Κυριακή 24 Ιούνη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
Βιβλιοκριτική «ΡΙΖΟχαρτο»
Γραφή της μνήμης και της ψυχής

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΛΟΒΟΣ

«Θυμάσαι, πατέρα;»

Εκδ. «Καστανιώτης»

Νοέμβρης 1994 ήταν που ο Βασίλης Κολοβός, καταξιωμένος ηθοποιός, εκτιμώμενος και από τους αντιπάλους για την ανθρωπιά, το ήθος, την πολύχρονη συνδικαλιστική προσφορά του, τη συνέπεια ιδεών, λόγων και έργων του, φανέρωσε μια ακόμη δημιουργική δραστηριότητά του, τη συγγραφική, δημοσιεύοντας το πρώτο του βιβλίο. Το μυθιστόρημα «Θυμάσαι, πατέρα;» (εκδόσεις «Καστανιώτης»), που εξέπληξε και απέσπασε κριτικούς επαίνους για τη λογοτεχνική του ποιότητα, την αλήθεια, τη δύναμη, τη θέρμη, την τρυφερότητα, τον πλούτο των συναισθημάτων, την πηγαία λαϊκή αλλά και «ζυμωμένη» με τα νάματα της μεγάλης ποίησης και λογοτεχνίας, πολύχυμη, πολύρυθμη γλώσσα του, πλουμισμένη με το ιδίωμα του ορεινού χωριού του. Μυθιστόρημα που, δικαίως, περιλήφθηκε και στη διδακτέα ύλη φιλολογικών τμημάτων ξένων και ελληνικών πανεπιστημίων. Μ' αυτό το πρώτο του βιβλίο, ο Β. Κολοβός αποκάλυψε ανεξίτηλες μνήμες του. Βιώματα, πόθους, καημούς, χαρές, λύπες στο πατρικό του σπίτι. Εικόνες, ήχους, χρώματα κι αρώματα της φύσης του χωριού του. Ζωές και πράξεις συγχωριανών του. Συγκρούσεις του καλού με το κακό σε χρόνους μαύρους, της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Σαν «βουερό ποτάμι», μνήμες, βιώματα, όνειρα, συναισθήματα των παιδικών του χρόνων «πλημμύρισαν» το νου και την ψυχή του. Εγιναν το «μελάνι» του και αποκάλυψαν όχι μόνο το λογοτεχνικό του ταλέντο, αλλά και όσα τον διαμόρφωσαν ως άνθρωπο, καλλιτέχνη, κομμουνιστή. Τέκνο γονιών φτωχών, αλλά δουλευτάδων, ηθικών, περήφανων, αλληλέγγυων στον ανήμπορο άνθρωπο. Μεγαλωμένος με την αγάπη της οικογένειας, τη λαλιά, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τις αξίες, τη φύση, αλλά και με οικογενειακά δράματα, έρωτες, μίση, ιστορίες που άκουσε παιδί για αγωνιστές και αντιδραστικούς συγχωριανούς. Καλός μαθητής, αγαπημένος του δασκάλου του και «διψασμένος» για άλλα γράμματα. Ολα αυτά «έθρεψαν» τα παιδικά του χρόνια και μ' αυτά ξεκίνησε το «δρόμο» που διάλεξε να πάρει. Μ' αυτές τις «ρίζες»-μνήμες του, σα να «μιλά» με τον πεθαμένο πατέρα του, έπλασε το πρώτο του μυθιστόρημα. Βιωματικό, συναρπαστικό «απόσταγμα ψυχής», «απόσταγμα ζωής», «απόσταγμα αξιών», που παράλληλα «ιστορεί τα πάθη της πληγωμένης - από τις συνέπειες του Εμφυλίου - και στερημένης ελληνικής επαρχίας (...) Φιλτράρει προσωπικά βιώματα και μνήμες από αγαπημένα πρόσωπα. (...) Βιογραφεί και ψυχογραφεί πρόσωπα, με ρεαλισμό αλλά και ποιητική ευαισθησία. Αυτοβιογραφεί και εξομολογείται όσα επέδρασαν στο δρόμο που πήρε "κούτσικο" ο Β. Κολοβός, αφήνοντας τη γενέτειρα για "καλύτερη τύχη" στην αγριότητα της πόλης και της βιοπάλης», έγραφε, μεταξύ άλλων, ο «Ριζοσπάστης», παρουσιάζοντας αυτό το βιβλίο του (Δεκέμβρης 1994). Το 1957 ο Β. Κολοβός έφυγε απ' το χωριό του. Πήγε στη Λαμία για μεροκάματο και γράμματα στο νυχτερινό γυμνάσιο. Από το 1957 αρχίζει και η μυθοπλοκή του βιβλίου του. Αρχή της δυο φονικά που έγιναν παλιότερα για λόγους τιμής, υπό την επίδραση του Εμφυλίου. Παρόντα στην πορεία της πλοκής το μίσος των εθνικοφρόνων κατά των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ιδιαίτερα των κομμουνιστών. Οι ομορφιές και οι δυσκολίες του φυσικού περιβάλλοντος. Ο καθημερινός μόχθος των φτωχών κτηνοτρόφων του κακοτράχαλου, πετρώδους χωριού. Η βεβήλωση όμορφων νεανικών ερώτων, από τυφλό, απάνθρωπο αντικομμουνισμό. Βάσανα, λύπες, γάμοι, γέννες, τραγούδια και χοροί, γλέντια και πανηγύρια στο χωριό. Πρόσωπα αγωνιστών- φίλων του πατέρα του. Και προπάντων οι δικοί του. Η βαβά, οι γονιοί, τα αδέλφια, ο μόχθος της οικογένειας, οι αρχές και οι αξίες της. Ολα τα μυθοπλαστικά «υλικά» - προσωπικά, οικεία και τρίτων προσώπων - αρμονικά πλεγμένα, συνθέτουν την ανθρωπολογική και κοινωνικο-πολιτική «τοιχογραφία» του χωριού του, με εξαιρετική παραστατικότητα, καθάριο ρεαλισμό αλλά και «ποιητικά» λυρικές αποχρώσεις. Πρωτίστως, με αγάπη για τον άνθρωπο της ανάγκης. Γιατί αυτό τον συμβούλεψε ο πατέρας του, φτάνοντας στη Λαμία: «Πιδί μ', φτωχοί άνθρωποι μεις, με τον φτωχό και τον πονεμένο κολιγιά είμαστε, μη τον αδικήσεις, μη του κλέψεις το ψωμί απ' το χέρι, μη βάλεις αμανάτι τον εαυτό σου για το καλύτερο που δεν είν' θ'κό σ'. Ο,τι φκιάνουν τα χέρια σ', αυτό είν' καλό(...)».


