Ομως, σήμερα που σκοπεύει, πριν πάει στη δουλιά, να περάσει απ' το σχολείο, το δημοτικό, να ρωτήσει για την πρόοδο της κορούλας του, δούλεψε πιο εντατικά τη βούρτσα και το σίδερο, και στάθηκε πολύ περισσότερο στον καθρέφτη. Δεν τον ξέρανε ακόμα οι δάσκαλοι - τώρα τελευταία την είχε γράψει τη μικρή η μητέρα της - κι ήθελε να τον προσέξουν πως δεν είναι κανένας τυχαίος, μπας και προσέχουνε και το κορίτσι. Οπως διαβαίνει την καγκελόπορτα του δημοτικού, βρίσκει το προαύλιο να βουίζει από παιδιά. Δεν είχε χτυπήσει ακόμα το κουδούνι, κι αναγκάστηκε να περάσει ανάμεσά τους. Φροντίζει να πάρει ύψος, προσπαθώντας μάλλον να κρύψει κάποιο τρακ. Καθώς προχωρά επιβλητικός με τον χαρτοφύλακα στο χέρι - που είχε μέσα όλο κι όλο το κολατσιό για το γραφείο - αυτά σταμάτησαν απότομα τη φασαρία και τα παιχνίδια και παραμέρισαν με φανερό σεβασμό. Σε πολλά διέκρινε στα πρόσωπά τους μιαν ανησυχία, ενώ άλλα τρέχανε φωνάζοντας «Ο κύριος επιθεωρητής!... ο κύριος επιθεωρητής!...».
Κολακεύτηκε. Επιθεωρητής, λοιπόν! Ομως ένας σκέτος υπάλληλος συμβολαιογραφείου είναι που όλη μέρα χτυπά στη γραφομηχανή συμβόλαια που έχουνε να κάνουνε με αγοραπωλησίες, κληρονομιές, διαθήκες, γονικές παροχές ψιλές κυριότητες κι επικαρπίες, με τον «αέρα» ή με το «υψούν» των οικοδομών. Ασε τα αντίγραφα, διπλά και τρίδιπλα, τις επικυρώσεις, τις χαρτοσημάνσεις, τα τρεχάματα σε υποθηκαφυλακεία, εφορίες, τράπεζες, κι άλλα τέτοια γραφειοκρατικά.
Η αλήθεια είναι πως κάπου εδώ τα παιδιά του πατήσανε τον κάλο. Αυτός έφαγε τα νιάτα του να γίνει δάσκαλος, κάτι που τον μάγευε και τον τραβούσε, και στο τέλος δεν έγινε, επιθεωρητής πώς θα 'ναι; Ομως προσπάθησε: σπουδές, Παιδαγωγική Ακαδημία, δίπλωμα με άριστα κι ύστερα τρεχάματα στο υπουργείο. Επετηρίδες, αναμονές, πίνακες διορισμών και τ' όνομά του πάντα να λείπει. Τι τα θες, το χαρτί μπορεί να το πήρε, αλλά έγινε ένας δάσκαλος σε αναμονή. Ηταν εποχή χούντας όταν ήρθε επιτέλους η σειρά του, και τον καλέσανε για το διορισμό. Χαρτιά χρειάστηκε να βγάλει πολλά, αλλά κι ένα παραπάνω που δεν το φανταζότανε: κοινωνικών φρονημάτων. «Εδώ υπάρχει φάκελος», του είπανε στην ειδική υπηρεσία «ήσουνα στη Νεολαία Λαμπράκη. Βέβαια, νέος είσαι, παρασύρθηκες, αλλά να ξέρεις, το Εθνικό Κράτος είναι μεγαλόψυχο, συγχωρεί. Αρκεί κι εσύ να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου. Ξέρεις, μια υπογραφή... Να αποχρωματιστείς, να γίνεις εθνικόφρων πολίτης πώς αλλιώς θα σου εμπιστευτεί η κοινωνία τα παιδιά της...». Αυτά του είπε ένας «αρμόδιος» σε στιλ πετρικό και καλοσυνάτο. Κατάλαβε. Τα παράτησε όλα κι άρχισε το ψάξιμο. Κάποιοι του είπανε για ένα συμβολαιογραφείο.
Αυτό κλωθογύριζε στο μυαλό του, ώσπου έφτασε μπροστά στην πόρτα του γραφείου. Μπήκε, κι ο διευθυντής τον προσφώνησε:
- Καλώς ήρθατε, κύριε επιθεωρητά!
Ξαφνιάστηκε. Ωστε η φήμη, η γοργοπόδαρη, έφτασε πριν απ' αυτόν!
Μα, ξέρετε, εγώ δεν...
Κόμπιασε, σταμάτησε.
- Τι θέλετε να πείτε, κύριε;
- Δεν είμαι επιθεωρητής, είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε.
Ολοι βάλανε τα γέλια.
- Τι παρεξήγηση κι αυτή! Χα, χα, χα...
Στο δρόμο, φεύγοντας δεν μπορούσε να θυμηθεί τι του είπανε για την κόρη του. Το κεφάλι του άδειασε, πάει η μνήμη του. Σαν υπολογιστής που του κόψανε το ρεύμα. Και στα άδεια τοιχώματα του κρανίου του βούιζαν τα γέλια των δασκάλων.
Τώρα πια δυσκολευόταν να πάει και στο σχολείο. Τα παιδιά επέμεναν να φωνάζουν, «Ηρθε ο επιθεωρητής»!
