Κυριακή 15 Φλεβάρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Για την αγροτική οικονομία

Πρώτη φορά στην ιστορία του ΚΚΕ, Συνέδριό του θα έχει ένα εκ των δύο ντοκουμέντων του μια θεωρητική επεξεργασία πρωτόγνωρη, με νέα ζητήματα και με ιδιαίτερη προσφορά στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Το ντοκουμέντο για το σοσιαλισμό επεξεργάζεται και απαντάει γιατί είναι δυνατόν να έχει την εξουσία η εργατική τάξη για 80 χρόνια και να τη χάσει. Γιατί; Γιατί δεν είχε επαγρύπνηση και μέτωπο με τον οπορτουνισμό.

Με αυτή την έννοια η τεκμηριωμένη επιστημονικά αυτή επεξεργασία, που βεβαίως αφήνει και ζητήματα για περαιτέρω έρευνα, αποτελεί πολύτιμη ενίσχυση της πείρας μας για την κατάκτηση και διατήρηση της σοσιαλιστικής εξουσίας, καθιστώντας το ΚΚΕ πιο έμπειρο και ισχυρό για λαϊκή αντεπίθεση. Αυτός είναι και ο λόγος της επίθεσης του ταξικού αντίπαλου, με ό,τι ένδυμα και να φοράει, προς το Κόμμα μας, ενόψει του 18ου Συνεδρίου.

Ωστόσο προκαλούν εντύπωση μερικές απόψεις, πολύ περιορισμένες βέβαια, που αφορούν την εξέλιξη των κολχόζ, για να υποστηρίξουν (κεκαλυμμένα ή όχι) ότι οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις που αντικειμενικά διατηρήθηκαν στην αρχή και που αντί να περιοριστούν και να μηδενιστούν, αναπτύχθηκαν, ειδικά μετά το 20ό Συνέδριο, περαιτέρω, δεν επέδρασαν στη συνείδηση και δε διαμόρφωσαν στρώμα, που εμπόδισε την ώθηση για το πέρασμα στον κομμουνισμό, στηρίζοντας έτσι τις οπορτουνιστικές αντιλήψεις και δράσεις.

Αμφισβητούν ουσιαστικά τη θέση 19 που τεκμηριωμένα, μέσα από επίσημα ντοκουμέντα, περιγράφει την εγκατάλειψη του σχεδιασμού για τη μετατροπή των κολχόζ σε ανώτερη μορφή, σε σοβχόζ, την πολιτική αποδυνάμωση του κεντρικού σχεδιασμού, την αποδυνάμωση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής κ.ά. Και με άλλοθι υπαρκτά προβλήματα, προκειμένου να προωθήσουν την υιοθέτηση του κέρδους, ως κίνητρο για την παραγωγή. Μάλιστα σήμερα τα κρίνουμε όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και από το αποτέλεσμα, αφού όχι μόνο δε λύθηκαν προβλήματα, αλλά οξύνθηκαν με ελλείψεις και ανεπάρκειες (ακόμη και τεχνικές) σε πολλά προϊόντα κατανάλωσης.

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι:

1. Στην πρώτη βαθμίδα που είναι ανώριμος, πρώιμος κομμουνισμός, δηλ. σοσιαλισμός, κοινωνικοποιούνται τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, αλλά παραμένουν μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας που αποτελούν βάση για την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Για την επέκταση, ανάπτυξη και πλήρη κυριαρχία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής συνεχίζεται η ταξική πάλη σε άλλες συνθήκες, με άλλες μορφές και μέσα, για αλλαγή όλων των οικονομικών σχέσεων και κατ' επέκταση όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές. Αυτό προϋποθέτει κατάργηση κάθε ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα και τα προϊόντα της παραγωγής (θέση 2).

Στα τέλη της δεκαετίας του '20 πρόβαλλε επιτακτικά η αναγκαιότητα ενός πλατιού συνεταιριστικού κινήματος, που έδωσε ώθηση στη συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής, και γι' αυτό αναπτύχθηκαν τα κολχόζ. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 προβάλλει η επιτακτική ανάγκη μεγέθυνσης των κολχόζ με τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγάλα.1

Το ζήτημα που σωστά έθετε ο Ι. Β. ΣΤΑΛΙΝ το 1952, ήταν ότι υπήρχαν ποια οι ώριμες συνθήκες για την ανύψωση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας στο επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας και αυτό που χρειαζόταν ήταν «να αποκλειστούν τα περισσεύματα της κολχόζνικης παραγωγής από το σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας και να περιληφθούν στο σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ». Ετσι «θα έδινε τη δυνατότητα να περιληφθούν η βασική ιδιοκτησία των κολχόζ, τα προϊόντα της κολχόζνικης παραγωγής στο γενικό σύστημα της κοινωνικής σχεδιοποίησης και θα ήταν πραγματικό και αποφασιστικό μέσο για την ανύψωση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας»2.

Αυτό σχεδιάστηκε, ξεκίνησε και υπήρχαν αποτελέσματα, όμως ανακόπηκε μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Το 1958 επί Χρουστσόφ γίνονται αλλαγές στην οικονομία, μεταξύ των οποίων καταργείται η υποχρεωτική παράδοση της συγκομιδής στο κράτος, πωλούνται τα αγροτικά μηχανήματα των κρατικών γεωργικών σταθμών στα κολχόζ, ιδρύονται περιφερειακά οικονομικά συμβούλια κ.ά. Οι αλλαγές αποτυπώνονται και στην πορεία των κολχόζ, όχι μόνο ποιοτικά αλλά και αριθμητικά. Από το 1940 μέχρι το 1960 μειώθηκε ο αριθμός των κολχόζ κατά 81% από συγχωνεύσεις μεταξύ τους ή με σοβχόζ. Από το 1960 και μετά, την επόμενη 20ετία η μείωση είναι πολύ μικρότερη (41%), ο αριθμός τους περίπου σταθεροποιείται, που δείχνει το φρενάρισμα της μετατροπής τους σε κοινωνική ιδιοκτησία.

Ωστόσο η καλλιεργούμενη έκταση των κολχόζ δεν ακολούθησε την αντίστοιχη μείωση του αριθμού τους. Τα πλεονάσματα που πήγαιναν στην αγορά, προέρχονταν από αυτά που περίσσευαν στα κολχόζ όταν είχαν υπερεκπληρώσει το παραγωγικό πρόγραμμα και αυτά που προέρχονταν από ατομικά νοικοκυριά. Αφού είχαν παραχωρηθεί μέχρι 5 στρέμματα σε κάθε μέλος κολχόζ για ατομική (οικογενειακή) εκμετάλλευση.3 Το 1935 το ατομικό αγρόκτημα αυξήθηκε στα 10 στρέμματα των κολχόζικων και σοβχόζικων. Το Νοέμβρη του 1971 τα οικογενειακά αγροκτήματα έφταναν τα 46 εκατ. στρέμματα.4 Ετσι, εκτός από τα έσοδα της μηνιάτικης πληρωμής εργασίας σε χρήμα, «οι κολχόζνικοι για πληρωμή τους παίρνουν από το κοινωνικό νοικοκυριό προϊόντα σε είδος. Κολχόζνικοι και εργαζόμενοι σε σοβχόζ έχουν σημαντικά έσοδα από το ατομικό νοικοκυριό».5

Συνεπώς ενισχύθηκαν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις που επέδρασαν στη συνείδηση, αφού το κίνητρο της παραγωγής ήταν για την αγορά και το κέρδος και όχι η κάλυψη των κοινωνικών αναγκών.

2) Στον προσυνεδριακό διάλογο διατυπώθηκε η άποψη ότι ο κεντρικός σχεδιασμός ουδέποτε ατόνησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80. Δεν είναι αλήθεια. Στην απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ «Για την τελειοποίηση της σχεδιοποίησης και το δυνάμωμα της οικονομικής ενθάρρυνσης της Βιομηχανικής παραγωγής» στις 3 Οκτώβρη 1965 (κυριαρχούν οι οπορτουνιστικές απόψεις), αναφέρει στο 2ο κεφάλαιο ΓΙΑ ΤΟ ΔΥΝΑΜΩΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ «Να αναγνωριστεί αναγκαίο, να ενισχυθεί ο ρόλος του κέρδους στην οικονομική ενθάρρυνση των επιχειρήσεων και στην ανύψωση του υλικού ενδιαφέροντος των κολεκτίβων...».

