Σάββατο 4 Μάη 2002 - Κυριακή 5 Μάη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Επιστολές ενός οικοδόμου

Επιστολή 1η

«Αγαπημένη μου, ακόμα δε βρήκα δουλιά. Το ξέρω ότι δε σε νοιάζει πια τίποτα για μένα. Το τι συμβαίνει όμως στον κόσμο είμαι σίγουρος ότι σε ενδιαφέρει. Δεν κατάφερα να σε κάνω να με αγαπήσεις, ελπίζω όμως ότι θα καταλάβεις γιατί παλεύουμε οι σύντροφοί μου και εγώ. Σήμερα που περπατούσα στην Κηφισίας είδα τους τεχνικούς να στήνουν τις πρώτες κάμερες. Θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είναι για το καλό μας. Δήθεν για να αντιμετωπίσουν το έγκλημα άντε και κάποιους ενοχλητικούς «τρομοκράτες». Ξέρουμε όλοι μας καλά ποιοι είναι οι αληθινοί τρομοκράτες. Αραγε δεν είναι τα αφεντικά που δολοφονούν τόσους και τόσους εργάτες είτε στα ναυπηγεία - κολαστήρια είτε κάθε τόσο συναδέλφους οικοδόμους πάνω στα γιαπιά; Οχι, λέει η κυβέρνηση, αυτοί είναι επενδυτές, σεβαστά πρόσωπα της κοινωνίας μας αυτοί, για το σύστημα αξίζουν πιο πολύ και από δέκα είκοσι, εκατό εργάτες. Φαίνεται κάποιους τους έχει γεννήσει μάνα, ενώ κάποιους άλλους, κατά τύχη τους εργάτες, όχι. Αραγε, δεν είναι τρομοκράτες οι δολοφόνοι με στολή που σκοτώνουν Τσιγγάνους χωρίς λόγο; Οχι βέβαια, αυτοί είναι το στήριγμα της αντίδρασης και κάθε αντιδραστικής κυβέρνησης, χωρίς αυτούς πώς θα πέρναγαν άφοβα από τη Βουλή την αντιλαϊκή πολιτική τους; Οχι μη νομίζεις καθόλου, αγαπημένη, πως θέλουν να φτιάξουν ένα αυταρχικό κράτος. Για την «ασφάλειά» μας δουλεύουν όλοι. Το έμαθες; Προσλαμβάνουν και άλλους χαφιέδες, συγνώμη, λάθος έκφραση «πληροφοριοδότες», γιατί φαίνεται ότι αυτοί που είχαν δεν τους έφταναν. Προσοχή αυτοί δεν είναι τρομοκράτες είναι «κοινωνικοί λειτουργοί»!!!

Αλλά τι κάθομαι και στα γράφω, μήπως δεν τα γνωρίζεις; Ομως υπάρχει εξήγηση. Εστι γράφοντάς σου, επιμένω να συνεχίζω να ονειρεύομαι. Και τα όνειρά μου ό,τι και να κάνουν δε θα τα αγγίξουν. Δε θα μπορέσουν ποτέ οι φασίστες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της καταστολής να με σταματήσουν να ταξιδεύω στους δρόμους της ψυχής και του έρωτα. Δε θα με σταματήσουν, δε θα μας σταματήσουν. Θέλω να ελπίζω πως ακόμη και εσύ, άπιαστο όνειρό μου, αναζητάς το άγγιγμά μου. Να σου ξαναπιάσω το χέρι. Θα σε φιλάω και μαζί να μετράμε τα άστρα τις νύχτες. Μαζί θα βλέπουμε τα πουλιά να κελαηδούνε και να τραγουδάνε ένα χαρούμενο σκοπό, το τραγούδι του αιώνιου έρωτά μας. Δε θα μας φοβίσουν οι κάμερές τους, και θα ξανανταλλάξουμε χιλιάδες φιλιά μπροστά τους. Αλλωστε, τι θα καταλάβουν που εμείς θα φιλιόμαστε γλυκά στο στόμα; Μήπως θα μας πουν και εμάς τους ερωτευμένους τρομοκράτες; Οσους τρομονόμους και να περάσουν υπάρχουν κάποια πράγματα, κάποια αρχέγονα αισθήματα που ποτέ τους δε θα τα σβήσουν.

