Κυριακή 10 Νοέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΚΟΙΝΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Μύθοι που καταρρέουν!

Αποψη από πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις
Αποψη από πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις
Τώρα που, εξ αντικειμένου, μπήκε στην ημερήσια διάταξη η συζήτηση για το αν και κατά πόσο συμφέρει στους Ελληνες αγρότες η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αρχίζουν, σιγά σιγά, να καταρρέουν και μερικοί μύθοι.

Ο πακτωλός πάει αλλού

Μύθος 1ος:«Οι Ελληνες αγρότες "ζουν" χάρη στον πακτωλό χρημάτων που εισπράττει η χώρα μας από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης».

Από το σύνολο των 43.707,4 εκατομμυρίων ευρώ που διατίθενται για τις ανάγκες της γεωργίας στις χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα εισπράττει 2.976,1 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 6,4%.

  • Το ποσό που εισπράττει η χώρα μας είναι πολύ μικρό δεδομένου ότι έχει, μακράν των άλλων, το μεγαλύτερο ποσοστό ενεργού αγροτικού δυναμικού - ξεπερνάει το 17%, όταν στη Βρετανία είναι 1,6%, στη Γερμανία 2,9%, στη Γαλλία 4,3%, στην Ιταλία 5,4%, στην Ισπανία 7,4% - και με τεράστιες ελλείψεις σε υποδομές κι άλλες ανάγκες.
  • Το πολύ χρήμα πάει στους μεγαλοαγρότες των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών και συγκεκριμένα το 22,2% των συνολικών κονδυλίων πάει στη Γαλλία, το 14% στη Γερμανία, το 13,6% στην Ισπανία, το 12,5% στην Ιταλία, το 10% στην Αγγλία.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι Ελληνες αγρότες δε «ζουν» από την ΕΕ, αλλά απλώς «φυτοζωούν».

Οι επιδοτήσεις είναι επιστροφές

Μύθος 2ος: «Σπολλάτη που η ΕΕ επιδοτεί τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, γιατί αλλιώς, με τις τιμές που ισχύουν στη διεθνή αγορά, δε θα μπορούσαν να πουληθούν πουθενά».

Πρόκειται για απάτη κι επιχείρηση αποπροσανατολισμού, διότι:

