Σειρά βιβλίων και άρθρων του γύρω από τον τουρισμό τον καθιέρωσαν ως θεμελιωτή της τουριστικής επιστήμης στη χώρα μας. Πολλές από τις εργασίες του έχουν δημοσιευτεί στη Γαλλία και στην Ιταλία. Εκτός από το χώρο της επιστήμης, έχει ασχοληθεί και με τα Γράμματα. Εχει δημοσιεύσει διηγήματα και έχει εκδώσει λογοτεχνικά βιβλία στον τομέα της ταξιδιωτικής πεζογραφίας.
Φευγαλέο χαμόγελο ευχαρίστησης ξεβγήκε από τα μαραμένα χείλη του. Ωστόσο, ο ήλιος είχε πια βασιλέψει, είχε γίνει παρελθόν. Τα νερά της θάλασσας ακίνητα, ατάραχα, μελαγχολικά είχαν καταπιεί το φως του. Και μέσα στο σύθαμπο λαμπυρίσανε φευγαλέα στο νου του τα WHO'S WHO κι οι εγκυκλοπαίδειες με τις βιογραφίες του. Κι αναδύθηκαν στη μνήμη του οι τιμητικές προσκλήσεις για να παρακολουθήσει κάποια διάλεξη ή να παραβρεθεί στην παρουσίαση του βιβλίου κάποιου συγγραφέα καθώς και τα παρακάλια να δώσει μια συνέντευξη. Κι ως τούτες οι θύμησες βάραιναν το νου του, έγειρε το κεφάλι πάνω στον ώμο της γυναίκας του και λογιάστηκε πως όσο τα χρόνια κυλούσαν γούρμαζε πιότερο κι έβγαζε μεστούς στοχασμούς που τους συνταίριαζε να πάρουν νόημα κι ουσία κι έτσι να βοηθάει τους νέους συγγραφείς μ' ορμήνιες κι οδηγήματα. Ενιωθε πως τούτη η συμπαράσταση ήταν χρέος του κάθε παλιού συγγραφέα. Φχαριστιόταν διπλά όταν έβλεπε τους παλιούς και τους νέους διανοούμενους, συγγραφείς και καλλιτέχνες να σμίγουν στο σαλόνι του σπιτιού του κι οι κουβέντες του να δίνουν ζωντάνια και δύναμη για νέες δημιουργίες. Πικραμένος, αναρωτήθηκε: Τι να έγινε άραγε όλος εκείνος ο κόσμος που αυτός τον είχε αγκαλιάσει μ' αγάπη και καλοσύνη; Πώς έγινε κι εξαφανίστηκε; Ακόμα και όσοι στενοί φίλοι του, που έχουν απομείνει στη ζωή, κι αυτοί έχουν περιορίσει την επικοινωνία μαζί του σ' ένα τυπικό τηλεφώνημα. Τώρα, λογιάστηκε, έχουν απομείνει οι δυο τους, αυτός και η γυναίκα του, αποξεχασμένοι. Η συντρόφισσά του τον κοιτούσε εκστατική κι αφουγκραζόταν το πικρό παράπονο της ψυχής του. Υποψιαζόταν πως της ψιθύριζε: «... Με ποιον ν' αναπολήσω τις χαρές, τους πόθους, τα οράματα, τις λαχτάρες της νιότης που έφυγε τόσο γρήγορα. Σε ποιον να εμπιστευτεί κείνα τα νεανικά όνειρα και τη γρανιτένια θέληση να δώσει φως, καθάριο, αγνό, τίμιο στους ανθρώπους; Σε ποιον να εξομολογηθώ για τους αγώνες μου να μην πιστέψω, να μη λυγίσω μπροστά στους διώχτες του πνεύματος και τους αρνητές της αλήθειας; Και σε ποιον να παραπονεθώ για τα τραχιά γεράματα που η καρδιά τ' αρνιέται, μα η σάρκα τα προδίνει; Ο γερο -συγγραφέας ρίχνει στερνή ματιά στο σβησμένο πια ήλιο που χάθηκε στα βαθιά νερά της θάλασσας. Νιώθει το χέρι της συντρόφισσάς του απιθωμένο στο δικό του και παίρνει κουράγιο ν' αποτραβήξει τις μαύρες σκέψεις που έχουν μπήξει τα σουβλερά δόντια τους βαθιά στο μυαλό του για να τον βαλαντώσουν, να τον εξουθενώσουν. Προσπαθεί ν' αντισταθεί, παλεύει να κρατηθεί, μα καταπέφτει. Και σε τούτο το λιόγερμα ο γερο-συγγραφέας βυθισμένος στα σκοτεινά λογιάσματά του κρίνει να κυλήσει ένα πικρό δάκρυ στο μαραγκιασμένο μάγουλό του. Και μάχεται μέσα σ' αυτό να πνίξει το φωτεινό παρελθόν, και τις αναμνήσεις που τώρα τον ταλαιπωρούν, τον βασανίζουν. Ο γυρισμός σ' αυτές ταράζει την καρδιά του. Και δεν τις θέλει πια! Δε θέλει να νοσταλγεί τα περασμένα. Εχει καταχωνιάσει και τις φωτογραφίες να μην τις βλέπει και τις μαγνητοταινίες να μην τις ακούει. Και μαλώνει το θυμητικό του που τις ζωντανεύει. Μα οι μνήμες έχουν σμίξει άσβεστα με το μυαλό του. Και όσο αυτός δεν τις θέλει, εκείνες αναδύονται κι η καρδιά του θλίβεται και ξεχειλίζει από πόνο.
Το λιόγερμα έχει έρθει. Μια γαλήνια ησυχία, μια θεία ηρεμία έχει απλωθεί παντού και το πρώτο νυχτοπούλι άφησε κιόλας ν' ακουστεί το λυπητερό σκούξιμό του. Κι ο συγγραφέας αναμετράει πως ίσως τούτο το νύχτωμα θα σταθεί γι' αυτόν ένα σκαλοπάτι που θα τον φέρει ψηλά, εκεί που δεν πρόφτασε ν' ανέβει, για ν' απομείνει πια ένα άσβηστο φως, που η συντρόφισσά του θα νοιαστεί να το σκορπίσει ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους βοηθήσει να βγουν από το χάος, που τους έχει οδηγήσει ο σύγχρονος πολιτισμός του σκοταδισμού, της σύγχυσης, της αδικίας, της ψευτιάς.