Ομως η 28η του Οκτώβρη για το λαϊκό κίνημα είναι διπλή επέτειος. Γιατί την ίδια ημερομηνία, στα 1946, ιδρύθηκε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ). Επικεφαλής και πάλι το Κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, όπως και στη λαϊκοαπελευθερωτική πάλη ενάντια στους Γερμανούς ιμπεριαλιστές κατακτητές στα 1941.
Το αφιέρωμα που παρουσιάζει σήμερα ο «Ρ» γι' αυτή τη διπλή επέτειο, αποκαλύπτει το ρόλο των πολιτικών κομμάτων και των τάξεων, τόσο στην εθνικοαπελευθερωτική πάλη, όσο και στη συνέχεια με τον εμφύλιο και την τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Σύντομα επίσης παρουσιάζουμε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το χαρακτήρα και τις αιτίες του, καθώς και το ρόλο του ιμπεριαλισμού στη διαπάλη του με το πρώτο τότε στον κόσμο σοσιαλιστικό κράτος, την ΕΣΣΔ.
Αναδημοσιεύεται από το «Ριζοσπάστη», 28/10/2001
Πώς προετοιμάστηκε ο πόλεμος; Πώς ξαναξεπήδησε από την ηττημένη μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανία το νέο και πιο βάρβαρο αιματηρό μακελειό που γνώρισε η ανθρωπότητα; Πώς η Γερμανία μετά από τους βαρείς όρους μετά την ήττα της και κυρίως την απαγόρευση να εξοπλίζεται, κατάφερε να αναπτύξει αυτή την τεράστια πολεμική μηχανή; Οι απαντήσεις σε όλα αυτά, που αποτελούν ιστορικά γεγονότα, αλλά χρήσιμα, για να εξάγονται αναγκαία συμπεράσματα για την ταξική φύση του καπιταλισμού, βοηθούν να αντιληφθούμε όχι μόνο το πώς δημιουργούνται οι προϋποθέσεις εξαπόλυσης του πολέμου, αλλά σ' ένα βαθμό να προβλέπουμε κιόλας. Με δεδομένο ότι ο πόλεμος είναι σύμφυτος με το εκμεταλλευτικό σύστημα.
Ετσι συνέβαλαν τα μέγιστα για την αναγέννηση της οικονομικής και πολεμικής ισχύος της Γερμανίας. Απ' το 1924 - 1925 τα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης εφάρμοσαν μια τέτοια πολιτική. Η Γερμανία ανορθώθηκε οικονομικά με τα σχέδια Ντοζ (1924) και Γιανκ (1929), τα οποία εμπνεύστηκαν κι έθεσαν σε εφαρμογή οι κύριοι εκπρόσωποι του αμερικανικού και του αγγλογαλλικού κεφαλαίου. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που με την εφαρμογή αυτών των σχεδίων τα μεγαλύτερα αμερικανικά μονοπώλια («Στάνταρντ Οϊλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς», «Ιντερνάσιοναλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κλπ.) διείσδυσαν στη γερμανική βιομηχανία με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων. Στην καθαρά πολεμική παραγωγή, η πρόοδος της ναζιστικής Γερμανίας, χάρη στα ξένα κεφάλαια, υπήρξε εντυπωσιακή. Στα χρόνια 1933-39 τα πολεμικά έξοδα της Γερμανίας αυξήθηκαν περισσότερο από 12 φορές, ενώ η γερμανική πολεμική παραγωγή αυξήθηκε 22 φορές. Οι Ενοπλες Δυνάμεις της την 1η Σεπτέμβρη του 1939 έφταναν τα 4,6 εκατομ. άνδρες και διέθεταν 26 χιλιάδες πυροβόλα και όλμους, 3,2 χιλιάδες άρματα μάχης, 4,4 χιλιάδες πολεμικά αεροπλάνα, 115 πολεμικά πλοία (από αυτά 57 υποβρύχια).
Η Γερμανία με τη μεγάλη στρατιωτική και οικονομική της ισχύ, με την ικανότητά της να παραθέσει στο μέτωπο σημαντικό στρατό, με τη μιλιταριστική της παράδοση, ήταν ικανή να εξαπολύσει πόλεμο για την καταστροφή της ΕΣΣΔ.
ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία σχεδίαζαν την υποκίνηση ενός πολέμου Γερμανίας και Ιαπωνίας κατά της ΕΣΣΔ με σκοπό να λύσουν δύο ζητήματα: Με τις Γερμανία και Ιαπωνία να εξαφανίσουν τη Σοβιετική Ενωση αλλά και να εξασθενίσουν Γερμανία και Ιαπωνία με έναν παρατεταμένο εξοντωτικό πόλεμο.
Ετσι, διαμορφώθηκαν δύο μεγάλες και επικίνδυνες πολεμικές εστίες: Η Γερμανία στην Ευρώπη, η Ιαπωνία στην Απω Ανατολή. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, αφού δυνάμωσε αρκετά, με πρόσχημα την εξάλειψη της αδικίας, που δημιούργησαν οι αποφάσεις της Συνθήκης των Βερσαλιών (συνθήκη που θεσμοθετούσε τα αποτελέσματα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές), άρχισε να αξιώνει το ξαναμοίρασμα του κόσμου προς όφελός του. Η εγκαθίδρυση στη Γερμανία, το 1933, του ναζισμού, μιας ωμής δικτατορίας του τρόμου και των διωγμών, και ας είχε ανέβει στην κυβερνητική εξουσία με κοινοβουλευτική μορφή (τα μονοπώλια είχαν επιλέξει τον Χίτλερ για την εξουσία), μετέβαλε αυτή τη χώρα σε δύναμη κρούσης του ιμπεριαλισμού, που στρεφόταν, κατά πρώτο λόγο, ενάντια στην ΕΣΣΔ. Σ' αυτή την κατεύθυνση έδιναν συμβουλές οι Αγγλογάλλοι και οι Αμερικανοί, ακόμη και ως προς το σχέδιο επίθεσης. Αρχικά στην Πολωνία, μετά στην Τσεχοσλοβακία και από κει στην ΕΣΣΔ.
Αλλά τα σχέδια του γερμανικού ιμπεριαλισμού δεν περιορίζονταν μόνο στην υποδούλωση των λαών της Σοβιετικής Ενωσης. Το πρόγραμμα της παγκόσμιας κυριαρχίας τους προέβλεπε τη μετατροπή της Γερμανίας σε κέντρο μιας γιγαντιαίας αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας, που η εξουσία και η επιρροή της θα απλώνονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και στα πιο πλούσια μέρη της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής. Και τότε τα πετρέλαια και οι δρόμοι τους αποτελούσαν ισχυρό δέλεαρ για κατακτήσεις εδαφών και πόλεμο.
Η συντριβή και η κατάκτηση της Σοβιετικής Ενωσης, με σκοπό την εξαφάνιση πρώτα απ' όλα του κέντρου του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, καθώς και η διεύρυνση του «ζωτικού χώρου» του γερμανικού ιμπεριαλισμού, υπήρξε η βασικότερη πολιτική επιδίωξη του ναζιστικού καθεστώτος και, ταυτόχρονα, η βασικότερη προϋπόθεση για την παραπέρα επιτυχή ανάπτυξη της επιδρομής σε παγκόσμια κλίμακα. Το ξαναμοίρασμα του κόσμου και την εγκαθίδρυση «νέας τάξης» επιδίωκαν, επίσης, και οι ιμπεριαλιστές της Ιταλίας και Ιαπωνίας. Οι κυβερνήσεις των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών, ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, με κίνητρο το ταξικό μίσος προς την ΕΣΣΔ, ακολουθούσαν πολιτική συνωμοσίας με τον Χίτλερ.
Η Σοβιετική Ενωση, σε συνθήκες που ο πόλεμος ήταν ορατός και αναπόφευκτος, ακολούθησε πολιτική, που απέβλεπε στην όσο γίνεται συγκράτηση του γερμανικού ιμπεριαλισμού και τη δημιουργία, όσο μπορούσε να γίνει, προϋποθέσεων ασφάλειας και διατήρησης της ειρήνης. Ετσι, στις 2 του Μάη 1935 υπογράφτηκε στο Παρίσι το γαλλο-σοβιετικό σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας και με την Τσεχοσλοβακία. Η σοβιετική κυβέρνηση πάλευε με κάθε μέσο για την αποτροπή του πολέμου. Ταυτόχρονα, το σοβιετικό κράτος πήρε μια σειρά μέτρα, που απέβλεπαν στην ενίσχυση της άμυνας της χώρας και στην ανάπτυξη του στρατιωτικο-οικονομικού δυναμικού της.
Στη δεκαετία του 1930 η χιτλερική κυβέρνηση επιδόθηκε σε μια διπλωματική, στρατηγική και οικονομική προπαρασκευή του παγκόσμιου πολέμου. Τον Οκτώβρη του 1933 η Γερμανία εγκατέλειψε τη Διάσκεψη της Γενεύης για τον αφοπλισμό και κατέθεσε δήλωση αποχώρησης από την Κοινωνία των Εθνών. Στις 16 του Μάρτη 1935 ο Χίτλερ παραβίασε τα άρθρα, τα σχετικά με τον πόλεμο, που περιλαμβάνονταν στη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλιών του 1919 και κήρυξε στη χώρα γενική επιστράτευση. Το Μάρτη του 1936 τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη της Ρηνανίας. Το Νοέμβρη του 1936 η Γερμανία και η Ιαπωνία υπέγραψαν το «αντικομμουνιστικό σύμφωνο» (ενάντια στη Γ' Διεθνή), στο οποίο το 1937 προσχώρησε και η Ιταλία. Αυτή η δραστηριότητα οδήγησε σε μια σειρά διεθνείς πολιτικές κρίσεις και τοπικούς πολέμους. Στη δεκαετία του '30 άρχισαν επιθετικοί ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι με την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα (άρχισε το 1931), την εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία (1935-1936) και τη γερμανοϊταλική επέμβαση στην Ισπανία (1936-1939).
Η Γερμανία, επωφελούμενη από την πολιτική της λεγόμενης μη επέμβασης, που ακολουθούσαν η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, κατέλαβε το Μάρτη του 1938 την Αυστρία και άρχισε να προετοιμάζει επίθεση κατά της Τσεχοσλοβακίας. Υπήρχαν βεβαίως οι συμφωνίες της με τη Γαλλία το 1924 και με την ΕΣΣΔ το 1935, που προέβλεπαν στρατιωτική βοήθεια αυτών των κρατών στην Τσεχοσλοβακία. Εξάλλου, η Σοβιετική Ενωση δεν παρέλειπε να δηλώνει ότι ήταν έτοιμη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και να προσφέρει στην Τσεχοσλοβακία στρατιωτική βοήθεια, ακόμα και στην περίπτωση που το παράδειγμά της δε θα το ακολουθούσε η Γαλλία.
Παρ' όλα αυτά η κυβέρνηση Ε. Μπένες της Τσεχοσλοβακίας δε δέχτηκε τη βοήθεια της ΕΣΣΔ. Και, βεβαίως, στην υπόθεση «Τσεχοσλοβακία» τη λύση έδωσε η συμφωνία του Μονάχου. Το Σεπτέμβρη του 1938 έγινε συνάντηση Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, στο Μόναχο, όπου η Τσεχοσλοβακία συμφωνήθηκε να δοθεί στον Χίτλερ. Χωρίς ουσιαστικά να γίνει συζήτηση, αφού ήδη η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας είχε προειδοποιηθεί με τελεσίγραφο της Μεγάλης Βρετανίας να δεχτεί τους όρους της Γερμανίας, δηλαδή την προσάρτηση στη Γερμανία εδαφών της με γερμανικό πληθυσμό (περιοχή των Σουδητών).
Αποτέλεσμα της συμφωνίας του Μονάχου ήταν, οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, να επιβάλουν τους όρους της Γερμανίας στην Τσεχοσλοβακία και ουσιαστικά να συμφωνήσουν για την κατάληψη, από τη Γερμανία, της περιοχής των Σουδητών, υπολογίζοντας με τον τρόπο αυτό να ανοίξουν στη Γερμανία «το δρόμο προς Ανατολάς». Ετσι, λύθηκαν πια τα χέρια της Γερμανίας για την επίθεση.
Προς το τέλος του 1938 η ναζιστική Γερμανία άρχισε διπλωματική επίθεση κατά της Πολωνίας, δημιουργώντας τη λεγόμενη κρίση του Ντάντσιχ, που σήμαινε ότι, με το πρόσχημα των αξιώσεων για την εξάλειψη των «αδικιών της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλιών», σχετικά με την ελεύθερη ζώνη της πόλης Ντάντσιχ, έψαχναν αφορμή να πραγματοποιήσουν εισβολή στην Πολωνία. Το Μάρτη του 1939 η Γερμανία κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία. Στη συνέχεια κατέλαβε την περιοχή Μέμελ της Λετονίας και επέβαλε στη Ρουμανία υποδουλωτικό «οικονομικό» σύμφωνο. Η Ιταλία τον Απρίλη του 1939 κατέλαβε την Αλβανία. Ως απάντηση στη διεύρυνση της φασιστικής εισβολής, οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, για να περιφρουρήσουν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντά τους στην Ευρώπη, υποσχέθηκαν «εγγυήσεις ανεξαρτησίας» σε Πολωνία, Ρουμανία, Ελλάδα και Τουρκία. Η Γαλλία ανέλαβε, επιπλέον, την υποχρέωση να δώσει στρατιωτική βοήθεια στην Πολωνία σε περίπτωση επίθεσης της Γερμανίας εναντίον της. Τον Απρίλη - Μάη του 1939 η Γερμανία κατήγγειλε την αγγλοαμερικανική ναυτική συμφωνία του 1935, ακύρωσε το σύμφωνο μη επίθεσης με την Πολωνία, που υπογράφτηκε το 1934, και έκλεισε με την Ιταλία το λεγόμενο Χαλύβδινο σύμφωνο, με βάση το οποίο η ιταλική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να βοηθήσει τη Γερμανία, αν αυτή εμπλακεί σε πόλεμο με τις δυτικές καπιταλιστικές δυνάμεις.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η ΕΣΣΔ επιμένει στην αναγκαιότητα συμφωνίας με Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί όσο μπορούσε η εξελισσόμενη σε παγκόσμιο πόλεμο πραγματικότητα, με βασικό πεδίο το έδαφος της Ευρώπης. Οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας άρχισαν διαπραγματεύσεις με την ΕΣΣΔ που έγιναν στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1939. Βεβαίως, στόχευαν όχι στο να υπογράψουν συμφωνία, αλλά κωλυσιεργώντας στις διαπραγματεύσεις να επιταχύνουν την επίθεση της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ. Ετσι, δε δέχτηκαν την υπογραφή συμφωνίας, που πρότεινε η ΕΣΣΔ και που μιλούσε για κοινό μέτωπο κατά των ναζιστών. Πρότειναν, μάλιστα, στη Σοβιετική Ενωση να αναλάβει μονομερείς υποχρεώσεις να βοηθήσει οποιονδήποτε Ευρωπαίο γείτονά της σε περίπτωση επίθεσης εναντίον του. Επιδίωξή τους μ' αυτή την ταχτική ήταν να παρασύρουν την ΕΣΣΔ σε πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και να την αφήσουν μόνη της. Ετσι, δεν επήλθε συμφωνία.
Την ώρα που οδηγούσε τις διαπραγματεύσεις της Μόσχας σε αποτυχία, η αγγλική κυβέρνηση ερχόταν σε μυστικές επαφές με τους χιτλερικούς, μέσω του πρεσβευτή τους στο Λονδίνο Χ. Ντίρκσεν, επιδιώκοντας να πετύχει συμφωνία με τη Γερμανία για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, με δεδομένη την επίθεση στην ΕΣΣΔ και την καταστροφή της.