Οι νέες μεταρρυθμίσεις (ιδιοσυντήρηση, κέρδος κ.ά.), που χαρακτηρίζουν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και όχι τις σοσιαλιστικές, αφορούν όχι μόνο τη βιομηχανία αλλά και τη λειτουργία των σοβχόζ. Αλλωστε εξειδικεύτηκε και στα σοβχόζ με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ και του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ (13 Απρίλη 1967) σύμφωνα με την οποία και τα σοβχόζ θα λειτουργούν εξ ολοκλήρου ιδιοσυντηρούμενα.6

Συνεπώς η αυτοδιαχείριση (ιδιοσυντήρηση) και εμπορευματοποίηση της παραγωγής με το κίνητρο του κέρδους υπονόμευσαν άμεσα και καθαρά τον κεντρικό σχεδιασμό. Φαίνεται αυτό και στον τρόπο συγκέντρωσης των γεωργικών προϊόντων, που γινόταν με ενιαίο τρόπο στην αρχή από το 1928, μέσα από συμβάσεις συγκέντρωσης γεωργικών προϊόντων (σ.σ.γ.π.) στην ΕΣΣΔ.

Με απόφαση της Ολομέλειας της 25ης Φεβρουαρίου 1961 αλλάζει ο τρόπος και «οι σ.σ.γ.π κλείνονται μεταξύ των οργανισμών συγκέντρωσης και των γεωργικών επιχειρήσεων με βάση τα προγράμματα συγκέντρωσης γεωργικών προϊόντων και τις ποσότητες που χρειάζεται να συγκεντρωθούν καθ' υπέρβαση των δεικτών των κρατικών προγραμμάτων». Αυτό πάλι ξαναλλάζει με απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΣΕ το Μάρτιο του 1965, όπου μετά από «τις απαραίτητες οικονομικές και νομικές εγγυήσεις για απρόσκοπτη οικονομική δραστηριότητα των κολχόζ και σοβχόζ ενίσχυσαν την οικονομική τους αυτοτέλεια, επέτρεψαν να προσδιοριστούν καλύτερα οι προοπτικές ανάπτυξης της παραγωγής και να εφαρμοστεί τολμηρότερα η εξειδίκευσή της και να χρησιμοποιηθούν αποδοτικότερα οι επενδύσεις κεφαλαίου». Το 25ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1976) υπέδειξε ότι «είναι ανάγκη να ενισχύονται και να αναπτύσσονται οι απευθείας σχέσεις των βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων με τα κολχόζ και τα σοβχόζ και να επιδιώκεται η πραγματοποίηση της παραλαβής των προϊόντων επί τόπου στις γεωργικές επιχειρήσεις».7

Ετσι υπονομεύτηκε ο κεντρικός σχεδιασμός, αφού όχι μόνο τα κολχόζ αλλά και τα σοβχόζ αυτοδιαχειρίζονταν ως προς τον προγραμματισμό, την παραγωγή και διάθεση των προϊόντων τους, που αυτονομείται από τις κοινωνικές ανάγκες. Ανεξάρτητα από λάθη και παρεκκλίσεις, δεν αναιρείται το σύστημα που τέθηκε σε κίνηση με την Οκτωβριανή Επανάσταση κατά τον 20ό αιώνα, έδειξε την ανωτερότητά του για την εργασία και τη ζωή των λαών. Γι' αυτό και η επιθετικότητα των αντιπάλων σε κάθε προσπάθεια που κάνει το Κόμμα μας, για να υπερασπιστεί και να προωθήσει το σοσιαλισμό, όπως είναι ακριβώς το ντοκουμέντο του σοσιαλισμού.

__________________

Σημειώσεις:

1) Ι. Β. ΣΤΑΛΙΝ, «Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» σελ. 13 .

2) Ο.π. σελ. 118-119.

3) «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια», «κολχόζ - οικογένεια», τόμος17ος, σελ. 557.

4) Ο.π. σελ. 552

5) Ο.π.

6) «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια», «Σοβχόζ», τόμος 30ός, σελ. 607.

7) «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια», «συμβάσεις συγκέντρωσης γεωργικών προϊόντων (σ.σ.γ.π) στην ΕΣΣΔ», τόμος 32ος, σελ. 319.


Διαμάντω Μανωλάκου
Μέλος της ΚΕ

Για το δεύτερο θέμα

Πιστεύω ότι η προσπάθεια που κάνει το κόμμα μας μέσα από το δεύτερο θέμα του Συνεδρίου, η συζήτηση και διατύπωση απαντήσεων για τις αιτίες των αντεπαναστατικών ανατροπών που γνωρίσαμε το '89 - '90, είναι πολύ σοβαρό βήμα.

Από τα συμπεράσματα του δεύτερου θέματος:

Απαντάει το κόμμα σε μεγαλύτερο βάθος για τις αιτίες των αντεπαναστατικών ανατροπών της περιόδου '89 - '90 (συγκριτικά με την προσπάθεια του 1995). Καταλήγει σε συμπεράσματα, ανοίγει την κουβέντα σε ζητήματα που και το ίδιο το κείμενο σημειώνει ότι χρειάζονται περαιτέρω εξέταση.

Μπορεί το κόμμα να εμπλουτίσει την αντίληψή μας για το Σοσιαλισμό. Μπορεί να συμβάλει έτσι ώστε στο επόμενο γύρισμα της ιστορίας, η εργατική τάξη και το κόμμα της να είναι πιο έτοιμοι στα ζητήματα της οικοδόμησης (να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη, να έχουν βγει συμπεράσματα από τους νόμους που διέπουν το κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής).

Επιπλέον για το κόμμα μας το γεγονός ότι μπορεί και διαπραγματεύεται ζητήματα Σοσιαλισμού αντικατοπτρίζει τα θετικά βήματα, βήματα ισχυροποίησης που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια.

Εισαγωγικά: Ο κάθε τρόπος παραγωγής, ο κάθε κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός διέπεται από δικούς του νόμους και από τον βασικό οικονομικό νόμο κάθε φορά. Ο κάθε νέος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός κάθε φορά έρχεται και αλλάζει τις παλιές σχέσεις παραγωγής με νέες σχέσεις, αυτές που αντιστοιχούν στη δοσμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Οι οικονομικοί νόμοι όπως και οι νόμοι του ιστορικού υλισμού κάθε φορά υπάρχουν, λειτουργούν ανεξάρτητα από τη θέληση των ανθρώπων, οι άνθρωποι μπορούν να τους γνωρίσουν και να τους αξιοποιήσουν προς το όφελος - πρόοδο - εξέλιξη της κοινωνίας. Η σχέση βάσης (σχέσεων παραγωγής) και εποικοδομήματος είναι πάντα διαλεκτική με πρωτεύοντα ρόλο πάντα της βάσης.

Πιστεύω ότι είναι αναγκαία η εμβάθυνση που γίνεται στα ζητήματα της οικονομίας, στα ζητήματα που αφορούν τις οικονομικές σχέσεις - τις σχέσεις παραγωγής, στην προσπάθεια να δούμε ποιοι ήταν οι παράγοντες οι οποίοι διαμόρφωσαν στο εποικοδόμημα αυτές τις δυνάμεις οι οποίες απόκτησαν αντικειμενικό συμφέρον (συνειδητό ή «ασυνείδητο») είτε από τη μη εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής είτε από την αντεπανάσταση.

Παίρνεται σωστά υπόψη η ιδιαιτερότητα που υπάρχει στο πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Ιδιαιτερότητα που έγκειται στο ότι οι νέες σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να γεννηθούν στα σπλάχνα του παλιού αλλά μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση είναι υποχρεωμένο το νέο εποικοδόμημα με το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚ, να τις επιβάλλει από τα πάνω. Στο νέο τρόπο παραγωγής (κομμουνιστικό) στην ανώριμη περίοδό του, οι αντιθέσεις που δημιουργούνται, είτε επιμέρους, είτε η ανάγκη αντιστοίχισης της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων με τις σχέσεις παραγωγής χρειάζεται να λύνονται από τα πάνω, με συνειδητή δράση - μέτρα που χρειάζεται να παίρνονται προς αυτή την κατεύθυνση.

