Εκτός από τα παραπάνω, δεν έχω τίποτα άλλο να παραθέσω ή να επιδείξω, που να παρουσιάζει ενδιαφέρον, παρά μόνο όσα λίγα έχω προσφέρει στην οικογένειά μου και στο Κόμμα μας, του οποίου είμαι μέλος.
Σ' αυτή τη λεωφορειακή γραμμή, ο κόσμος είναι γενικά εργατικός. Είχαν όλοι κινητά και ε-μπι-θρί για ν' ακούνε και μουσική. Φαίνονταν καλά στην υγεία τους και συμπεριφέρονται, γενικά, άνετα, χωρίς κανένα κόμπλεξ και ευχαριστημένοι, σ' αντίθεση με το ύφος των άλλων, που έδειχνε φανερά ταλαιπωρημένο, απογοητευμένο, συλλογισμένο, ανόρεχτο.
Από την πρώτη στάση, το λεωφορείο άρχισε να γεμίζει. Στο σταθμό της Αττικής, όπως πάντα, μπήκε η μεγάλη φουρνιά. Οι θέσεις γέμισαν κι οι όρθιοι στριμώχτηκαν στο διάδρομο.
Εδώ η αναλογία ήρθε στα ίσα της μισοί - μισοί. Μόνο που οι μισοί δεν ήταν σίγουρο ότι ήταν μόνο Ελληνες. Τώρα οι Βαλκάνιοι μετανάστες, σχεδόν δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα από τους Ελληνες, τουλάχιστον εμφανισιακά, μόνο όταν μιλάνε, είτε ελληνικά είτε στη γλώσσα τους.
Από τη στάση των Αγίων Αναργύρων και πάνω, προς Μενίδι, η κατάσταση έγινε ασφυκτική, ως συνήθως. Ευτυχώς στις επόμενες στάσεις άρχισαν να κατεβαίνουν αρκετοί κι αραιώσαμε.
Είχα καθίσει από την αρχή σε μια θέση μπροστά στη μεσαία πόρτα. Κάποια στιγμή, άρχισε ν' ακούγεται ένα παρακλητικό μουρμουρητό. Κάποιος ή ζητιάνευε ή πουλούσε κάτι. Σε λίγο έφτασε και μπροστά μας. Οσα περιθώρια μπορεί να έχει η συμπόνια, η συμπαράσταση, η ανθρώπινη ευαισθησία, έσπαγαν σε θρύψαλα. Τέτοια ήταν η εξαθλίωση. Παρ' όλα αυτά κανείς δεν άπλωνε το χέρι ν' αγοράσει ένα πακέτο μαντιλάκια ή έστω να δώσει κάτι. Μας είχε παραλύσει και καθηλώσει μέχρι ανατριχιασμού η εικόνα του νεαρού, που βρέθηκε μπροστά μας. Ρακένδυτος, αδύνατος, σκελετωμένος, φαινόταν πεινασμένος και άυπνος, ένα πραγματικό συντρίμμι. Το ανασηκωμένο του χέρι, που κράταγε τα μαντιλάκια, προκαλούσε σοκ, όπως φαινόταν το πρώτο τμήμα του πήχυ πάνω από τον καρπό. Μια σειρά μαύροι σαν από πίσσα γρόμποι - κόμποι σε μια σακατεμένη φλέβα. Πραγματικά ένας καρβουνιασμένος κινούμενος εφιάλτης. Αποθαρρυμένος, ανέκφραστος σύρθηκε πίσω μας και σε λίγο έπαψε ν' ακούγεται. Θα είχε κατεβεί.
Δεύτερος, σχεδόν χειρότερος από τον πρώτο, μπήκε από τη μεσαία πόρτα. Θα μπορούσε να ήταν και πατέρας του πρώτου. Εσερνε τα μαύρα του κόκκαλα, σκεπασμένα με μια μακριά πουκαμίσα που στερεωνόταν μοναχά στις κλείδες των ώμων του. Η υπόλοιπη έπλεε πάνω του, χωρίς να βρίσκει πουθενά λίγη σάρκα ν' ακουμπήσει.
Σοκαρισμένη όπως ήμουνα, το μυαλό μου πήγε σ' ένα παλιό θρησκευτικό κείμενο, που μου 'χε πέσει στα χέρια, μικρή και το 'χα διαβάσει γεμίζοντας με εφιαλτικά συναισθήματα και μια σύγκορμη τρεμούλα παρόμοια σαν τη σημερινή.