Η Σοβιετική Ενωση μπροστά στον άμεσο κίνδυνο επίθεσης της ναζιστικής Γερμανίας και έχοντας προβλέψει το αναπόφευκτο του πολέμου, αφού δεν ευοδώθηκαν οι διαπραγματεύσεις υπογραφής συμφωνίας με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, οδηγείται στην υπογραφή του προτεινόμενου, από τη Γερμανία, συμφώνου μη επίθεσης, του γνωστού και ως συμφώνου Μολότοφ - Ρίμπεντροπ. Σκοπός της από άποψη ταχτικής ήταν να καθυστερήσει όσο γίνεται περισσότερο τη ναζιστική επίθεση ενάντιά της και να προετοιμαστεί επίσης όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένα για την αντιμετώπιση του πολέμου της Γερμανίας ενάντιά της. Αυτή η επιλογή ήταν αναπόφευκτη και με μια έννοια επιβλήθηκε από την ταχτική των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η υπογραφή στις 23 του Αυγούστου 1939 του σοβιετικογερμανικού συμφώνου είχε τη δική του συμβολή ώστε, παρά τους υπολογισμούς των πολιτικών του ενός ιμπεριαλιστικού συνασπισμού (Γαλλίας-Βρετανίας), αλλά και των ΗΠΑ, ο παγκόσμιος πόλεμος να αρχίσει με τη σύγκρουση στους κόλπους του καπιταλιστικού κόσμου.
Πηγές:
Υπουργείο Αμυνας της ΕΣΣΔ - Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδόσεις «20ός αιώνας»
Η Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια
Θανάση Παπαρήγα: «Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος - Σκέψεις για μερικές πλευρές του», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Αναδημοσιεύεται από το βιβλίο «Από την 4η Αυγούστου ως τις μέρες μας - Η γενική πορεία της ταξικής πάλης - Αρθρα κριτικής» , εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
ΜΕΛΕΤΖΗΣ ΣΠΥΡΟΣ |
Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή ανέλαβε σθεναρή δράση. Η τιτάνια προσπάθεια του ΚΚΕ γινόταν ακόμη πιο δύσκολη εξαιτίας του αρνητικού διεθνούς και εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων.
Ηταν χαρακτηριστικά τότε τα λόγια του Χάρι Τρούμαν:
«Αν δούμε ότι η Γερμανία κερδίζει τον πόλεμο, οφείλουμε να βοηθήσουμε τη Ρωσία. Κι αν τον κερδίζει η Ρωσία, οφείλουμε να βοηθήσουμε τη Γερμανία και με τον τρόπο αυτόν ας τους αφήσουμε να σκοτώσουν όσο μπορούν περισσότερους»1.
Το ΚΚΕ είχε βγει από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου σκληρά χτυπημένο, ενώ είχε στερηθεί τις σημαντικές υπηρεσίες εκατοντάδων στελεχών του, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση παρέδωσε τελικά στους Γερμανούς, όπως είχε στερηθεί τις υπηρεσίες και του Γενικού Γραμματέα του, που επίσης τον παρέδωσαν στην Γκεστάπο και αυτή τον έστειλε στο στρατόπεδο Νταχάου. Εκεί κρατήθηκε 4 χρόνια.
Σοβαρό πρόβλημα, που στερούσε τότε το ΚΚΕ από τη διεθνή πείρα και αλληλεγγύη, ήταν η μη σύνδεσή του με την Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ), λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί. Η αποκοπή ενός διεθνιστικού κόμματος όπως το ΚΚΕ, που αποτελούσε οργανικό τμήμα της ΚΔ, το εμπόδιζε ταυτόχρονα να συντονίσει την πολιτική και τη δράση του με τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα και κινήματα. Υπήρχαν, βεβαίως, οι αποφάσεις της ΚΔ. Ωστόσο, το κενό δεν έπαυε να είναι σημαντικό. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δύο χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, για να υπάρξει μια πρώτη επαφή στο Κάιρο, τον Αύγουστο του 1943, με δημοσιογραφικούς κύκλους άλλων ΚΚ.
Εχει και τέτοια φαινόμενα η ταξική πάλη, παράλληλα με τον ηρωισμό τόσων και τόσων μαρτύρων του ΚΚΕ. Κι αν χρειάζεται να σημειώνονται, είναι για να θυμούνται και να διδάσκονται ορισμένοι καλοπροαίρετοι μελετητές με άστοχα γραπτά, αλλά και για να «θυμούνται» άλλοι κακοπροαίρετοι, που βάλλουν κατά του ΚΚΕ.
Με κορμό τα εξόριστα στελέχη του, στα οποία συγκαταλέγονταν και εκλεγμένα μέλη του ΠΓ και της ΚΕ που απέδρασαν από τους τόπους κράτησης, και με λίγες δυνάμεις στην παρανομία, σκόρπιες και ασύνδετες μεταξύ τους, το ΚΚΕ προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί, να οργανώσει το λαό και να διαμορφώσει την πολιτική του γραμμή στις νέες συνθήκες.
Με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε το ΕΑΜ. Οι πολιτικές δυνάμεις, που μαζί με το ΚΚΕ συγκρότησαν το ΕΑΜ, ήταν η Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ), το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ). Επρόκειτο για μικροαστικά κόμματα, που έβλεπαν ότι με το πρόγραμμα του ΕΑΜ μπορούσαν να εκπληρώσουν και τους πολιτικούς στόχους τους. Οι ηγέτες τους, που συνυπέγραψαν το ιδρυτικό του ΕΑΜ, ήταν ο Ηλίας Τσιριμώκος της ΕΛΔ, ο Χ. Χωμενίδης του ΣΚΕ και ο Βογιατζής του ΑΚΕ.
Υπήρξε κι ένα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου (πολύ μικρό) που συνεργάστηκε με το ΕΑΜ, δίχως να προσχωρήσει σε αυτό. Κυριότερος πολιτικός εκφραστής αυτής της τάσης ήταν η ομάδα των Αριστερών Φιλελευθέρων, με βασικούς εκπροσώπους της τον βιομήχανο Αλκιβιάδη Λούλη, τον στρατηγό Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, τους Νίκο Ασκούτση, Σταμάτη Χατζήμπεη και άλλους. Στην τάση αυτή ανήκε και ο Μιχ. Κύρκος, πρώην βουλευτής και υπουργός του Λαϊκού Κόμματος του Τσαλδάρη που, προς το τέλος της Εθνικής Αντίστασης, προσχώρησε στο ΕΑΜ. Στους παραπάνω πρέπει να καταταχθεί και ο καθηγητής Αλέξ. Σβώλος, ο οποίος μετά τη δημιουργία της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης - γνωστή και ως κυβέρνηση του βουνού) προσκλήθηκε και ανέλαβε την προεδρία της.
Σε αντίθεση με τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων τους που συσπειρώθηκε στις γραμμές του ΕΑΜ, τα κόμματα της ελληνικής πλουτοκρατίας, τόσο αυτά της Δεξιάς όσο και του κεντρώου χώρου, καθώς και εκείνα της λεγόμενης «άκρας Δεξιάς», κράτησαν εντελώς διαφορετική στάση, ενώ δεν ήταν καθόλου μικρή (το αντίθετο) η υπηρεσία που πρόσφερε στους καταχτητές μια μεγάλη μερίδα του αστικού Τύπου, τόσο εκείνη που υποστήριζε τα φιλελεύθερα κόμματα όσο και τη δεξιά-ακροδεξιά. Ολοι τους έδρασαν κατά του λαού.
Κατά του αγωνιζόμενου λαού στράφηκε και η επίσημη Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστική η στάση που κράτησε ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός. Απευθυνόμενος «προς τον ευσεβή Ελληνικόν Λαόν» έγραφε σε μήνυμά του:
«Ουδέν έχομεν να ωφεληθώμεν εξ οιωνδήποτε αποπειρών και προκλήσεων εναντίον των Αρχών κατοχής. Διά τούτο πάντες οφείλομεν, αφιερωμένοι εις την παραγωγικήν εργασίαν, ν' αναμείνωμεν την ώραν της ειρήνης, εγκαρτερούντες και πιστεύοντες εις τον δικαιοκρίτην Θεόν»2.
Ο ίδιος, σε επιστολή του προς τον πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα, Γκ. Αλτενμπουργκ, έγραφε:
«Είναι περιττόν και να λεχθή ότι εκ της τοιαύτης περιπλοκής μόνον ζημίαι, υλικαί και ηθικοί, δύνανται να προκύψουν δι' αμφότερα τα μέρη, ωφελήματα δε μόνον διά τους έχοντας συμφέρον να οξύνουν και να διαιωνίζουν την αντίθεσιν μεταξύ Δυνάμεων Κατοχής και Ελληνικού Λαού»3!
Ενα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής συνεργασίας με τους κατακτητές. Ηταν οι γνωστοί «κουίσλινγκ», που σχημάτισαν τις κατοχικές κυβερνήσεις υπό τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη. Με την ενίσχυση αυτών των κυβερνήσεων και των Γερμανών, σχηματίστηκαν τα φασιστικά κόμματα Εθνικο-σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας, Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις (ΕΣΠΟ), Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ), κ.ά.
Πρέπει να σταθούμε στο ζήτημα του σχηματισμού των κατοχικών κυβερνήσεων, γιατί υπάρχει μια ουσιαστική πλευρά της όλης υπόθεσης, που συνήθως παραγνωρίζεται.
Το αστικό κράτος συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί, βεβαίως μέσα στις συνθήκες μιας κατακτημένης χώρας. Ομως, συνέχιζε να υπάρχει, να λειτουργεί. Στο πλαίσιο της ύπαρξης και λειτουργίας του σχηματίστηκαν οι κατοχικές κυβερνήσεις, που αναφέρθηκαν παραπάνω, έγινε προσπάθεια να ενισχυθούν οι μηχανισμοί καταστολής και καταπίεσης του λαού. Δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας και συναφείς κρατικές οργανώσεις, ενώ συνέχισαν να λειτουργούν η Ειδική Ασφάλεια, η Αστυνομία Πόλεων και η Χωροφυλακή (αν και η τελευταία στις περισσότερες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας ξηλώθηκε σε μια πορεία και αντικαταστάθηκε από τον ένοπλο λαό). Είχε διατηρηθεί και το υπουργείο Αμυνας, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ο προηγούμενος τακτικός στρατός.
Η παραπάνω εξέλιξη είχε αντικειμενική βάση. Η κατοχή δεν κατάργησε - ούτε ήθελε φυσικά να καταργήσει - το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Και ήταν επόμενο ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και τεταρτοαυγουστιανοί, να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού κράτους. Τα πράγματα, δηλαδή, έθεταν εξ αντικειμένου το ζήτημα ένα τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου να διαχειριστεί και να υπερασπιστεί άμεσα - και κυρίως μακροπρόθεσμα - την εξουσία της τάξης του. Αυτή την ανάγκη την αναγνώριζε ολόκληρος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Γι' αυτό ακριβώς επικρότησε τη δημιουργία των κατοχικών κυβερνήσεων ως εθνική ανάγκη. Γι' αυτό ακριβώς και ο αστικός Τύπος τις στήριξε. Πέρα, βεβαίως, και από το γεγονός ότι οι κατακτητές χρειάζονταν κυβερνήσεις-υποχείριά τους για να συμβάλουν στο δικό τους (των κατακτητών) ρόλο καταστολής του λαού, ως τοποτηρητές των γερμανικών συμφερόντων.
Ο στόχος, επομένως, ήταν διπλός και αυτό το δίπτυχο αποτελούσε τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Πρέπει, λοιπόν, να αναγνωριστεί στους πολιτικούς παράγοντες-συνεργάτες των Γερμανών ότι επέδειξαν ταξική συνέπεια. Γι' αυτό ακριβώς οι συνεργάτες των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αλλά αξιοποιήθηκαν κατά των λαϊκών δυνάμεων και οι πολλοί στελέχωσαν τους κρατικούς μηχανισμούς και μετά από την απελευθέρωση.
Το μεγαλύτερο τμήμα του αστικού πολιτικού κόσμου της εποχής ανήκει στους «απόντες» του αγώνα. Για παράδειγμα, στον Γ. Παπανδρέου, στον οποίο έγινε πρόταση να ηγηθεί του ΕΑΜ, ανήκει το κατηγορηματικό «όχι» που έδωσε ως απάντηση. Εξάλλου, από τη Νίκαια της Γαλλίας όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο Ν. Πλαστήρας καλούσε με επιστολή του το λαό να συνεργαστεί με τους κατακτητές.
Ποια ήταν η επιδίωξή τους; Ηταν η ίδια της προπολεμικής-προδικτατορικής περιόδου: Οταν θα φύγουν κάποτε οι κατακτητές, να επανέλθουν τα πράγματα στην προ της 4ης Αυγούστου κατάσταση και ν' αναλάβουν αυτοί τα ηνία της διακυβέρνησης. Μέχρι τότε «ας κάτσουμε όλοι στ' αυγά μας», περιμένοντας την αίσια έκβαση του πολέμου, που θα την φέρουν οι ισχυροί σύμμαχοι... Από αυτή την άποψη, μόνο δυσφορία δημιουργούσε σε όσους ήταν αντιβασιλικοί το θέμα του βασιλιά. Δυσφορούσαν από το γεγονός ότι οι Βρετανοί είχαν τη βασιλεία ως ένα από τα βασικά τους στηρίγματα στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που και οι ίδιοι στήριζαν στους Βρετανούς τις ελπίδες τους.
Μόλις η Ελλάδα κατακτήθηκε, αλλά και στην πορεία, ένα μεγάλο τμήμα του παραπάνω πολιτικού κόσμου μετακόμισε στην Αίγυπτο, απ' όπου γύρισε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση... Θα επιστρέψουμε στα όσα αφορούν στη δράση τους στο εξωτερικό. Για την ώρα, ας μείνουμε στη στάση τους απέναντι στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση.
Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι και οι φιλελεύθερες (και όχι μόνο οι «δεξιές») πολιτικές δυνάμεις πολέμησαν ανοιχτά το ΕΑΜ ή το υπονόμευσαν εντέχνως. Το ίδιο και οι Εγγλέζοι «σύμμαχοι», μέσω της Ιντέλιτζενς Σέρβις και των στρατιωτικών μηχανισμών τους στην Ελλάδα και στη Μ. Ανατολή. Οι Εγγλέζοι προσπάθησαν να αξιοποιήσουν σ' ένα βαθμό τη δύναμη του ΕΛΑΣ στο συμμαχικό πόλεμο, και το έκαναν. Ταυτόχρονα, όμως, επιχειρούσαν την υπονόμευση και τη χειραγώγησή του, ώστε να τον εξουδετερώσουν μετά την απελευθέρωση. Ο Εντι Μάγιερς είναι αποκαλυπτικός ως προς αυτό. Εγραψε:
«Η ρίζα του αγγλοαμερικάνικου προβλήματος στην Ελλάδα μεταξύ 1941-1944 ήταν ότι παρά τις προσπάθειές μας να κάνουμε την Αντίσταση και την εξόριστη κυβέρνηση περισσότερο αντιπροσωπευτικές, ώστε να μειώσουμε τις δυσχέρειες της Ελλάδας όταν θα κέρδιζε την ελευθερία της, η άμεση στρατιωτική μας πολιτική υποστήριξης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (του μεγαλύτερου μέχρι τότε Κινήματος Αντίστασης) ήρθε σε άμεση αντίθεση με τα μακροπρόθεσμα πολιτικά μας σχέδια»4.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος είχε βαθύτατη συνείδηση ότι ο λαϊκός αγώνας κατά των κατακτητών είχε κατά βάθος ταξικό περιεχόμενο. Δεν ξεγελιόταν από το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο του, που «υπερκάλυπτε» σε μεγάλο βαθμό το κοινωνικό. Κατανοούσε καλά πως ο ερχομός των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο, έστω με αφετηρία την εθνική απελευθέρωση, θα αφαιρούσε από τα αστικά κόμματα την πολιτική ηγεμονία. Και ότι στην πορεία της πάλης ήταν δυνατό να οξυνθούν και τα αντικαπιταλιστικά κριτήρια των λαϊκών μαζών. Γιατί, την ίδια στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και η δυστυχία ήταν ο καθημερινός σύντροφος των υπολοίπων, κάποιοι θησαύριζαν. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο και η εξαθλίωση μεγάλου τμήματος της αγροτιάς δεν οφείλονταν μόνο στους κατακτητές. Μαζί με τους τελευταίους υπήρχε και η ντόπια αστική τάξη. Κατά συνέπεια, κατανοούσαν ότι σε κάποια στιγμή η λαϊκή αντίθεση μπορούσε να στραφεί εναντίον όλων. Γι' αυτό και έκαναν ό,τι περνούσε απ' το χέρι τους, για να μείνει ο λαός υποταγμένος. Η καλλιέργεια της ηττοπάθειας, του «ρεαλισμού» (!) και της κινδυνολογίας - μαζί με τον αντικομμουνισμό - οργίασαν.
