Κυριακή 4 Μάρτη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
«Ερος αμάχανον ορπετόν»*

Ησυχα και σιγανά ρέουν τα λόγια στο μυαλό μου, φωνή μαυλιστική που ανατρέπει όλα τα σχέδια, παραβιάζει την πύλη, βρίσκει ξανά τον εαυτό της όπως τον θέλησε. Κόκκινη κλωστή λεπτότατη, τυλιγμένη μέσα μου και στους τοίχους. Μπρίλα που λάμπει παράφορα σε καπνούς νωθρούς, σε αυτές τις σιωπές όπου τα πράγματα μας παραδίνονται και δείχνουν έτοιμα να φανερώσουν το πιο απόκρυφο μυστικό. Εν τέλει τίποτα δε χάθηκε σ' αυτή την ελάχιστη ομίχλη της μνήμης. Ολοένα επανέρχονται οι σπασμένες εικόνες, η αγωνία των λέξεων, χειρονομίες που έμειναν μετέωρες. Πληρότητα που στάθηκε εφικτή μόνο στη διάσταση της φαντασίας.

Ισως εκείνος ήτανε μόνο η επίφαση, η αφορμή. Εμένα έψαχνα στο πρόσωπό του, μισή άγγελο - μισή εωσφόρο, παιχνίδι μάταιο και γι' αυτό μαγευτικό. Πυρετικό και μαζί ολέθριο.

Και να που η οδύνη επιστρέφει, χιτώνας άδειος, ζωντανεμένος απ' τον άνεμο... σ' έναν χρυσό και τρελά γαλάζιο Αύγουστο.

Στη Μήλο...

Εκείνη η νύχτα βαστούσε μέσα της κάτι μεγάλα νεφελωδικά πουλιά και τα ταξίδευε. Νωχελικά. Ψηλά, στο κέντρο τ' ουρανού, κρεμόταν ένα φεγγάρι ρέμπελο που μούδιαζε τις αισθήσεις και κοίταζε με συγκατάβαση τη θάλασσα.

Η θάλασσα. Μια ανάσα μακριά μας, κάποτε ακίνητη, τούλι τεντωμένο και σκουρόχρωμο κεντημένο μύθους, άλλοτε γεμάτο ήχους και πτυχές, διαδοχή ατελείωτη από εξάρσεις και πτώσεις, μέσα σε λίγο χρόνο, μυστηριακά.

Οι βράχοι, αίσθηση αιχμηρή και νοτισμένη, έκρυβαν επιμελώς στις υγρές σπηλιάδες τους το ερωτοκυνηγητό των καβουριών, το ράθυμο κύλισμα μαύρων αχινών, πολλές ψιλές διάφανες γαρίδες... Εψαχνα στην αφή μου την αφή και το ρίγος του νερού, πασχίζοντας να διακρίνω το ρυθμό της καρδιάς του.

Εικόνα ιλουστρασιόν σε μπλάβα χρώματα.

- Σε φοβίζει η νύχτα, είχε ρωτήσει αχνά.

- Την εμπιστεύομαι, πιστή και απαλή σαν το σκοτάδι της, γεμάτη μυστικά.

- Είναι πανάρχαιος ο φόβος της, επέμενε. Τεράστιο εξωπραγματικό ντεκόρ, φιγούρα πίσω από μάσκα αινιγματική που σε καταβροχθίζει με τα μάτια.

- Ξορκίζεται με την αγάπη, ψιθύρισα.

- Αγάπη είναι το απόλυτο κόκκινο. Ο,τι δεσπόζει και ό,τι ακινητεί. Ο πανικός του Μαρά μπροστά στο μαχαίρι. Ηχος κρεσέντο στην κιθάρα του Αταουάλπα Γιουπάνκι...

- ...αγάπη είναι το μισοαδειανό μπουκάλι βότκας πάνω στα σεντόνια του παραλιακού ξενοδοχείου, συμπλήρωσα στη σκέψη μου. Σηκώθηκε απότομα, λες σαν φιγούρα του Νιζίνσκι. Τα βαριά μαλλιά του σάλεψαν, στρόβιλος στιλπνός κι αδιαπέραστος, θυμήθηκα τον ίδιο στρόβιλο το χθεσινό απόβραδο, στο ταβερνάκι του Αδάμαντα: χορός ερωτικός κι ασίκικος με τσακίσματα, με ρυθμούς ηδονής που κάλυπταν την οδύνη του αναπάντεχου, με φευγαλέες ματιές, υπαινικτικές του πάθους. Ολος, ήτανε όλος ένα μήνυμα, πότε μικρές ριπές από βελούδο, πότε λεπίδες λαζομάνικες...

Εγώ πλατάγιζα μηλόκρασο με ρεμβώδη μάτια...

Κοίταξα στο μισόφωτο την ουλή που κατέβαινε από τα χείλη στο πιγούνι του.

