Γόνος εύπορης και καλλιεργημένης οικογένειας της Σμύρνης, θα περάσει, από την εθελοντική κατάταξη στο μικρασιατικό πόλεμο, στη γνωριμία με τα σοσιαλιστικά ιδανικά, τη συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση και, με το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό καθεστώς, στο δρόμο της εξορίας, στην Ικαρία, στη Μακρόνησο, στον Αϊ - Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του, θα διατελέσει μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ. Εφυγε πλήρης ημερών, το 1988.
Στο παρόν σημείωμα, θα ασχοληθούμε με το ιστοριογραφικό έργο του Δημήτρη Φωτιάδη. Οι μορφές των ηρώων της ελληνικής επανάστασης τον απασχολούν από πολύ νωρίς: Το 1946, το θεατρικό του «Μακρυγιάννης» ανεβαίνει από το «Θίασο Ενωμένων Καλλιτεχνών», ενώ το 1957, το θεατρικό «Καραϊσκάκης» (που έγραψε σε συνεργασία με τον Γεράσιμο Σταύρου) ανεβαίνει από το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη. Τα αμιγώς ιστοριογραφικά του πεζογραφήματα είναι τα ακόλουθα: «Μεσολόγγι» (1953), «Καραϊσκάκης» (1956), «Κανάρης» (1960), «Η δίκη του Κολοκοτρώνη» (1962), «Οθωνας - Η μοναρχία» (1963), «Οθωνας - Η έξωση» (1964), «Η Επανάσταση του '21» (4 τόμοι, 1971 - 72), «Σαγγάριος», «Εποποιία και καταστροφή στη Μικρά Ασία» (1974), «Η 3η Σεπτεμβρίου 1843» (1974).
«(...) Κι όταν τ` ανίδεο παιδί άρχισε να μπουσουλάει κι ύστερα να στρατουλίζει, ρώταγαν τους σαρακατσαναίους τσελιγκάδες που το είχαν:
-- Ποιανού είναι τούτο το μούλικο;
Κι έπαιρναν την απόκριση:
-- Ο γιος της καλογριάς.
Αυτό στάθηκε το πρώτο όνομά του. Και δε λησμονήθηκε ποτέ. Τον ακολούθησε ίσαμε το θάνατο. Κι έπειτα πέρασε στην ιστορία».
Η γλώσσα, ο ρυθμός και το ύφος του μικρού αυτού αποσπάσματος, παραπέμπει στην εξαιρετική μετάφραση των «Αθλίων», του Β. Ουγκώ, από τον Γιώργο Κοτζιούλα! Πίσω από το δημώδες γλωσσικό ιδίωμα που ο ίδιος υιοθετεί, υπάρχει ένα αχνό, αλλά πάντως φανερό, υπόστρωμα γαλλικής σύνταξης!
«(...) Ενας και μόνος είναι ο μεγάλος ήρωας του Εικοσιένα, ο λαός. Το πότισε με το αίμα του και το 'θρεψε με τις θυσίες του. Δίχως τ' ανώνυμα παληκάρια που σβάρνιζαν τα βουνά και τους λόγγους μην έχοντας μήτε παλιοτσάρουχα να βάλουνε στα πόδια τους, λευτεριά δε βλέπαμε. Αυτοί, οι ταπεινοί και ξεχασμένοι μας τη χάρισαν. Αυτούς λοιπόν ας στολίσουμε με το χρυσό στεφάνι της δόξας. Στη μνήμη αυτού, του άγνωστου ήρωα - που είναι και άντρας, και γυναίκα, και παιδί - ας στήσουμε το πιο λαμπρό άγαλμα της ευγνωμοσύνης μας».