Η κατάταξη των αστικών πολιτικών δυνάμεων, που προηγήθηκε, θα ήταν σχηματική αν δεν έβλεπε κανείς την αλληλοσχέση που υπήρχε μεταξύ τους.
Πώς εκφράστηκαν ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις η αλληλοσχέση και η μεταξύ τους κοινή βάση; Ορισμένα παραδείγματα.
Είναι ανακριβές ότι ο αστικός πολιτικός κόσμος, που δεν μπήκε στις κυβερνήσεις των «κουίσλινγκ», ήταν αμέτοχος στη συγκρότησή τους και ότι αυτές δεν είχαν τη σύμφωνη γνώμη του. Το αντίθετο. Να τι έγραψαν οι αθηναϊκές εφημερίδες στις 8 του Μάη 1941:
«Ο Πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους Πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ. κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρη, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις: "Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της Κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς. Επίσης πάντες ανεγνώρισαν το σφάλμα του εκπεσόντος καθεστώτος να κηρύξη τον πόλεμον κατά της Γερμανίας και διεκήρυξαν το χάσμα, το οποίον χωρίζει την Ελλάδα από την Κυβέρνησιν των εν Κρήτη εγκατασταθέντων φυγάδων. Πολλοί εξ αυτών εξεδήλωσαν τον ζωηρόν αποτροπιασμόν των, διότι οι φυγάδες ούτοι δεν συνεταύτισαν τας τύχας των με τον Ελληνικόν Λαόν, τον οποίον, εκτός της συμφοράς του πολέμου, απεγύμνωσαν διά της αφαιρέσεως του Δημοσίου Χρήματος..."»5.
Δηλαδή, οι παραπάνω πολιτικοί, αφού στήριξαν δημόσια την κυβέρνηση των Γερμανών στην Ελλάδα, έκαναν δήθεν και τον τιμητή στους υπόλοιπους της αστικής τάξης, που έφυγαν από τη χώρα κατακλέβοντας και το Δημόσιο Ταμείο!
Αλλο παράδειγμα της αλληλοσχέσης: Μετά το θάνατο του Μεταξά, την αυτοκτονία (;) του πρωθυπουργού Κορυζή και την εμφάνιση του Κοτζιά - πρωτοπαλίκαρου της 4ης Αυγούστου και δημάρχου Αθήνας - ως πρωθυπουργού για λίγες ώρες, ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β' κάλεσε τον Εμ. Τσουδερό στις 21 Απρίλη 1941 και τον διόρισε πρωθυπουργό. Γιατί διόρισε τον Τσουδερό, που ήταν βενιζελικός, και όχι κάποιον άλλον; Για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν έτοιμος να φύγει για την Κρήτη και σε συνέχεια για το Κάιρο και χρειαζόταν να έχει η κυβέρνησή του μια «δημοκρατική» βιτρίνα, μια βενιζελική πρόσοψη.
Ο Τσουδερός, λοιπόν, επιδίωξε η σύνθεση της κυβέρνησης να είναι αντιπροσωπευτική των κομμάτων. Αλλά μπήκαν στη μέση οι Εγγλέζοι, που ήθελαν να προφυλάξουν τους δημοκρατικούς πολιτικούς (Γ. Παπανδρέου κ.ά.) και έπεισαν τον Τσουδερό να σχηματίσει αμιγή «ακροδεξιά» κυβέρνηση. Στη σύνθεσή της περιλήφθηκαν τα πιο εκτεθειμένα, τα πιο αντιδραστικά στοιχεία: Ο ναύαρχος Σακελλαρίου, ο Μανιαδάκης - υφυπουργός Ασφαλείας επί Μεταξά -. ο Κοτζιάς, ο Νικολούδης, ο Δημητράτος!
Φεύγοντας η κυβέρνηση Τσουδερού άφησε πίσω της κυβερνητικό κλιμάκιο με επικεφαλής τον αρχιδήμιο Κ. Μανιαδάκη, «που έπρεπε να φροντίσει να μην απολυθούν οι φυλακισμένοι και οι εξόριστοι και να εμποδιστεί η αναχώρηση, στην Κρήτη ή αλλού, των ανεπιθύμητων στο καθεστώς. Ετσι, πολλοί φυλακισμένοι και εξόριστοι παραδόθηκαν στον κατακτητή και Κρητικοί, που ήθελαν να πάνε στο νησί τους και να πολεμήσουν, εμποδίστηκαν από το φρουρό του καθεστώτος, τον Μανιαδάκη»6!
Ως προς την παραπάνω διαπλοκή μπορούμε να δούμε και τις περιπτώσεις των Δαμασκηνού και Αγγελου Εβερτ. Ο πρώτος ήταν (έγινε) αρχιεπίσκοπος στην Κατοχή, ενώ μετά την Κατοχή έγινε αντιβασιλιάς και έπαιξε ηγετικό ρόλο στην καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος, ως στενός συνεργάτης και άνθρωπος του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ στη διάρκεια του Δεκέμβρη 1944 και μετά. Τον ίδιο ρόλο έπαιξε και ο Εβερτ ως διευθυντής της Ελληνικής Αστυνομίας. Και τους δύο τους προτίμησαν οι Γερμανοί, αλλά στηρίζονταν σε αυτούς και οι Εγγλέζοι. Τους ήθελε, όμως, και ο Γ. Παπανδρέου και ο Πλαστήρας και γενικά η πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου...
Αλλο παράδειγμα: Ανάμεσα στις αστικές αντιστασιακές στρατιωτικές οργανώσεις, που δημιουργήθηκαν ως αντίβαρο στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ, η πιο σημαντική ήταν ο ΕΔΕΣ.
Τι έχει, ωστόσο, αποδειχτεί; Πρώτον, ότι ο ΕΔΕΣ, με καθοδηγητή τον Πλαστήρα, δημιουργήθηκε και δρούσε με την έμπνευση, τα σχέδια και τις λίρες της Μ. Βρετανίας. Δεύτερο, ότι κύριος στόχος του δεν ήταν οι Γερμανοί, όπως ισχυριζόταν η ηγεσία του, αλλά ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ. Τρίτο, ότι στην ηγεσία του συνυπήρχαν και συνεργάτες των Γερμανών, ενώ ο ίδιος ο Ζέρβας ήταν άνθρωπος των Εγγλέζων. Ταυτόχρονα, ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου συγκαταλεγόταν σε εκείνες τις προσωπικότητες που είχαν περισσότερες σχέσεις με φιλελεύθερους πολιτικούς. Ο ΕΔΕΣ στηριζόταν στην εγγλέζικη δύναμη, προκειμένου, μέσω αυτής της ενίσχυσης, να συμβάλει στη δημιουργία μετακατοχικών εξελίξεων διατήρησης της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Αυτό εξάλλου έκανε και το κάθε κόμμα της οικονομικής ολιγαρχίας.
Τον παραπάνω στόχο τον εξυπηρετούσαν και δυνάμεις συνεργαζόμενες με το ΕΑΜ, αλλά και δυνάμεις που ήταν εντός του ΕΑΜ. Και, βέβαια, οι επιδιώξεις τους ήταν φυσικό επακόλουθο του χαρακτήρα τους, ως αστικών δυνάμεων, και του προγράμματός τους.
Ηταν πρώτα απ' όλα θέμα της συνειδητής πρωτοπορίας του Μετώπου που δημιουργήθηκε να βάλει στόχο τη λαϊκή εξουσία. Αυτό, δυστυχώς, δεν έγινε κατορθωτό.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι καθόλου δεν υπήρχαν σινικά τείχη ανάμεσα στα κόμματα της αστικής τάξης, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Αντίθετα, όσο κι αν αυτές οξύνονταν, τα κοινά υπόβαθρα παρέμεναν.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η στάση των βασικών αστικών πολιτικών δυνάμεων έπαιρνε υπόψη της τις εξής παραμέτρους:
α) Τη στήριξη του κρατικού μηχανισμού και ταυτόχρονα τη συσπείρωση σωμάτων κρούσης που θα χτυπούσαν το ΕΑΜικό κίνημα και το ΚΚΕ.
β) Οτι η στρατιωτική δύναμη της Μεγάλης Βρετανίας ήταν μέσον εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση της κυριαρχίας της τάξης. Και την αξιοποίησαν στο έπακρο.
γ) Την ταχύτατη ανάπτυξη του ΕAM και του ΚΚΕ, κατά συνέπεια την ανάγκη τους να παρεμβάλλουν εμπόδια και κυρίως να υπονομεύουν πολιτικά και οργανωτικά την ΕΑΜική πάλη. Η παρουσία της εγγλέζικης αποστολής στα ελληνικά βουνά (Εντι Μάγιερς, Κρις Γουντχάουζ, κ.ά.) διεκπεραίωνε και αυτόν το ρόλο, σε συνεργασία με πολιτικούς παράγοντες που θεωρούνταν ...προοδευτικοί. Και τον διεκπεραίωνε στο πλαίσιο της ταυτόχρονης αντιχιτλερικής πάλης που διεξήγε γενικότερα η Μ. Βρετανία.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος, που μετακόμισε στο εξωτερικό, περνούσε τον καιρό του στην Αίγυπτο μέσα σε ατέλειωτες αντιλαϊκές δράσεις που σκάρωνε με τους Εγγλέζους. Κύριο μέλημά τους είχαν να συγκροτήσουν, να συντηρήσουν και να ενισχύσουν τα τμήματα του αστικού κρατικού μηχανισμού, που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, προετοιμάζοντας και προσβλέποντας στις μεταπολεμικές εξελίξεις. Και πρέπει να τους αναγνωριστεί συνέπεια και σταθερότητα.
Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω παράδειγμα, που δείχνει τη στοχοπροσήλωση των αστικών κομμάτων στην υπεράσπιση της αστικής εξουσίας: Ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, υπουργός στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», που σχηματίστηκε μετά το «Συμβόλαιο του Λιβάνου», μιλώντας στους υπαλλήλους του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο Κάιρο, έλεγε αποφασιστικά και τρομοκρατώντας:
«Οπως και εις όλας τας άλλας υπηρεσίας, ούτω και εις την υπηρεσίαν του υπουργείου της Δικαιοσύνης, πρέπει να επικρατήση το αίσθημα ότι απαρεγκλίτως άκαμπτος θα είναι η θέλησις προς εργασίαν και προς επιβολήν της τάξεως. Εκ της θελήσεως ταύτης θα προκύψει η έννοια του κράτους. Οσοι θέλουν να συμμορφωθούν προς την τοιαύτην έννοιαν του κράτους, θα έχουν στάδιον δράσεως. Οσοι θελήσουν να επιμείνουν εις τας κτηθείσας έξεις, θα παραμερισθούν και, εάν επιμείνουν, θα συντριβούν»7.
Μέσα, λοιπόν, σε συνθήκες οξυμένων κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων, ένοπλου αντιστασιακού λαϊκού κινήματος και ανυπόληπτων αστικών κομμάτων, ήταν αδήριτη ανάγκη για την εγχώρια αστική τάξη να υπάρξει δύναμη ισχυρή και αποφασισμένη να σκορπίσει το θάνατο. Την τελευταία ιδιότητα η ντόπια αστική τάξη την διέθετε εξ ολοκλήρου. Εκείνη που της έλειπε, στον απαιτούμενο βαθμό, ήταν η στρατιωτική δύναμη. Η παρέμβαση του εγγλέζικου παράγοντα της έλυνε και αυτό το πρόβλημα.
Η παρέμβαση ήταν ακριβώς εκείνη που της χρειαζόταν: Αποφασιστική. Ηταν παρέμβαση με πυγμή που δεν είχε το χρόνο να «παίζει» με τις αντιθέσεις κομμάτων-παλατιού ή κομμάτων μεταξύ τους. Ηταν παρέμβαση πρακτική.
Στο Λίβανο, απέναντι στην αντιπροσωπεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κάθονταν οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων. Ομως, στο παρασκήνιο, πίσω από τις αστικές ηγεσίες βρίσκονταν οι Εγγλέζοι. Ενώ στην Καζέρτα ήταν οι ίδιοι στο προσκήνιο. Και πολύ περισσότερο το Δεκέμβρη του 1944.
Η Ιστορία γράφεται από τους νικητές, γι' αυτό και η δική τους ιστοριογραφία κυριαρχεί, για όσο διάστημα κυριαρχούν και εκείνοι.
Λέγεται - και σωστά - ότι τα διδάγματα από τη μελέτη των ιστορικών γεγονότων χρησιμεύουν στο παρόν, ως πείρα και ως συνέχεια. Το παραπάνω θα μπορούσε, ίσως, και να αντιστραφεί ως εξής: Η πείρα του παρόντος είναι χρήσιμη, κατά μία γενική αλλά και συγκεκριμένη έννοια, προκειμένου να γίνει ένα από τα εργαλεία που βοηθούν στο να δει κανείς από τη σωστή σκοπιά βασικά ιστορικά γεγονότα που απέχουν δεκαετίες από το παρόν.
Για παράδειγμα, αν στο απώτερο μέλλον συμβεί (ελπίζουμε και πιστεύουμε ότι δε θα συμβεί) να κυριαρχεί η αντιλαϊκή πολιτική, τότε και η κυρίαρχη ιστοριογραφία θα χαρακτηρίζει τη σημερινή πολιτική του ΚΚΕ (15ο και 16ο Συνέδριο) ως πολιτική δογματική, σεχταριστική, αναχρονιστική, όπως ακριβώς χαρακτηρίζεται και σήμερα από τους πολέμιούς της. Κι ας είναι η μοναδική πολιτική που ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και του χωριού, της νεολαίας.
Ομοφωνία, βεβαίως, στην ανάλυση των ιστορικών ζητημάτων δεν μπορεί να υπάρξει. Εύλογο, αφού, ας το επαναλάβουμε, η ιδεολογικοπολιτική μεθοδολογία και η ιστορική ανάλυση που την συνδέει έχουν ταξική αφετηρία.
Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για την περίοδο 1941-1945 (από τη δημιουργία του ΕAM μέχρι τη Βάρκιζα και μέχρι το 1949), όπου ξετυλίχτηκαν μεγάλα γεγονότα, σύνθετα, πολύπλοκα και πρωτόγνωρα από πολλές απόψεις.
Τα χρόνια που πέρασαν από την περίοδο 1941 -1945 βρίσκουν όλες τις γενιές κατά πολύ απομακρυσμένες από την ώρα που διαδραματίζονταν εκείνα τα γεγονότα, κατά πολύ απομακρυσμένες από τον κουρνιαχτό που σήκωσαν η διαστρέβλωση, η λαθολογία και η υστερία του νικητή. Συσσωρεύτηκε στο μεταξύ και αρκετή εμπειρία. Ο ιδεολογικοπολιτικός πόλεμος για τα τότε χρόνια - που συνεχίζεται, όπως είναι φυσικό - ακόνισε καλά τα όπλα των αντιμαχομένων. Εχει κάνει πολύ καθαρές τις βασικές γραμμές που συγκρούονται. Ολα αυτά επιτρέπουν την εξαγωγή μιας σειράς συμπερασμάτων.