Αριστούλα Ελληνούδη

Το βιβλίο και οι άλλες τέχνες «ΡΙΖΟχαρτο»
«ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΨΥΧΕΣ» (GREY SOULS)

Σκηνοθεσία: Υβ Ανζελό.

Σενάριο: Φιλίπ Κλοντέλ, Υβ Ανζελό.

Πρωταγωνιστούν: Ζαν-Πιερ Μαριέλ, Ζακ Βιλγέ, Ντενί Πονταλιντέ.

Το φιλμ «ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΨΥΧΕΣ» βασίζεται στο μυθιστόρημα «ΓΚΡΙΖΕΣ ΨΥΧΕΣ» του Φιλίπ Κλοντέλ (Αθήνα, «Ψυχογιός» 2006, 300 σ.) μια ιστορία φόνων σε ένα περιβάλλον όπου η αυθαιρεσία, η υποκρισία της εξουσίας και των προνομιούχων εξουθενώνουν τους κατοίκους και λοιδορούν τους θεσμούς.

Οι «ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΨΥΧΕΣ» είναι ένα καλογυρισμένο κοινωνικό δράμα με βασικό χαρακτήρα τον εισαγγελέα Ντεστινά, του οποίου η παρουσία είναι καταλυτική, τόσο ως ερμηνεία από τον Μαριέλ, όσο και στη δραματουργία της αφήγησης. Η εξιχνίαση της δολοφονίας και άλλα μυστήρια που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της έρευνας παραπέμπουν μεν σε αστυνομική ταινία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν την ουσία της. Η ταινία κάνει παρατηρήσεις πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό και τα σχόλιά της είναι εξαιρετικά πετυχημένα και σαν θέμα και σαν παρουσίαση.