Στα πρώτα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στην ΕΣΣΔ, βασικό καθήκον - ανάγκη για το κόμμα ήταν να ανακαλύψει ποιοι είναι οι νόμοι που διέπουν τον νέο τρόπο παραγωγής, ποιες οι αντιθέσεις που δημιουργούνται και με ποιο τρόπο επιλύονται και να δουλέψει στη βάση της συνεχόμενης εξέλιξης του κομμουνισμού.

Οι σχέσεις παραγωγής που δημιουργούνται μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί να είναι άλλες παρά κομμουνιστικές. Αυτό εκφράζεται με δύο βασικά στοιχεία, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό.

Η εργατική δύναμη παύει να είναι εμπόρευμα, το προλεταριάτο παύει να πουλάει το μόνο εμπόρευμα που είχε στον καπιταλισμό, είναι το ίδιο κάτοχος μέσων παραγωγής, όχι με τη μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά μέσα από την κοινωνική ιδιοκτησία. Το προλεταριάτο γίνεται κάτοχος των αποτελεσμάτων της κοινωνικής παραγωγής. Η εργασία του είναι πλέον άμεσα κοινωνική και όχι έμμεσα (όπως στον καπιταλισμό). Οι νέες σχέσεις παραγωγής επιτρέπουν να λειτουργεί η παραγωγή χωρίς τα προϊόντα της παραγωγής να χρειάζεται να γίνονται εμπορεύματα. Βγαίνει ξανά στην επιφάνεια η κοινωνική σχέση των παραγωγών (του προλεταριάτου) και δεν κρύβεται πίσω από σχέση πραγμάτων, πίσω από σχέση εμπορευμάτων. Το αποτέλεσμα της κοινωνικής παραγωγής είναι άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία.

Για το ότι η εργασία γίνεται άμεσα κοινωνική (όπως ήταν και στο πρωτόγονο κοινωνικό σύστημα).

Το κάθε μέλος της κοινωνίας συμμετέχει στην κοινωνική παραγωγή, ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του. Για να μπορέσει η κοινωνική παραγωγή να συνεχίσει να λειτουργεί και μάλιστα σε διευρυμένη κλίμακα, χρειάζεται κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, χρειάζεται μια πληθώρα διαφορετικών εργασιών.

Ο κάθε ξεχωριστός εργάτης με την ξεχωριστή εργασία του που συμμετέχει στην κοινωνική παραγωγή, είναι αναγκαίος, το ίδιο με οποιονδήποτε άλλον προκειμένου να συνεχίζεται η κοινωνική παραγωγή.

Με βασικό εργαλείο τον κεντρικό σχεδιασμό, έχουμε στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής την κατανομή όχι μόνο της εργασίας, αλλά και του σχεδιασμού, ποιες είναι αυτές οι αξίες χρήσης και σε ποιες αναλογίες πρέπει να παραχθούν προκειμένου να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες. Το προλεταριάτο το οποίο παράγει την κοινωνική παραγωγή και είναι ιδιοκτήτης της, πρέπει να μπορεί κάθε φορά να παίρνει ένα μέρος αυτής προκειμένου να καλύπτει τις προσωπικές του ανάγκες, σε αξίες χρήσης προς άμεση κατανάλωση.

Ο τρόπος που θα πάρει από την κοινωνική παραγωγή δεν μπορεί στην ανώριμη περίοδο του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής να είναι άλλος από: ένα μέρος το λαμβάνει ανάλογα με τις ανάγκες του και ένα δεύτερο ανάλογα με την προσφορά του - ανάλογα με τη συμμετοχή του σε χρόνο εργασίας στην κοινωνική παραγωγή.

Το δεύτερο αυτό μέρος όσο αναπτύσσεται ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής όσο βαθαίνουν οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής, θα πρέπει να ελαττώνεται ως την τελική εξαφάνισή του στην ώριμη περίοδο του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, όπου ο καθένας θα λαμβάνει μόνο ανάλογα με τις ανάγκες του.

Για το κομμάτι αυτό του κοινωνικού πλούτου που δίνεται στον καθένα ανάλογα με την προσφορά του, χρειάζεται να παίρνει μόνο υπόψη τις ώρες εργασίας και όχι άλλα κριτήρια. Ο καθένας συμμετέχει στην κοινωνική παραγωγή και η εργασία του είναι άμεσα κοινωνική, η κάθε διαφορετική εργασία είναι χρήσιμη, π.χ. όσο χρήσιμη είναι η δουλειά του οικοδόμου, είναι και του πολιτικού μηχανικού, χωρίς σπίτια, εργοστάσια, σχολεία δεν μπορούν να καλυφθούν βασικές ανάγκες του συνόλου της κοινωνίας, χωρίς τον οικοδόμο δεν μπορεί να χτιστεί ένα κτίριο όπως και χωρίς τον πολιτικό μηχανικό, η κοινωνική παραγωγή δεν μπορεί χωρίς τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας.

Επιπρόσθετα σε αυτό να θυμίσουμε ότι:

  • Η εργατική δύναμη παύει να είναι εμπόρευμα. Μόνο όταν αντικρίζουμε το εμπόρευμα εργατική δύναμη μπορούμε να «απαιτήσουμε» μεγαλύτερο μισθό για την πιο ειδικευμένη, δηλαδή αυτήν την εργατική δύναμη που χρειάστηκαν περισσότερα χρήματα για να φτιαχτεί.
  • Οτι στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής η ίδια η κοινωνία ορίζει τι είδους διαφορετικές εργασίες και σε ποιες αναλογίες θα χρειαστεί στο μέλλον και «επενδύει» προκειμένου να τις φτιάξει. Η παιδεία είναι κοινωνική υποχρέωση και όχι της μεμονωμένης οικογένειας όπως γίνεται στον καπιταλισμό.

Απόψεις που λένε ότι είδη συγκεκριμένης εργασίας (πιο ειδικευμένης, πιο χρήσιμης, διευθυντικής) πρέπει να αμείβονται παραπάνω, αντανακλούν μικροαστική πίεση, και προέρχονται συνήθως είτε από μικροαστικά στρώματα είτε από κομμάτια της εργατικής τάξης τα οποία είναι καλύτερα αμειβόμενα στον καπιταλισμό.

Για τη διαφορετική παραγωγικότητα της εργασίας. Στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, αυτό που μετρά η κοινωνία και ο κεντρικός σχεδιασμός είναι αξίες χρήσης και όχι αξίες. Αξίες χρήσης οι οποίες μεταξύ τους είναι μη συγκρίσιμες. Από κλάδο σε κλάδο δεν μπορείς να δεις διαφορά στην παραγωγικότητα, μπορείς να δεις μόνο σε ομοειδείς κλάδους παραγωγής. Στις περιπτώσεις όπου έχεις διαφορετική παραγωγικότητα λόγω διαφορετικής τεχνολογίας που χρησιμοποιείς ή πιο «ειδικευμένης» εργασίας, δεν μπορείς να αμείβεις διαφορετικά για τους ίδιους χρόνους «προσωπικής» εργασίας. Είναι υπόθεση του κεντρικού σχεδιασμού να λύνει κάθε φορά τέτοια ζητήματα.

Κλείνοντας να σημειώσω ότι οι παραπάνω απόψεις και προβληματισμοί αφορούν τον κοινωνικό τομέα της παραγωγής.