1. Νους και ψυχή της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, καθώς και κύριος αιμοδότης της, υπήρξε το ΚΚΕ. Δίχως το ΚΚΕ - αν μπορούσε να γίνει αυτή η αφαίρεση - δε θα υπήρχε ούτε το ΕAM ούτε ο ΕΛΑΣ και η ΕΠΟΝ.
Χρειάζεται η συνεχής επανάληψη και υπενθύμιση αυτού του γεγονότος, για μια σειρά λόγους. Ο σπουδαιότερος: Για να καταδείχνεται τόσο η αναγκαιότητα της ύπαρξης του ΚΚΕ και στις μέρες μας όσο και η σημασία που έχει η ολόπλευρη ενδυνάμωσή του για τη δημιουργία του Αντιμονοπωλιακού Αντιιμπεριαλιστικού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, για τη λαϊκή εξουσία. Το δίδαγμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο, γιατί πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής συνεχίζουν να υπάρχουν και μάλιστα σε πολύ οξυμένη μορφή. Δεν είναι παρωχημένα...
Δεν είναι καθόλου τυχαίο - το αντίθετο - ότι πριν τη δημιουργία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, συγκροτήθηκε το Εργατικό ΕAM (EEAM). Αυτή η ευαισθησία και η ετοιμότητα της εργατικής τάξης να πρωτοστατήσει, οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν (και είναι) η πιο εκμεταλλευόμενη τάξη της κοινωνίας. Η οργάνωση των πρωτοποριακών τμημάτων της στο Εργατικό ΕΑΜ δεν εξέφραζε μόνο την απεριόριστη ανιδιοτέλεια της τάξης, αλλά και τη συγκεντρωμένη εμπειρία της από τους αγώνες (συχνά αιματηρούς) των προηγούμενων χρόνων, κατά των εργοδοτών και των πολιτικών που υπηρετούσαν την αστική τάξη. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μάης του '36 απείχε μόλις πέντε χρόνια από την ίδρυση του ΕΕΑΜ. Ας μην ξεχνάμε τους χιλιάδες εργάτες που πέρασαν από τα κολαστήρια των Μεταξά - Μανιαδάκη ή τους δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματισμένους, εξόριστους, τους χιλιάδες διωκόμενους εργάτες από τις κυβερνήσεις των Βενιζέλου, Πάγκαλου, Γούναρη και άλλων. Η δημιουργία του ΕΕΑΜ επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι η αφετηρία και η ρίζα της πολιτικής των συμμαχιών πρέπει να είναι το κοινωνικό στοιχείο που, βεβαίως, είναι και πολιτικό.
Ορισμένοι συγγραφείς, στην προσπάθειά τους να διαχωρίσουν τον ΕΛΑΣ από το ΚΚΕ και να αποδώσουν την ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στην αυτόνομη, όπως λένε, πορεία που είχε από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, κατηγορούν την τότε ηγεσία του ΚΚΕ ότι: Στο πλαίσιο «της επαναστατικής ορθοδοξίας» υπερέβαλλε και έριχνε το κύριο βάρος στην ανάπτυξη του κινήματος των πόλεων όπου βρισκόταν η εργατική τάξη, ενώ υποτιμούσε τη σημασία του βουνού. «Η αταβιστική (σημείωση: η μίμηση αρνητικών χαρακτηριστικών των προγόνων) καχυποψία του σταλινισμού απέναντι στην αγροτιά», γράφει ο Dominique Eudes8.
Η τότε ηγεσία του ΚΚΕ, βεβαίως, δεν έβλεπε με καχυποψία την αγροτιά. Αντίθετα, πίστευε στις δυνάμεις της, πολύ περισσότερο που τότε η αγροτιά ήταν πολυπληθέστατη. Κατανοούσε, ωστόσο, ότι η εργατική τάξη είχε (έχει) μεγαλύτερη σταθερότητα, πειθαρχία και ομοιογένεια. Ηταν (είναι) τάξη ικανή να ηγηθεί στις επαναστατικές εξελίξεις, γιατί συνεχώς αυξάνεται, συνεχώς συγκεντρώνεται, είναι η πιο εκμεταλλευόμενη, δεν έχει ιδιόκτητα μέσα παραγωγής, στοιχεία που δε συγκεντρώνει η αγροτιά. Και βεβαίως βρισκόταν στα μεγάλα κέντρα κυρίως. Εκανε, λοιπόν, σωστά η ΚΕ που θεωρούσε ότι το ΕΑΜικό κίνημα έπρεπε να στηριχτεί, πρώτα απ' όλα, στην εργατική τάξη. Αλλά υπήρχε και ένα ακόμη θέμα: Μπορούσε να κερδηθεί ο αγώνας, αν προπύργιά του δεν ήταν τα βασικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη κ.ά.); Και επιπλέον: Μπορούσε να στηριχτεί και να αναπτυχθεί το ένοπλο κίνημά του (ΕΛΑΣ) δίχως ένα πανίσχυρο πολιτικό μαζικό κίνημα, δίχως το ανίκητο παράνομο δίκτυο των πόλεων, το δίκτυο του ΕΑΜ; Κατ' αρχάς, ο ΕΛΑΣ δεν υπήρχε μόνο στα βουνά, υπήρχε και σε Αθήνα-Πειραιά, όπου ήταν μάλιστα και πολυπληθής. Και που η σύνθεσή του ήταν κυρίως εργατική. Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν έπεσε στο λάθος να αντιπαραθέσει το πολιτικό στο στρατιωτικό. Επιχείρησε να τα συζεύξει. Και το έκανε με αρκετή επιτυχία.
Εξίσου σωστά αντιλαμβανόταν επίσης ότι η εργατική τάξη δίχως την αγροτιά θα διεξήγε αγώνα μάταιο. Η πόλη στήριζε το βουνό και το βουνό την πόλη. Και οι δύο μαζί τον αγώνα. Και, βεβαίως, η καθοδήγηση γινόταν από το Κόμμα της εργατικής τάξης.
Η σημασία των κέντρων (πόλεων) μπορεί να κατανοηθεί πιο καθαρά στα χρόνια 1947-1949. Η τροπή του εμφυλίου πολέμου θα ήταν διαφορετική, αν ο ΔΣΕ είχε στον έλεγχό του τέτοιες πόλεις. Και για να εξασφαλίζει εφεδρείες και για πολλούς άλλους λόγους.
2. Το ΚΚΕ υπογραμμίζει και σήμερα ότι είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του δίχως τη συνεχή κατάκτηση της θεωρητικής γνώσης, την αφομοίωση της μαρξιστικής-λενινιστικής μεθόδου ανάλυσης των εξελίξεων, δίχως την αφομοίωση της διδασκαλίας για το Κόμμα.
Η παραπάνω υπόμνηση μας παραπέμπει εξ αντικειμένου και στα χρόνια της περιόδου 1941-1945, όπου, αν παρατηρήσει κανείς την τότε κατάσταση, θα διαπιστώσει την ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων.
Πρόκειται για θέμα θεμελιακής σημασίας, που αποτελεί και δίδαγμα, αλλά και που σε καμιά περίπτωση η επισήμανσή του δεν πρέπει να οδηγήσει σε αφ' υψηλού και εκ των υστέρων - άρα εκ του ασφαλούς - θεώρηση των πραγμάτων. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, να αμφισβητηθεί η μεγάλη προσφορά του ΚΚΕ και της ΕΑΜικής Αντίστασης, η ηρωική και μεγαλειώδης προσπάθεια εκατομμυρίων απλών ανθρώπων, των λαϊκών μαζών. Και το θέμα, βεβαίως, δε βρίσκεται στο να ριχτεί στο πυρ το εξώτερον η τότε ηγεσία του ΚΚΕ, επειδή δεν αντιμετώπισε επαρκώς αυτά τα προβλήματα.
Η καθυστέρηση στη θεωρητική ανάπτυξη εξηγείται φυσικά και με αντικειμενικούς λόγους. Η παράνομη και ημιπαράνομη ζωή του ΚΚΕ (με διαλείμματα νομιμότητας) στα χρόνια 1918-1941, και το σχετικά νεαρό της ηλικίας του εμπόδισαν αναμφίβολα την ανάπτυξη συστηματικής θεωρητικής δουλειάς, παρά το γεγονός ότι είχε κάποιες δυνατότητες να βγάλει πιο ουσιαστικά και σε βάθος συμπεράσματα από τη δική του πείρα αντιμετώπισης των κρίσεων που είχε στο μεταξύ περάσει (πάλη κατά του αρχειομαρξισμού, του λικβινταρισμού, των σοσιαλδημοκρατών που υπήρχαν στις γραμμές του από το 1918, κ.ά.). Ωστόσο, οι αντικειμενικές συνθήκες δεν αναιρούν την υποκειμενική ευθύνη. Οταν μάλιστα υπάρχει το παράδειγμα του Μπολσεβίκικου Κόμματος, που μέσα στη φωτιά της πάλης φρόντιζε να συνδέει την ιδεολογική και οργανωτική δράση με συνέπεια και συστοιχία. Βεβαίως, στην τότε Ρωσία υπήρχαν πλούσιες επαναστατικές παραδόσεις, πολλά χρόνια πριν ξεσπάσει η Οχτωβριανή Επανάσταση, κάτι που δεν υπήρξε στην Ελλάδα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Παράλληλα, αφομοιώθηκε από το ρωσικό επαναστατικό κίνημα η αντίστοιχη πείρα των επαναστατικών κινημάτων της Δυτικής Ευρώπης. Το γιατί δεν έγινε δυνατό σε μεγάλο βαθμό να αφομοιωθεί δημιουργικά η συγκεκριμένη εμπειρία, είναι ένα θέμα που ίσως να μην αφορά μόνο και κυρίως το ΚΚΕ εκείνων των χρόνων, αλλά να αφορά το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Και είναι θέμα προς μελέτη.
3. Καθένας από τους ηγέτες του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έπαιξε ασφαλώς το μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο του, είχε τη σημαντική συμβολή του. Αλλά η πρώτη τιμή, ο πρώτος ρόλος, ανήκει στο ΚΚΕ.
Η ανάδειξη του συλλογικού όχι μόνο δε μειώνει το ατομικό, αλλά και το τοποθετεί στις σωστές διαστάσεις του. Προσδίδει στην ιστορική προσωπικότητα (Αρης - Σαράφης, κ.ά.) το πραγματικό ύψος της, δίχως να την μυθοποιεί.
Ο ηρωικός θάνατος ενός ηγετικού στελέχους (και γενικά η προσφορά του), όσο κι αν πρέπει να εξαίρεται και να παραδειγματίζει, δεν είναι πολιτικά - αλλά και ηθικά - σωστό να σβήσει τα όποια λάθη του στελέχους όταν αποτιμώνται η πορεία και η προσφορά του. Κι εξάλλου, υπάρχουν χιλιάδες νεκροί του αγώνα, ακόμη και παιδιά, που έδωσαν τη ζωή τους για τα ιδανικά του ΚΚΕ. Και που δεν έκαναν τίποτα λιγότερο - από την άποψη της αυτοθυσίας - απ' ό,τι οι γνωστοί ήρωες και ηρωίδες του ΚΚΕ.
4. Η πείρα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είναι εξαιρετικά χρήσιμη και όταν αφορά στο ρόλο της βίας στην ταξική πάλη, ως συστατικό στοιχείο της. Ενθεν και ένθεν. Η επικαιρότητά του ως θέματος της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης είναι σημαντικά αυξημένη σήμερα. Κι όταν μάλιστα αναφερόμαστε στα χρόνια 1941-1945, που ο λόγος γίνεται για την ένοπλη βία των δικαίων και των αδίκων.
Καθόλου δεν είναι τυχαία η προπαγανδιστική προσπάθεια των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών να συσκοτίσουν τα πράγματα, μιλώντας γενικά για καταδίκη της τρομοκρατίας. Πέρα από το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο βγάζουν έξω από το λογαριασμό τη δική τους κρατική τρομοκρατία, επιχειρούν και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό: Βάζουν στο ίδιο τσουβάλι (άρα είναι προς καταδίκη και δίωξη) την τρομοκρατία οργανώσεων που οι ίδιοι καθοδηγούν ή χρησιμοποιούν ή αξιοποιούν, με τη λαϊκή πάλη! Γιατί αυτή η τελευταία είναι ο στόχος τους. Και η αντιμετώπισή της συνδέεται και με την πολιτική δυσφήμισή της, αλλά και με την απόρριψή της από τους ίδιους τους λαούς...
Από αυτή την άποψη, η πείρα των χρόνων 1941 -1945 (καθώς και μετά, η πείρα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας) είναι εξαιρετικά πολύτιμη. Μπροστά στη βία του αστικού κράτους και των οργανώσεων και μηχανισμών του, οι αγωνιζόμενοι λαοί δεν έχουν τίποτα άλλο να αντιπαρατάξουν από το μαζικό πολιτικό αγώνα, που περιλαμβάνει όλες τις μορφές πάλης - και την ένοπλη. Τι άλλο έχουν ν' αντιπαρατάξουν σήμερα οι Παλαιστίνιοι ή οι Κουβανοί ή άλλοι; Αυτός ο αγώνας είναι όντως εχθρικός με την τρομοκρατία (την πάσης φύσεως) που ασκεί ο ιμπεριαλισμός ή με τις δήθεν επαναστατικές οργανώσεις που λειτουργούν ως προβοκάτορες κατά των λαϊκών κινημάτων. Και βεβαίως δεν είναι πολιτικά σύμφωνος με τους απεγνωσμένους, που ζώνονται με πυρομαχικά και χτυπούν στα τυφλά, προσδοκώντας ν' αντιπαλέψουν έτσι τον ιμπεριαλισμό.
5. Την άνοιξη του 1943 αποφασίστηκε η αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Το γεγονός αυτό ήταν μεγάλης σημασίας, όχι θετικής.
Δεν είναι της στιγμής να εξεταστεί εδώ η ιστορία της αυτοδιάλυσης, ούτε οι λόγοι που αναφέρονται στο σκεπτικό για τη συγκεκριμένη απόφαση, που σε τελευταία ανάλυση είναι λίγο-πολύ γνωστοί.
Οπως υπογράμμισε η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (15-16 Ιούλη 1995), «χρειάζεται να μελετηθούν στην πορεία και να φωτιστούν οι αρνητικές συνέπειες, οι επιπτώσεις από τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ως ενιαίου κέντρου, με την ανταλλαγή απόψεων και με άλλα κομμουνιστικά κόμματα»9.
* Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 5/2001 της ΚΟΜΕΠ.
Σημειώσεις
1. Τάιμς της Νέας Υόρκης, 24 Ιούλη 1941.
2. Ηλία Βενέζη, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, σελ. 194, εκδ. «Εστία».
3. Ο.π., σελ. 215.
4. Εντι Μάγιερς, Η ελληνική περιπλοκή, σελ. 280-281, εκδ. «Εξάντας».
5. Κομνηνού Πυρομάγλου, Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του, τόμ. Α', σελ. 136-137, Αθήναι, 1965.
6. Γιώργη Αθανασιάδη, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας, σελ. 67, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
7. Θεμιστοκλή Τσάτσου, Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944), σελ. 23, εκδ. «Ικαρος».
8. Dominique Eudes, Οι Καπετάνιοι, σελ. 25, εκδ. «Εξάντας».
9. Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού καθεστώτος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού, σελ. 64, έκδ. της ΚΕ του ΚΚΕ.
