Κυριακή 30 Μάη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό Του Κώστα ΒΑΡΝΑΛΗ

Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884. Τελείωσε το σχολείο στη Φιλιππούπολη και έπειτα σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα. Το 1908 πήρε το πτυχίο του και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση. Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και στον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.

«Ο Βάρναλης είναι και πεζογράφος μεγάλος... Στα 1931 τύπωσε τη σάτιρά του "H αληθινή απολογία του Σωκράτη", που έκανε μεγάλη εντύπωση και παινέθηκε πολύ. Στο έργο του αυτό μας έδωσε την ορθόδοξη δημοτική γλώσσα. Καλύτερος τεχνίτης από γλωσσική άποψη της νεοελληνικής πρόζας δεν υπάρχει άλλος... Από την άλλη μεριά στο βιβλίο του αυτό βάζει τον Σωκράτη να σατιρίζει τους συγκαιρινούς του. Πρόκειται όμως για αναχρονισμό, ο παλιός Σωκράτης ήταν αντιδραστικός, ενώ ο Σωκράτης του Βάρναλη είναι σύμβολο. Είναι ο σατιριστής και μαστιγωτής της αστικής κοινωνίας. Πίσω από τους Αθηναίους είναι οι αστοί. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της "Αληθινής απολογίας του Σωκράτη"».(Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας). Σήμερα δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» (εκδ. «ΚΕΔΡΟΣ»).

Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΤΟ ΠΩΣ ΓΕΝΗΚΑΝΕ ΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ

Γρηγοριάδης Κώστας

1. Οσο μιλούσαν οι κατήγοροι (ο Μέλητος με την ψιλή φωνή και τα γυναικίστικα κουνήματα, νεβρικός σαν αηδόνι, ο Ανυτος με τα μεγάλ' αφτιά και τα ρουθούνια γιομάτα τρίχες, ο Αύκων με τα στενά κροτάφια και τη θολή ματιά), οι δικαστάδες καθισμένοι κατάχαμα, σταβροπόδι κι ανακούρκουδα, μασουλούσανε πασατέμπο και φτιούσανε τα τσόφλια στο σβέρκο του μπροστινού. Οι πιο πολλοί ξαπλωμένοι δίπλα και κάνοντας μαξιλάρι τα παπούτσια τους ρουχαλίζανε ρυθμικά. Κι ο Σωκράτης κοίταζε ψηλά τον ανοιξιάτικο ουρανό και κάπου κάπου σιγότριβε το ζερβί του γόνα, που τόνε σουγλούσε. Μ' όλο το σούσουρο, που γινότανε, μ' όλη τη βόχα, που βγάζανε τόσα ξαναμένα κορμιά και χαλασμένα στομάχια, τα κατάφερνε ν' ακούει τα χαρούμενα πουλιά, που τιτιβίζανε στα τριγυρινά πέφκα και να οσμίζεται τη μυρωδιά της ρετσίνας, του σκίνου και του θυμαριού, που ανάδινεν η χέρσα γης.

2. Αμα τέλειωσαν οι κατήγοροι, γίνηκε μεμιάς βαθύτατη σιωπή, λες και βούλιαξε ο τόπος με τα κοτρώνια, τα δέντρα και τους ανθρώπους μέσα σε μιαν ατέλειωτη πηγάδα και τους σκέπασε όλους το νερό, δυο μπόγια. Κρατώντας όλοι την ανάσα τους καρφώσανε τα μάτια πάνου στο Σωκράτη περίεργοι να ιδούνε με τι τσαλίμια θα προσπαθούσε να τουμπάρει το Νόμο.

3. Αμα σταματήσει ο μύλος τα μεσάνυχτα, ξυπνάει ο μυλωνάς. Ο Σωκράτης, μ' όλη τη σιωπή, που τον έσφιξε μονοκόματη κι από παντού, μήτε ξύπνησε, μήτε κουνήθηκε. Κάποιος μαθητής τόνε τράβηξε από το μανίκι: «Δάσκαλε! η σειρά σου». Μονάχα τότε ο Δάσκαλος γύρισε κ' είδε σαστισμένος όλο κείνο τ' ανθρωπομάνι. Δυσκολέφτηκε να θυμηθεί, πώς πεντακόσια θεριά τον είχανε ζώσει αγριεμένα. Χαμογέλασε πειραχτικά μέσα ατά πηχτά του τα γένια, μισοσηκώθηκε μια στιγμή και κοιτάζοντας απάνου στο τραπέζι τα δυο τσουκάλια (το ένα χαλκωματένιο και τ' άλλο ξύλινο) σοβαρά και τα δυο και κατσουφιασμένα, λες κ' είχανε ψυχή και τόνε μισούσανε κι αφτά, μουρμούρισε: «Κ' εγώ περίμενα σεις, ω άντρες Αθηναίοι, ν' απολογηθείτε!» Ξανακάθισε κι άρχισε πάλε να τρίβει το ζερβί του γόνα.