Σεφέρη Ευαγγελία

Η Υγεία στο σοσιαλισμό και ο νόμος της αξίας

Οι Θέσεις της ΚΕ για τις αιτίες των αντεπαναστατικών ανατροπών στην Σοβιετική Ενωση αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του Κόμματος. Είναι αποτέλεσμα ουσιαστικής επεξεργασίας με βάση την θεωρία μας, τον ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό. Ιεραρχούνται και σωστά τα ζητήματα της οικονομίας ως κυρίαρχα και στη βάση αυτών, οι παρεκκλίσεις και σε επίπεδο εποικοδομήματος. Σωστά επισημαίνουν οι Θέσεις ότι το 20ό Συνέδριο ήταν σταθμός αφού συντελέστηκε οπορτουνιστική στροφή, που οδήγησε τελικά στην προδοσία του σοσιαλισμού και της επανάστασης. Δεν ήταν απλά κάποια λάθη υπό την πίεση των δυσκολιών, αλλά αλλαγή κατεύθυνσης, με σημαντικές και δυσεπούλωτες πληγές για την επανάσταση. Πολλά από τα προβλήματα της ανάπτυξης και της οικονομίας στο σοσιαλισμό είχαν επισημανθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα στη Σοβιετική Ενωση, και παράλληλα πολλές απόψεις, που στη συνέχεια επικράτησαν, είχαν διατυπωθεί και απορριφθεί ως λανθασμένες, ως θέσεις που η υιοθέτησή τους θα οδηγούσε στην ενδυνάμωση στοιχείων του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης. Από αυτό και μόνο φαίνεται πόσο σωστή είναι η στάση της ΚΕ του ΚΚΕ που με υπομονή, επιστημονικότητα και βασισμένη στον ιστορικό και διαλεκτικό υλισμό δεν προτρέχει θεωρώντας ότι λύθηκαν όλες οι πλευρές του πολύπλοκου ζητήματος. Αντίθετα, βάζει σημαντικές βάσεις πάνω στις οποίες θα συνεχιστεί η επεξεργασία για ζητήματα όπως η αμοιβή της εργασίας και η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος στο σοσιαλισμό, η βασανιστική πορεία εξάλειψης της διαφοράς της σύνθετης από την απλή εργασία, της πνευματικής από τη χειρωνακτική.

Σημαντική πλευρά των Θέσεων αποτελεί η υπεράσπιση του σοσιαλισμού και των επιτευγμάτων του, η υπεράσπιση της αναγκαιότητας και της επικαιρότητας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Θα ήθελα να αναφερθώ στον τομέα της Υγείας ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπεροχής του σοσιαλισμού. Υπεροχή που δεν περιορίζεται στη δομή του συστήματος Υγείας και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, πλευρές βέβαια που δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Στο σοσιαλισμό δίνεται η δυνατότητα να σταματήσει κάθε εμπορευματοποίηση της Υγείας, να σταματήσει η Υγεία να θεωρείται χώρος επένδυσης κεφαλαίων για κερδοφορία. Ακόμα παραπέρα δίνεται στην Υγεία η προτεραιότητα που της πρέπει σε κάθε πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η υγεία θεωρήθηκε ως η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και ισορροπίας, ως η κατάσταση που παρέχει κάθε δυνατότητα για πλήρη ανάπτυξη των δεξιοτήτων και ιδιαιτεροτήτων του ανθρώπου, και παράλληλα μπήκαν οι βάσεις δημιουργήθηκαν οι υλικές προϋποθέσεις για την ευεξία αυτή. Στην αντίπερα όχθη στον καπιταλισμό, υποτάσσοντας την υγεία στην κερδοφορία πολυεθνικών, την προσεγγίζουν στην πράξη ως την απουσία ασθένειας, στη βάση αυτή πουλιέται και αγοράζεται, γιγαντώνοντας την κερδοφορία φαρμακευτικών πολυεθνικών, διαγνωστικών κέντρων, ιδιωτικών κλινικών κλπ. Οι όποιες φραστικές διατυπώσεις από διεθνείς οργανισμούς ποτέ δεν άλλαξαν ουσιαστικά την αντιμετώπιση της Υγείας ως πεδίο κερδοφορίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προστασία της επαγγελματικής υγείας των εργαζομένων. Στο σοσιαλισμό καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε η λογική της εκμηδένισης του κινδύνου, της μελετημένης εισαγωγής κάθε νέας τεχνολογίας, χημικής ουσίας κ.λπ. στην παραγωγική διαδικασία, ώστε να δίνεται η δυνατότητα διερεύνησης των ενδεχόμενων κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, αλλά και για τη δημόσια υγεία, θεσπίστηκαν οριακές τιμές κατά πολύ χαμηλότερες συγκριτικά με τις καπιταλιστικές χώρες, ώστε να μη διαταράσσουν την ομοιόσταση των πιο ευαίσθητων μηχανισμών και συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού. Αντίθετα, η καπιταλιστική οικονομία υποτάσσει την υγεία των εργαζομένων στον ένα και μοναδικό θεό το καπιταλιστικό κέρδος. Τα όποια μέτρα προτείνονται για την προστασία της υγείας των εργαζομένων αξιολογούνται ως εφικτά ή μη, με βάση την ανταποδοτικότητα και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Τελικά, η εφαρμογή των όποιων μέτρων δεν αποσκοπεί άμεσα στην προστασία της υγείας, αλλά στην εύρυθμη λειτουργία και κατ' επέκταση στην κερδοφορία των επιχειρήσεων. Οπου οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος είναι μικρότερες δε διστάζουν στο βωμό του κέρδους να μην εφαρμόζουν ούτε βασικά μέτρα για την προστασία της ΥΑΕ με τραγικό φόρο αίματος από την εργατική τάξη.

Αντίστοιχα παραδείγματα μπορούμε να φέρουμε μελετώντας τις επιπτώσεις στην Υγεία από την ανεργία, από την ανασφάλεια στην εργασία, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, τις ατέλειωτες υπερωρίες, τη φτώχεια κλπ. προβλήματα που είχαν αντιμετωπιστεί από τα πρώτα κιόλας βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Το παράδειγμα της υγείας και των επιτευγμάτων που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα αυτό στην Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες μπορούμε να το αξιοποιήσουμε ευρύτερα στη μελέτη και των οικονομικών προβλημάτων στο σοσιαλισμό. Αναδεικνύει ανάγλυφα τον ενιαίο χαρακτήρα της πορείας προς τον κομμουνισμό, αλλά και τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει η παραμονή του νόμου της αξίας σαν νόμου για το μοίρασμα του κοινωνικού προϊόντος. Δεν κρίνουμε απαραίτητο να σταθούμε ιδιαίτερα στις επιπτώσεις από μία προσπάθεια κατανομής των υπηρεσιών Υγείας στο σοσιαλισμό (αντίστοιχα της Παιδείας), με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και πάντως όχι σύμφωνα με τις ανάγκες. Οσο και όπως και αν διαχειριστεί κανείς τους νόμους της αγοράς μόνο η κατάργησή τους μπορεί να οδηγήσει στην αποκατάσταση της Υγείας ως κοινωνικού αγαθού, στην κατάργηση κάθε μορφής εμπορευματοποίησής της. Στο σοσιαλισμό δημιουργούνται οι υλικές βάσεις για την πραγμάτωση του δίκαιου αυτού αιτήματος, αντίθετα στον καπιταλισμό ακόμα και η αναφορά του αντιμετωπίζεται σαν ουτοπία και πολεμιέται από κάθε λογής υπερασπιστές των συμφερόντων της αστικής τάξης, φιλελεύθερους σοσιαλδημοκράτες ή δήθεν αριστερούς - οπορτουνιστές.