Πώς Βρετανοί και Αμερικανοί υπονόμευσαν την ενίσχυση της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου
Αυτά που συνέβησαν το 1940 δείχνουν ανάγλυφα τη φενάκη αυτής της πολιτικής. Την ώρα της κρίσης και της ανάγκης οι μεγάλοι θα κοιτάξουν μόνο τα δικά τους συμφέροντα και δε θα διστάσουν να πλήξουν το μικρό «στρατηγικό τους εταίρο» πισώπλατα. Οι ρητορείες, τότε, στα 1940, όπως και σήμερα, τίποτε δεν κοστίζουν. Στην πραγματικότητα όμως οι λαοί μένουν μόνοι στις δύσκολες ώρες, όταν χρειάζεται να προασπίσουν την ελευθερία τους. Τότε αποκαλύπτονται οι «μεγάλοι σύμμαχοι», τότε φαίνεται η ποιότητα των δεσμεύσεων και των εγγυήσεών τους, τότε ο λαός μπορεί να βρεθεί με έναν ακόμα εχθρό στην πλάτη του. Οπως ακριβώς έγινε το '40-'41.
***
Οι πρώτες επαφές του ελληνικού ΓΕΣ για προμήθεια οπλισμού από τις ΗΠΑ είχαν γίνει τον Ιούνιο του 1940, όταν οι γερμανικές επιτυχίες στο δυτικό μέτωπο άμβλυναν την αμερικανική προσήλωση στην ουδετερότητα. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 η ελληνική κυβέρνηση, διαμέσου της πρεσβείας της στην Ουάσιγκτον, κατέθεσε συγκεκριμένο αίτημα για την προμήθεια 50 ως 75 καταδιωκτικών αεροπλάνων της εταιρείας «Vultee»3. Ενα μήνα αργότερα η ελληνική πλευρά κατέθεσε πρόσθετο υπόμνημα όπου ζητούσε επιπρόσθετα άλλα 50 μονοθέσια καταδιωκτικά αεροπλάνα καναδικού σχεδιασμού («Columbia») που κατασκευάζονταν στις ΗΠΑ ή έστω την παράδοση σε αυτή μέρους ή του συνόλου των 60 καταδιωκτικών «Seversky» που είχε παραγγείλει η κυβέρνηση της Σουηδίας, αλλά εκκρεμούσε η παράδοσή τους4.
Η αμερικανική άρνηση για την πώληση στρατιωτικών αεροπλάνων στην Ελλάδα ανακοινώθηκε στον Πρέσβη Διαμαντόπουλο στις 26 Οκτωβρίου, δύο ημέρες πριν ξεκινήσει η ιταλική εισβολή6. Θα μπορούσε να το εκλάβει κανείς ως πικρή ειρωνεία.
Τις επόμενες ημέρες το ζήτημα των πιστώσεων σε δολάρια που θα μπορούσε να πάρει η ελληνική κυβέρνηση, για να πληρώσει τα στρατιωτικά εφόδια που θα αγόραζε, αποτέλεσε το νέο κεφάλαιο της κωλυσιεργίας. Οι Βρετανοί απαγόρευαν τη διάθεση των μικρών στρατιωτικών πιστώσεων (5.000.000 λίρες), που είχαν δώσει στην Ελλάδα, για αγορές μη βρετανικών ειδών. Ο πρέσβης Διαμαντόπουλος υπενθύμισε την παροχή τέτοιου είδους πιστώσεων στη Φινλανδία τον προηγούμενο χρόνο για αγορά στρατιωτικού υλικού. Η διαφορά ήταν ότι η Φινλανδία πολεμούσε τους Σοβιετικούς, όχι τον Αξονα.... Στα μέσα Νοεμβρίου οι Αμερικανοί κατέληξαν στη θέση ότι η ενίσχυση της μαχόμενης Ελλάδας ανήκε αποκλειστικά στην ευθύνη των Βρετανών και ότι εκείνοι θα έκριναν το τι είδους οπλισμός - ακόμα και αμερικανικής προέλευσης - θα δινόταν στο μικρό τους σύμμαχο10. Στην ελληνική πλευρά η εξέλιξη αυτή δεν άρεσε καθόλου και η διπλωματική αποστολή της χώρας στην Ουάσιγκτον εξακολούθησε να διεκδικεί στρατιωτική βοήθεια σε κάθε κατεύθυνση. Στην ίδια κατεύθυνση εκδηλωνόταν και ο πρέσβης ΜcVeagh που ζούσε την ατμόσφαιρα της Αθήνας και μπορούσε να εκτιμήσει καλύτερα τις συνθήκες του πολέμου. Την όλη κατάσταση σκίαζε ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν μόλις ολοκληρώσει τις παραγγελίες αεροσκαφών που είχε παραγγείλει η ουδέτερη Τουρκία και εφαίνοντο πρόθυμοι να της πωλήσουν άλλα 50 καταδιωκτικά, ενώ την ίδια στιγμή έστελναν αεροσκάφη ακόμα και στην κυβέρνηση του Ιράν11. Μόνο για την Ελλάδα δεν περίσσευε τίποτε!
Στις 22 Νοεμβρίου, μετά από σχετική έκφραση της επιθυμίας του ίδιου του προέδρου των ΗΠΑ, Ρούσβελτ, οι υπηρεσίες των ΗΠΑ φαίνεται πως, για πρώτη φορά, ανακάλυψαν ότι 30 καταδιωκτικά «P-40» θα μπορούσαν να πωληθούν στην Ελλάδα. Η βρετανική αντίδραση ήταν άμεση: Η βρετανική αποστολή στις ΗΠΑ δήλωσε κατηγορηματικά στον Ελληνα πρέσβη ότι τα εν λόγω αεροπλάνα δεν είναι δυνατό να μειώσουν τον αριθμό των προοριζόμενων για την Αγγλία αντίστοιχων και ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να προμηθευτεί μόνο αεροπλάνα που προορίζονταν για την αμερικανική αεροπορία. Ο δυστυχής Διαμαντόπουλος μετέφερε τη βρετανική αυτή θέση στους Αμερικανούς, ζητώντας σχετική ρύθμιση12. Ο Μεταξάς επανήλθε προσωπικά στο ζήτημα σε ικετευτικούς περίπου τόνους, οι Βρετανοί όμως και οι Αμερικανοί συνέχιζαν το παιχνίδι των καθυστερήσεων13. Να σημειωθεί ότι είχε ήδη φτάσει ο Δεκέμβριος, η «μάχη της Αγγλίας» είχε προ πολλού λήξει και ότι, σε συνδυασμό με την έλευση του χειμώνα, ουδείς άμεσος κίνδυνος δεν απειλούσε τα βρετανικά νησιά.
Καθώς ο Δεκέμβριος προχωρούσε και οι δραματικές εκκλήσεις των Ελλήνων έδειχναν να οδηγούν σε κάποια άμβλυνση των αμερικανικών αντιρρήσεων για την πώληση αεροπλάνων, οι βρετανικές υπηρεσίες αποφάσισαν να επιστρατεύσουν παραπλανητικούς ελιγμούς για να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη. Ξαφνικά, οι Βρετανοί πρότειναν την παράδοση στην ελληνική αεροπορία 30 αγγλικών καταδιωκτικών τύπoυ «Defiant» στη θέση των 30 αμερικανικών καταδιωκτικών «P-40» τα οποία θα παραδίδονταν στην RAF σε αντιστάθμισμα14. Τα «Defiant» ήταν πεπαλαιωμένα αεροσκάφη αεροπλανοφόρων που ήδη αποσύρονταν από την ενεργό υπηρεσία. Αμερικανοί και Βρετανοί διπλωμάτες έσπευσαν να «χαιρετίσουν» αυτή τη «γενναιόδωρη» ως προς τους Ελληνες εξέλιξη και έσπευσαν να προκαταλάβουν τη σχετική «συμφωνία» της ελληνικής κυβέρνησης στο σχέδιο15.
Στις 17 Δεκεμβρίου η ελληνική κυβέρνηση έβαλε κατηγορηματικά τέλος στα βρετανικά σχέδια με επείγουσα διακοίνωση της διπλωματικής της αποστολής στην Ουάσιγκτον. Η ελληνική αεροπορία αρνιόταν κατηγορηματικά να παραλάβει αεροσκάφη «Defiant» και ζητούσε την άμεση παράδοση των 30 αμερικανικών καταδιωκτικών16. Οι πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση για να δεχθεί αυτόν το διακανονισμό συνεχίστηκαν για μερικές ακόμα ημέρες. Αμερικανοί ιθύνοντες διαβεβαίωναν την ελληνική πλευρά ότι τα αεροπλάνα «P-40» ήταν ιδιαίτερα δύσκολα στο χειρισμό και στη συντήρησή τους και ότι θα ήταν περισσότερο βάρος παρά πλεονέκτημα για την ελληνική πλευρά17.
Στις 27 Δεκεμβρίου, δύο μήνες μετά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου, ο Μεταξάς έκανε νέα δραματική έκκληση προς την Ουάσιγκτον για την επιτέλους προμήθεια καταδιωκτικών αεροπλάνων. Η έκκληση συνοδευόταν από μακρύ «τεχνικό» υπόμνημα όπου αναιρούνταν ένα προς ένα τα επιχειρήματα της αμερικανικής και βρετανικής πλευράς. Αφού, για παράδειγμα, διαπιστωνόταν ότι οι Βρετανοί πιλότοι δε χρησιμοποιούν τα πεπαλαιωμένα «Defiant» για να αναχαιτίσουν τη γερμανική αεροπορία, με ποια λογική ζητούσαν από τους Ελληνες πιλότους να πολεμήσουν με τέτοιου είδους αεροπλάνα. Τονιζόταν επίσης ότι η μαχόμενη Ελλάδα ήταν έτοιμη να ξοδέψει τα τελευταία της αποθέματα σε συνάλλαγμα για να πληρώσει «μετρητοίς» τα αεροπλάνα αυτά18.
Στο μεταξύ, στα μέσα Ιανουαρίου βρισκόμασταν πλέον, ο πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας είχε πάρει σκληρή και αιματηρή μορφή. Η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να δεχθεί τη βρετανική «προσφορά», βάζοντας ως μοναδικό όρο το να είναι τα αεροπλάνα σε καλή κατάσταση και να υπάρχουν ανταλλακτικά. Εσπευσε μάλιστα να προσφέρει ελληνικά εμπορικά πλοία για να μεταφέρουν τα καταδιωκτικά που ζητούσαν σε αντιστάθμισμα οι Βρετανοί από τις ΗΠΑ στο Ιράκ21. Οι Βρετανοί όμως δεν το έβαλαν κάτω. Την επόμενη κιόλας ημέρα ανακοίνωσαν ότι τα 30 καταδιωκτικά που θα έδιναν στους Ελληνες δε βρίσκονταν στην Αίγυπτο - για την ακρίβεια είχαν φορτωθεί τα Χριστούγεννα του 1940 στη Νέα Υόρκη και βρίσκονταν κάπου στο δρόμο χωρίς κανείς να ξέρει πότε και πού θα έφθαναν. Αφηναν να εννοηθεί ότι είναι υπόθεση ίσως και μηνών22. Επιπλέον, λίγες ώρες αργότερα, η βρετανική κυβέρνηση έσπευσε να στείλει ένα επείγον μήνυμα από το Λονδίνο, σύμφωνα με το οποίο η στρατιωτική κατάσταση στα βρετανικά νησιά είχε μπει σε κρίσιμη φάση και ότι, κατά συνέπεια, η παράδοση αμερικανικών αεροπλάνων σε οποιαδήποτε άλλο κράτος (Ελλάδα, Κίνα), έπρεπε να αναβληθεί μέχρι να ξεπεραστεί η κρίση23. Εξυπακούεται ότι καμία ειδική κρίση δεν απειλούσε τα βρετανικά νησιά στο μέσο του χειμώνα...
Μπροστά στο αδιέξοδο, οι προσπάθειες παραπλάνησης της ελληνικής πλευράς από τις δύο μεγάλες «συμμαχικές» της δυνάμεις έφθασαν σε επίπεδα χυδαιότητας. Οι ιθύνοντες των δύο δυνάμεων εκμεταλλεύθηκαν το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στην Αθήνα από την ασθένεια και το μετέπειτα θάνατο του Μεταξά για να προβάλουν ένα νέο σενάριο σύμφωνα με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση είχε αποδεχθεί την αντικατάσταση των 30 καταδιωκτικών που δεν της παραδίδονταν με 30 εκπαιδευτικά αεροσκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Οι Ελληνες αξιωματούχοι έσπευσαν να διαψεύσουν ετούτα τα παράξενα σενάρια μόνο και μόνο για να εισπράξουν υποτιμητικά σχόλια από τους ισχυρούς ομολόγους τους24. Με όλα αυτά πέρασε ακόμα ένας μήνας χωρίς οι Ελληνες να δουν τα αναμενόμενα αεροσκάφη....
Μετά την αναχώρηση του Διαμαντόπουλου, ο υπουργός εξήγησε ότι το ζήτημα των αεροπλάνων για την Ελλάδα απασχόλησε το υπουργικό συμβούλιο όπου και αποφασίστηκε να τελειώνουν με αυτό το ζήτημα κάνοντας μία προσφορά του τύπου «take it or leave it» στους Ελληνες. Σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι δεν έγινε καμία μνεία στην παράδοση σύγχρονων καταδιωκτικών «P-40» στην Ελλάδα25...
Καθώς ο Morgenthau αναχώρησε ευθύς αμέσως από την Ουάσιγκτον, η συζήτηση συνεχίστηκε τις επόμενες ημέρες σε επίπεδο αξιωματούχων. Την 1ηΦεβρουαρίου ο Διαμαντόπουλος, αφού συνεννοήθηκε με την Αθήνα, κατέθεσε ένα υπόμνημα όπου, αφού περιέγραφε τις παλινωδίες Αμερικανών και Βρετανών στο ζήτημα για τρεις πλέον μήνες, εξέφραζε τη βαθιά του λύπη και ζητούσε εγγράφως τη διασαφήνιση της κατάστασης26. Από την πλευρά τους οι αξιωματούχοι του State Department προσπάθησαν και αυτοί να καταλάβουν τι ακριβώς προσφερόταν στους Ελληνες. Τα συμπεράσματα αυτών των αναζητήσεων ήταν τα ακόλουθα: Μετά την απόφαση για αποστολή 100 καταδιωκτικών αεροσκαφών «P-40» στην Κίνα το Δεκέμβριο του 1940 δεν περίσσευαν ούτε 15 σύγχρονα καταδιωκτικά για την Ελλάδα. Η τελευταία θα μπορούσε να γραφτεί στη σειρά για να ελπίζει σε αεροπλάνα το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 1941. Η προσφορά των παλαιών (1936) - και περιορισμένων πλέον σε εκπαιδευτικούς ρόλους - «Grumman» («F3F-1») του ναυτικού ήταν το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν οι ΗΠΑ για την Ελλάδα27.
Τα πράγματα όμως δεν έμειναν εκεί. Σε μία προφανή προσπάθεια εκβιασμού της ελληνικής πλευράς και μεταφοράς των ευθυνών σε αυτή, ο υπουργός Ναυτικών των ΗΠΑ Frank Knox δήλωσε δημόσια ότι το αμερικανικό ναυτικό πρόσφερε ως δώρο 30 αεροπλάνα στους Ελληνες και αυτοί απέρριψαν την προσφορά του! Ο Ελληνας πρέσβης έσπευσε, σε κατάσταση υστερίας (in a state of great excitement), να διαψεύσει τη δήλωση, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι τα αεροσκάφη αυτά θα πληρώνονταν, με τουλάχιστον ένα εκατομμύριο δολάρια - όπως εξάλλου επέβαλαν οι περί ουδετερότητας νόμοι των ΗΠΑ28. Καθώς δε, στο μεταξύ, είχε ανακοινωθεί στον Τύπο η πρόθεση των ΗΠΑ να παραδώσουν άμεσα εκατό καταδιωκτικά «P-40» στην Κίνα, ο Διαμαντόπουλος έθεσε το εύλογο ερώτημα για τον τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζονται αεροπλάνα για όλους εκτός της Ελλάδας29. Στις 12 Φεβρουαρίου, στην Αθήνα, ο νέος πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Κορυζής, κάλεσε τον Αμερικανό πρέσβη και του ζήτησε να τιμήσει η Ουάσιγκτον τις υποσχέσεις που είχε δώσει τον περασμένο Νοέμβριο30.