Καλή μου, έλα μαζί μου να παλέψουμε όχι με όπλο αλλά με ένα φιλί. Σ' αγαπώ τρελά. Ελα, γύρνα σε μένα. Ξέχνα το χτες, το αύριο του αγώνα μάς περιμένει. Γιατί μόνο με αγώνα θα αλλάξουμε κάποτε αυτόν τον άδικο κόσμο.

Επιστολή 2η

«Ερωτά μου, μακρινέ και αγιάτρευτε, πού είσαι; Γιατί χάθηκες από τη ζωή μου; Χίλιες φορές σου ζήτησα συγνώμη, αλλά δεν τη δέχτηκες. Σε παρακάλεσα, σε ικέτεψα όμως τίποτε, είσαι σκληρή γυναίκα, το ξέρω.

Σε αναζητώ καιρό και δε σε βρίσκω, κουράστηκα να σε κυνηγώ, όμως δε σε ξεχνώ, στα όνειρά μου ακόμη έρχεσαι. Φαντάζομαι ξανά και ξανά τις τελευταίες μας στιγμές μαζί. Προσπαθώ να φανταστώ μια σκηνή, ένα θαύμα: πως γυρίζω στο παρελθόν και το αλλάζω. Αχ και να μπορούσα να σου αγγίξω το χέρι. Η ζωή μου θ' άλλαζε, θα έφευγαν οι στενοχώριες της μέρας. Κάθε μέρα πιο σκληρή η δουλιά στην οικοδομή, φέρε εκείνο, φέρε το άλλο, βρισιές το αφεντικό και από πάνω ένα μεροκάματο που δε με φτάνει να τα φέρω βόλτα. Γυρίζω πτώμα απ' την κούραση στο σπίτι, ανοίγω το ραδιόφωνο και ακούω λίγη μουσική για να ηρεμήσω. Είμαι μόνος, μου λείπεις πολύ, και με κλειστά τα μάτια ακούω χτύπημα στην πόρτα. Ανοίγω, μπαίνεις, πέφτεις στην αγκαλιά και μου λες πως με αγαπάς.

Το κουδούνι. Τινάζομαι. Ανοίγω. Τι κρίμα, είναι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού.

«Θέλω αύξηση στο νοίκι και αν το ξανακαθυστερήσεις θα σε πετάξω έξω, τόσος κόσμος μου το ζητάει», μου λέει ο κυρ-Ηλίας και ξυπνάω απ' τον ύπνο το βαθύ.

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, δεν έχει χώρο για έρωτες, λουλούδια και αγάπες. Ανοίγω την τηλεόραση για μια φευγαλέα στιγμή, νομίζω πως σε βλέπω μα όχι. Ξαφνικά, ακούγονται πυροβολισμοί και φωνές. Αλλο ένα δεκαπεντάχρονο παιδί...

Αχ θεέ μου, πού είσαι να δεις τι συμβαίνει στον κόσμο μας. Σε καλώ αλλά εσύ δεν είσαι πουθενά!!!

Ξεκινάω το πρωί για τη δουλιά βλέπω γυναίκες στο δρόμο που σου μοιάζουν, τις σταματάω. Πάλι δεν είσαι εσύ. Ντροπιασμένος προχωρώ. Χαμένε έρωτά μου πού είσαι;

Πάλι στη δουλιά η ίδια ιστορία. Σήμερα καρφώνω τα ξύλα για το καλούπι του 5ου ορόφου. Αντε, σχεδόν τέλειωσε και αυτή η πολυκατοικία. Σε λίγους μήνες αυτός ο άψυχος πύργος από μπετόν θα γεμίσει από παιδικές φωνές. Τι τυχεροί αυτοί που έχουν τα λεφτά για ένα διαμερισματάκι. Μα πού λεφτά; Στα ύψη οι τιμές των διαμερισμάτων και οι μισθοί εδώ και χρόνια καθηλωμένοι.