  • Οι επιδοτήσεις δίνονται για ν' αυξηθούν τα κέρδη των εμπόρων και των βιομηχάνων, που αγοράζουν τα αγροτικά προϊόντα σε χαμηλή τιμή - πληρώνουν μόνον την εμπορική αξία τους - και τα πωλούν ακριβά, ή τα χρησιμοποιούν ως φτηνή πρώτη ύλη για την παραγωγή βιομηχανικών και εμπορικών προϊόντων. Τα κέρδη τους είναι τεράστια, αν σκεφτούμε ότι η τιμή ενός κιλού σιταριού, μαζί με την επιδότηση, φτάνει στις 50 δραχμές και η τιμή ενός κιλού ψωμιού ξεπερνάει τις 350 δρχ.
  • Ο αγρότης δε ζητάει επιδοτήσεις, αλλά διεκδικεί μια τιμή που θα καλύπτει το κόστος παραγωγής και θα του αφήνει ένα «λογικό κέρδος». Ας έπαιρνε μέτρα η ΕΕ για μείωση του κόστους παραγωγής, ας άφηνε ελεύθερη την ποσότητα της παραγωγής, ας βοηθούσε για την ποιότητα των παραγομένων προϊόντων και για την ανεύρεση καλών αγορών και τότε μπορεί να μη χρειαζόταν να επιδοτεί τους αγρότες.
  • Ο,τι παίρνει ο Ελληνας αγρότης από την ΕΕ, δεν είναι παρά μια μικρή επιστροφή από παρακρατηθέντα. Τις επιδοτήσεις δε δίνει από την τσέπη του ο Πρόντι, ούτε ο Φίσλερ, αλλά προέρχονται από ένα κοινό ταμείο, στο οποίο συνεισφέρουν όλες οι χώρες της ΕΕ. Οι Ελληνες εργαζόμενοι, οι αγρότες, οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες, οι έμποροι, οι συνταξιούχοι συνεισφέρουν σ' αυτό το κοινό ταμείο αμέσως με τους φόρους που πληρώνουν στο ελληνικό κράτος και εμμέσως αγοράζοντας ευρωπαϊκά βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα και υπηρεσίες. Υπολογίζεται, δε, ότι για το 1 ευρώ που εισπράττει ο Ελληνας πολίτης από την ΕΕ, έχει πληρώσει σ' αυτή 1,5 ευρώ. Μάλιστα, πολλές φορές, η ΕΕ υποχρεώνει τη χώρα μας ν' αγοράζει μόνον ευρωπαϊκά προϊόντα, ως «αντιστάθμισμα» για τις επιδοτήσεις των αγροτών. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας με τις χώρες της ΕΕ, από θετικό που ήταν πριν την ένταξη στην ΕΟΚ το 1981, έχει γίνει πολύ αρνητικό σε βάρος της.
  • Για να εισπράξει επιδότηση ο Ελληνας αγρότης θα πρέπει να «συμμορφωθεί» με απαγορεύσεις που θέτει η ΕΕ, επιχειρώντας τη μείωση του αγροτικού εισοδήματος και το μαζικό ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας αγροτιάς στην Ελλάδα. Απαγορευτικά μέτρα είναι ο στρεμματικός περιορισμός των καλλιεργειών, οι ποσοστώσεις στην παραγωγή, η μη χρηματοδότηση έργων υποδομής και κυρίως αρδευτικών κ.ά.
  • Δεν υπάρχει μεγάλο κράτος που να μην επιδοτεί τα αγροτικά προϊόντα, με πρώτες τις ΗΠΑ, οι οποίες δίνουν τεράστιες επιδοτήσεις στα δικά τους βοηθώντας τα να σταθούν στον ανταγωνισμό της διεθνούς αγοράς.

Αλλά, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι η ΕΕ τρέφει «αγνά αισθήματα» για τους Ελληνες αγρότες, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι «η αγάπη της κράτησε για λίγο», αφού σε λίγο δε θα δίνει πια τις επιδοτήσεις και ήδη άρχισε να τις μειώνει σταδιακά.

Δε θέλουν την ποιότητα

Μύθος 3ος:«Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στη διεθνή αγορά "περνάει" μέσα από την ποιότητα».

Αλλη μια παραπλανητική επιχείρηση, αφού η πραγματικότητα είναι ότι η ΕΕ δε νοιάζεται καθόλου για την ποιότητα των προϊόντων που καταναλώνουν οι πολίτες της, όπως αποδεικνύεται από την ελεύθερη κυκλοφορία «τρελών αγελάδων», μολυσμένων κοτόπουλων, καρκινογόνων λαχανικών, μεταλλαγμένων προϊόντων. Οι αποδείξεις ότι η ΕΕ δεν ενδιαφέρεται για την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων στην Ελλάδα είναι πολλές.

Ιδού μερικές:

  • Για τα περισσότερα ελληνικά αγροτικά προϊόντα οι επιδοτήσεις είναι στρεμματικές, αποθαρρύνοντας έτσι τον Ελληνα αγρότη από την προσπάθεια να φροντίσει περισσότερο το χωράφι του για να παράγει περισσότερο ποιοτικά προϊόντα. Κι είναι φανερό ότι ένα χωράφι απεριποίητο δεν μπορεί να προσφέρει καλής ποιότητας σοδειά.
  • Προωθούνται πολλές ποικιλίες σπόρων και μεγάλες ποσότητες λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων - για ν' αυγαταίνουν τα κέρδη των βιομηχανιών - με αποτέλεσμα να «πέφτει» η ποιότητα των προϊόντων.
  • Εμποδίζεται η κατασκευή έργων για την εξασφάλιση νερού προς άρδευση κι, όπως είναι γνωστό, χωρίς νερό δεν μπορούν να παραχτούν ποιοτικά προϊόντα.
  • Δε χρηματοδοτούνται επενδύσεις των συνεταιρισμών για την τυποποίηση των προϊόντων, που θα συνέβαλλε στην ποιοτική αναβάθμισή τους.

