Κυριακή 6 Ιούλη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Γιάννη ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι ζωγράφος, συγγραφέας. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ, με τον Κ. Παρθένη. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Στην Κατοχή χάραξε σχέδια που κυκλοφόρησαν παράνομα. Τη ζωγραφική την άρχισε ουσιαστικά στους τόπους εξορίας και τη συνεχίζει μέχρι σήμερα. Δουλειά του παρουσίασε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης, εικονογράφησε βιβλία, κυρίως παιδικά (ελληνική μυθολογία κ.ά.). Παράλληλα, αναζητώντας κι άλλους τρόπους έκφρασης, ασχολήθηκε με τη μουσική (κλασική κιθάρα με τον Δ. Φάμπα) και το γράψιμο. Βιβλία του: «Η αγάπη πάει σχολείο», αφήγημα, «Πέτρα κυλισάμενη», μυθιστόρημα, «Ελιξίριο του έρωτα», «αγαπάω...», διηγήματα. Επίσης, «Ζωγραφική στην εξορία» και «Γιάννης Στεφανίδης, λευκώματα». Πήρε το Α' βραβείο εικονογράφησης, από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Αθήνα 1999), διάκριση εικονογράφησης Ρ. Ρ. Vergerio (Πάντοβα, Ιταλία 1989), διάκριση χαρακτικής (Κινγκντάο, Κίνα 2000) και Α' βραβείο διηγήματος το 2003 από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας είναι μέλος. Επίσης, είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας.

Τραγέλαφος

Γρηγοριάδης Κώστας

Το κατάστημα είναι ταβέρνα με λίγα είδη μπακαλικής. Στο φως μιας λάμπας δεκαπέντε κηρίων μπορούμε να διακρίνουμε τον ταβερνιάρη βουτηγμένο στη λάντζα και δυο πελάτες - τους τελευταίους - να τα κουτσοπίνουν σ' ένα τραπεζάκι. Σιγοτραγουδάνε το «Ωραία που 'ναι η Ζάκυνθος» - πότε το πιάνουν, πότε τ' αφήνουν. Αφού στράγγιξαν τα ποτήρια, φωνάζουν:

-- Μάστορα, κατοστάρι!

Ο μαγαζάτορας αμίλητος πάει στο βαρέλι.

-- Οχι απ' το σώσμα πάλι, Μίστο! κάτι ακούστηκε για γιοματάρι, στο υπόγειο...

Αμίλητος πάντα αυτός κάνει μεταβολή και κατεβαίνει τη σκάλα. Πάει στο βαρέλι που ανοίχτηκε τώρα τελευταία και γεμίζει το κατοστάρι κατά τα τρία τέταρτα. Μετά, παίρνει μια κανάτα με νερό και ρίχνει να τ' απογιομίσει.

-- Τι κάνεις εκεί, κάπελα!

-- Γυρίζει ξαφνιασμένος. Παιδικές είναι οι φωνές. Από ψηλά έρχονται, απ' το παραθυράκι που βλέπει στο δρόμο. Εξω όμως είναι σκοτάδι, δε φαίνεται τίποτα. Οπότε συνεχίζει και ρίχνει το υπόλοιπο νερό στο κατοστάρι.

-- Σε βλέπουμε, κάπελα!

-- Διαόλου γέννες!... Δε θέλω εγώ μεθύσια στο μαγαζί, μουρμουρίζει.

Και πάει το κρασί στους πελάτες.

-- Ορίστε! Το τελευταίο, και σπίτια σας!

Ταβέρνα ο «Τραγέλαφος». Κι επειδή οι πιο πολλοί δεν ξέρουνε τι πάει να πει αυτό, έβαλε ο ιδιοκτήτης ένα λαϊκό καλλιτέχνη και ζωγράφισε πάνω στην ταμπέλα κι έναν τράγο με το γένι του, αλλά και με κέρατα ελαφιού.

Κάπου στου Ψυρρή είναι το μαγαζί, χαμένο σ' ένα λαβύρινθο. Δυο βαρέλια πάνω, δύο στο υπόγειο, τρία τραπεζάκια χωρίς τραπεζομάντιλα και λίγη μπακαλική: ελιές, σαρδέλες παστές, ρεβίθια, φασόλια, πατάτες, κρεμμύδια, και κάνα δυο πλεξάνες σκόρδα κρεμασμένες στον τοίχο. Ο,τι χρειάζεται το ταβερνάκι για δική του χρήση, αλλά και για την εξυπηρέτηση της γειτονιάς.

Μια επιγραφή είναι απάνω στα βαρέλια:

«Το κατάστημα δεν κερνά, μόνο πίνει».