Μίλαγε για «την ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνα» δίνοντας και μια παραστατική εικόνα. Ελεγε, πως «όταν θα "πληρωθεί" ο χρόνος θα ανοίγει με φοβερές βροντές η γη και θα ανασηκώνονται από τα μνήματα οι νεκροί και ζωντανοί θα περπατούν ανάμεσά μας». Είχα αρρωστήσει καθώς με τη φαντασία μου έφτιαχνα το σκηνικό: Καρβουνιασμένοι σκελετοί, τρίζοντας και χτυπώντας τα κρεμασμένα από τις κλειδώσεις τους κόκαλα θα σέρνονταν, όπως καλή ώρα, γύρω μας.
Αθελά μου συσχέτισα, μπέρδεψα την παιδική μου εκείνη φαντασία με τη σημερινή πραγματικότητα.
Αλήθεια, άρχισα ν' αναρωτιέμαι, μήπως αυτό που συμβαίνει σήμερα εννοεί η ρήση «ανάσταση νεκρών», αφού οι ίδιοι σκελετοί υπάρχουν γύρω μας στις πλατείες της Αθήνας, στους δρόμους, στα στενοσόκακα, αλλά και στους κεντρικούς, στην Ομόνοια, στη Βικτωρίας, στα Εξάρχεια. Και μήπως αυτός ο «μέλλοντας αιώνας» είναι ο δικός μας 21ος;
Μπορεί, αλλά πού είναι η ανάσταση;
Μόνο που εμείς οι κομμουνιστές κάπως διαφορετικά εννοούμε και προσδοκάμε την ανάσταση.
Απορροφημένη στη σκέψη μου δεν κατάλαβα πότε προσπέρασε κι αυτός, άκουσα μόνο μια γυναικεία φωνή πίσω μου να λέει: «Δεν έχουμε λεφτά, ρε φίλε». Λεφτά; Μόνο λεφτά; Εδώ «έχουμε χάσει τ' αυγά και τα πασχάλια». Εδώ έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας, την υπόστασή μας, την αξιοπρέπειά μας, σκέφτηκα και στην επόμενη στάση μπήκε κι ένας τρίτος. Πήγε και στάθηκε με την πλάτη ακουμπισμένη στο μέρος του λεωφορείου που δεν υπάρχουν καθίσματα.
Θα 'ταν κάπου τριάντα χρονώ. Ηταν ντυμένος συνηθισμένα, καθαρός και με μια έντονη ζωτικότητα που έδινε την εντύπωση δύναμης σωματικής και ψυχικής που μπορούσε ν' αγγίζει τους γύρω του. Μαύρος κι αυτός, αλλά όχι σαν κάρβουνο.
Κάτι, που έκανε ξεχωριστή εντύπωση, ήταν η ματιά του: Οπως το τελείωμα, το ξεπνόισμα ενός μικρού κύματος που σπάσει ανάλαφρα στην αμμουδιά, έτσι έφτανε και στη ματιά του που λες και δε στεκόταν, παρά στο πουθενά κάποια εσωτερική σκέψη; διάθεση; πεποίθηση; πίστη; κάτι, πάντως, που τον ξεχώριζε.
Μάλλον σκέφτηκα από μια ισορροπία μέσα του, μια κατανόηση κι αποδοχή της δικής του αλλά και της κοινωνικής πραγματικότητας.
Ηταν σα να έλεγε, ήσυχα, ψύχραιμα, φιλοσοφημένα: «Εγώ ξέρω» κι αυτό το «ξέρω» να είναι καθαρά ανθρώπινο, καθόλου εγωιστικό, γεμάτο αλήθεια.
Ποιοι άραγε, σκέφτηκα, μάλλον αναρωτήθηκα μπορούν να κοιτάζουν έτσι; Κι ο νους μου έτρεξε πίσω στα χρόνια των εκτελέσεων. Στις εκτελέσεις των κομμουνιστών.
Εκείνοι, φαντάζομαι, πως ό,τι κι αν ακολούθησε όσα όνειρά τους κι αν φάνηκε, πως διαψεύστηκαν, όσοι στόχοι τους κι αν δεν επιτεύχθηκαν ακόμα.
Αυτοί θα κοίταζαν έτσι. Την τελευταία τους στιγμή, την ώρα της εκτέλεσης, τους εκτελεστές τους.
Γιατί, αυτοί, από τότε ήξεραν. Αλλά και μεις ξέρουμε τώρα, καλύτερα από τότε. Λοιπόν, «οψόμεθα ες Φιλίππους».