Πολύ γρήγορα αποδείχθηκε ότι βιάστηκαν, για μία ακόμη φορά, να χαρούν. Η πρώτη καθυστέρηση ήρθε από την αναμονή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποδοχής του «Lend-Lease Bill» (Νόμου περί εκμισθώσεως και δανεισμού) από το Κογκρέσο. Πριν όμως ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία οι αξιωματούχοι του ναυτικού έσπευσαν να χαρακτηρίσουν αυτόν τον τύπο αεροπλάνου ως «απαραίτητο για την εθνική ασφάλεια» και κατά συνέπεια να μπλοκάρουν την εξαγωγή του στην Ελλάδα. Στις 11 Μαρτίου ολοκληρώθηκε η ψήφιση των νέων κανόνων διάθεσης πολεμικού υλικού χωρίς να αλλάξει τίποτε ως προς τα ελληνικά αιτήματα. Στις 22 Μαρτίου ο Ελληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον παρατήρησε με βαθιά πικρία στους Αμερικανούς διπλωμάτες ότι τα 30 καταδιωκτικά «Grumman» που δε δόθηκαν στην Ελλάδα ως «απολύτως απαραίτητα» για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, είχαν μόλις παραδοθεί στη Μεγάλη Βρετανία32. Για μία ακόμα φορά ξεκίνησε ένας κύκλος «επεξηγήσεων» (η Μεγάλη Βρετανία ήθελε να ενοποιήσει τους τύπους των αεροπλάνων της και γι' αυτό πήρε αυτά που προορίζονταν για την Ελλάδα), ψεύτικων υποσχέσεων (οι Βρετανοί θα έδιναν ίσο αριθμό «Hurricane» στους Ελληνες, τα οποία, φυσικά, αποκαλύφθηκε πως δεν υπήρχαν), παραπλανητικών φημών (η Ελλάδα είχε ήδη μυστικά παραλάβει τα «Hurricane»), δικαιολογιών (κάποιο μπέρδεμα έγινε...) και όλα όσα είχαμε ξαναδεί να συμβαίνουν στους προηγούμενους μήνες.
Παραπομπές
1. FRUS, 1940, v. III, Παρατηρήσεις από τον Αμερικανό πρέσβη στο Βελιγράδι (Lane) στο Department of State, 31 Οκτωβρίου 1940.
FRUS: Foreign Relations of the United States, Δημοσιευμένα διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ.
2. FRUS, 1940, v. III, (σ. 563), MacVeagh (πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα) προς το State Department, 23 Νοεμβρίου 1940.
3. FRUS, 1940, v. III. (σ. 575), The Greek Minister (Diamantopoulos) to the Secretary of State, 17 Σεπτεμβρίου 1940.
4. FRUS, 1940, v. III. (σ. 576), Memorandum by the Greek Legation, 16 Οκτωβρίου 1940.
5. FRUS, 1940, v. III. (σ. 577), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 23 Οκτωβρίου 1940.
6. FRUS, 1940, v. III. (σ. 578), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 26 Οκτωβρίου 1940.
7. FRUS, 1940, v. III. (σ. 582), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Chief of the Division of Controls (Green), 7 Νοεμβρίου 1940.
8. FRUS, 1940, v. III. (σ. 583), The Minister in Greece (McVeagh) to the Secretary of State, 8 Νοεμβρίου 1940.
9. Είχαν ήδη απορρίψει την ενίσχυση της ελληνικής αεροπορίας με σύγχρονα καταδιωκτικά «Hurricane».
10. FRUS, 1940, v. III. (σ. 589), The Acting Secretary of State (Welles) to the Minister in Greece (McVeagh), 16 Νοεμβρίου 1940.
11. FRUS, 1940, v. III. (σ. 591), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Assistant Secretary of State (Berle), 18 Νοεμβρίου 1940.
12. FRUS, 1940, v. III. (σ. 594), The Greek Minister (Diamantopoulos) to the Under Secretary of State (Welles) , 5 Δεκεμβρίου 1940.
13. Ο Μεταξάς πληροφόρησε μάλιστα τον ΜακΒή ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν πρόθυμη να διαθέσει το σύνολο των εναπομεινάντων αποθεμάτων της σε δολάρια για την άμεση πληρωμή των 60 καταδιωκτικών αεροπλάνων! FRUS, 1940, v. III. (σ. 596), The Minister in Greece (Mc Veagh) to the Secretary of State, 9 Δεκεμβρίου 1940.
14. FRUS, 1940, v. III. (σ. 598), Memorandum by the Chief of the Division of Controls (Green) to the Secretary of State, 16 Δεκεμβρίου 1940. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι Βρετανοί δήλωσαν ψευδώς στους Αμερικανούς ότι η ελληνική αεροπορία ήδη χρησιμοποιούσε με επιτυχία αεροσκάφη τύπου «Defiant»!!!
15. FRUS, 1940, v. III. (σ. 599), Memorandum of Conversation by the Under Secretary of State (Welles), 16 Δεκεμβρίου 1940. Στην αναφορά του ο Αμερικανός αξιωματούχος αναφέρθηκε σε τηλεφώνημα που έλαβε από τον Βρετανό επιτετραμμένο Butler, στο οποίο ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι ο Μεταξάς δέχθηκε με ευχαρίστηση τη συμφωνία για την αντικατάσταση των «P-40» με αγγλικά «Defiant». Η πληροφορία, γρήγορα αποδείχθηκε, ήταν ολότελα ψευδής....
16. FRUS, 1940, v. III. (σ. 600), The Greek Legation to the Department of State, 17 Δεκεμβρίου 1940.
17. FRUS, 1940, v. III. (σ. 601), The Secretary of State to the Minister in Greece (McVeagh), 19 Δεκεμβρίου 1940.
18. FRUS, 1940, v. III. (σ. 602), The Minister in Greece (McVeagh) to the Secretary of State, 28 Δεκεμβρίου 1940. Την ίδια εποχή ο Μεταξάς προσπάθησε να κινητοποιήσει την ελληνική κοινότητα των ΗΠΑ για να στηρίξει τα αιτήματα για στρατιωτική βοήθεια. Η Ουάσιγκτον απαγόρευσε τη μετάδοση διαγγέλματος στα ελληνικά προς τους Ελληνες των ΗΠΑ με μάλλον άκομψο τρόπο.
19. FRUS, 1940, v. III. (σ. 605), Memorandum by the Under Secretary of State (Welles) to the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 27 Δεκεμβρίου 1940.
20. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 671), Memorandum of Conversation, by the Assistant Secretary of State (Berle), 10 Ιανουαρίου 1941.
21. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 674), Memorandum of Conversation, by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 13 Ιανουαρίου 1941.
22. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 675), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Assistant Secretary of State (Berle), 14 Ιανουαρίου 1941.
23. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 675), Memorandum of Conversation, by Mr. George V. Allen of the Division of Near Eastern Affairs, 14 Ιανουαρίου 1941.
24. Σύμφωνα με το σενάριο την ιδέα είχε ρίξει ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Morgentau και είχε αποδεχθεί κάποιος από την ελληνική κυβέρνηση! Η κατάσταση φάνηκε να ξεκαθαρίζει μόλις στις 22 Ιανουαρίου. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 680), Memorandum of Conversation, by the Assistant Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Alling), 22 Ιανουαρίου 1941.
25. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 683), Memorandum of Conversation, by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 31 Ιανουαρίου 1941.
26. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 685), Memorandum of Conversation, by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 1 Φεβρουαρίου 1941.
27. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 687), Memorandum by the Chief of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 3 Φεβρουαρίου 1941.
28. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 688), Memorandum of Telephone Conversation, by the Chief of Near Eastern Affairs (Murray), 6 Φεβρουαρίου 1941.
29. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 689), Memorandum of Conversation by the Chief of Near Eastern Affairs (Murray), 10 Φεβρουαρίου 1941.
30. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 690), The Minister in Greece (McVeagh) to the Secretary of State, 12 Φεβρουαρίου 1941.
31. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 691), Memorandum of Conversation, by the Assistant Secretary of State (Berle), 13 Φεβρουαρίου 1941.
32. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 703), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 22 Φεβρουαρίου 1941.
Αυτή η προπαγάνδα κατασυκοφάντησης του ΔΣΕ αποτελεί ένα από τα πιο προσφιλή όπλα της αστικής τάξης στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα δε μετά την αντεπανάσταση, προκειμένου να στείλει στο πυρ το εξώτερον την ταξική πάλη της εργατικής τάξης και, προπαντός, την πολιτική πάλη για το ζήτημα της εξουσίας. Προκειμένου να φρενάρει όσο γίνεται την κοινωνική απελευθέρωση και την κατάργηση της εκμετάλλευσης και την κίνηση της Ιστορίας προς τα μπρος. Αλλωστε, η εποχή του ιμπεριαλισμού είναι εποχή της άκρατης αντίδρασης, των πολέμων, αλλά και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Και το ξέρουν καλά οι κεφαλαιοκράτες. Με τη συκοφαντική προπαγάνδα κατά της λαϊκοεπαναστατικής δράσης του ΔΣΕ, επιδιώκουν ιδιαίτερα να τσακίσουν τη συνείδηση της νεολαίας, που έλκεται από κάθε τι το προοδευτικό, που μπορεί να ασπαστεί τις επαναστατικές ιδέες και να συμμετέχει στον αγώνα για ένα κομμουνιστικό μέλλον.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα επιβλήθηκε από το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς σε συμμαχία με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιωθεί η αστική εξουσία.
Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτήν την περίοδο. Και αυτό εκφράστηκε τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής με τη διαπάλη για τη συγκρότηση της κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, όσο και μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, με το Δεκέμβρη του 1944.
Αλλωστε, το πιο σημαντικό αποτέλεσμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι θεμελιακές αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων. Η Σοβιετική Ενωση, λόγω του αποφασιστικού ρόλου που είχε διαδραματίσει στη συντριβή του φασισμού και στην απελευθέρωση των ευρωπαϊκών λαών, βγήκε από τον πόλεμο με εξαιρετικά ενισχυμένο το κύρος της και με διευρυμένη την επιρροή της. Συνέβαλε, παράλληλα, στην απόσπαση από τον καπιταλισμό μιας σειράς χωρών στην Ευρώπη, αλλά και στην Ασία που ακολούθησαν πολύ γρήγορα το δρόμο του σοσιαλισμού. Καθώς και στην άνοδο του εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που οδήγησε στην κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος.
Στις 12 Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα. Είναι γνωστό ότι είχε προηγηθεί συμφωνία Εγγλέζων - Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των Γερμανών, να μείνουν ανέπαφες οι δυνάμεις τους. Τις χρειάζονταν για την παγκόσμια μεταπολεμική εξέλιξη, θεωρώντας ότι είναι ακόμη χρήσιμες στο ανατολικό μέτωπο, δηλαδή στη δημιουργία περαιτέρω δυσκολιών στο Σοβιετικό Κόκκινο Στρατό, στην αντεπίθεσή του για την απελευθέρωση της Ευρώπης και, κυρίως, για να προλάβουν, ώστε να μην εισέλθει πρώτος στο γερμανικό έδαφος.
Στις 3 Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν την αιματοποτισμένη ελληνική γη.
Ο ελληνικός λαός, λευτερώνοντας την πατρίδα του, έπειτα από σκληρούς και ηρωικούς αγώνες, που είχε διεξάγει με την καθοδήγηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, χαιρόταν την ατίμητη λευτεριά, που είχε κερδίσει με θυσίες, αίμα και δάκρυα. Μα, ταυτόχρονα, ήταν εξαιρετικά ανήσυχος. Η θανάσιμη, για τη δική του προοπτική, απειλή διαγραφόταν κιόλας στον ορίζοντα.
Αρχές Οκτώβρη, άρχισαν να αποβιβάζονται τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, με βάση το σχέδιο «Μάνα», στις ακτές της Δυτικής Πελοποννήσου, όταν και τα τελευταία τμήματα των χιτλερικών εγκατέλειπαν την περιοχή Αθήνας - Πειραιά. Η απόβαση δεν εξυπηρετούσε κανέναν απολύτως στρατηγικό ή τακτικό σκοπό στη διεξαγωγή του πολέμου κατά της Γερμανίας.
Στις 18 Οκτώβρη έφτασε στην Αθήνα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του, μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».
Την 1η του Δεκέμβρη, ο Σκόμπι κοινοποίησε στον ΕΛΑΣ προκήρυξη, που καθόριζε ως ημερομηνία έναρξης της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων την 10η Δεκέμβρη. Ταυτόχρονα, ο Γ. Παπανδρέου συγκαλούσε την κυβέρνηση, εν αγνοία των υπουργών του ΕΑΜ, κι αποφάσιζε την άμεση διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής σε πολλές περιφέρειες της χώρας. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι υπουργοί του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ.
Στις 3 Δεκέμβρη, ο αθηναϊκός λαός βρισκόταν σε συναγερμό. Ατέλειωτοι χείμαρροι κόσμου κατέκλυσαν τους δρόμους, που οδηγούσαν στην Πλατεία Συντάγματος, σε μεγάλη ειρηνική πορεία, προκειμένου να παρεμποδίσουν τα σχέδια της ελληνικής ολιγαρχίας που στηριζόταν στους Αγγλους ιμπεριαλιστές.
Η ειρηνική διαδήλωση χτυπήθηκε με τα όπλα. 30 νεκροί και πάνω από 100 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής αυτής ενέργειας της αντίδρασης.
Στις 4 Δεκέμβρη, η αδούλωτη Αθήνα και ο αδάμαστος Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι, για να συνοδέψουν στην τελευταία τους κατοικία τα θύματα της μονόπλευρης από τη μεριά της άρχουσας τάξης ένοπλης βίας και να απαιτήσουν την άμεση παραίτηση της ματοβαμμένης κυβέρνησης. Σε συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους, δεκάδες χιλιάδες λαού συνόδευαν τους νεκρούς. Οταν η πένθιμη πομπή έφτασε στην Πλατεία Συντάγματος, οι διαδηλωτές γονάτισαν. Ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών. Εψαλαν το «Πένθιμο Εμβατήριο». Πάνω από το ανταριασμένο πλήθος υψωνόταν ένα πανό που έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει τις αλυσίδες ή τα όπλα». Και αυτή η πορεία χτυπήθηκε με όπλα.
Τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκέμβρη βρετανικά τεθωρακισμένα κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Στην πορεία, η σύγκρουση επεκτάθηκε και γενικεύτηκε. Κλιμακωτά στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη πήραν μέρος η 3η Ορεινή Ταξιαρχία (2.500), ο Ιερός Λόχος (500), η Χωροφυλακή (3.000) και άλλοι ένοπλοι σχηματισμοί δοσίλογων και 60 χιλιάδες αγγλικού στρατού με 80 αεροπλάνα, 200 τανκς και πολλά πυροβόλα, ενώ μονάδες του αγγλικού στόλου με τα πυροβόλα τους κανονιοβολούσαν την πρωτεύουσα και, ταυτόχρονα, εξασφάλιζαν τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Τις εχθρικές αυτές δυνάμεις τις αντιμετώπισαν τις πρώτες κρίσιμες μέρες το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, 6.400 περίπου άνδρες με ελαφρά όπλα και 3.500 άνδρες της ΙΙης Μεραρχίας.