Ενα πρωινό, όπως ανέβαινε την Ακαδημίας, δύο κυρίες, κάπως ώριμες αλλά φανταχτερά ντυμένες, τον πλησιάζουν με συστολή και χαμόγελα:
- Συγνώμην, είσθε ο Λυκούργος Απέργης, ο ηθοποιός;
Απογοήτευση και ντροπή στις κυρίες, όταν είπε πως δεν είναι.
- Παραγνωρίσατε, κυρίες μου...
- Και πάλι συγνώμην, μα τέτοια ομοιότητα!
Ηθοποιός... Αλλο απωθημένο αυτό... Οχι πως δεν το 'θελε, αλλά το λογάριαζε για ανέφικτο. Κι ήταν η τέχνη που θαύμαζε: η μαγεία της σκηνής, η συγκίνηση που καθήλωνε τους θεατές, η επικοινωνία με το κοινό, τα χειροκροτήματα. Καμιά σχέση με τον κινηματογράφο.
Θυμήθηκε που, μικρό, τον έβαλε ο δάσκαλος να πει, στην εθνική γιορτή, ένα ποίημα για τη σημαία:
Πάντα κι όπου σ' αντικρίζω
με λαχτάρα σταματώ...
Ητανε τρακαρισμένος και τόσο κακός στις δοκιμές, που ο δάσκαλος παρά λίγο να του το πάρει πίσω. «Πιο δυνατά, παιδί μου, δώσε έκφραση, έτσι θα συγκινήσεις τον κόσμο; Και τη σημαία, πώς την κρατάς σαν καμιά σφουγγαρίστρα; Ανέμιζέ τη, δείξε ζωντάνια!...», του 'λεγε, κι η τάξη λύθηκε στα γέλια. Παρ' όλα αυτά του 'σπασε το τρακ, και με υπομονή, στίχο με στίχο, του δίδαξε απαγγελία. Ομως στο Γυμνάσιο, που παίξανε τον Προμηθέα, ήτανε πρωταγωνιστής και πήρε συγχαρητήρια απ' όλους κοινό και καθηγητές. Γιατί απ' το στόμα του βγαίνανε όλο παλμό τα λόγια του Προμηθέα: «Γη κι Ουρανέ, και συ Ηλιε, λαμπερέ, που όλα τα βλέπεις, δείτε τι τραβάει ένας θεός απ' τους θεούς, σ' αυτό τον βράχο καρφωμένος...». Λες τα μαθήματα του δασκαλάκου να 'πιασαν τόπο, να του ξάνοιξαν κάτι; Το ψιλοσκέφτηκε το θέατρο και μπορεί να μην έδινε συνέχεια αν δεν του ξανοιγότανε ξαφνικά μια ευκαιρία. Ητανε η εποχή που έδινε στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Απ' την παράσταση του «Προμηθέα» ακόμα τον τριγύριζε ένας «σκηνοθέτης». Μιλούσε με πάθος για το πρωτοποριακό θέατρο. «Σκηνικά, κοστούμια, αυλαίες, όλα κουραφέξαλα», έλεγε. «Μοναχά καδρόνια, σκαλωσιές, λινάτσες κι η ψυχή μας. Το βάρος είναι στο Λόγο και στα δρώμενα. Οσο για αίθουσα, υπάρχει ένα υπόγειο γκαράζ. Ούτε βάψιμο θέλει. Θα ρίξουμε μάλιστα και τους σοβάδες να φανούνε τα τούβλα. Φανταστικό, ε! Επειτα, εμείς είμαστε μια παρέα, μακριά από φίρμες. Στην ανάγκη μοιραζόμαστε ως και την μπουκιά μας και περνάμε!» Πες, πες, τον καταφέρνει, ώσπου ήρθε η έξωση πριν γίνει η πρεμιέρα. Αιτία; το ρίξιμο των σοβάδων. Τότε κατάλαβε πως το θέατρο έχει τα ρίσκα του, και το μέλλον αβέβαιο. Το 'φερε από δω, το 'φερε από κει, προτίμησε τελικά το δασκαλίκι για να βρεθεί αγκαλιά με τους σκονισμένους φακέλους του συμβολαιογραφείου. Σκόνη και ρουτίνα, σκόνη και απογοήτευση.
Οι κυρίες σίγουρα θα χαιρόντουσαν, αν ήταν ο ηθοποιός που νόμισαν, ίσως να του 'διναν συγχαρητήρια, ή θα του ζητούσαν αυτόγραφα, ποιος ξέρει... Κοντοστάθηκε, γύρισε το κεφάλι. Τις είδε να κατηφορίζουν προς την πλατεία Κάνιγγος. Κάτι τον δάγκωσε μέσα του.
Τις ξανακοίταξε και τώρα του φάνηκαν ανασούμπαλες.
- Δε βαριέσαι, είπε φωναχτά.
Ομως κάτι πονάκια του μείνανε.
Οταν, αργότερα, περίμενε τη σειρά του σ' ένα φαρμακείο, ένιωσε κάποιον να τον κοιτάζει επίμονα. Γυρνά, κι οι ματιές τους συναντήθηκαν. Τότε ο άλλος του λέει:
- Καλημέρα σας, γιατρέ!...
Το διήγημα αυτό είναι από συλλογή ανέκδοτη. Το σχέδιο είναι του ιδίου.