έγραψα, το ξανάγραψα, το διόρθωσα, πρόσθεσα και αφαίρεσα. Αρχιζε μ' ένα μικρό απόσπασμα από ένα βιβλίο του Ελία Ερενμπουργκ, και αφορούσε επίσκεψή του, που είχε κάνει το 1928 στις παραγκουπόλεις της Δραπετσώνας και του Κερατσινίου και τέλειωνε με το παράπονο των φτωχών... νεκρών, που και πεθαμένους τους παραπετάνε...

Προβληματίστηκα πολύ! Τελικά, πήρα την απόφαση και το έδωσα στον αρχισυντάκτη μου.

Εδώ ήθελα να πω ότι ο αρχισυντάκτης μου, Μικρασιάτης την καταγωγή, λίγο αθυρόστομος, ήταν και ανταποκριτής της «Καθημερινής» στον Πειραιά.

- Βλέπεις, μου 'λεγε, δείχνοντάς μου την αριστερή τσέπη της καμπαρντίνας του όπου είχε διπλωμένο τον «Ριζοσπάστη», εδώ είναι η ιδεολογία μου. Κι εδώ, δείχνοντάς μου τη δεξιά τσέπη του όπου είχε την «Καθημερινή», είναι το μεροκάματο...

Το πρωί, λοιπόν, της άλλης μέρας πήγα στην εφημερίδα, ύστερα από μια αγωνιώδη νύχτα. Σκεφτόμουν τι θα μου πει ο αρχισυντάκτης μου. Θα του άρεσε; Ηταν δημοσιογραφικό κομμάτι ή μια έκθεση ιδεών, σαν αυτές που γράφαμε στο σχολείο; Ολο τον κοίταζα στα μάτια, για να μαντέψω τις κρίσεις του για το κομμάτι, θα το δω δημοσιευμένο; Θα πετύχαινα στις «εισαγωγικές»;

Η ώρα περνούσε. Εκλεισαν οι σελίδες της εφημερίδας και κατέβηκαν για τύπωμα, αλλά απάντηση καμιά. Δεν ήξερα αν το είχε ξεχάσει ή δεν ήθελε να με πικράνει γι' αυτά που έγραφα. Πήρα το θάρρος και τον ρωτάω:

- Κύριε Σάββα το διαβάσατε το κομμάτι;

Αυτός με το γνωστό χαμόγελο στο πρόσωπο, σηκώνει την παλάμη του, με μουντζώνει και μου λέει:

- Ρε... μ........α, τι είναι αυτά που γράφεις; Δεν ξέρεις ότι η εφημερίδα επιχορηγείται απ' τον Δήμαρχο; Εσύ όπως κι εγώ τρώμε ψωμί απ' την επιχορήγηση αυτή! Θα αφαιρέσεις, συνέχισε, όλους αυτούς τους ποιητικούς και ταξικούς διαλογισμούς και θα γράψεις: «Μπαίνοντας στο νεκροταφείο της Ανάστασης διαπιστώνουμε τη φροντίδα και την αγάπη για τους νεκρούς οφειλόμενη στον Δήμαρχο μας κ. Γεώργιο Ανδριανόπουλο...».

Δέχτηκα πραγματική ψυχρολουσία!! Εχανα τις εισαγωγικές εξετάσεις! Μου επέστρεψε τα χειρόγραφα για να τα προσαρμόσω, σύμφωνα με την προτροπή του στις κατευθύνσεις του και να τα δώσω την άλλη μέρα.

Αρχισε η πάλη με τη συνείδησή μου. Συγκρούονταν όλα αυτά που είχαν καλλιεργηθεί μέσα μου απ' την ΕΠΟΝ, απ' το μεγάλο σχολείο της ζωής, απ' ό,τι είχα διαβάσει, απ' ό,τι είχα διαπιστώσει, απ' τις κοινωνικές συγκρούσεις κι απ' την κοσμοθεωρία μας, που θέλει το δημοσιογράφο κοντά στο λαό και όχι υπηρέτη πολιτικάντηδων και οικονομικών συμφερόντων. Στον προβληματισμό μου και το «μεράκι» της δημοσιογραφίας.

Τι να κάνω; Είχα εκτεθεί και στον αρχισυντάκτη μου. Το κομμάτι έπρεπε να το παραδώσω το πρωί της άλλης μέρας. Το ξανάγραψα. Αλλαξα τον τίτλο. Τώρα έγραφε «Μαρμάρινα αριστουργήματα». Το πήγα αλλού. Δηλαδή, πόσα γλυπτά αριστουργήματα υπάρχουν στο Δημοτικό Νεκροταφείο και ποιοι τα είχαν φιλοτεχνήσει. Για τον Δήμαρχο Γ. Ανδριανόπουλο - βουλευτή της δεξιάς αργότερα και υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας στην κυβέρνηση Κ. Καραμανλή - δεν έγραψα κουβέντα... Κι από κάτω έβαλα και τ' όνομά μου.

Παρέδωσα το κομμάτι αλλαγμένο, αλλά πήρα και το μήνυμα που με συνόδεψε στα 43 χρόνια της δημοσιογραφικής μου δουλιάς. Οτι ο δημοσιογράφος δε δίνει μια φορά μόνο εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά κάθε μέρα, κάθε στιγμή.... Κι όχι μόνο σ' αυτούς που τον διαβάζουν, αλλά πρώτα στην ίδια του τη συνείδηση.


Του
Δημήτρη ΣΕΡΒΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