«Ναι, η Αγγλία επέμενε να γίνει η Ελλάδα μια αδύνατη και ημιανεξάρτητη ναυτική επικράτεια, συγκροτημένη από το Μοριά και τις Κυκλάδες, για να την έχει έτσι κάτω από τον απόλυτο έλεγχό της. Πολέμησε με φανατισμό την ιδέα μιας Ελλάδας, που θα είταν όχι μονάχα Μεσογειακή, μα και Βαλκανική χώρα. Κι έκανε πάντα ό,τι μπόρεσε να πνίξει την επανάσταση στη Στερεά. Γι' αυτό, μ' όργανο το αγγλόφιλο κόμμα του Μαυροκορδάτου, έσπρωξε τον ήρωα της Ανατολικής Ελλάδας, τον Οδυσσέα Αντρούτσο, στην προδοσία, και τέλος τον εδολοφόνησε, γι' αυτό άφησε εξεπίτηδες αβοήθητο το Μεσολόγγι, γι' αυτό, με τον Τσωρτς και τον Κόχραν, ξεπάστρεψε τον Καραϊσκάκη κι έριξε τους Ελληνες στην καταστροφή του Ανάλατου.
Αυτή στέκεται η αλήθεια.
Κι ο συγγραφέας του βιβλίου λογαριάζει πως, αν κάτι πρόσφερε είναι, πως έκανε την αλήθεια αυτή φανερή στο λαό μας».
Και, πράγματι, αυτή είναι η σημαντικότερη συμβολή του Δημήτρη Φωτιάδη στην εκλαΐκευση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Του Μιχαήλ Σολόχοφ
Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Η μοίρα ενός ανθρώπου γράφτηκε στα 1957 και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα «κατηγορώ» ενάντια στο ναζισμό και την καταπίεση των αιχμάλωτων λαών από τα χιτλερικά κτήνη.
Ο Μ. Σολόχοφ έχει βραβευτεί με το βραβείο Στάλιν (1928), το βραβείο Λένιν (1955) και το βραβείο Νόμπελ (1965), ενώ έχει μεταφραστεί σε πάνω από εβδομήντα γλώσσες.
Με το ξέσπασμα του πολέμου τον Ιούλη του 1941, ο συγγραφέας εντάσσεται στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού με το βαθμό του κομισαρίου συντάγματος για να λάβει μέρος στις φονικότερες μάχες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο μέτωπο, η μητέρα του σκοτώνεται από μια βόμβα που γκρέμισε συθέμελα το σπίτι του στη Βεσένσκαγια του Ντον.
Τούτες οι ατέλειωτες και πικρές εμπειρίες αποτελούν το υλικό του βιβλίου, το οποίο παρουσιάζει με αδρές γραμμές την ακατάβλητη ηθική δύναμη ενός απλού Σοβιετικού ανθρώπου, που σήκωσε στις πλάτες του το βάρος του πολέμου, και της πάλης για την ανόρθωση του κόσμου που γλίτωσε από το φασισμό.
Ο Αντρέι Σοκόλοφ, κεντρικός ήρωας του έργου, διηγείται την ιστορία του σε έναν άλλο Σοβιετικό πολίτη που συναντά τυχαία μετά το τέλος του πολέμου.
Οι εμπειρίες του φρικτές, η ζωή του ρημαγμένη οριστικά. Μέσα από την απλή, αλλά τόσο ζωντανή κι ανθρώπινη διήγηση, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας της φρικτής πορείας. Μια διήγηση, που δεν είναι καθόλου μίζερη ή μελοδραματική, όπως ίσως θα περίμενε κάποιος εξαιτίας του θέματός της. Απεναντίας, η αμεσότητα και η ζεστασιά του τραγικού αφηγητή μάς δίνει την εντύπωση ότι ακούμε έναν παλιό φίλο που ξέρει να μιλά για τα βάσανά του περήφανα χωρίς να ζητιανεύει οίκτο και παρηγοριά...