Το κατάστημα που πίνει είναι βέβαια ο Μίστος. Και μην κοιτάτε τι γράφει. Κερνά κι αυτός, και μάλιστα απλόχερα, άμα είναι στις καλές του. Λεβεντιά ταλαιπωρημένη απ' τα χρόνια, στριμμένο όμως το μουστάκι, και μ' έναν αέρα αρχοντιάς στο ύφος και στους τρόπους.

Οι πελάτες βαράνε παλαμάκια:

-- Λογαριασμό, μάστορα!

Ο μαγαζάτορας, αφού σκούπισε τα χέρια στην ποδιά, παίρνει ένα στρατσόχαρτο, από τα πολλά που έχει φυλαγμένα γι' αυτό το σκοπό, και σημειώνει είδη και τιμές:

Πρώτο πιάτο, μαρίδες δραγμαί 5,80

δεύτερο πιάτο, σαλιγκάρια δρ. 4,20

άρτος δρ. 2,20

οίνος δρ. 3,60

φθορά γκαζιέρας λεπτά 50

φθορά βελόνας λεπτά 10

σύνολον δρ. 16,40

-- Μα τι γράφεις τόση ώρα, μυθιστόρημα;

-- Το κατάστημα δε βιάζεται, λέει αυτός.

Οταν πήγε το λογαριασμό, τον μελετήσανε με σοβαρότητα, κι ο ένας του λέει, δείχνοντάς του μια τρύπα στην ποδιά:

-- Φθορά ποδιάς δε δλέπω. Τέλος πάντων. Να 'σαι καλά, γράφ' τα.

Ο ταβερνιάρης πιάνει την κιμωλία, ενώ οι πελάτες του πετάνε ένα «Γεια σου, Μίστο, ζόρικε» και φεύγουν, τραγουδώντας πάντα το «Ωραία που 'ναι η Ζάκυνθος...»

Ο κυρ-Μίστος, αφού κλείσει το μαγαζί με μεγάλους ταμπλάδες, μπάρες και λουκέτα, τρώει ό,τι περίσσεψε από μαρίδες και σαλιγκάρια, σβήνει το φως κι από μια στενή εσωτερική σκάλα ανεβαίνει, με κόπο είναι η αλήθεια, απάνω για ύπνο.

Μοναχός θα κοιμηθεί σ' ένα σπίτι έρημο, όπου δεν πλανιέται άλλη ανάσα απ' τη δική του. Κάνει μια βόλτα στη σάλα. Τα γονικά του τον κοιτάνε μέσα από κάδρα οβάλ. Στις γωνιές στέκονται ανθοστήλες με βάζα που έχουνε χρόνια να δεχτούνε λουλούδια. Πάνω στο μάρμαρο του παλαιικού μπουφέ η φωτογραφία της γυναίκας του που του χαμογελά τώρα πια απ' τον άλλο κόσμο. Δίπλα, σ' άλλη κορνιζούλα, ο γιος του με την οικογένειά του. Του στέλνουν τα χαιρετίσματά τους απ' την Αυστραλία, την άλλη άκρια της γης. Οταν το πρωί τελειώσει από δουλειές, στέκεται στην πόρτα και καρτερά τον ταχυδρόμο. Αν έχει γράμμα, εκείνος το ανεμίζει από μακριά, κρατώντας το ψηλά. Τα τελευταία χρόνια όμως αυτό γίνεται στη χάση και στη φέξη.

Α, υπάρχει και κάτι άλλο που στολίζει αυτή τη σάλα: μια κορνίζα βαριά που 'χει μέσα επιβλητική εικόνα στρατηγού. Τον δείχνει με τη μεγάλη του στολή, σκεπασμένη με παράσημα και με το βλέμμα αετίσιο, σκληρό, όπως αρμόζει σε ανθρώπους της κατηγορίας του. Αμα ρωτηθεί ο κυρ-Μίστος τι τον έχει τον αξιωματικό, αυτός δε θα δώσει καθαρή απάντηση. Θα τα μασήσει και θα αφήσει να πλανιέται η εντύπωση πως είναι κάποιος πρόγονος. Και δεν πρόκειται, βέβαια, ούτε με βασανιστήρια να ομολογήσει ότι τον ψώνισε μια Κυριακή στα παλιατζίδικα.