Ο μύθος της ταινίας στηρίζεται στην παρουσίαση δύο παράλληλων κόσμων στο ίδιο χωροχρονικά σημείο, εν μέσω ενός τραγικού πολέμου. Του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Από τη μια πλευρά είναι ο απλός λαός: Ο ταβερνιάρης, η δασκάλα, οι νεαροί φαντάροι, ο απλός οικογενειάρχης αστυφύλακας. Από την άλλη, οι άρχοντες: Ο ανακριτής, ο συνταγματάρχης και, φυσικά, ο εισαγγελέας. Οταν οι δρόμοι των δυο αυτών κόσμων συναντιούνται, οι συνέπειες για τον πρώτο θα είναι ολέθριες. Ο κυνισμός της εξουσίας καταστρέφει ό,τι πιο όμορφο υπάρχει και τα αγνά αισθήματα του απλού ανθρώπου χάνονται στην ομίχλη της διαφθοράς και του θανάτου.

Ο σκηνοθέτης Ανζελό (γνωστότερο έργο του «ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», 1991) κατόρθωσε να δημιουργήσει υποβλητική ατμόσφαιρα πλούσια σε σημασίες και πρόσφορη σε προεκτάσεις.

Το φιλμ έχει κινηματογραφική υφή σε όλα του τα επίπεδα. Φωτογραφία, σκηνικά/τοποθεσίες, κοστούμια, ήχος, μουσική, και πάνω απ' όλα, ερμηνείες. Οι μικρές παύσεις, τα βλέμματα, οι κινήσεις, ο χρωματισμός της φωνής είναι στοιχεία που φανερώνουν την ποιότητα των ηθοποιών, ενώ η ικανότητα του σκηνοθέτη να τα αναδείχνει, χωρίς να καταφεύγει σε δακρύβρεκτα κοντινά πλάνα σαπουνόπερας, είναι δείγμα σκηνοθετικού ταλέντου και οξυδέρκειας. Η αποφυγή μελό σε μια δραματική ταινία είναι δύσκολο επίτευγμα και σπάνια συμβαίνει στον εμπορικό κινηματογράφο.

Αυτήν την ταινία θα ήταν σημαντικό να τη δείτε σε συνθήκες αίθουσας.

Μάριος Βαλάσης

Η μελωδία της σκέψης «ΡΙΖΟχαρτο»
«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ», του ΛΟΡΚΑ

Μουσική: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ

Ποίηση: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Τα τραγούδια γράφτηκαν για το θεατρικό έργο

«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ», του ΛΟΡΚΑ

Νανούρισμα

Νάνι το παιδί μου νάνι που δεν ήθελε νερό,

τ' άλογό μας το μεγάλο. Αχ καρδούλα μου ποιος ξέρει

τι να λέει το ποταμάκι στο λιβάδι το χλωρό.

Νάνι, το νερό το μαύρο μες στα πράσινα χορτάρια

που ψιλό τραγούδι πιάνει. Νάνι την τριανταφυλλιά μου

που τη γης δάκρυο ποτίζει, τ' άλογό μας το καλό.

Εχει πόδια λαβωμένα, τραχηλιά κρουσταλλιασμένη,

έχει ένα ασημένιο λάζο καρφωμένο μες στα μάτια.

Μόνο μια φορά σαν είδε τ' αντρειωμένα τα βουνά

εχλιμίντρισε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά.

Αχ πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις,

αχ μαράζι μες στο χιόνι. Νάνι το γαρούφαλό μου

που τη γης δάκρυο ποτίζει, τ' άλογό μας το καλό.

Μην έρχεσαι μη μπαίνεις, το παραθύρι κλείστο

με φυλλωσιές ονείρου, μ' όνειρα φυλλωσιάς.

Κοιμάται το παιδάκι μου, σωπαίνει το μωρό μου.

Αχ πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις,

άλογο της χαραυγής.