Ηδη, άναβε το φιτίλι του Εμφυλίου. Που μπορεί να μην άρχισε ολοκληρωτικά αμέσως, αφού ακολούθησε μια προσωρινή ανάπαυλα με την υπογραφή της απαράδεκτης Συμφωνίας της Βάρκιζας το Φλεβάρη του 1945 που αφόπλισε το λαϊκό κίνημα, αλλά η μονόπλευρη ένοπλη βία από τη μεριά της άρχουσας τάξης συνεχιζόταν και εντεινόταν, ώσπου το 1946 εξανάγκασαν το λαό να ξαναπάρει τα όπλα.
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αρχίζει ένας αγώνας εξόντωσης του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος, με αιχμή το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Επιδίωξη του καθεστώτος, προκειμένου να θεμελιωθεί, ήταν το τσάκισμά τους και η αποκοπή κάθε σχέσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών δυνάμεων με το ΚΚΕ και το ΕΑΜ. Ο συσχετισμός δυνάμεων είχε αλλάξει, αλλά δεν είχε ανατραπεί ολοκληρωτικά σε βάρος των λαϊκών δυνάμεων. Και εδώ μπήκαν τα μεγάλα μέσα, κρατικά και παρακρατικά, με τους μηχανισμούς καταστολής και τα όπλα κυρίως των παρακρατικών.
Χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες κλείστηκαν στις φυλακές, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στους τόπους εξορίας. Χιλιάδες άλλοι έπεσαν θύματα των συμμοριών και των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών.
Η αστική προπαγάνδα στην ολομέτωπη επίθεσή της στο ΚΚΕ χρησιμοποιεί τη θέση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για αποχή από τις εκλογές το Μάρτη του 1946, ως στοιχείο που τεκμηριώνει ότι το ΚΚΕ επέλεξε το δρόμο της ένοπλης πάλης σε αντιπαράθεση με τις εκλογές. Τα ίδια λένε και οι οπορτουνιστές, προβάλλοντας την άποψη ότι η συμμετοχή στις εκλογές, αφενός, θα απέτρεπε τον ένοπλο αγώνα και, αφετέρου, θα άνοιγε ο δρόμος για την «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη», αφού θα εξέλεγε 100-120 βουλευτές.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος μεθόδευσε τις εκλογές σε χρόνο και με τρόπο που θα έδινε αποτελέσματα συντριπτικά υπέρ των αστικών κομμάτων. Σε τέτοιου είδους εκλογές και ο «κεντρώος» Σοφούλης εμφανίστηκε αρχικά αντίθετος, αλλά στη συνέχεια συγκατένευσε.
Σε ποιες συνθήκες, όμως, έγιναν οι εκλογές; Εγιναν 14 περίπου μήνες μετά τη Βάρκιζα, μέσα σε πρωτοφανείς συνθήκες δολοφονικού οργίου και ωμής βίας σε βάρος των ΕΑΜιτών, ενώ 15 μήνες από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο αιματηρός απολογισμός ήταν: «Φόνοι: 1.289. Τραυματίες: 667. Βασανισμοί: 31.632. Φυλακισμένοι: 8.624, ενώ καθ' όλον το έτος ξεπερνούσαν τις 30.000. Απόπειρες φόνων: 509. Συλληφθέντες: 84.931. Βιασμένες γυναίκες: 165. Λεηλασίες - καταστροφές: 18.767. Καταστροφές γραφείων: 667». (Στη δίνη του εμφυλίου», σελ. 440, εκδόσεις «Προσκήνιο»).
Ενώ ο Β. Μπαρτζιώτας προσθέτει στα παραπάνω: «Καταδιωκόμενοι: 100.000. Στη χώρα δρούσαν συμμορίες: 166 Παράνομα οπλοφορούντες συμμορίτες: 20.000» (Β. Μπαρτζιώτα: «Ο αγώνας του ΔΣΕ», σελ. 20).
Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν ξεκαθαριστεί, διατηρούνταν ακόμη οι προπολεμικοί και με βάση αυτούς έγιναν οι εκλογές. Χώρια οι διπλοψηφίες και οι τριπλοψηφίες. Και τελικά, παρ' όλα αυτά, «στις εκλογές ψήφισαν μόνο 1.106.510 ψηφοφόροι, δηλαδή το 50% από τους 2.211.791 γραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Κι όμως, η Επιτροπή του ΟΗΕ, ο οποίος είχε στείλει 1.200 παρατηρητές, ανακοίνωσε ότι το ποσοστό αποχής της Αριστεράς ήταν 9,3%!» («ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ», τ. Α', σελ. 551).
Οσοι υποστηρίζουν, επομένως, ότι η συμμετοχή του ΕΑΜ στις εκλογές θα του έδινε τη δυνατότητα να εκλέξει 100-120 βουλευτές (σε σύνολο 354 τότε), είναι φανερό ότι βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. «Αν θα ήθελε κάποιος να βγάλει ένα γενικό συμπέρασμα για τις επιλογές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, θα έπρεπε να σημειώσει την αντιφατικότητα της πολιτικής τους. Ιδιαίτερα για το ΚΚΕ πρέπει να τονιστεί ότι εμμένοντας στις ειρηνικές μορφές πάλης και, ταυτόχρονα, προωθώντας διστακτικά τον ένοπλο αγώνα, είχε καταστεί δέσμιο των αντιφάσεων της πολιτικής του, με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην προλαβαίνει τις εξελίξεις, να μην είναι προετοιμασμένο αρκετά, για να τις αντιμετωπίσει, ούτε ικανό να υπολογίζει με ακρίβεια το συσχετισμό δυνάμεων και τις διαθέσεις του αντιπάλου, για να επιλέγει κάθε φορά την ορθή τακτική, και τελικά να μην μπορεί να προσδιορίζει σωστά τα καθήκοντα της κάθε ιστορικής στιγμής και να αντιλαμβάνεται τον επείγοντα χαρακτήρα των εν λόγω καθηκόντων του με πληρότητα» («Η τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ», σελ. 181-182).
Την ίδια περίοδο είχαν επίσης εκδοθεί μια σειρά αντιδραστικά νομοθετήματα ενίσχυσης της κρατικής κατασταλτικής δράσης, όπως: Ο Αναγκαστικός Νόμος 509, του 1947, που προέβλεπε την ποινή του θανάτου «διά την διάδοσιν ιδεών εχουσών σκοπόν την ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος», το διαβόητο Γ΄ Ψήφισμα, του Ιούνη 1946, που τιμωρούσε με ισόβια κάθειρξη την «απόπειραν συνωμοσίας» και με θάνατο την «εφαρμογήν συνωμοσίας», και ο μεταξικός Αναγκαστικός Νόμος 375, της 18ης του Δεκέμβρη 1936, αλλά και άλλα νομικά κατασκευάσματα, που καταδίκαζαν τη σκέψη, παρέτειναν επ' αόριστο το χρόνο εκτόπισης των «υπόπτων» και επεξέτειναν τις διώξεις σε συγγενείς των εν λόγω «υπόπτων» πρώτου, δευτέρου, αλλά και τρίτου βαθμού.
Τις έννοιες της «συνωμοσίας» και του «υπόπτου» τις έδιναν οι μακελάρηδες των είκοσι πέντε στρατοδικείων, που λειτουργούσαν στη χώρα τα χρόνια εκείνα, σε κάθε ενέργεια αντίστασης και πάλης εναντίον της βίας και της τρομοκρατίας. Με το Νόμο «Περί Τύπου», που ψήφισε η κυβέρνηση Σοφούλη στις 17 Οκτώβρη 1947, απαγορεύτηκε η έκδοση του «Ριζοσπάστη» και άλλων δημοκρατικών εφημερίδων. Με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509 έβγαλαν εκτός νόμου το ΚΚΕ και τις οργανώσεις του, καθώς και άλλους μαζικούς φορείς, συλλόγους ή πολιτικές κινήσεις, που βρίσκονταν κάτω από την επιρροή του.
Ο μονόπλευρος εμφύλιος είχε, λοιπόν, αρχίσει πολύ πριν τις εκλογές του 1946, αν υποτεθεί ότι σταμάτησε ποτέ. Οι ένοπλες συμμορίες των Σούρλα, Μαγγανά, Τσαντούλα, Βουρλάκη, Κατσαρέα, Καμαρινέα κ.ά, σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή και το Στρατό, οργίαζαν στην ύπαιθρο, ενώ οι περιβόητες «επιτροπές ασφάλειας» έστελναν κατά χιλιάδες στους τόπους εξορίας κομμουνιστές και άλλους ΕΑΜίτες. Χιλιάδες καταδιωκόμενοι υποχρεώθηκαν να πάρουν τα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι.
Η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Φλεβάρης 1946) δεν αποφάσισε την άμεση μεταφορά του κέντρου βάρους της δράσης του Κόμματος στην ένοπλη πάλη. Αυτό το έκανε η 3η Ολομέλεια (Σεπτέμβρης 1947).
Το 1947 οι ΗΠΑ πήραν στην Ελλάδα τη σκυτάλη από τους Αγγλους και αμέσως άρχισαν να εξοπλίζουν τον κυβερνητικό στρατό με σύγχρονα όπλα και πολεμικό υλικό κατάλληλο για «ορεινές επιχειρήσεις» και κυρίως όλμους, ορεινά πυροβόλα, ημιαυτόματα τηλεβόλα, εκτοξευτές ρουκετών και βόμβες Ναπάλμ.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, μάλιστα, όχι μόνο δεν έκρυβε τότε, αλλά, αντίθετα, διαλαλούσε τους απώτερους σκοπούς της ωμής αμερικανικής επέμβασης στην Ελλάδα, τονίζοντας σχετικά:
«Διαλέξαμε την Ελλάδα (αλλά) και την Τουρκία, όχι γιατί χρειάζονται βοήθεια ή γιατί είναι λαμπρά υποδείγματα δημοκρατίας και ύπαρξης των τεσσάρων ελευθεριών, αλλά γιατί αποτελούν για μας τις στρατηγικές πύλες της Μαύρης θάλασσας και της καρδιάς της Σοβιετικής Ενωσης» («Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν», 6 Απρίλη 1947).
Σχετικά με αυτό το θέμα, είχε μιλήσει και ο Αμερικανός αρχιστράτηγος Σ. Τσάμπερλεν, ο οποίος είχε αναφέρει σε έκθεσή του ότι «ουσιαστικά ο αγώνας στην Ελλάδα ήταν απλώς μια φάση, σημαντική ωστόσο, στον παγκόσμιο αγώνα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης». Αλλά και ο στρατηγός Δημήτριος Ζαφειρόπουλος επιβεβαίωνε τις προθέσεις των Αμερικανών με την ομολογία του ότι η ανάμειξή τους στα ελληνικά πράγματα δεν αποτελούσε «μόνον απλήν ηθικήν ενίσχυσιν, αλλά ενείχε την έννοιαν της προωθημένης προπομπού του αμερικανικού στρατού εις την Βαλκανικήν».
Η ανάμειξη των Αμερικανών ήταν παντού φανερή. Τις επιχειρήσεις στη Μουργκάνα τις κατηύθυνε προσωπικά ο στρατηγός Βαν Φλιτ, στις επιχειρήσεις του 1948 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Κορωνίς» και τον Αύγουστο του 1949 για την εφαρμογή του «Σχεδίου Πυρσός» συμμετείχαν ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματικοί του στρατού. Στα γραφεία της Ασφάλειας, στην Αθήνα, εξάλλου, ήταν εγκαταστημένος ο Αμερικανός αξιωματούχος Ρόμπερτ Ντρίσκαλ, που επέβλεπε στις συλλήψεις κομμουνιστών, αριστερών και άλλων πολιτών, ενώ ουσιαστικά τις μάχες ανάμεσα στο ΔΣΕ και στις υπέρτερες δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού τις διηύθυναν Αμερικανοί αξιωματικοί, που είχαν τοποθετηθεί στις διοικήσεις των Μεραρχιών και αργότερα των Ταξιαρχιών. Οι εξουσίες στους Αμερικανούς είχαν δοθεί συγκεκριμένα από την ελληνική κυβέρνηση, όταν έφθασαν τον Οκτώβρη του 1948 στην Αθήνα, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι υπουργοί Στρατιωτικών Ρόαγιαλ και Εξωτερικών Μάρσαλ.
Οι Αμερικανοί, όμως, πρόσφεραν στις αντιδραστικές κυβερνήσεις της Αθήνας και μεγάλη οικονομική βοήθεια, που συνέβαλε στη δημιουργία ενός πανίσχυρου στρατού, που συνολικά αποτελούνταν από 150.000 στρατιώτες, 51.000 εθνοφύλακες, 14.000 πληρώματα πολεμικών πλοίων και 6.500 πληρώματα πολεμικών αεροπλάνων και προσωπικό αεροδρομίων. Στους αριθμούς, μάλιστα, αυτούς πρέπει να προστεθούν οι ΜΑΥδες, καθώς και 33.000 ένστολοι και μυστικοί αστυνομικοί.
Αυτές ήταν οι δυνάμεις εκείνες που νίκησαν, τελικά, το Δημοκρατικό Στρατό, του οποίου εντούτοις η δράση στα τρία χρόνια της ηρωικής και άνισης πάλης του υπήρξε επική.
«Από τις ήττες και τα λάθη του επαναστατικού κινήματος της χώρας μας οι οπορτουνιστές έβγαλαν εκείνα τα συμπεράσματα που ευνούχιζαν την ταξική πάλη. Αποσιώπησαν τα ουσιαστικά λάθη, ενώ απολυτοποίησαν ή μεγιστοποίησαν τη σημασία λαθών δευτερεύουσας σημασίας και χαρακτήρισαν ως λάθη σωστές πολιτικές ή στρατιωτικές ενέργειες του ΚΚΕ.
Από την άλλη μεριά, "στολίζουν" με σωρεία κοσμητικών επιθέτων την ηγεσία του ΚΚΕ, του ΚΚΣΕ, επώνυμα ηγετικά στελέχη πολλών κομμουνιστικών κομμάτων. Συνάμα, φροντίζουν να βγάζουν "λάδι" εκείνα τα στελέχη, που τα χνότα τους ταιριάζουν με τα δικά τους, παρότι αυτά τα στελέχη ήσαν στην ηγεσία του ΚΚΕ επί 10ετίες, άρα βαρύνονται κι αυτά με ευθύνες. Περιττό βέβαια να πούμε ότι αφήνουν τελείως στο απυρόβλητο ηγετικούς παράγοντες του EAM που συνεργάζονταν με το ΚΚΕ. Γι' αυτό και οι αναλύσεις τους είναι μεροληπτικές, αβαθείς και αντιεπιστημονικές...
Για του λόγου το αληθές, δεν έχουμε παρά να δούμε οι νεότεροι, που δε ζήσαμε προηγούμενα γεγονότα, την αντικομμουνιστική στάση των νεοσοσιαλδημοκρατών που από το ΚΚΕ προσχώρησαν στο "Συνασπισμό". Δεν έχουμε παρά να δούμε την ουρανομήκη αναίδεια απέναντι σε μια ματωμένη πορεία ενός ηρωικού κόμματος.
Ας προσέξουμε, όμως, συγκεκριμένα την αποκήρυξη του ΚΚΕ με βάση τις δικές τους ομολογίες.