Η οικογένεια του ήρωα σκοτώνεται από μια βόμβα που χτυπά το σπίτι του - όπως ακριβώς και του ίδιου του συγγραφέα - ο ίδιος αιχμαλωτίζεται και βασανίζεται στα χιτλερικά κολαστήρια επί χρόνια, ενώ στο τέλος του πολέμου, αφού επιτέλους έχει απελευθερωθεί, μαθαίνει πως το μοναδικό μέλος της οικογένειάς του που είχε γλιτώσει, η μοναδική του ίσως αφορμή για να συνεχίσει να ζει, είναι επίσης νεκρό. Ο γιος του, που συνυπηρετούσε μαζί του στο μέτωπο, σκοτώνεται κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Βερολίνου, όταν ο πόλεμος πια έφτανε στο τέλος του.
Πόσο φρικτά είναι πράγματι όλα αυτά, αλλά αλίμονο, σε πόσα εκατομμύρια ανθρώπους έχουν συμβεί και - ακόμα πιο σοβαρό - πόσο ατάραχα τα αντιμετωπίζει η πλειονότητα των ανθρώπων, όταν τα ακούει από την τηλεόραση μεταξύ ποδοσφαίρου και σίριαλ...
Το σημαντικότερο όμως μήνυμα του έργου δεν είναι η επίθεση στις χιτλερικές φρικαλεότητες, ούτε η αποστροφή για τον πόλεμο, αλλά το φανέρωμα της αστείρευτης δύναμης του αγωνιζόμενου ανθρώπου, μιας δύναμης που ίσως ούτε καν την υποψιάζεται μέχρι οι περιστάσεις να τον καλέσουν να υπερασπιστεί τις κατακτήσεις και τα ιδανικά του...
Μετά το τέλος του πολέμου, ο ήρωάς μας γυρίζει ολομόναχος στα μέρη του. Τίποτα δεν υπάρχει γι' αυτόν. Η οικογένεια του διαλυμένη, η υγεία του κατεστραμμένη, η πατρίδα του στο χείλος της διάλυσης από τα δεινά του πολέμου.
Ωστόσο η ζωή πάντα βρίσκει από κάπου να πιαστεί...
Τυχαία ο Αντρέι συναντά ένα μικρό αγόρι στο χώρο της δουλειάς του. Ορφανό κι αυτό χωρίς κανέναν στον κόσμο, περιπλανιέται τυχαία όπου βρει και τα βήματά του το φέρνουν στον καινούριο του πατέρα...
Ο ήρωας μόλις μαθαίνει την ιστορία του μικρού αποφασίζει να τον πάρει κοντά του. Εβρισκε λοιπόν ξανά δύναμη, τη δύναμη να εργαστεί για ν' αναστήσει ένα ορφανό παιδί και να χτίσει την πατρίδα του από την αρχή. Την ίδια αξιοθαύμαστη δύναμη και αυτοθυσία που έδειξε ολόκληρος ο σοβιετικός λαός κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά από αυτόν...
Αυτό είναι το πιο σημαντικό και συνάμα το πιο επίκαιρο μήνυμα του έργου...
Ο μόνος σοβαρός εχθρός είναι ο φόβος, η αδράνεια, η παραίτηση...
Η μόνη ρεαλιστική ελπίδα είναι η απίστευτη δύναμη του απλού καθημερινού ανθρώπου που δεν ξέρει να υποχωρεί ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ακόμα κι όταν έχει απομείνει ολότελα μόνος.
Δύο ορφανοί, δύο κόκκοι άμμου που τους σκόρπισε η καταιγίδα του πολέμου...
Τι τους ετοίμαζε, άραγε, το μέλλον...
Των Ρέννου Οιχαλιώτη και Πέτρου Στεφανέα
Εκδόσεις «Γαβριηλίδης»
Το βιβλίο αυτό των Ρέννου Οιχαλιώτη και Πέτρου Στεφανέα «Live Wire» (Σβούρας, ένας όρος που γίνεται σαφής όσο εκτυλίσσεται η υπόθεση του βιβλίου) είναι μια πρωτότυπη προσπάθεια να θέσει τέτοια ζητήματα μέσα από μια αστυνομική πλοκή, που εμπεριέχει τη βαθύτερη κοινωνική ουσία ενός ευρύτατου φάσματος σύγχρονων καταστάσεων: Η «παγκοσμιοποίηση» σύγχρονου στιλ, ο φιλανθρωπικός ακτιβισμός μέσα από τα φόρουμ, πώς εμπλέκεται σ' αυτά η ψηφιακή τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη και η μαθηματική σκέψη.