Η βόλτα τελείωσε. Ο γέρος πάει στο κρεβάτι που είναι ξέστρωτο, όπως τ' άφησε το πρωί, κάνει το σταυρό του, και πέφτει. Να ξεκουραστεί, το μόνο που ζητά το κορμί του. Μέχρι να τον πάρει ο ύπνος, τα 'βαλε με τον εαυτό του: «Πώς τα κατάφερα και ξέμεινα μονάχος... Ούτε και φίλους έχω πια καλά καλά. Θα μου πεις, όλοι οι πελάτες εδώ είναι και φίλοι. Κατά βάθος όχι, γνωστοί και γείτονες είναι. Ποιος νοιάζεται αν εγώ το βράδυ αγκομαχώ ν' ανεβώ τούτη τη σκάλα...». Ωσπου βαρύνανε και κλείσανε τα βλέφαρά του.

Από νωρίς θα τον ξυπνήσει το κοπάνισμα του κεραμιδιού, κι είναι η γυναίκα του μπαλωματή που πιάνει δουλειά. Μα τι σχέση μπορεί να 'χει μια κυρά μπαλωματού με κεραμίδια; Κι όμως...

Ο κυρ-Μίστος έχει ακίνητη περιουσία. Σπίτι αρκετά μεγάλο, να χωράει τον ίδιο και καμπόσους νοικαρέους. Μοναδικό στην περιοχή γιατί έπειτα από απανωτές προσθήκες που γίνανε, ανάλογα με τις ανάγκες και τις εμπνεύσεις της στιγμής, κατέληξε σ' ένα φουτουριστικό - κυβιστικό κατασκεύασμα. Στη γωνία το μαγαζί με στραβή μαρκίζα. Αριστερά του δυο δωμάτια πλίθινα με ψευτοκλασικά στολίδια, όπου έχει φωλιάσει ένας μπαλωματής με τη γυναίκα του. Δεξιά, αυλή παράγωνη, τριγύρω της στριμωγμένα πεντέξι καμαράκια άλλο χαμηλό, άλλο ψηλό και στο βάθος χρεία και κοτέτσι. Ολα τούτα αποτελούν το λεγόμενο φτωχοκομείο. Και πάνω απ' όλ' αυτά φιγουράρει η κατοικία του κυρ-Μίστου με παράθυρα που κάποιος μεθυσμένος μάστορας τα άνοιξε σε μέρη απρόβλεπτα, όπως έβαζε ο Πικάσο τα μάτια στα πρόσωπα. Τζαμαρίες, πλυσταριό, αποθήκες, σκάλες εναέριες, αλλού ταράτσα, αλλού κεραμίδια, μπουριά και καπνοδόχες, συμπληρώνουν την εικόνα που ζαλίζει όποιον τη βλέπει. Δηλαδή, ό,τι του περισσεύει του κυρ-Μίστου φροντίζει να το κάνει ντουβάρια, έτσι, για να 'χει ένα εισόδημα παραπανίσιο στα γεράματα. Γιατί ξέρει πως η σύνταξη που δίνει το Ταμείο του δεν είναι για χόρταση. Τώρα, τι μαζεύει απ' τους νοικαρέους, αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Απ' τον μπαλωματή, ας πούμε, που μένει στα δυο δωματιάκια εισπράττει όλες κι όλες εξακόσιες δραχμές. Δηλαδή, η γυναίκα του τα δίνει στην ουσία, γιατί όσα βγάζει αυτός δε φτάνουνε καλά καλά να γεμίσουνε την κατσαρόλα. Η κυρά μπαλωματού όμως, αφού είδε κι απόειδε πως την πρώτη του μήνα δεν υπάρχει δεκάρα για το νοίκι, έκατσε, σκέφτηκε κι έστησε μια ατομική επιχείρηση. Κοπανίζοντας παλιά κεραμίδια στο γουδί, φτιάχνει κανέλα, τη βάζει σε μπουκαλάκια, κολλά ετικέτες και την πλασάρει. Μα καλά, θα πείτε, από τα κεραμίδια γίνεται η κανέλα; Η γυναίκα του μπαλωματή επιμένει ότι γίνεται, φτάνει να ρίξεις, λέει, λίγες στάλες κανελόλαδο στο κοπανισμένο κεραμίδι. Από δω ακούγεται και το ντάπα ντούπα που αρχίζει πρωί πρωί κι είναι το ξυπνητήρι της γειτονιάς. Οταν η γυναίκα έχει μαγείρεμα, πλύση, ή τρέχει να πουλήσει, δίνει το γουδόχερο στον άντρα της - κάθεται που κάθεται αυτός - κι έτσι το κοπάνισμα ακούγεται μέχρι το βράδυ.