Ο δημιουργός άδικο κόσμο έφτιαξε. Αλλοι χωρίς να δουλεύουν παρακολουθούν όλη μέρα στην τηλεόραση τις μετοχές τους να ανεβαίνουν και άλλοι παλεύουν όλη μέρα και ιδρώνουν για ένα κομμάτι ψωμί.

Και εσύ αγαπημένη μου δεν είσαι εδώ να μου δώσεις ένα φιλί να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Από αύριο τελειώνει η δουλιά μου στην οικοδομή και έχω αγωνία για το πότε θα βρω άλλη. Τι θα κάνω; Ο μάστορας με τον οποίο δουλεύω μαζί δε με χρειάζεται άλλο μετά το καλούπωμα, έτσι από αύριο πάλι άνεργος.

Επιστολή 3η

Αγαπημένη, σήμερα δεν είμαι καλά. Είμαι ακόμη μόνος και η μοναξιά είναι αβάσταχτη. Τέλειωσε και η οικοδομή που δούλευα. Δε μου αρέσει που κάθομαι αλλά τι να κάνουμε, αυτά έχει το επάγγελμα.

Κάθομαι πλάι στο τηλέφωνο. Οχι, μη φαντάζεσαι ότι το κάνω για σένα. Το ξέρω ότι με έχεις ξεγράψει από τη ζωή σου. Περιμένω τηλεφώνημα από κανέναν εργολάβο οικοδομών για δουλιά. Είμαι αγχωμένος. Αν δεν πιάσω γρήγορα το μυστρί στο χέρι και δε βγάλω κανένα φράγκο τι θα γίνει με το νοίκι και τους λογαριασμούς που τρέχουν; Τι θα κάνω, μου λες;

Μοναδικός σύντροφός μου ένα βιβλίο. Διαβάζω μήπως ξεχάσω τις έγνοιες. Μα όσο διαβάζω τόσο και πιο πολύ αγχώνομαι. Η εργατική τάξη στην Ελλάδα, η κατάστασή της και τα προβλήματά της. Οι ανάγκες για νέους αγώνες. Ανησυχώ. Η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή. Η ελληνική κοινωνία ζει στον κόσμο της, σε ένα λήθαργο σαν να έχει πάρει έναν ύπνο βαθύ. Τι θα γίνει;

Πώς και πότε θα αλλάξουν τα πράγματα να δούμε στον ήλιο μοίρα εμείς οι φτωχοί; Πότε θα καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο; Πότε θα ξεφύγουμε από τη μιζέρια του κόσμου μας;

Στενοχωρήθηκα χτες βράδυ. Περπατούσα στο δρόμο και είδα δεκαπεντάχρονα κορίτσια, αλλά και αγόρια, στο πεζοδρόμιο να πουλάνε το κορμί τους. Τι εξαθλίωση! Τι κατάντια! Τι κοινωνία είναι αυτή; Μια κοπέλα με σταμάτησε καθώς περπατούσα, μου ζήτησε τσιγάρο. Ντρεπόμουνα πολύ ή μάλλον στενοχωριόμουν. Μια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να τη φιλήσω. Για λίγο ονειρεύτηκα ότι την άρπαζα με τη βία από τον νταβατζή της που καθόταν στη γωνία. Φαντάστηκα πως μπορούσα να τη σώσω. Πόσο θα το επιθυμούσα!

Με κοιτούσε με πίκρα καθώς μου έλεγε ότι θέλει είκοσι χιλιάρικα, για να βρεθούμε μαζί σε δωμάτιο του διπλανού ξενοδοχείου.

