ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Κάρμεν Ρουγγέρη
«Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη... σαν παραμύθι»
στο θέατρο «ΕΓΝΑΤΙΑ»
από την «CULTURE FACTORY: Ν. Χριστοδούλου - Σ. Μανάφης»
Η Ρουγγέρη εντάσσει στην παράσταση τον ίδιο το συγγραφέα και στη συνέχεια του ζητά να παίξει το ρόλο του Βλέπυρου, άντρα της πρωταγωνίστριας Πραξαγόρα, μιας δυναμικής γυναίκας, που μπαίνει μπροστάρισσα στον αγώνα των γυναικών. Πράγματι, εκείνες αφού μεταμφιέζονται σε άνδρες συνεδριάζουν στην Πνύκα και ψηφίζουν νέους νόμους, προς έκπληξη των ανυποψίαστων συζύγων τους, τους οποίους πιάνουν κυριολεκτικά και μεταφορικά στον ύπνο. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Η σκηνοθεσία της Κάρμεν Ρουγγέρη δίνει μια εξαιρετική διάσταση στην υπόθεση, με καινοτομίες και ευρηματικές προτάσεις. Το κέφι, το μπρίο, ο ενθουσιασμός όλων των ηθοποιών κατακτούν το ακροατήριο των λιλιπούτειων θεατών, χωρίς να παραλείπονται κάποιες υπερβολές, με φωνασκίες και γηπεδικού τύπου τακτικές, προκαλώντας τα παιδιά στη δημιουργία οχλοβοής, κατά σημεία. Τα ιδεώδη της ισότητας, ειρήνης, δημοκρατίας, ελευθερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινοκτημοσύνης ήταν διάχυτα στον αέρα της παράστασης, ασκώντας κοινωνικο-πολιτική επίδραση στα παιδιά/θεατές.
Τους ρόλους ερμήνευσαν ικανοποιητικά, χωρίς κάποιος να υστερήσει, οι: Ειρήνη Ανδρέου, Σοφία Βούλγαρη, Νίκος Ζώκας, Γιώτα Ευσταθίου, Γιάννης Καραμφίλης, Νάντια Κλάδη, Γεωργία Κούρτη, Χρυσοβαλάντης Κωστόπουλος, Κατερίνα Λύκου, Κωνσταντίνος Μελίδης, Ελένη Πετροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου.
Σίσσυ Αλατά
«Μολιέρου Αρχοντοχωριάτης»
στο θέατρο «ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ»
από την «Παιδική Σκηνή»
Η σκηνική απόδοση του έργου ήταν ικανοποιητική, μεταφέροντας τα παιδιά/θεατές στην ατμόσφαιρα της εποχής με τα υπέροχα σκηνικά και κοστούμια (πλούσιο βεστιάριο, περούκες, μακιγιάζ κ.ά.) της Κωνσταντίας Δίγκα, με την αριστοτεχνικά γραμμένη μουσική, σε «δρόμους» της κλασικής μουσικής της εποχής του Μπαρόκ (1600-1750) του Παναγιώτη Μανουηλίδη, αλλά και με θαυμάσια ηχητικά εφέ, καθώς και με τις εξαίσιες χορογραφίες του Χρήστου Κατίδη.
Αν και ήταν η πρώτη σκηνοθετική του δουλειά στο θέατρο για παιδιά, ο Δημήτρης Βαλσαμίδης έδειξε τα προσόντα του και ευελπιστώ για ένα καλύτερο μέλλον στο χώρο.
Η υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών ήταν αρκετά καλή. Ισως, κάποια ελάχιστα αρνητικά στοιχεία επιβεβαιώνουν το πολύ καλό αποτέλεσμα, στοιχεία που μπορούν οι ίδιοι να βελτιώσουν με την εμπειρία και την αυτογνωσία τους. Αναφέρω ενδεικτικά την τσιριχτή φωνή της Λουκίλης. Είναι ένα πρόβλημα, βέβαια, η περίπτωση που ο ηθοποιός παίζει περισσότερους από έναν ρόλο στην ίδια παράσταση και στην προσπάθειά του να διαμορφώσει (και με τη φωνή του) τις ιδιαιτερότητες του ήρωα που υποδύεται κάθε φορά, να περνά στην υπερβολή, με αποτέλεσμα να μην κατανοεί ο θεατής το κείμενο που αποδίδει με λόγο, ενδεχομένως λόγω της τσιριχτής φωνής του. Ισως, λεπτομέρειες, που όμως κατά τη γνώμη μου δίνουν άλλη ποιότητα και διάσταση στο τελικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Του ρόλους απέδωσαν οι: Γ. Τούλης (αρχοντοχωριάτης), Αρετή Αγγέλου (Νικολέτα, μαρκησία), Νόπη Ράντη (φιλόσοφος, Γιορδάνης), Πάνος Ιωαννίδης (μουσικοδιδάσκαλος, ράπτης, υπηρέτης, Κλεόντης), Κων/να Λάλου (Λουκίλη, χοροδιδάσκαλος, υπηρέτης), Αλέξ. Ζαφειριάδης (Δοράντης, ξιφομάχος, ράπτης-κάλφας). Οι ίδιοι ηθοποιοί αποδίδουν και άλλους δευτερεύοντες ρόλους.