Ο χώρος της Υγείας είναι ένα από τα παραδείγματα όπου η αναγκαιότητα κατάργησης του νόμου της αξίας στο μοίρασμα του κοινωνικού προϊόντος προβάλλει επιτακτικά και από τα πρώτα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η θετική εμπειρία σε αυτή την κατεύθυνση τόσο από την Σοβιετική Ρωσία όσο και από τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες αποτελεί παρακαταθήκη. Παράλληλα, η εποικοδομητική αξιοποίηση των Θέσεων για τον τρόπο κατανομής του κοινωνικού προϊόντος μπορεί να βρει ανάγλυφα παραδείγματα στο χώρο της Υγείας. Η πολύπλοκη συλλογική εργασία μιας ομάδας εργαζομένων, με εξειδίκευση σε χειρωνακτικό, τεχνικό ή επιστημονικό αντικείμενο έρχεται να καλύψει συνολικά και με κεντρικό σχεδιασμό τις ανάγκες της κοινωνίας για υψηλού επιπέδου υπηρεσίες Υγείας. Η εκτίμηση του παραγόμενου έργου από κάθε τέτοια ομάδα - σύνολο εργαζομένων, με υψηλά εξειδικευμένη χειρωνακτική ή πνευματική εργασία, δεν μπορεί να γίνει, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει στη βάση του νόμου της αξίας. Αντίθετα, σαν σύνολο μπορεί να εκτιμηθεί η συνολική προσφορά, και να ενισχυθεί η συνολική προσπάθεια. Στη βάση αυτή η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος θα λαμβάνει υπόψη περισσότερο τη βαρύτητα και επικινδυνότητα μιας εργασίας, την απαιτούμενη τεχνική, τεχνολογική ή επιστημονική εξειδίκευση συμβάλλοντας στη διαμόρφωση των κινήτρων εκείνων που είναι απαραίτητα στη σοσιαλιστική οικονομία. Παράλληλα, η κατεύθυνση απονέκρωσης κάθε διαφοράς και τελικά του διαχωρισμού της σωματικής από την πνευματική εργασία και την κατανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος σε μια κομμουνιστική κοινωνία σύμφωνα με τις ανάγκες. Κάθε προσπάθεια ταύτισης των θέσεων του Κόμματος με ισοπεδωτικές αριστερίστικες αντιλήψεις για την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, σε καμία περίπτωση δεν απεικονίζει την ουσία των Θέσεων. Εξάλλου, οι ισοπεδωτικές αντιλήψεις για την ισότιμη κατανομή του παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος στο σοσιαλισμό αποκρούστηκαν από τον Στάλιν στη διάρκεια της συζήτησης για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.


Παπάζογλου Χρήστος
Αχτίδα Υγείας - Πρόνοιας

Για το σοσιαλισμό

Το ντοκουμέντο της ΚΕ εκτιμά σωστά και σφαιρικά το θέμα και καταλήγει σε μια σειρά συμπεράσματα που θα θωρακίσουν τις απόψεις του Κόμματος για το θέμα αυτό. Θα σταθώ σε δύο από τα ζητήματα, που έχουν απασχολήσει τον προσυνεδριακό διάλογο μέχρι τώρα.

Το πρώτο ζήτημα αφορά στη μεταβατική περίοδο, στο χαρακτήρα της οικονομίας της μεταβατικής περιόδου και των μέτρων που το Κόμμα λαμβάνει κατά τη διάρκειά της. Εμφανίζεται, για το ζήτημα αυτό, μια άποψη που έρχεται, διαφωνώντας με το κομματικό ντοκουμέντο και αναιρώντας την επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος, να προσδώσει στη μακροχρόνια διάρκεια της μεταβατικής περιόδου καθολικό, νομοτελειακό χαρακτήρα, χαρακτήρα αναγκαστικού βήματος ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό. Ο Λένιν πάνω στο ζήτημα αυτό έχει διαφορετική άποψη. Ξεκινώντας αρχικά για το μεθοδολογικό σφάλμα της μηχανιστικής αναγωγής κάθε φαινόμενου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ σε νομοτέλεια του σοσιαλισμού, διαβάζουμε τον Λένιν που έγραφε «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό είναι νοητό με διάφορες μορφές, ανάλογα με το τι επικρατεί ήδη στη χώρα, οι μεγαλοκαπιταλιστικές σχέσεις ή το μικρό νοικοκυριό» και λίγο παρακάτω «αν είχαμε κράτος όπου υπερισχύει η μεγάλη βιομηχανία ή, ας πούμε μάλιστα όχι υπερισχύει, αλλά είναι πάρα πολύ αναπτυγμένη, και είναι πολύ αναπτυγμένη η παραγωγή στη γεωργία, τότε το άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό είναι πραγματοποιήσιμο»1. Στο εδάφιο αυτό, γραμμένο κατά τη συζήτηση σχετικά με τη στροφή στη ΝΕΠ, ο Λένιν ξεκαθαρίζει ότι η ύπαρξη, η διάρκεια και ο χαρακτήρας της μεταβατικής περιόδου σχετίζεται με τη σχετική ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας και της γεωργίας και αναδεικνύει ότι δεν πρόκειται για αναγκαστικό σταθμό της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δεν πρόκειται δηλαδή για οικονομική και πολιτική αναγκαιότητα γενικά, αλλά είναι αποτέλεσμα των συγκεκριμένων πολιτικοοικονομικών συνθηκών, όπως αυτές που επικρατούσαν στην ΕΣΣΔ τις δεκαετίες του '20 και '30. Σημαντική είναι και η επισήμανση του Λένιν για το ζήτημα της μετάβασης, στο εισηγητικό κείμενο για τη ΝΕΠ, όπου αναγνωρίζεται ότι η στροφή προς τη ΝΕΠ δεν πρέπει να αναγνωρίζεται σαν γενικό λάθος της προηγούμενης οικονομικής πολιτικής, σαν λάθος αρχής, αλλά, αντίθετα, η αποτυχία της προηγούμενης οικονομικής πολιτικής πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν αποτυχία εφαρμογής της στις δεδομένες συνθήκες, στη δεδομένη κοινωνία, χωρίς αυτό να καθίσταται αναγκαστικό για κάθε κοινωνία, για κάθε σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ο Λένιν περιγράφει την οικονομική πολιτική της περιόδου 1918-1921 σαν «μια προσπάθεια να περάσουμε με "έφοδο", δηλαδή με τον πιο σύντομο και άμεσο τρόπο, στις σοσιαλιστικές βάσεις παραγωγής και κατανομής»2, προσπάθεια που απέτυχε, αλλά όχι άσκοπα, όχι από βάση αρχών αφού, όπως λέει ο Λένιν, χρησιμοποιώντας μια μεταφορική σύγκριση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού με έφοδο σε ένα οχυρό «ήταν αδύνατο να καθοριστεί, χωρίς να δοκιμαστεί πρακτικά ποια είναι η ισχύς του φρουρίου - ποια είναι η ισχύς των οχυρών του...», ενώ παρακάτω επισημαίνει ότι «η εξέλιξη της επανάστασης, η εξέλιξη του αγώνα μπορεί να πάρει τόσο έναν δρόμο σχετικά σύντομο, όσο και ένα δρόμο πολύ μακρύ και δύσκολο». Η ουσία αυτής της διαπίστωσης, της σχέσης της μεταβατικής περιόδου με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες επισημαίνεται ορθά και από τον Στάλιν3όπου γίνεται σαφές ότι η ύπαρξη και η μορφή των μεταβατικών οικονομικών ρυθμίσεων δεν είναι νομοτέλεια του σοσιαλισμού αλλά, αντίθετα, εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες της δοσμένης κοινωνίας.

Αρα, η ύπαρξη και ο χαρακτήρας των μεταβατικών μέτρων δε συναρτούν νομοτελειακό στάδιο της σοσιαλιστικής επανάστασης, αλλά, αντίθετα, εξαρτώνται από την οικονομία που κληροδοτείται στο σοσιαλισμό, από το βαθμό συγκέντρωσης της αγροτικής οικονομίας, από τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς. Και, βέβαια, η ουσία αυτής της διαπίστωσης καθορίζεται από τη φύση της μεταβατικής περιόδου, που δεν είναι άλλη παρά πάλη ανάμεσα στις κομμουνιστικές σχέσεις που έχουν μόλις γεννηθεί και διευρύνονται και στις καπιταλιστικές σχέσεις που έχουν καταργηθεί και δεν αποτελούν ένα νέο τύπο οικονομικών σχέσεων από τις οποίες περνά η κοινωνία.