Γράφει ο Λ. Κύρκος για το Δεκέμβρη του 1944: "Ο Δεκέμβρης ως πολιτική επιλογή ήταν θανάσιμο λάθος... Η αναμέτρηση του Δεκέμβρη θα οδηγούσε σε συντριβή, άρα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να αποκλειστεί... Δεν έπρεπε να εμποδιστεί - από το ΚΚΕ - η πορεία προς την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, που έπρεπε να είναι ο σαφέστατος και αμετακίνητος στόχος... Εκείνο που τρόμαζε τους Εγγλέζους ήταν η μεγάλη συσπείρωση γύρω από το EAM, η πολιτική και μαζική του δύναμη... Η ελληνική αστική τάξη είναι αποφασισμένη να εξοντώσει τους κομμουνιστές... Οι Εγγλέζοι, και αν αποτύχαιναν να σύρουν στην παγίδα το EAM, πάλι θα έκαναν το παν για να εμποδίσουν την ομαλή πορεία προς τις εκλογές". Λ. Κύρκος, ό.π., σελ. 119, 129, 128, 130).
Μέσα σε λίγες γραμμές υπάρχουν ένα σωρό αντιφάσεις, που δείχνουν τα αδιέξοδα της οπορτουνιστικής σκέψης. Παράλληλα, παραγνωρίζονται βασικά ζητήματα.
Πρώτον, ότι ακριβώς η πολιτική της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης ήταν η πρόθεση και η πρακτική της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ. Οταν η τέτοια πρακτική διακόπηκε το Δεκέμβρη (για να ξανασυνεχιστεί αμέσως μετά) αυτό έγινε αναγκαστικά και απροετοίμαστα, επειδή η σύγκρουση επιβλήθηκε.
Δεύτερον, ότι το βασικό πρόβλημα της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν "η αδυναμία της να δει έγκαιρα και να συνδυάσει, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη, το καθήκον της εθνικής απελευθέρωσης με την ταυτόχρονη αντιμετώπιση του προβλήματος της εξουσίας" ("Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ", τόμ. Α, σελ. 500, εκδ. "Σύγχρονη Εποχή").
Το πρώτο λάθος απορρέει από το δεύτερο.
Στην ίδια λογική κινείται η επιχειρηματολογία και άλλων, τόσο για το Δεκέμβρη, όσο και για τον Εμφύλιο πόλεμο, που και αυτός χαρακτηρίζεται από τον Λ. Κύρκο "μοιραίος", όπως και ο Δεκέμβρης.
Για δύο κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης ακούς τη λέξη "λάθος"! Το γιατί οδηγούνται σε αυτό το συμπέρασμα είναι φανερό. Αποτελεί απόρροια της γενικότερης επιλογής τους σε σχέση με το στρατηγικό στόχο τους. Για τον ίδιο λόγο μεγιστοποιούν το λάθος της αποχής του ΚΚΕ από τις βουλευτικές εκλογές του 1946. Το θεωρούν καθοριστικό για τις παραπέρα αρνητικές εξελίξεις, παραγνωρίζοντας το δολοφονικό όργιο κατά του ΚΚΕ και του ΕΑΜ αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12.2.1945). Αλλά και ως προς την τελευταία, δεν είναι πάντα απόλυτα σαφείς όλοι τους. Τη θεωρούν λάθος - όπως και ήταν - ή όχι; Αν όχι, δε χρειάζονται τα δάκρυα για την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Αν ναι, πώς συμβιβάζεται αυτό με την αντίληψή τους για πάση θυσία εμμονή στις εκλογικές διαδικασίες»; (Συλλογή κειμένων, που εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή» υπό τον τίτλο «Ο σύγχρονος δεξιός οπορτουνισμός»).
«Ο αγώνας του ΔΣΕ συνεχίζει πολλούς να εμπνέει και άλλους να προκαλεί. Οι τελευταίοι, η αστική τάξη και οι μηχανισμοί της, έχουν εξαπολύσει τόνους συκοφαντίας εναντίον του. Οι "ξενοκίνητοι ΕΑΜοβούλγαροι" και οι "Κομμουνιστοσυμμορίτες" των προηγούμενων χρόνων, μαζί με τη λαθολογία που άφθονη σκορπίζουν οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, σε συνδυασμό με τον πιο εκλεπτυσμένο σύγχρονο αντικομμουνισμό, χαρακτηρίζουν την αστική προπαγάνδα...
Η δράση του ΔΣΕ αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Το αστικό κράτος γνώρισε τον πιο μεγάλο μέχρι σήμερα κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του. Αυτά τα γεγονότα καταδείχνουν και τις μεγάλες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει ο ΔΣΕ.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αντιιμπεριαλιστικός και διεθνιστικός. Πέραν των άλλων, έβαλε το δικό του βάρος υπέρ του αγώνα των λαών, σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός είχε ξεκινήσει το λεγόμενο ψυχρό πόλεμο.
Η πάλη του ΔΣΕ αποπνέει μόνο δίκιο και ακατάβλητη ηθική, επειδή δίκιο και ηθική αποπνέει ο αγώνας της εργατικής τάξης, ο αγώνας του ΚΚΕ, είτε έφερνε νίκες, είτε έρχονταν πικρές οι ήττες.
Το ΚΚΕ προσπαθεί να διδάσκεται από τη θετική και την αρνητική πείρα του ΔΣΕ, από τη γενικότερη πείρα του εργατικού - λαϊκού κινήματος των μεγάλων χρόνων της 10ετίας 1940-1949.
Ο αντιιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της πάλης του ΔΣΕ προσδιορίζεται από τις συνθήκες που επέβαλαν τη δημιουργία του και τα αντίπαλα στρατόπεδα που συγκρούστηκαν: Από τη μια πλευρά, των λαϊκών δυνάμεων, που εκφράζονταν πολιτικά από το ΚΚΕ και συμμάχους του, όπως το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ), και, από την άλλη, όλων των συνασπισμένων εγχώριων αστικών δυνάμεων και των ξένων συμμάχων τους.
Αντιπαρατέθηκε η ένοπλη μαζική λαϊκή πάλη με την ένοπλη και θεσμική κρατική βία που ασκούσαν οι μηχανισμοί και οι κυβερνήσεις των Τσαλδάρη, Σοφούλη, Μαξίμου, των "δεξιών" και "φιλελεύθερων" κομμάτων από κοινού με τον εγγλέζικο και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Το "δόγμα Τρούμαν" και το "σχέδιο Μάρσαλ" συντέλεσαν αποφασιστικά στη νίκη της αστικής τάξης.
Ο νέος ένοπλος λαϊκός αγώνας στηρίχτηκε στην οργανωτική - πολεμική πείρα του ΕΛΑΣίτικου αγώνα 1942-1945 και σε δυνάμεις που συμμετείχαν στον ΕΛΑΣ.
Παρά τη "Συμφωνία της Βάρκιζας", αυτόν τον απαράδεκτο συμβιβασμό σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος, η αστική τάξη δεν είχε μπορέσει να κερδίσει την πλειοψηφία του λαού, έστω και τυπικά, κοινοβουλευτικά. Η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση είχε αφήσει μεγάλη αγωνιστική παρακαταθήκη στη συνείδηση του λαού, στις μορφές οργάνωσης και στις μορφές πάλης. Μετά την απελευθέρωση, το ΚΚΕ και άλλες ΕΑΜικές δυνάμεις πρωτοστάτησαν στην πάλη κατά της αντίδρασης και των συμμάχων της. Η αστική τάξη ήθελε κυριολεκτικά να τσακίσει κάθε πνεύμα αντίστασης, κάθε προσπάθεια δικαίωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Οι αστικές δυνάμεις για να αντιστρέψουν πλήρως και προς όφελός τους το συσχετισμό των δυνάμεων και για να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους, κατέφυγαν στη δολοφονική βία και στην πιο ωμή τρομοκρατία, επέλεξαν το αιματοκύλισμα, στηριγμένες στην αμερικανική οικονομική, στρατιωτική και πολιτική ενίσχυση, μετά την εκφρασμένη φανερή αδυναμία της Μεγάλης Βρετανίας να συνεχίσει αυτόν το ρόλο.
Οσοι, συνειδητά ή όχι, παραγνωρίζουν τη σκληρότητα της ταξικής πάλης, τις συνθήκες της εποχής, τα σχέδια των αστών, που είχαν ξεκινήσει από τα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με την υποστήριξη των Αγγλων ιμπεριαλιστών, συγκαλύπτουν την πραγματικότητα και τους πραγματικούς υπεύθυνους...
Το λαϊκό κίνημα εκείνων των χρόνων βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: Υποταγή ή οργάνωση της πάλης και αντεπίθεση; Αν και με καθυστέρηση, επέλεξε το δεύτερο δρόμο, όπως κάθε λαός που αρνείται να δεχτεί την ταπείνωση και τον εξανδραποδισμό. Δεν ταίριαζαν αυτά σε εκείνους και σε εκείνες που μόλις είχαν αφήσει πίσω τους το σηκωμό του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, της ΟΠΛΑ, της Εθνικής Αλληλεγγύης και τον αγώνα του ΕΛΑΣ κατά των Εγγλέζων και των εγχώριων αστικών δυνάμεων το Δεκέμβρη του 1944.
Το δρόμο της αντίστασης, σε άλλες συνθήκες, επέλεξε το ΚΚΕ και στα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα του ΔΣΕ. Στις φυλακές και στις εξορίες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα και στην παρανομία, στη νομιμότητα αργότερα και μέχρι σήμερα. Μπόρεσε να σταθεί όρθιο στις αρνητικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν διεθνώς και στο ίδιο το ΚΚΕ το 1989-1991.
Ολα τα τελευταία χρόνια οργιάζει η αστική προπαγάνδα, που βάλλει κατά της ταξικής πάλης, ανεξάρτητα από τις μορφές που μπορεί αυτή να πάρει, και που τη στιγματίζει ως ξεπερασμένη και επιζήμια για τα λαϊκά συμφέροντα. Μαζί της συκοφαντούνται και οι πιο υψηλές αξίες που γνώρισε η ανθρωπότητα, οι κομμουνιστικές αρχές και επιδιώξεις.
Είναι πλημμύρα τα ιδεολογήματα στήριξης της "κοινωνικής συναίνεσης", του "διαλόγου" ανάμεσα στους λεγόμενους κοινωνικούς εταίρους. Η ταξική συνεργασία διαφημίζεται ως το μέσον που οδηγεί στην αντιμετώπιση των "σύγχρονων προκλήσεων", στην κοινωνική προκοπή και στη διασφάλιση των νέων γενεών.
Συγκαλύπτεται η βία του αστικού κράτους, που εκφράζεται με τη νομοθεσία, τους θεσμούς και τους μηχανισμούς του. Το ίδιο και η πολύμορφη βία που ασκούν οι κεφαλαιοκράτες κατά των εργατών και των εργατριών στους τόπους εργασίας.
Εργατικά - λαϊκά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα διασύρονται, ενώ επιστρατεύεται ένας φαρισαϊκού τύπου "ανθρωπισμός", για να εμφανίσουν τους ένοπλους μαχητές ως και στυγνούς δολοφόνους. Την ίδια ώρα, η τρομοκρατία των καπιταλιστικών κρατών μέσα στις χώρες τους και εναντίον άλλων λαών και χωρών, με πολεμικά και διπλωματικά μέσα, συνεχίζεται και εντείνεται. Η βία των καπιταλιστικών κρατών έχει πάρει νέες διαστάσεις και ταξικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
Κάθε εργάτης και εργάτρια που είναι θύμα της ανελέητης εκμετάλλευσης, κάθε νέα και νέος που αρχίζει τη ζωή μέσα στη ζούγκλα όπου κυριαρχεί το άδικο του ισχυρού, είναι σε θέση να αντιληφθεί την αιτία και το στόχο αυτής της ιδεολογικής επίθεσης. Οι εκμεταλλευτές, οι παρατρεχάμενοι και οι καλοπληρωμένες πένες τους, οι πολεμοκάπηλοι και οι ενώσεις τους κτυπούν γενικά την ιδεολογία της ταξικής πάλης, επειδή ακριβώς ανησυχούν για το μέλλον της ταξικής κυριαρχίας τους. Φοβούνται την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Παίρνουν προληπτικά μέτρα, ώστε να μην μπορέσει η εργατική τάξη να συνειδητοποιήσει την κοινωνική θέση και την ιστορική αποστολή της. Ο φόβος τους για το μέλλον είναι που στρέφει την ιδεολογική τους επίθεση κυρίως κατά της νεολαίας. Θέλουν να εντάξουν στους σχεδιασμούς τους τη ζωντάνια και τη δημιουργικότητα, τις αγωνιστικές διαθέσεις της. Δε θα το πετύχουν!...
Οπως αποδείχνει η Ιστορία, την ανθρωπότητα έφεραν μπροστά οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις, οι προλεταριακές επαναστάσεις, πρώτη απ' όλες η μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία.
Μπροστά έφεραν τον κόσμο η καθοριστική συμβολή της Σοβιετικής Ενωσης στη συντριβή του φασιστικού ιμπεριαλισμού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, η πάλη των λαών της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής, της Μέσης Ανατολής, της Κούβας και της Παλαιστίνης.
Είμαστε αλληλέγγυοι σε κάθε αγωνιζόμενο λαό που διεκδικεί το δίκιο του. Παλεύουμε να δυναμώσει ο μαζικός πολιτικός αγώνας στην Ελλάδα.
Γνωρίζουμε ότι ο δρόμος είναι δύσβατος, όπως και ότι τα πιο δύσκολα βρίσκονται μπροστά. Αλλά έχουμε βαθιά πίστη στην εργατική τάξη, στις ριζοσπαστικές λαϊκές δυνάμεις. Η στρατηγική του ΚΚΕ μπορεί να συνεγείρει πολλές νέες χιλιάδες εργατών, νεολαίων, γυναικών, μικρομεσαίων αγροτών και αυτοαπασχολούμενων, ΕΒΕ, διανοουμένων.
Ο συσχετισμός δυνάμεων θα αλλάξει. Το ζητούμενο είναι να γίνει αυτό το γρηγορότερο. Να αρχίσει τώρα και να εκφραστεί παντού. Στην καθημερινή πάλη, στα συνδικάτα, στα σχολεία, στα Ανώτατα Ιδρύματα, στις τοπικές εκλογές του Οκτώβρη, στις εκλογές για το Κοινοβούλιο. Αποδυνάμωση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που υπηρετούν το κεφάλαιο. Ακόμα μεγαλύτερη αποδυνάμωση του ΣΥΝ, που η παρουσία του, η ηττοπαθής στάση και η συμβιβαστική πολιτική του ζημιώνουν το λαϊκό κίνημα, ενώ συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ και μαζί συκοφαντούν το ΚΚΕ.
Ισχυρό ΚΚΕ, προχώρημα της συσπείρωσης δυνάμεων, ενίσχυση των προϋποθέσεων για τη δημιουργία του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου, που θα ανοίξει το δρόμο για τη λαϊκή εξουσία...
Το σύνθημα "Ενας άλλος κόσμος είναι εφικτός" εκφράζει τον ουτοπικό στόχο για έναν ανθρώπινο καπιταλισμό. Ενας άλλος κόσμος πράγματι είναι εφικτός, όμως αυτός ο κόσμος είναι ο σοσιαλιστικός. Είναι η εργατική εξουσία που καταργεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και όχι οι ουτοπίες που εξ αντικειμένου αφήνουν άθικτο το σύστημα και αξιοποιούνται από το κεφάλαιο ως μέσο κατασίγασης και ανώδυνης εκτόνωσης ριζοσπαστικών διαθέσεων και αντιδράσεων.
Οι εργάτες, οι εργαζόμενοι, τα λαϊκά στρώματα που ακολουθούν τη ΝΔ, όσο και εκείνα που βρίσκονται στο ΠΑΣΟΚ, έχουν εδώ τη θέση τους: Στο ΚΚΕ και μαζί με το ΚΚΕ. Εδώ χτυπά η καρδιά του μέλλοντός μας. Εδώ βρίσκεται η δικαίωση του αγώνα και της θυσίας του ΔΣΕ. Εδώ γίνονται ένα, το χτες με το σήμερα και το αύριο» (Από τη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα του ΔΣΕ).