Καλλιόπη Παπαδάκη
«Μάντεψε ποιος;»
στο θέατρο «ΣΟΦΟΥΛΗ»
από την «Παιδική Σκηνή»
Η υπόθεση του έργου αντλεί στοιχεία από μοτίβα (κακιά μητριά, αγαθός πατέρας, αποκάλυψη αδερφών κ.ά.) της αρχαίας τραγωδίας και των λαϊκών μας παραμυθιών, όπου διαδραματίζονται συγκρούσεις μεταξύ της αγάπης και της πονηριάς, της απλότητας και της κακίας, δίνοντας πάντοτε τη νίκη στην καλοσύνη, στην αγνότητα, στην αγάπη και στην απλότητα του ανθρώπινου χαρακτήρα. Η δικαίωση έρχεται τελικά αποκαθιστώντας την ισορροπία στον ηθικό κοινωνικό κώδικα. Το εύρημα με την ανθρωποποιημένη κούκλα, αλλά και με τις πραγματικές κούκλες, είναι πετυχημένο, όπως αυτό ζωντανεύει στον πρόλογο της παράστασης. Βέβαια, υπάρχουν και άλλα ευρήματα, όπως η διακοπή της ροής του νερού στο σιντριβάνι όταν έριξαν μέσα υπνωτικό κ.ο.κ.
Η σκηνοθεσία καθώς και η σκηνογραφία/ενδυματολογία κινούνται σε παραδοσιακά πλαίσια του θεάτρου για παιδιά, με τα θετικά και αρνητικά στοιχεία παρόμοιων εγχειρημάτων. Στα θετικά της σκηνογραφικής δουλειάς των Κώστα Μόνα και Βαλεντίνου Βαλάση είναι τα απλά παραδοσιακά σκηνικά (σπίτι, σιντριβάνι, πιθάρι, πέτρες-βράχος κ.ά.) και η ευφάνταστη εναλλαγή των σκηνικών αντικειμένων. Υπεύθυνη για τα κοστούμια ήταν η ίδια η σκηνοθέτρια με θετικά: τις πετυχημένες μεταμφιέσεις των επισκεπτών (σε παπάδες, Κρητικούς, γύφτο με αρκούδες, κλόουν), τα ωραία νυφικά (παρουσιάζοντας τη σχετική σκηνή με στοιχεία μαύρου θεάτρου) κ.ο.κ. Τη μουσική ευθύνη είχε ο Θανάσης Αμπατζίδης (με ελληνικούς δημοτικούς χορούς, αλλά και ξένους: ροκ εντ ρολ, τουίστ), παρουσιασμένους με χιουμοριστικό τρόπο. Αφθονο γέλιο, βέβαια, πρόσφερε και όλη η παράσταση. Καλές ήταν και οι χορογραφίες του Χρήστου Κατίδη.
Στα αρνητικά της παράστασης, που χρήζουν διορθώσεων και παρεμβάσεων ήταν τα προβλήματα ορθοφωνίας ορισμένων ηθοποιών και η νευρικότητα άλλων κατά την κίνησή τους, κατά σημεία, δημιουργώντας μια κάποια ένταση στην πλατεία, που δεν ενδείκνυται σε όλες τις περιπτώσεις της θεατρικής δράσης των ηρώων.
Τους ρόλους υποκρίθηκαν οι: Κώστας Αποστόλου (μπαμπάς, φύλακας) ξεχώρισε ως ηθοποιός, Κατερίνα Γεωργούση (Ακριβή), Χρήστος Κατίδης (Γκόγκος), Νίκη Κατσαρού (Νενέκα), Κώστας Καφαντάρης (Μανωλιός), Ζωή Τζωάννου (Κακίστρω) αρκετά καλή, Θωμάς Χαβιανίδης (Νικόλας).