- Αύριο θα σου μαζέψω όστρακα και κρίνα του βυθού, είπε σοβαρά. Πάμε στο σπίτι.

Βρισκόμουν μέρες στο νησί. Μόλις φτάσαμε, βοριάς να πνίγει τ' Απολλώνια και το Εμπόρειο. Ο πόθος για κολύμπι στα Γλαρονήσια έμοιαζε ξαφνικά μακρινός καθώς σκόνταψε στις βίαιες εκρήξεις των νερών.

Μας καθήλωσαν τα κύματα που θρυμματίζονταν, δημιουργώντας μια μουσική αποκαλυπτική, σε παραμύθια του χειμώνα και οράματα.

Φυσικά, μέσ' το ηχόχρωμα του καλοκαιριού, βρήκαμε το νησί γεμάτο κόσμο.

Κατακλυσμένο από ένα σμάρι πολύβουο, μεθυσμένο από την αλμυρή ηδύτητα, το γλαυκό του κυκλαδίτικου ουρανού. Ενα σμάρι αδιάκοπα κινούμενο. Σύμβολο της αστάθειας και του απρόβλεπτου, κόσμος θερινού φωτός μεταλλαγμένος σε αίσθηση...

Είχαμε πια παραιτηθεί από την ελπίδα της διαμονής στον Αδάμαντα ή σε κάποιο από τα γύρω χωριά. Εντός μας η απειλή της πρόωρης επιστροφής. Συμφωνήσαμε να εγκαταλείψουμε το νησί με το πρωινό καράβι. Τότε έγινε και η τυχαία γνωριμία μας με τη μητέρα του.

Μας βρήκε να στεκόμαστε άκεφα κοντά στην ακτή, ζαλίζοντας την όσφρησή μας με το άρωμα της θάλασσας, ηδονίζοντας τη γεύση μας με λεία βότσαλα και φύκια...

Δεχτήκαμε μια φιλοξενία αψεγάδιαστη, αγγίζουν ακόμη τη μνήμη μου οι λεπτομέρειες. Τη φυλακίζουν με ρίγες υδάτινες, μεταξωτό μυστικό: η πληθρόχτιστη κάμαρα που έλαμπε απ' τον ασβέστη, το πολύπλοκο σκάλισμα του σεντουκιού, ο μουσικός τριγμός του ξύλινου πατώματος, τα ξερικά πεπόνια που έσταζαν το μέλι τους στη γωνιά.

Η αυλή στρωμένη όλη με χαλίκι - λαλάρι το λένε στο νησί - και στη μέση να δεσπόζει πηγάδι με τη σίγλα του, καθρέφτης των ήρεμων νερών.

Τον γνωρίσαμε το επόμενο πρωί. Πρώτο που πρόσεξα, η ουλή στην άκρη των χειλιών του. Πηλός αδροφτιαγμένος, σιταρόχρωμος.

Τα μάτια του - φλέβα υπόγεια και πρόθυμη αστραπή - σταμάτησαν πάνω μου, ευθύς ο χρόνος άρχισε να στριμώχνεται άτσαλα γύρω μας, ύστερα πιο αργά, καθώς νερό που μπαινοβγαίνει σε κουφάρι πλοίου...

- Αγάπησα παράφορα το σομόν σου στόμα, είπε ξαφνικά μέρες αργότερα, τα σκοτεινά σου μαλλιά.

Στάθηκε ακατόρθωτο να πειστεί να φύγω με τους άλλους απ' το σπίτι.

- Μείνε, παρακαλούσε, μείνε δίχως πυξίδα ή χάρτη βαποριών, δίχως φίλους, δίχως μνήμη. Χάρισε τη μνήμη σου στην πέτρα και μείνε.

Εμεινα. Δινόμουν σε όλβια ανάπαυση, συλλέγοντας τις σιωπηλές προσφορές του, τις θεσπέσιες αντανακλάσεις των κόσμων που άνοιγε γύρω μου, απέριττα, χωρίς τίποτα να ζητήσει. Ηταν ολόκληρος μια προσφορά.

Ενα κράμα από απλή, ανεπανάληπτη τρυφερότητα κι έναν αδημονούντα τρόμο: Για το ανεκμετάλλευτο της κάθε μέρας που έφευγε. Χάραζε κύκλους στην άμμο, «ζωγραφίζω τον καμπύλο κόσμο, έλεγε, οριοθετώ τον πλανήτη, όπου κι αν πας σε κρατώ».

Τέλος, ο τρόμος του μετάλλαξε σε πόνο βαθύ και ήσυχο, επίμονη αναζήτηση πάνω στην αυταπάτη και την προέκτασή της.