Στον σχετικό με τη μεταβατική περίοδο προσυνεδριακό διάλογο αναδεικνύεται και ένα γενικότερο ζήτημα, στενά συνδεδεμένο με το πρώτο, το ζήτημα της Δικτατορίας του Προλεταριάτου (ΔΠ), η ορθή κατανόηση του οποίου είναι «sine qua non» για την κατανόηση της διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η λενινιστική προσέγγιση για το ζήτημα είναι απλή και καθαρή: «Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι το τέλος της ταξικής πάλης, αλλά η συνέχισή της με άλλες μορφές. Η ΔΠ είναι η ταξική πάλη του προλεταριάτου που νίκησε και πήρε την πολιτική εξουσία στα χέρια του ενάντια στην αστική τάξη που ηττήθηκε μα δεν εξοντώθηκε, δεν εξαφανίστηκε, δεν έπαψε να αντιστέκεται, την αστική τάξη που δυναμώνει την αντίστασή της»4. Η ανάγκη της ΔΠ πηγάζει ακριβώς από τα χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο της προλεταριακής επανάστασης. Ο Στάλιν τα συνοψίζει ως εξής διαφοροποιώντας την από την αστική επανάσταση: Η προλεταριακή επανάσταση γίνεται ενώ λείπουν οι κομμουνιστικές σχέσεις αφού δε δημιουργούνται στην αστική κοινωνία, η προλεταριακή επανάσταση έχει σαν στόχο να πάρει την εξουσία και να οργανώσει την καινούρια σοσιαλιστική οικονομία, η κατάληψη της εξουσίας είναι συχνά η αρχή της προλεταριακής επανάστασης, η προλεταριακή επανάσταση σαρώνει από την εξουσία όλους τους εκμεταλλευτές και γι' αυτό πρέπει να συντρίψει την παλιά κρατική μηχανή και να την αντικαταστήσει με καινούρια και, τέλος, η προλεταριακή επανάσταση οφείλει να συνδέσει τις εργαζόμενες μάζες με το προλεταριάτο σε μια μακρόχρονη συμμαχία ακριβώς επειδή είναι εργαζόμενες5. Ο ριζικός μετασχηματισμός της αστικής κοινωνίας που έρχεται να φέρει σε πέρας η προλεταριακή επανάσταση δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια βίαιη επανάσταση, χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η αντίληψη της ΔΠ πρέπει να γίνει με όρους κοινωνικο-ιστορικούς, σαν η αναγκαστική συνέχιση της ταξικής πάλης μέσα στο σοσιαλισμό, ενάντια στην αστική τάξη που δυναμώνει την αντίστασή της, και όχι με όρους αστικών κοινωνικοπολιτικών κατηγοριών όπως ισότητα, ελευθερία, μειοψηφία, ανάλυση που συσκοτίζει την ταξική πραγματικότητα υποτάσσοντάς τη στη φωνή του αντίπαλου. Οι βασικές πλευρές της δικτατορίας του προλεταριάτου, το περιεχόμενό της, καθορίζουν και τη μορφή της, τον τρόπο συγκρότησής της. Η συγκρότηση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά παρά με το κόμμα στο ρόλο της διεύθυνσης, στο ρόλο της καθοδήγησης και με τον ενεργό ρόλο των μαζικών οργανώσεων του προλεταριάτου. Γράφει επ' αυτού ο Στάλιν: «Το κόμμα είναι η βασική καθοδηγητική δύναμη μέσα στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου»6. Βέβαια, είναι σαφές ότι το κόμμα δεν υποκαθιστά τις μαζικές οργανώσεις, αλλά, αντίθετα, το κόμμα, σαν το συνειδητό, πρωτοπόρο τμήμα της τάξης, «...πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου. Δεν την πραγματοποιεί άμεσα, αλλά με τη βοήθεια των επαγγελματικών συνδικάτων, με τα Σοβιέτ και τις διακλαδώσεις τους»7. Υπ' αυτήν την έννοια, υπό την έννοια της ουσιαστικής καθοδήγησης από το κόμμα, «η δικτατορία του προλεταριάτου είναι στην ουσία "δικτατορία" του κόμματος». Ο Λένιν γράφει γι' αυτό: «...Είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε ότι μονάχα αυτή η συνειδητή μειοψηφία μπορεί να καθοδηγεί τις πλατιές εργατικές μάζες και να τις τραβά από πίσω της»8. Βέβαια, η νομοτελειακή αυτή σχέση καθοδήγησης ανάμεσα στο κόμμα και στην τάξη δε σημαίνει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου ταυτίζεται με τη δικτατορία του κόμματος, αφού «το κόμμα πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου, μα πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου και όχι μια οποιαδήποτε άλλη δικτατορία»9.Το κόμμα είναι αναγκαστικά ο συνειδητός εκφραστής, το συνειδητό κομμάτι, και συνεπώς το τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης που ηγείται της εργατικής τάξης, που την καθοδηγεί, και που με αυτήν την έννοια πραγματοποιεί ακριβώς τη δικτατορία του προλεταριάτου και καμία άλλη. Αναδεικνύεται, έτσι, και για όλους αυτούς τους λόγους, η ορθότητα του ντοκουμέντου της ΚΕ, ντοκουμέντου που βασίζεται πάνω στην επιστημονική θεώρηση του σοσιαλισμού και που θωρακίζει το Κόμμα από λανθασμένες και υποκειμενικές απόψεις.

Σημειώσεις:

1. Λένιν, Απαντα, τ. 43 σελ. 78

2. Λένιν, «Εισήγηση για τη ΝΕΠ», Απαντα, τ. 44

3. Στάλιν, «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», σελ. 36.

4. Λένιν, «Πρόλογος στο λόγο "Για την εξαπάτηση του Λαού..."», τόμος 38, σελ 377.

5. Στάλιν, «Η προλεταριακή επανάσταση και η διχτατορία του προλεταριάτου», Ζητήματα Λενινισμού, σελ. 143

6. Στάλιν, ό.π. σελ. 154

7. Στάλιν, ό.π. σελ. 155

8. ό.π. σελ. 156

9. ό.π. σελ. 157


Γρηγόρης Λιονής
ΚΟΒ Βιομηχανίας ΕΜΠ, Αθήνα

Πολιτισμός και Αισθητική στο Σοσιαλισμό

Από την εμπειρία της ΕΣΣΔ

Ο βασικός οικονομικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής συμπεριλαμβάνει τη συνειδητή σχεδιασμένη και διευρυνόμενη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.1 Στα πλαίσια αυτού του σχεδιασμού προκύπτει η σχεδιασμένη κατανομή της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής, άρα και η σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος.2 Το μέρος του κοινωνικού προϊόντος που αφορά την Παιδεία ήδη στο σοσιαλισμό διανέμεται ανάλογα με τις ανάγκες.3 Η ικανοποίηση των διερυνόμενων αναγκών, το κοινωνικό προϊόν που αφορά την Παιδεία και η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αποτελούν υλικές προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της «πολιτιστικής επανάστασης». Αυτή η επανάσταση ξεκινάει στο σοσιαλισμό, αφού μόνο τότε αρχίζουν να εκπληρώνονται οι υλικές της προϋποθέσεις. Η εκτίμηση για την πορεία της στον απολογισμό του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ είναι θετική4. Ο Β. Ι. Λένιν επεξεργάστηκε την θεωρία αυτή σε μία σειρά από έργα του και τόνισε την εξάρτηση αλλά και την αλληλεπίδραση της πολιτιστικής προόδου με την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της εργατικής δύναμης (τις σωματικές και πνευματικές ικανότητες του ανθρώπου).

Εδώ τίθεται ένα επιπλέον ζήτημα που αφορά την επί της ουσίας αμφίδρομη σχέση μεταξύ πνευματικής ανάγκης και πνευματικής παραγωγής στην περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου. «Η ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου ως παραγωγικής δύναμης στην οικοδομούμενη νέου τύπου κοινωνία, και των κομμουνιστικών σχέσεων [...] είναι σχέση αμφίδρομη. Ανάλογα με την ιστορική φάση, αποκτά προτεραιότητα η μία ή η άλλη πλευρά της» . Η αναγκαιότητα για περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η οποία εκπληρώνεται μέσω του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, απαιτεί τον κεντρικό σχεδιασμό σε όλα τα επίπεδα. Ο σχεδιασμός απαιτεί την άνοδο της κομμουνιστικής συνείδησης. «Η άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης καθορίζεται πρώτα απ' όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής με την καθοδήγηση του ΚΚ»6.