4. Οι δικαστάδες θυμώσανε με τ' άπρεπο φέρσιμο και κοιταχτήκανε γρήγορα γρήγορα συναμεταξύ τους. Τους ζεμάτισε τόσες ώρες ο κατάκορφος ήλιος με την ελπίδα, πως θα γουστάρανε στο τέλος μ' αφτόνε το γερογρουσούζη. Θα τόνε βλέπαν άσοφο και ταπεινωμένο μπροστά στο Νόμο τον αψηλομέτωπο και παντογνώστη. Και να τώρα που τους χαλούσε το κέφι. Μα πιο πολύ πειραχτήκανε, που καταφρόνεσε τέτοιαν ώρα το μεγαλύτερο αγαθό της δημοκρατίας: Πρώτα ν' απολογιέσαι κ' ύστερα να σε κόβουνε. Κι όπως, άμα δέρνεις ένα παιδί κι αφτό δεν κλαίει, πεισματώνεσαι και το δέρνεις περισσότερο, έτσι κι αφτοί πεισματωθήκανε και για να τον κάνουνε να νιώσει τη δύναμή τους, τόνε βγάλανε με την πρώτη τους ψηφοφορία φταίχτη και στα τρία κακουργήματα, που τον κατηγόρησαν οι τρεις πολέμαρχοι της Αρετής.

5. Ο Σωκράτης, σαν άκουσε την απόφασή τους, έκανε: χμ! Κι άμα τόνε ρωτήξανε κατόπι (σύμφωνα με το Νόμο), ποιαν τιμωρία διαλέγει, θάνατο για εξορία, κούνησε τη φαράκλα του δώθε κείθε και δεν απάντησε τίποτα.

6. Τότες ο κλητήρας ζύγωσε και του το ξαναφώναξε δυνατά μέσα στ' αφτιά του. Ο Σωκράτης, θέλοντας και μη, σηκώθηκε πάλε βαριεστισμένα και τους είπε: «Δε λέω, κ' οι δυο σας τιμωρίες είναι και δίκαιες και συφερτικές για μένα και για σας. Ομως εγώ θα προτιμούσα μιαν τρίτη.» «Ποιάνε; ποιάνε;» φώναξαν ούλοι χαρούμενα. «Είτε σας εβεργέτησα είτε σας ζημίωσα να με βάλετε τώρα, που γέρασα, στο Τεμπελχανιό. Ετσι και σεις θ' ασφαλιστείτε από μένα κ' εγώ θα ξεκουραστώ από σας. Και ν' αφήνετε κάθε πρωί στην πόρτα μου (χωρίς να με βλέπετε και χωρίς να σας βλέπω) ζεστές κι αφράτες εκείνες τις ωραίες μελόπιτες, που δίνετε τόσους αιώνες εβλαβικά στο άγιο φίδι του Ερεχθείου, το γιο της Παρθένας. Γιατί θαρρώ, πως εγώ σας έκανα και περισσότερο καλό και λιγότερο κακό παρά κάθε λογής θεϊκό ζωντόβολο».

7. Οι δικαστάδες, απελέκητοι χωριάτες, που με το παραμικρό βλαστημούσανε τα θεία, γελάσανε μ' όλη την καρδιά τους, σαν ακούσανε τα αναπάντεχο τούτο χωρατό του Σωκράτη. Και περιμένανε να τους πει κι άλλα. Και κείνος σε λίγο: «Κι αφού κάνω τη σωστότερη, καθώς φαίνεται, κρίση, εγώ ταιριάζει να πάρω και τους μιστούς ολωνώνε σας».

8. Πωπώ! τι γένηκε τότες! Οι δικαστάδες λυσσάξανε. Αλλοι σηκώσανε τα μπαστούνια, άλλοι αρπάξανε πέτρα κι άλλοι χυμήξανε πάνου στα κάγκελα με τα δέκα νύχια μπροστά για να τον ξεσκίσουνε κι όλοι φωνάζανε μαζί, που δεν ξεχώριζες λέξη. Ακούς εκεί ναν τους ζητάει τους τρεις οβολούς, τον τίμιο κόπο τους! Γι' αφτό λοιπόν αφήσανε τις δουλειές τους νοικοκυρέοι άνθρωποι και χασομέρησαν όλη μέρα για να διαφεντέψουνε την πατρίδα; Και δεν είτανε δα για τα λεφτά... μα τους ζητούσε να παρανομήσουν. Και να θέλανε, δεν είχανε μήτε αφτοί το δικαίωμα να χαρίσουνε το μιστό τους, μήτε κ' η πολιτεία να τους τόνε στερήσει... Μωρέ τούτος είναι μπιτ ξετσίπωτος κι άθεος και προδότης! Καλά και θα ιδεί! Για τούτο, μια κι ο ίδιος ο Σωκράτης δε διάλεγε το είδος της τιμωρίας του, τόνε καταδίκασαν αφτοί, με τη δεύτερη ψηφοφορία τους (πάλε σύμφωνα με το Νόμο) να πιει το φαρμάκι.

9. Τότες ίσα ίσα λαμποκόπησε ολάκερος από κέφι και δύναμη. Απλός και σβέλτος, καθώς τόνε ξέραν οι περισσότεροι στα μεθύσια του, στους καβγάδες και στον πόλεμο, στάθηκε στέρεα στο βήμα και μισοκλείνοντας τα πονηρά του μάτια τους είπε σιγά σιγά τούτα, που μέλλει να διαβάσετε παρακάτου.

{...}


Του
Κώστα ΒΑΡΝΑΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