Με αυτά τα «ελλείμματα» κι αυτές τις «απαγορεύσεις» είναι αδύνατο να καταστούν ανταγωνιστικοί οι Ελληνες αγρότες, παρά το γεγονός ότι και μεγάλη εμπειρία και ικανότητα διαθέτουν και από τις εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας διευκολύνονται.

«Ανοστο» το «φουά-γκρα»

Μύθος 4ος: «Οι αναδιαρθρώσεις των καλλιεργειών μπορούν να περιορίσουν το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών».

Προκλητικός εμπαιγμός, καθώς η ΕΕ είναι αυτή που προωθεί το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών, για να περάσει η γη και η παραγωγή στα χέρια λίγων μεγαλοαγροτών κι επομένως δε θα ήθελε αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών που θα εξασφάλιζαν συνεχή αγροτική απασχόληση.

Οι αγρότες δεν είναι γενικά κατά των αναδιαρθρώσεων, αλλά δεν είναι και διατεθειμένοι να πιστέψουν ότι θα «σωθούν» αν αφήσουν το βαμβάκι και τις άλλες δυναμικές καλλιέργειες και ασχοληθούν με την παραγωγή... βατόμουρων, σπαραγγιών και «φουά-γκρα», όπως τους ορμηνεύουν μερικοί. Και πάντως, για την πιο μεγάλη, την πιο αναγκαία και πιο χρήσιμη αναδιάρθρωση που χρειάζεται και επείγει σήμερα - τη μεταφορά αγροτικής ενασχόλησης από τη φυτική στη ζωική παραγωγή και την ανάπτυξη της εγχώριας κτηνοτροφίας - δε ακούμε να γίνεται πολύς λόγος.

Αλλά ας δούμε γιατί τα περί αναδιαρθρώσεων είναι από ανεδαφικά μέχρι και ύποπτα:

  • Αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών δεν μπορούν να προχωρήσουν γρήγορα κι εύκολα σε μια χώρα όπου το 80%, περίπου, των απασχολουμένων στη γεωργία καλλιεργεί τέσσερα μόνον προϊόντα. Συγκεκριμένα, 536.000 παραγωγοί παράγουν ελαιόλαδο, 93.500 βαμβάκι, 60.000 καπνό και 15.000 ροδάκινο. Ακόμα περισσότερο δυσκολεύονται σε περιοχές που έχουν συνδεθεί με κάποιες καλλιέργειες - π.χ. η Θεσσαλία, στην οποία καλλιεργούνται 1.600.000 στρέμματα με βαμβάκι, κοντά στο 50% της συνολικής βαμβακοκαλλιέργειας στην Ελλάδα - για την οργάνωση των οποίων οι αγρότες έχουν κάνει σοβαρές επενδύσεις και είναι ακόμα χρεωμένοι στις τράπεζες.
  • Δεν υπάρχει εθνικός προγραμματισμός και τις αναδιαρθρώσεις δεν μπορούν να κάνουν μόνοι τους οι αγρότες.
  • Δεν υπάρχει μέριμνα για την εξασφάλιση αγορών στις οποίες θα προωθούνται τα «νέα» αγροτικά προϊόντα, καθώς το κράτος δε δραστηριοποιείται προς αυτή την κατεύθυνση και οι συνεταιρισμοί δεν ενισχύονται να παρέμβουν στη συγκέντρωση και στην εμπορία των αγροτικών προϊόντων. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι χάθηκαν πολλές αγορές, όπως, π.χ., της Γερμανίας κι άλλων κεντροευρωπαϊκών χωρών, για τα ελληνικά καρπούζια, τα πεπόνια, τις ντομάτες, τα σπαράγγια κ.ά.

Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