Μουσική: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ

Στίχοι: ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ

Τα τραγούδια γράφτηκαν για το θεατρικό έργο

«Παραμύθι χωρίς όνομα», του ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ

βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ

Ο Εκτορας κι η Ανδρομάχη

Από το Τρωικό κάστρο η Ανδρομάχη

στον Εκτορα που κίναε για τη μάχη

φώναξε με φωνή φαρμακωμένη:

«Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,

όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.

Οποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,

στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει»

Ετσι κι εμένα η κόρη του Γαβρίλη

σαν έφευγα στις 20 τ' Απρίλη

μου φώναξε ψηλά από το μπαλκόνι:

«Στρατιώτη αν θες τη μάχη να κερδίσεις,

μια κοπελίτσα κοίτα ν' αγαπήσεις.

Οποιος το γυρισμό του όρκο δεν κάνει,

στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει»

Η ιστορία ως συνωμοσία

ΝΤΑΝ ΜΠΡΑΟΥΝ: «Κώδικας Ντα Βίντσι» εκδ. Α. Α. Λιβάνη

Ο «Κώδικας Ντα Βίντσι» του Αμερικανού συγγραφέα Νταν Μπράουν έχει σημειώσει τεράστια εκδοτική επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Το γεγονός αυτό, καθώς και η βαθύτατα αντιδραστική άποψη που προβάλλει για το πώς και από ποιους γράφεται η ιστορία, μας οδηγούν να πούμε δύο λόγια για το εν λόγω πόνημα.

Ο «Κώδικας Ντα Βίντσι» είναι ένα βιβλίο επιτηδευμένα αφελές στη μορφή, με χαρακτήρες που το βάθος τους ισοδυναμεί με το βάθος ...τραπουλόχαρτου. Βασίζεται σε ένα μεσαιωνικό μύθο της Δυτικής Ευρώπης: Στην αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου («Γκράαλ»), του σκεύους στο οποίο υποτίθεται ότι συνελέγη το αίμα του Χριστού. Το βιβλίο ισχυρίζεται ότι το «Γκράαλ» είναι ...άνθρωπος: Η Μαρία Μαγδαληνή, αρχοντικής καταγωγής, όπως και ο Χριστός, σύμφωνα με το βιβλίο και σύζυγός του. Μετά τη σταύρωση, κατέφυγε έγκυος στη ...Μασσαλία, όπου και γέννησε μία κόρη, τη Σάρα. Οι απόγονοι της Σάρας είναι η πρώτη βασιλική δυναστεία της Γαλλίας, οι Μεροβίγγειοι βασιλείς.

Σύμφωνα πάντα με το βιβλίο, το μυστικό αυτό φυλασσόταν, αρχικά, από τους Ναΐτες ιππότες. Μετά την εξόντωσή τους, το ρόλο αυτό ανέλαβε μία μυστική οργάνωση, το «Κοινό της Σιών». Μία σειρά δολοφονιών, στις οποίες εμπλέκονται η ακραία (και πραγματική) οργάνωση της καθολικής εκκλησίας «Opus dei», ερευνητές της ιστορίας του Γκράαλ, η γαλλική αστυνομία, θα αποκαλύψει τη μέχρι τις μέρες μας ύπαρξη απογόνων του Χριστού και της Μαγδαληνής!

Αυτή η ερμηνεία του συγκεκριμένου μύθου δεν είναι πρωτότυπη. Εχει προηγηθεί, σημειώνοντας τεράστια εκδοτική επιτυχία, ένα πόνημα τριών Αγγλων συγγραφέων, που τιτλοφορείται «Το άγιο αίμα και το άγιο Γκράαλ». Σε αυτό, μέσα από ένα όργιο επιστημονικών αυθαιρεσιών, πιστώνεται στο «Κοινό της Σιών», η πρόθεση να επαναφέρει στη Γαλλία ένα είδος «λαϊκής μοναρχίας», με μονάρχη απόγονο της δυναστείας των Μεροβιγγείων. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι τα αρχεία του «Κοινού της Σιών» έχουν βρεθεί και ότι ανάμεσα στους ιστορικούς ηγέτες του συγκαταλέγονται ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Ισαάκ Νεύτων και ο Βίκτωρ Ουγκό - δύο ορκισμένοι ορθολογιστές και ένας φανατικός αντιμοναρχικός και ουτοπικός σοσιαλιστής!