Αν πεις για το φτωχοκομείο - όπως το λένε στη γειτονιά - ο κυρ-Μίστος δεν παίρνει από κει σχεδόν τίποτα. Ολοι οι ένοικοί του είναι περίπου άφραγκοι, κι αυτός δεν κάθεται να χαλάσει τη ζαχαρένια του να ξεκολλήσει λεφτά από τους μη έχοντες. Ξέρει πολύ καλά ότι άδικα θα κουραστεί. Αποφεύγει μάλιστα να γυρέψει τα νοίκια αν δεν του τα δώσουνε, γιατί φοβάται την κλάψα τους, μην αναγκαστεί να δώσει κι από πάνω. Απ' όλους εκεί μέσα ο πιο ευκατάστατος είναι ένας μικροσυνταξιούχος. Τους άλλους άσ' τους: δυο γριές ζητιάνες, ο τυφλός που πλέκει πότε πότε κανένα καλάθι, ένας ρακοσυλλέκτης και το αντρόγυνο που ψάχνει για δουλειά. Γι' αυτό κι ο κυρ-Μίστος λέει: «Δε βαριέσαι, ας είναι μνημόσυνο για τα αποθαμένα μου».

Ηταν ένα πρωινό όταν μπήκε στο μαγαζί μια νοικοκυρά να ψωνίσει και το βρίσκει αδειανό. Ψάχνει, φωνάζει. Κάποια στιγμή ακούει τη φωνή του να 'ρχεται απ' τα κατάβαθα. Αδύνατη και τρεμουλιαστή. Κατεβαίνει στο υπόγειο, τον βλέπει να βογκά κουτρουβαλιασμένος απ' τη σκάλα.

-- Χριστός και Παναγία! Τι έπαθες, κυρ-Μίστο;

-- Δεν μπορώ... ένας σφάχτης εδώ... Κι έδειξε την καρδιά. Συναγερμός στη γειτονιά. Ηρθε το ασθενοφόρο, κι ο κυρ-Μίστος βρέθηκε σ' ένα κρεβάτι του «Ευαγγελισμού». Τον αρχίσανε στις εξετάσεις και σε δυο τρεις μέρες τον στείλανε σπίτι του. Δεν του βρήκανε τίποτα, είπανε. Αρα, δεν έχει και τίποτα. Κι είχε να το λέει στους φίλους και πελάτες:

-- Τι τα θέλετε, αυτή ήτανε ζωή για μένα! Ξέρεις τι θα πει, ξάπλα, ξεκούραση, να στα φέρνουνε όλα στο χέρι, να μη νοιάζεσαι για τίποτα; Κι εκείνες οι νοσοκόμες, πάντα με το χαμόγελο και το γλυκό το λόγο, ροδομάγουλες, να χαίρεσαι να τις βλέπεις... Τι έχω εγώ απ' όλ' αυτά στην ερημιά μου;

-- Ελα, κυρ-Μίστο, μη μας παινεύεις τώρα και τα νοσοκομεία, και μακριά από μας...

-- Εγώ ένα έχω να πω: βρήκα εκεί ό,τι μου 'λειπε και μακάρι να ξαναπάω. Ε, βέβαια, δε λέω να είσαι και του θανατά...

Οι μέρες συνεχίζουν να περνάνε για τον κυρ-Μίστο όμοιες, μουντές, ίσα για να μετράνε το χρόνο που φεύγει. Οχι όμως και οι Κυριακές. Αυτές τις περιμένει πώς και τι ο κυρ-Μίστος. Γιατί και ξεκούραση έχουνε, μα είναι κι οι μέρες που τις ζει και τις χαίρεται όπως αυτός ξέρει. Πρώτα πρώτα σβήνει απ' το μυαλό του την ταβέρνα και τη μιζέρια της. Δεν την ανοίγει, κι οποιανού του αρέσει. Η μέρα θα ξεκινήσει μ' ένα καλό μπάνιο κι ένα ξύρισμα βαθύ βαθύ. Οταν βγει απ' το σπίτι θα 'ναι αγνώριστος: μαύρο ριγέ κουστούμι καινούργιο, πουκάμισο άσπρο με γιακά της κόλλας, γραβάτα, μαντηλάκι στο τσεπάκι, ρολόι με χρυσή καδένα στο γελέκο, καπέλο με γυριστά μπορ και μπαστουνάκι μ' ασημένια λαβή. Οποιος τον βλέπει ξαφνιάζεται, πώς βρέθηκε αυτός ο αριστοκράτης σ' αυτή τη φτωχογειτονιά! Ο προορισμός του είναι η Μητρόπολη, όπου θα σταθεί με τους πρώτους, θα βροντήξει δυο τρία χοντρά κέρματα στο δίσκο και θα πάρει αντίδωρο απ' το χέρι του δεσπότη. Μετά την απόλυση ανηφορίζει για του Ζαχαράτου, το καφενείο των πολιτικών, στο Σύνταγμα. Εκεί, σ' ένα γωνιακό τραπεζάκι τον περιμένουν δυο τρεις συνομήλικοί του που τον ξέρουν σαν κύριο Θεμιστοκλή, εισοδηματία, θα πάρει καφέ και γλυκό, θα συζητήσει για όλα και προ πάντων για πολιτικά, θα στήσει αυτί, τι λένε στο διπλανό τραπέζι κάποιοι βαρύγδουποι που φαίνεται να 'ναι στα πράματα και μαζεύουν γύρω τους ακροατήριο. Οταν μεσημεριάσει καταλήγει στο «Διεθνές», το νούμερο ένα αριστοκρατικό εστιατόριο της Αθήνας. Θα κατεβάσει ό,τι το εκλεκτό - μακριά από σαλιγκάρια και μαρίδες - και θα πιει Μπορντό, παλιό γαλλικό κρασί, που διαφέρει απ' το δικό του όσο η μέρα με τη νύχτα. Αμα γυρίσει σπίτι θα πέσει στο κρεβάτι και θα ξυπνήσει μια και καλή τη Δευτέρα το πρωί, όπου τον περιμένει η ταβέρνα ο «Τραγέλαφος».