Κάθε πρωί (μ' ανθάκια αρμπαρόριζας για «καλημέρα») δάνειζε τη φωνή του στο άσπρο των αφρών, κρατούσε ένα χαμόγελο συνενοχής γι' αυτή την πρόσκαιρη ευτυχία, επόπτευε τις μυστικές προσταγές, τ' αόρατα νήματα που κινούν κάθε πράξη. Συχνά ανέμελος, μάζευε γλυκές πεταλίδες, σημάδευε την αχνοκίτρινη αστραπή μιας πέρκας. Εψαχνε με πείσμα κάτω από τα βράχια μινιατούρες καβουριών με δαγκάνες ανώδυνες, για να 'χω μετά τη χαρά να τα ελευθερώνω, τάχα κρυφά του.

Τα βράδια κλεινόταν σε μια ζώνη πύρινη, διάβαζε με έξαψη τη γεωμετρία των άστρων, ανυπομονούσε ν' ανταμώσουμε κάτω από αλλότριους ήχους σε χειραψία διακριτική.

Με τη ματιά του αγάπησα τους γλαφυρούς κολπίσκους, τη δειλινή μαγγανεία της θάλασσας του τόπου του, της μενεξεδένιας και μαγνητικής. Τα κρεμαστά νερά και τους αμέτοχους βράχους στην παραλία του Προβατά. Τον αποσπερίτη, που έντυνε με ύλη φωτεινή τα φλύαρα,μα δειλά του χέρια. Ευρύχωρη και φιλόξενη φύση...

Εφυγα εκείνο το βράδυ που μου παράσταινε με λόγια την αγάπη. Ολότελα απρόσμενα,καθώς είχα φανερωθεί, δεν έβρισκα λέξεις για αποχαιρετισμό.

Στο ταξίδι σκεφτόμουνα τα λόγια του ποιητή: «Μεγάλο αίσθημα η θάλασσα», κοιτούσα τη γυάλινη ράχη του νερού, στο νου μου χόρευαν εικόνες με ναυάγια. Μου φάνηκε πως έβλεπα να σχίζουν το σκοτάδι ασπριδερές κοιλιές δελφινιών, ύστερα η Ευκράντη, η ωραία Νηρηίδα, μούσκευε με δάκρυα το θαλασσινό της μαντίλι.

Μου ήταν ένας μικρός αφόρητος θάνατος η επιστροφή.

Με απορύθμιζε από τότε ό,τι σχετικό με το νησί. Ιδίως τ' άδεια μάτια της θεάς που με κοιτάζανε μέσα από λάμψεις εωσφορικές στις αφίσες που διαφήμιζαν τη Μήλο.

...Ηταν πολύ αργά όταν έμαθα ότι αφέθηκε να κυλιστεί από το λόφο του περλίτη, έναν από τους πιο ψηλούς που υπήρχαν στο νησί. Είχε, καθώς είπαν, σωστά υπολογίσει το χτύπημα, στα βράχια της ακτής.

Υστερα, τα εχέμυθα νερά, του 'ταξαν στο βάθος τους μια πολιτεία...

Δεν απόμεινε για μένα στις Κυκλάδες παρά η θάλασσα.

* Σαπφώ (έρως αμήχανο ερπετό)


Της
Μάρως ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ Μάρως ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

Η Μάρω Στασινοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά, ενώ από πολύ νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την ποίηση και την πεζογραφία. Εχει γράψει ως τώρα τέσσερις ποιητικές συλλογές: «Ημέρες δίχως Σύνορα», 1990, «Το φως που ταξιδεύει», 1994, το οποίο στην ιταλική του μετάφραση πήρε το ειδικό βραβείο της Ακαδημίας της Καλαβρίας και το Μετάλλιο των Λοκρών, τις «Υφάντρες», 1997 και επίσης το «Στίγμα και ο Μονόκερως», 2000. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού, με ποίηση, δοκίμιο και διηγήματα. Εχει δώσει διαλέξεις τόσο στην πρωτεύουσα, όσο και στην επαρχία και κατά διαστήματα έχει κάνει εκπομπές για τη ραδιοφωνία της ΕΡΤ-2. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, υπήρξε μέλος της Επιτροπής Δημοσίων Σχέσεων της ίδιας εταιρείας, καθώς επίσης και μέλος για 8 χρόνια του ΔΣ της. Επίσης είναι μέλος της Academia Culturale Del' Europa, στη Ρώμη.

Εχει λάβει μέρος σε λογοτεχνικά συνέδρια στην Ευρώπη (Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Τουρκία όπου και τιμήθηκε με το βραβείο «Διόνυσος», Πολωνία, Γιουγκοσλαβία).

Κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, πολωνικά, ρουμανικά, γιουγκοσλαβικά, ισπανικά, τουρκικά και κινέζικα και υπάρχουν δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες των χωρών αυτών.

«Οι Φυγάδες της Βαστίλλης» είναι το πρώτο της ιστορικό μυθιστόρημα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