Δεδομένων των παραπάνω, προκύπτει επιπλέον η ανάγκη να εξεταστούν στο σύνολό τους η πολιτική για την πολιτιστική δουλειά, η κατεύθυνση της επιστήμης της Αισθητικής (από την Ακαδημία Επιστημών), και η ίδια η παραγωγή του πολιτιστικού και καλλιτεχνικού έργου. Πρέπει να εξεταστούν σαν μέρος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, σε σχέση με τις θεωρητικές διαμάχες στην οικονομία, αλλά και με ποιες κατευθύνσεις επικράτησαν. Η αξία του καλλιτεχνικού έργου που παράχθηκε στην 70χρονη πορεία της ΕΣΣΔ σαν αποτέλεσμα του σχεδιασμού που προαναφέρθηκε, είναι αδιαμφισβήτητη. Η επιρροή που είχε στην παγκόσμια παραγωγή καλλιτεχνικού έργου είναι τεράστια και πολυσύνθετη.

Παρ' όλα αυτά, μετά τις πρώτες δεκαετίες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στη φιλολογία σε ζητήματα αισθητικής και τέχνης που κυριάρχησε, παρατηρείται ασυνέπεια όσο αφορά τη θεωρητική αντιμετώπιση των εννοιών, και ασυνέπεια μεταξύ της αισθητικής θεωρίας και της πολιτικής σε ζητήματα τέχνης. Η ασάφεια με την οποία αντιμετωπίζεται η αισθητική σχέση, η αισθητική εμπειρία, ο ορισμός της Αισθητικής και της Τέχνης από την Ακαδημία Επιστημών, οφείλεται στην απομάκρυνση από τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού και την μαρξιστική θεωρία της Αντανάκλασης. Το ζήτημα της ορθής θεμελίωσης των βασικών φιλοσοφικών εννοιών σε σχέση με την κατεύθυνση της επιστήμης στη θεωρία και την πράξη, είναι ανάλογα σημαντικό με το ζήτημα του ορισμού της Πολιτικής Οικονομίας και των επιπτώσεων από τις λανθασμένες κατευθύνσεις που επικράτησαν.

Η λέξη «αισθητικό» χρησιμοποιείται με πολλά διαφορετικά νοήματα. Η «Τέχνη» τείνει να ορίζεται σαν μία μορφή (αισθητικής) συνείδησης, η οποία περιστασιακά έχει διάφορους ρόλους, ενώ τείνει να αντιμετωπίζεται σαν μία ιστορική κατηγορία της οποίας η αναγκαιότητα έγκειται στη μεταφορά (αισθητικών) δεδομένων (από το δημιουργό στον δέκτη), σαν μία ειδική (αισθητική) σχέση επικοινωνίας. Η αμφίδρομη σχέση μεταξύ της ολόπλευρης ανάπτυξης του ανθρώπου στην οικοδομούμενη νέου τύπου κοινωνία και των κομμουνιστικών σχέσεων7, δεν έχει ληφθεί υπόψη στην κατεύθυνση της Αισθητικής που κυριάρχησε στην ΕΣΣΔ. Αυτό συμβαίνει ακριβώς λόγω της διαστρέβλωσης της θεωρίας της Αντανάκλασης.

Οι Μαρξ - Ενγκελς, αναφερόμενοι στη συνείδηση περιγράφουν αυτή τη σχέση. «Ο τρόπος που οι άνθρωποι παράγουν τα μέσα της ύπαρξής τους εξαρτάται πρώτα - πρώτα από τη φύση, από τα μέσα διαβίωσης που βρήκαν έτοιμα και που οφείλουν να αναπαράγουν. Ομως, δεν πρέπει να αντικρίσουμε αυτό τον τρόπο παραγωγής μόνο από αυτή την άποψη, δηλαδή ότι η είναι η αναπαραγωγή της φυσικής ύπαρξης των ατόμων. Απεναντίας αυτός αποτελεί ήδη έναν καθορισμένο τρόπο της δραστηριότητας αυτών των ατόμων, έναν καθορισμένο τρόπο εκδήλωσης της ζωής τους, έναν καθορισμένο τρόπο ζωής. Ο τρόπος που τα άτομα εξωτερικεύουν τη ζωή τους καθορίζει με πολλή ακρίβεια αυτό που είναι. Αυτό που είναι συμπίπτει λοιπόν με την παραγωγή τους, τόσο με εκείνο που παράγουν, όσο και με τον τρόπο που το παράγουν»8. Αυτός ο ισχυρισμός βρίσκει εφαρμογή και στο επίπεδο της πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής και οδηγεί σε συγκεκριμένες θεωρήσεις των παραπάνω εννοιών. «Η παραγωγή των ιδεών, των παραστάσεων και της συνείδησης είναι πρώτα - πρώτα άμεσα και εσώτερα δεμένη με την υλική δραστηριότητα και τις υλικές σχέσεις των ανθρώπων, είναι η γλώσσα της πραγματικής ζωής. Οι παραστάσεις, η σκέψη, οι πνευματικές σχέσεις των ανθρώπων εμφανίζονται κι εδώ σαν άμεση απόρροια της υλικής τους συμπεριφοράς. Το ίδιο γίνεται και με την πνευματική παραγωγή [...]»9. Αρα, η πνευματική παραγωγή είναι άμεση απόρροια της υλικής παραγωγής, του βαθμού εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων και των εκάστοτε σχέσεων παραγωγής.

Το καλλιτεχνικό έργο πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μέρος της πνευματικής παραγωγής, σαν αντανάκλαση του τρόπου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που συνθέτουν τον εκάστοτε πολιτισμό άρα και τον πολιτισμό του σοσιαλισμού. Προϋπόθεση της προοδευτικής πνευματικής παραγωγής είναι ακριβώς ο βαθμός συνειδητοποίησης και συμμετοχής, η άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης, και άρα η ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής με την καθοδήγηση του ΚΚ. Παραβλέποντας ή υποτιμώντας αυτήν την πλευρά της αμφίδρομης σχέσης κινδυνεύουμε να θεωρήσουμε τα ζητήματα εποικοδομήματος χωριστά από την υλική τους βάση, πράγμα που συνέβη στις θεωρίες που επικράτησαν από ένα σημείο και μετά στην ΕΣΣΔ. Το αποτέλεσμα των ασυνεπών κατευθύνσεων φαίνεται και στην έλλειψη ουσιαστικής κριτικής στις αστικές αισθητικές θεωρίες της εποχής και στην αδυναμία εμβάθυνσης της πολεμικής στην καλλιτεχνική παραγωγή του δυτικού κόσμου. Αν το ζήτημα αυτό ξεκαθαριστεί και βρει εφαρμογή σε επίπεδο σχεδιασμού, επαναθέτει τα κριτήρια της προοδευτικότητας της πνευματικής παραγωγής και του έργου τέχνης με βάση τη θεωρία της αντανάκλασης. Ετσι καταρρίπτονται τα κριτήρια επιφανειακής ρεαλιστικότητας και μορφικής επιτήδευσης. Υπάρχουν φαινόμενα έργων τέχνης στην ΕΣΣΔ, τα οποία μέσα σε μία επιτηδευμένη «θεματική ενότητα» αποξενώνεται το περιεχόμενο ή μέσα σε διθύραμβους «επαναστατικότητας» κρύβονται τα πιο αντιδραστικά και επικίνδυνα περιεχόμενα.

Οι ασυνεπείς αυτές φιλοσοφικές θεωρήσεις δεν απέχουν πολύ από εκείνες που έχουν επικρατήσει στην αστική επιστημολογία των τελευταίων δεκαετιών. Η πολεμική σε αυτές επιβάλλεται να γίνει σε επίπεδο μεθοδολογίας. Ο θετικισμός και μεταφυσική πρέπει να αντιπαλευτούν σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο. Να αποκαλυφθεί ο αντιδραστικός χαρακτήρας της «επαναστατικότητας» του Μπογκντάνοφ (που επικράτησε) και του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» του Γκόρκι (που δεν είχε καν τις προϋποθέσεις να εφαρμοστεί). Ο Λένιν (στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό), ο Στάλιν (σε θεωρητικά κείμενα και στην αλληλογραφία του με καλλιτέχνες) και ο Ε. Ιλιένκοφ έχουν ήδη ασχοληθεί με κάποιες από τις σημαντικότερες πλευρές του ζητήματος. Οι Θέσεις για το Σοσιαλισμό για το 18ο Συνέδριο δίνουν το πάτημα για συνεπή επαναπροσέγγιση της θεωρίας της αντανάκλασης με δεδομένη την αμφίδρομη σχέση στο σοσιαλισμό που προαναφέρθηκε, και ουσιαστική κριτική σε επιστημολογικές θεωρίες που αφορούν ζητήματα εποικοδομήματος.