Με έπιασε πανικός. Ηταν τόσο όμορφη, τόσο νέα αλλά δεν άντεχα την ευθύνη. Γιατί να γίνω και εγώ συνένοχος σε ένα έγκλημα;

Τελικά προχωρώ μπροστά. Τη χαιρετώ. Μου πιάνει το χέρι σα να θέλει να μου πει: «Σώσε με».

Δεν αντέχω, υποκύπτω. Με τραβάει γλυκά μέσα στο ερειπωμένο ξενοδοχείο. Υπόσχομαι στον εαυτό μου, όχι δε θα κάνω έρωτα μαζί της. Τρέμω. Ανεβαίνω μαζί της σε ένα μικρό δωματιάκι. Της λέω να μη γδυθεί. Τη ρωτάω πώς τη λένε. «Σάσα» μου απαντάει.

Από πού είσαι; Είναι από την Ουκρανία. Θέλω να μάθω πώς είναι η χώρα της.

«Κάποτε ήταν υπέροχη, είχαμε όλοι μας δουλιά και φαγητό, τώρα κυβερνάνε οι μαφίες, κλέβουν τα όμορφα κορίτσια και τα πουλάνε για δούλες».

Η Σάσα βάζει τα κλάματα και πέφτει πάνω στην αγκαλιά μου. «Γιατί εσύ δε μου κάνεις έρωτα;»

Γιατί εσύ δεν είσαι αντικείμενο, δεν είσαι εμπόρευμα της λέω. Της δίνω το τηλέφωνό μου πληρώνω και τα είκοσι χιλιάρικα.

«Αφού δεν είμαι εμπόρευμα τι είμαι;»

«Είσαι άνθρωπος. Γεια».

Τα χείλη της Σάσας ακουμπούν στο μάγουλό μου πριν απομακρυνθώ από κοντά της. Ψιθυρίζει «Ευχαριστώ».

Αυτός είναι ο καπιταλισμός γλυκιά μου. Ολα πουλιούνται όλα αγοράζονται. Ακίνητα, μετοχές, αυτοκίνητα, μνήμες, υπολήψεις, αναμνήσεις, άνθρωποι. Ανθρωποι. Πότε θα αλλάξουν τα πράγματα;

Πότε θα φτιάξουμε έναν άλλο κόσμο, χωρίς νταβατζήδες και πόρνες;

«Πότε;». Εχω την αίσθηση ή έστω την ψευδαίσθηση ότι με ρωτάς. Κάποτε, σου απαντώ. Κάποτε. Κοιμήσου τώρα».

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΥ

Ο Κώστας Μπεκατώρος του Σωκράτη, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979 είναι απόφοιτος του 1ου Πειραματικού Γυμνασίου Αθηνών και του 1ου Γενικού Λυκείου Αργυρούπολης. Τώρα σπουδάζει στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του ΤΕΙ Αθήνας. Στις σπουδές του μαθαίνει να ακούει τα προβλήματα των ανθρώπων και έχει πραγματοποιήσει εργαστηριακές πρακτικές ασκήσεις στο χώρο της πρόνοιας όπου ασχολήθηκε και ευαισθητοποιήθηκε από τα προβλήματα άπορων συνανθρώπων μας όσο και άγαμων μητέρων. Επίσης για ένα εξάμηνο εκπαιδεύτηκε στο Αρεταίειο νοσοκομείο όπου ήρθε σε επαφή και εργάστηκε με καρκινοπαθείς. Τέλος, ασχολήθηκε με τους πολιτικούς πρόσφυγες στο Κέντρο Υποστήριξης και Ενσωμάτωσης πολιτικών προσφύγων του Ερυθρού Σταυρού ενώ καθημερινά αγωνίζεται ενάντια στο ρατσισμό, στον εθνικισμό, στην ξενοφοβία και στο σεξισμό μέσω του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών όπου συμμετέχει. Στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει και γράφει.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