Ο Νταν Μπράουν ασκεί οξεία κριτική στην καθολική εκκλησία, ισχυριζόμενος ότι σπιλώνει την Μαρία Μαγδαληνή, χαρακτηρίζοντάς την πόρνη, για να απαξιώσει συνολικά το γυναικείο φύλο. Σε αυτήν ακριβώς την επίφαση προοδευτικότητας, κρύβεται η επιτυχία, αλλά και το ιδεολογικά επικίνδυνο του βιβλίου.

Πόσο προοδευτική μπορεί να είναι η κριτική που ασκείται σε οποιοδήποτε ιερατείο από τη σκοπιά της αναβίωσης της «ελέω θεού μοναρχίας»; Ακόμα και αν στο βιβλίο αμφισβητείται η θεϊκή φύση του Χριστού (κάτι που προκάλεσε τη συνασπισμένη αντίδραση των εκκλησιών εναντίον του), ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι ανάγει την καταγωγή της γαλλικής μοναρχίας σε πρόσωπα με εντελώς ιδιάζοντα ρόλο στην παγκόσμια ιστορία. Αυτό άραγε την καταξιώνει και την καθιστά θεσμό προοδευτικό και σύγχρονο; Πόσο προοδευτικό μπορεί να είναι ένα βιβλίο όταν εντοπίζει την ιστορική συμβολή του γυναικείου φύλου στο ότι μία συγκεκριμένη γυναίκα κυοφόρησε ένα παιδί βασιλικής ή ακόμα και θεϊκής καταγωγής, αγνοώντας τις υλικές συνθήκες που έχουν οδηγήσει στην καθυπόταξη του γυναικείου φύλου και που συνδέονται άμεσα με τη διαμόρφωση των ταξικών κοινωνικών συστημάτων;

Και τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι προοδευτικό ένα βιβλίο που ανάγει την ιστορική εξέλιξη σε μυστικές συνωμοσίες, που συντελούνται εν κρυπτώ και παραβύστω από ομάδες φωτισμένων ή λιγότερο φωτισμένων προσώπων, μακράν και ερήμην της δράσης των μαζών. Οι επίσημοι μηχανισμοί προπαγάνδας, ανάμεσά τους και το επίσημο κύκλωμα διακίνησης του βιβλίου, διαβλέπουν τη δυνατότητα ενός παρόμοιου πονήματος να γίνει ευπώλητο και ενεργοποιούν όλους τους μηχανισμούς που έχουν στη διάθεσή τους για να το επιτύχουν. Κατορθώνουν έτσι ταυτόχρονα να εντυπώσουν στη συνείδηση των αναγνωστών και μία στρεβλή πρόσληψη της προοδευτικότητας, καθώς και μία άμβλυνση των αισθητικών κριτηρίων σε σχέση τουλάχιστον με τη λογοτεχνία. Ας έχει υπόψη του ο αναγνώστης αυτές τις πλευρές και με καθαρό μυαλό ας προσεγγίσει πονήματα τέτοιου είδους, που πολλαπλασιάζονται στις μέρες μας και, γι' αυτό το λόγο, ίσως, χρειαστεί να επανέλθουμε και σε ορισμένα άλλα από αυτά.

Δώρα Μόσχου

Βιβλιοκριτική «ΡΙΖΟχαρτο»
Γυναίκα: Ενας ύμνος στη ζωή

Τα τρία διηγήματα και το αφήγημα - εξομολόγηση, με το οποίο κλείνει το βιβλίο, «Μάνααα...» της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου (Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»), ενώνουν με αναπάντεχο τρόπο το θάνατο με τη ζωή. Πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες.

Στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Η πικροδάφνη», η πρωταγωνίστρια ζει και δρα στους πανάρχαιους ρυθμούς της ζωής της υπαίθρου, «μοίρα τραχιά, αλλά αληθινή και περήφανη, σαν του πατέρα Ταΰγετου» με τα λόγια της συγγραφέα.

Και στα τρία διηγήματα πεθαίνει ένα παιδί, με τελείως διαφορετικό τρόπο. Στο πρώτο πεθαίνει και η μάνα, στο δεύτερο αυτοκτονεί, στο τρίτο, όμως, νικάει μέσα της τον ίδιο το θάνατο και ζει. Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου, ετοιμάζεται ένα παιδί να γεννηθεί.