Σημειώσεις:

1 Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό γιο το 18ο συνέδριο, Σελ. 8

2 ό.π., Σελ.9

3 ό.π., Σελ.9

4 Στάλιν Ι. Β.: Απαντα τ. 14, Εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Σελ.407

5 Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό για το 18ο Συνέδριο, Σελ. 10

6 ό.π., Σελ.25

7 ό.π., Σελ. 10

8 Μαρξ Κ. - Ενγκελς Φ.: Η Γερμανική Ιδεολογία, Εκδ. Αναγνωστίδη, Σελ. 12

9 ό.π., Σελ. 17 - 18


Στέφανος Φευγαλάς
Μέλος ΟΒ Μουσικού 2

Αντεπίθεση ίσον Ισχυρό ΚΚΕ

Οι Θέσεις της ΚΕ για το 1ο θέμα αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις εξελίξεις την τελευταία περίοδο. Δείχνουν σοβαρή προσπάθεια να αναλύσουν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, τις εξελίξεις στη χώρα μας. Βαθαίνουν παραπέρα τις θεωρητικές και προγραμματικές επεξεργασίες του Κόμματος. Το κυριότερο είναι ότι παίρνουν υπ' όψη τις αλλαγές που συντελούνται στην ανάπτυξη του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα, τη δράση των άλλων πολιτικών δυνάμεων. Νομίζω ότι η στοιχειώδης παρακολούθηση αυτών των τάσεων σε κάθε περιοχή το επιβεβαιώνουν.

Οι Θέσεις σε αυτή τη βάση εκτιμούν και τη δράση του Κόμματος, τα νέα καθήκοντα που μπαίνουν από τη ζωή. Ακριβώς τις εκτιμάει στη λογική του πώς θα πρέπει να δρα ένα επαναστατικό κόμμα, έτσι ώστε να μπορεί να καθοδηγήσει και να οργανώσει την ταξική πάλη. Δηλαδή, αυτό που πολύ εύστοχα τονίζεται να γίνουμε «κόμμα παντός καιρού». Αυτός είναι και ο απαραίτητος όρος για να αντεπιτεθεί το εργατικό - λαϊκό κίνημα, για να προχωρήσει η δημιουργία του ΑΑΔΜ.

Οι Θέσεις, όμως, τονίζουν και την άλλη σοβαρή πλευρά. Αντεπίθεση σημαίνει αναμέτρηση με τις αδυναμίες μας. Το Κόμμα μας έχει κάνει σοβαρές επεξεργασίες με βάση τη στρατηγική μας, τέτοιες που όχι απλά δίνουν παραπέρα ώθηση στις κομματικές δυνάμεις, αλλά δυσκολεύουν ή αναγκάζουν να τις παίρνουν πολύ σοβαρά υπόψιν τα αστικά κόμματα και οι οπορτουνιστές. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι το πόσο σταθερά δουλεύουμε με τις επεξεργασίες μας και τη στρατηγική μας σε όλους τους κρίκους του Κόμματος, όπου αναπτύσσουμε δράση και κυρίως στο εργατικό κίνημα. Πώς δένουμε όλη αυτή τη δράση, ώστε πραγματικά να ισχυροποιείται το Κόμμα. Οι Θέσεις πραγματικά τονίζουν αυτές τις πλευρές.

Οι Θέσεις σημειώνουν το ζήτημα της υστέρησης της οργανωτικής ισχυροποίησης σε σχέση με τη θετική πορεία του Κόμματος. Να, λοιπόν, ένα ζήτημα που πρέπει πιο σοβαρά να μας απασχολήσει. Το πώς δηλαδή σχεδιάζουμε σε αυτήν την κατεύθυνση, πως δουλεύουμε ώστε να δημιουργούνται νέες ΚΟΒ και πυρήνες ειδικά στα εργοστάσια και τους χώρους δουλειάς.

Το ζήτημα της οργανωτικής ισχυροποίησης είναι αναπόσπαστα δεμένο με την ανασυγκρότηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Αν δεν έχει το Κόμμα δυνάμεις που με οποιεσδήποτε συνθήκες θα δουλεύουν, θα οργανώνουν, θα διαφωτίζουν, θα κάνουμε μικρά βήματα στην οργάνωση της εργατικής τάξης, θα δυσκολευόμαστε στον απεγκλωβισμό από την αστική επιρροή, τον οπορτουνισμό και τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Δεν θα προχωρήσει το ΑΑΔ Μέτωπο. Και εδώ ακριβώς είναι η ευθύνη των καθοδηγητικών οργάνων να προσανατολίζουν, να στηρίζουν και να βοηθούν ΚΟΒ και συντρόφους να αντιμετωπίζουν και τα αστικά ιδεολογήματα, και την τρομοκρατία και την επίθεση και γενικότερα τις δυσκολίες.

Το κομβικό ζήτημα όμως, είναι, πώς θα δουλεύουμε στο κίνημα για να έχουμε τα αποτελέσματα που θέλουμε. Δε φτάνει σήμερα να βάζουμε αιτήματα και στόχους πάλης. Δε φτάνει να μπαίνουμε μπροστά στο έδαφος των προβλημάτων. Οι αντιμονοπωλιακοί - αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι πάλης πρέπει να συνδέονται με το κύριο που είναι η κατάργηση των μονοπωλίων, η σύγκρουση με την εξουσία τους, η αποδυνάμωση του δικομματισμού και του οπορτουνισμού. Καλύτερα χρειάζεται να δουλέψουμε, για να γίνει κατανοητό ότι την εργατική τάξη, τη φτωχή αγροτιά και τους αυτοαπασχολούμενους την αφορούν και η Παιδεία, και το περιβάλλον, και τα ναρκωτικά, και η Υγεία γιατί έχουν να κάνουν άμεσα με τη ζωή τους και την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Δεν είναι ξεχωριστά προβλήματα που απαιτούν ειδικούς και ξεχωριστά κινήματα. Ολα έχουν τη διέξοδο στο ένα και το αυτό: την πάλη ενάντια στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό. Σε αυτή τη βάση χρειάζεται να δουλεύουμε πιο χειροπιαστά, πιο επεξεργασμένα τη λαϊκή συμμαχία για τη λαϊκή εξουσία. Αυτή είναι η γραμμή που φέρνει αποτελέσματα.

Τις αιτίες των καθυστερήσεων πραγματικά ας τις αναζητήσουμε στο κατά πόσον δουλεύουμε σταθερά με τη στρατηγική, τις αποφάσεις, τις επεξεργασίες του Κόμματος στοχοπροσηλωμένοι στην ισχυροποίηση του Κόμματος και την οργάνωση της ταξικής πάλης. Οι λύσεις μέσα στον καπιταλισμό είναι αυταπάτη. Οποιος ψάχνει να βρει διεξόδους έξω από το πραγματικό δίλημμα της εποχής, καπιταλισμός ή σοσιαλισμός, θα αναζητά άλλου είδους κόμμα, άλλου είδους συμμαχίες, άλλου είδους κίνημα. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, θα αναζητά για «φιλολαϊκή πολιτική» με τα μονοπώλια και την καπιταλιστική εκμετάλλευση να είναι κυρίαρχα.

Μπορούμε να περάσουμε στην αντεπίθεση. Απαραίτητος όρος είναι να γίνει ισχυρό το ΚΚΕ, κόμμα «παντός» καιρού. Οι Θέσεις της ΚΕ δείχνουν το δρόμο.


Αγγελόπουλος Χρήστος
ΕΠ Πελοποννήσου, ΝΕ Αχαϊας



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