Στις γιορτές όμως και ειδικά στις εθνικές επετείους είναι που τα παίζει όλα για όλα. Ντυμένος πάλι με εξαιρετική επιμέλεια - γκραν, που λένε - παίρνει τον ηλεκτρικό απ' το Μοναστηράκι και πάει στην Ομόνοια. Εκεί διαλέγει το καλύτερο ταξί, να 'ναι καινούργιο, μεγάλο, μαύρο, αστραφτερό.

-- Στη Μητρόπολη, παρακαλώ!

Είναι η ώρα που σε λίγο θ' αρχίσει η δοξολογία για την εθνική επέτειο. Οταν φτάσει στο ναό, λέει του οδηγού να σταθεί στην είσοδο και περιμένει. Οι αρμόδιοι για την υποδοχή των επισήμων του ανοίγουν την πόρτα - όταν βρέχει του κρατάνε και ομπρέλα - κι αυτός προχωρά ντούρος να μπει στην εκκλησία. Προτού ο τελετάρχης ρωτήσει τ' όνομά του, λέει κοφτά:

-- Στρατηγός Δεληγραμμάτης!

Ο άλλος μένει σύξυλος, κι ο κυρ-Μίστος προχωρά στο εσωτερικό. Κοιτάει να σταθεί όσο μπορεί πιο μπροστά, ενώ οι επίσημοι κουράζουν το μυαλό τους να βρούνε ποιος είναι.

Τα υπόλοιπα, μετά την απόλυση, είναι γνωστά: Ζαχαράτος, Διεθνές, σπίτι. Με τη διαφορά ότι τώρα πέφτει να κοιμηθεί σαν στρατηγός Δεληγραμμάτης και ξυπνά τη Δευτέρα το πρωί σαν Μίστος, ταβερνιάρης.

Αυτή τη φορά που ήρθε το ασθενοφόρο να τον πάρει, πάλι πονάει αυτός στο στήθος αλλά πολύ περισσότερο από τότε που τον πρωτοπήρανε. Κι ούτε ανάσα μπορεί καλά καλά να πάρει. Ομως στο βάθος βάθος χαίρεται που ξαναπάει στον «Ευαγγελισμό». Ελπίζει πως εκεί θα του απαλύνουν τον πόνο, και θα περάσει πάλι μέρες ξεκούρασης κι αφροντισιάς.

Τα νοσοκομεία έχουν μια μεγάλη είσοδο μπροστά που μπάζουνε τους αρρώστους και μια μικρή πόρτα πίσω απ' όπου διακριτικά τους βγάζουνε. Οταν βγήκε από κει ο κυρ-Μίστος ένιωσε ξεκούραστος, πανάλαφρος, δεν τον κρατάει πια η γη. Σαν πούπουλο τον πήρε ένα αεράκι και τον ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά, ώσπου βρέθηκε μπροστά στην πύλη που είναι για τους δίκαιους.

-- Ποιος είσαι; τον ρωτάει ο άγγελος που τη φύλαγε.

-- Στρατηγός Δεληγραμμάτης! απαντά αυτός.

Ο άγγελος μπαίνει μέσα:

-- Αγιε Πέτρο, έξω είναι κάποιος που λέει πως είναι ο στρατηγός Δεληγραμμάτης...

Ο άγιος χαμογέλασε:

-- Ασ' τον να περάσει.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