Σε συνειδητότητα οι πρωταγωνίστριες ανεβαίνουν από διήγημα σε διήγημα.

Μέσα από τα γεγονότα η συγγραφέας βάζει κοινωνικά θέματα, τα οποία η πρωταγωνίστρια τα βιώνει σαν από τη μοίρα δεδομένα, τα «τυχερά», στα οποία δεν μπορεί να επεμβαίνει. Το να αντισταθεί στον αμαρτύρητο πόνο της αδικίας θα αποτελούσε ύβρη, μια παραβίαση των αυστηρών άγραφων νόμων της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας. Κι όμως, όταν δεν αντέχει άλλο την υποταγή στη μοίρα, κάνει το μεγάλο βήμα της ανατροπής, της υπέρβασης. Η μάνα γίνεται φόνισσα του ανάπηρου παιδιού της από τη μεγάλη της αγάπη. Η πράξη της εμπεριέχει το απόλυτο αντίθετο με την ίδια τη μάνα να σκοτώνει τη ζωή που γέννησε. Στο τέλος, μετά από χρόνια έρχεται η κάθαρση. Επιστρέφει, συμβολικά, η σκοτωμένη κόρη και πεθαίνει η μητέρα λυτρωμένη.

Στο δεύτερο διήγημα, «Το αμπελάκι», η πρωταγωνίστρια, αν και ακόμα σκλαβωμένη στους αυστηρούς άγραφους κανόνες της ζωής στο χωριό, είναι κάπως πιο προχωρημένη. Πιο συνειδητά επεμβαίνει πηγαίνοντας κόντρα στα καταπιεστικά και τόσο άδικα, ιδιαίτερα για τη γυναίκα, έθιμα και ήθη. Υπάρχουν ακόμα και τα ψήγματα πολιτικής δράσης. Εχει αδερφό εξόριστο, τον οποίο βοηθάει κρυφά. Το θεωρεί αυτονόητο. Το διήγημα είναι γεμάτο ανατροπές. Δεν υποτάσσεται η πρωταγωνίστρια. Με την αυτοχειρία της φροντίζει η ίδια να χτυπούν αναστάσιμα οι καμπάνες, ενώ στις τελευταίες στιγμές της περνάει από μπροστά της σαν οπτασία η πεθαμένη κόρη, στα άσπρα ντυμένη και με κόκκινη παντιέρα εκφράζοντας τον πόθο για ένα καλύτερο αύριο.

Στο τρίτο διήγημα, «Η εκτέλεση», η πρωταγωνίστρια ανεβαίνει ψηλά, πολύ ψηλά. Μέσα από το αποκορύφωμα του πόνου, του ηρωισμού και της απόλυτης υπέρβασης του θανάτου, η μάνα του εκτελεσθέντος γιου περνάει μια σπαρακτική εσωτερική πορεία, συνειδητοποιώντας οδυνηρά την κοινωνική αποστολή της στην υπηρεσία της ανθρωπότητας στα χρόνια της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας. Εδώ, μέσα από το θάνατο, γεννιέται μια ποιοτικά νέα κατάσταση.

Η λέξη «μάναααα...» σαν κραυγή, με την οποία τελειώνουν τα διηγήματα, δίνει μια παγκόσμια διάσταση βγάζοντας το βιβλίο από τον περιορισμό του συγκεκριμένου χρόνου και χώρου, στον οποίο διαδραματίζεται. Είναι μια αρχέγονη φωνή από το βάθος του χρόνου και από «τα σωθικά της γης» με τα λόγια της συγγραφέα, μια πανάρχαια κραυγή από την οποία αρχίζει και στην οποία καταλήγει η ζωή.

Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, το τέταρτο μέρος με τίτλο «Και εποίησα Ανθρωπο» να είναι ένας ύμνος στη ζωή, που στην αέναη διαλεκτική κίνηση της φύσης και της κοινωνίας, του αιώνιου γίγνεσθαι, του κύκλου της γέννησης και του θανάτου, βγαίνει πάντα νικήτρια!

Αννεκε Ιωαννάτου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