Τα πλοκάμια του μυθιστορηματικού ιστού εκτείνονται στη σημερινή Ρωσία με τη νέα ολιγαρχία της, σε βρετανικά πανεπιστήμια, στη δράση των μη κυβερνητικών οργανώσεων και στα μεγάλα δημοσιογραφικά δίκτυα. Μια ομάδα ανθρώπων θέλει να βοηθήσει τους φτωχούς, υπεξαιρώντας τεράστια χρηματικά ποσά μέσω του Διαδικτύου από πλούσιους καταθέτες τραπεζών. Μ' αυτό τον τρόπο φιλοδοξεί να δώσει πίσω κάτι τουλάχιστον απ' αυτά που έχουν κλαπεί από τους φτωχούς. Κινείται, δηλαδή, με ηθικά κοινωνικά κριτήρια. Σκοπός της να διορθώσει μέρος τουλάχιστον της ανισότητας στον κόσμο. Τη «συμμορία» αυτή την εξαρθρώνει μια επίλεκτη Ομάδα Ειδικών Υποθέσεων της Ιντερπόλ, η οποία ασχολείται με το ηλεκτρονικό έγκλημα. Μέσα από τις απόψεις διαφόρων προσώπων - πρωταγωνιστών και μη - εκτυλίσσεται μια συζήτηση γύρω από το ηθικό ή μη της πράξης αυτής. Πολλές και διάφορες γνώμες περπατούν στις σελίδες του βιβλίου, από τις οποίες οι λιγότερες είναι προσγειωμένες στη βάση των προβλημάτων. Η τεχνολογία μοιάζει επί το πλείστον να έχει μια δική της ζωή. Για παράδειγμα: «Η διάδοση των τεχνολογικών μέσων δε γίνεται με δίκαιο τρόπο και ούτε μπορεί να γίνει, αφού αυτοί που την ελέγχουν και διαθέτουν τα μέσα είναι οι ίδιοι που θα υπαγορεύσουν τη νέα εξέλιξη για την αναπαραγωγή της επικυριαρχίας τους» (σελ. 320).
Σ' αυτές τις απόψεις υπάρχει και αυτή που λέει ότι μόνο το μαζικό κίνημα μπορεί να ανατρέψει τις ανισότητες, αν και πρέπει να ψάξει ο αναγνώστης λίγο να τη βρει.
Το βιβλίο, παρόλο που - και αυτό - δεν μπαίνει στην πεμπτουσία στο βαθμό που θα το ζητούσε η εποχή μας, αξίζει τον κόπο να διαβαστεί είτε λόγω του θέματος που δικαίως βάζει, είτε για την επεξεργασία της πλοκής του.
Καταδίκη της βαυαροκρατίας και μύηση στην επανάσταση του 1843
(...) Διά τους αγωνιστάς και χήρες κι' αρφανά και διά 'κείνους οπού θυσιάσαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι' αυτούς όλους είναι φτωχή, και διά τον Αρμπασπέρη έχει οπού 'ρθε ψωργιασμένος κόντης κι' έφυγε μ' ένα μιλλιούνι τάλλαρα κι' αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπο και τον έβγαλε Ελλάς και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Ελληνες αυτός και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας;» (...) «Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπού 'ρθες και ποιους θα προδώσεις; Που το τζάκισες αυτό το χέρι; - Σ' το Μισολόγγι, μου λέγει. - Πού το τζάκισα εγώ αυτό; Σ' τους Μύλους του Αναπλιού. - Διατί τα τζακίσαμεν; Διά την λευτεριά της πατρίδος. Που 'ναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκου απάνου!» Τον παίρνω και πάμεν και τον ορκίζω. Του παρουσιάζω και τον όρκον και τον διάβασε και τον υπόγραψε ο αγαθός και γενναίος πατριώτης.