Η πρόεδρος της ΟΓΕ αναφέρθηκε ακόμα στο στόχο των εμπνευστών του κολαστηρίου της Μακρονήσου: «Στόχος τους ήταν όχι μόνο ο εγκλεισμός και η απομόνωση των ιδεολογικών τους αντιπάλων, κύρια των κομμουνιστών, αλλά η σύνθλιψη, η "αναμόρφωση" και η χειραγώγηση της συνείδησής τους, μέσα από την ταπείνωση, με τις γνωστές δηλώσεις μετανοίας και την ωμή βία. Γι' αυτό ονόμασαν τη Μακρόνησο "Αναμορφωτήριο Συνειδήσεων", "Μεγάλο Εθνικό Σχολείο", "Νέο Παρθενώνα". Στη Μακρόνησο, που λειτούργησε από το 1947 μέχρι το 1954, το αστικό κράτος πειραματίστηκε και εφάρμοσε τις πιο βάρβαρες μορφές σωματικής και ψυχικής βίας και σαδισμού. Πάνω από 100.000 αγωνιστές και αγωνίστριες κάθε ηλικίας, φαντάροι, αξιωματικοί, αντάρτες, καπεταναίοι, εργάτες, αγρότες, άνθρωποι του πνεύματος και του πολιτισμού, έφηβοι, έως και μικρά παιδιά βασανίστηκαν ανηλεώς στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Στα στρατόπεδα, στο σύρμα, στη χαράδρα, στη γλαροφωλιά, στο πειθαρχείο».
Η επιχείρηση της «αναμόρφωσης» στράφηκε και ενάντια στις γυναίκες: «Το Γενάρη του 1950 έφεραν στη Μακρόνησο 1.200 γυναίκες πολιτικές εξόριστες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Τρίκερι και τις ενέταξαν στο "Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως", στο Α' Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (ΑΕΤΟ) για να μοιραστούν την τύχη των ανδρών συντρόφων τους. Οι εξόριστες δεν αποτελούσαν ένα τυχαίο δείγμα γυναικών. Οι περισσότερες είχαν ζήσει έγκλειστες στους στρατώνες της Χίου, είχαν υποστεί το χιονιά και το λιοπύρι στο Τρίκερι, ζώντας σε σκηνές και είχαν κουβαλήσει στη Μακρόνησο τις εμπειρίες τους. Ενα κομμάτι του ελληνικού λαού, πλάι στ' άλλα, τούτες οι γυναίκες του χωριού, του νοικοκυριού, της δουλειάς, της τέχνης, ορθώνεται ενάντια στη ωμή βία, οπλισμένο με πίστη σε ένα καλύτερο αύριο. Κι ας σέρνονται πλάι τους τα μωρά τους προσπαθώντας να συγχρονίσουν τα βηματάκια τους με τα δικά τους. Καμιά κατηγορία δεν τις βάραινε. Ο μόνος λόγος που βρίσκονταν στην εξορία ήταν η μη υπογραφή της "δήλωσης", της έγγραφης δηλαδή μετάνοιας για την αντιστασιακή τους δράση στα πλαίσια του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, ενώ για τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες η "δήλωση" αφορούσε βέβαια και την αποκήρυξη του ΚΚΕ. Ο σκοπός του ερχομού τους στη Μακρόνησο ήταν να πιεστούν με βασανιστήρια ψυχολογικά και σωματικά να απαρνηθούν την ιδεολογία τους, τον αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού άντρα τους, πατέρα, αδερφό και γιό τους. "Αν θέλεις", τους λέγανε, "να ξαναδείς το παιδί σου, να σμίξεις τον άντρα σου, να φιλήσεις το γέρο πατέρα σου, τον τρελό αδερφό σου γονάτισε, κάνε δήλωση, υπόγραψε". Στη Μακρόνησο, όμως, η υπογραφή της "δήλωσης" δεν αρκούσε για να πιστοποιηθεί η "ανάνηψη", η "αναμόρφωση". Η "δήλωση" έπρεπε να δημοσιοποιηθεί με επιστολή σε εφημερίδα, να διαβαστεί στην εκκλησία από τον παπά της ενορίας και οι γραμματιζούμενες έπρεπε να γράψουν λόγο και να τον εκφωνήσουν».
Οι εξόριστες της Μακρονήσου ήταν «γυναίκες που έβλεπαν τους προδότες του λαού να ζούνε και να δολοφονούν κι ωστόσο ήταν περήφανες που είχαν γιούς νεκρούς πατριώτες παρά ζωντανούς προδότες», σημείωσε η Μ. Στεφανίδη. Αναφέρθηκε ακόμα στην αλληλεγγύη και τις ιδιόμορφες τακτικές επιβίωσης και αντίστασης που ανέπτυξαν, ανάμεσα σε αυτές και στη χορωδία τους: «Τη χορωδία την είχαν οργανώσει οι εξόριστες που είχαν κουβαλήσει μαζί τους και τα τετράδια με τα τραγούδια από το Τρίκερι. Οταν κατηφόριζαν την πλαγιά, αφού για ώρες είχαν υποστεί την αναμόρφωση, τραγουδούσαν. Οταν έσπασε από τον αέρα η σκηνή τους, αφού βόλεψαν τις ηλικιωμένες και τις άρρωστες στις διπλανές σκηνές, οι υπόλοιπες άρχισαν να τραγουδούν. Τραγουδούσαν και όταν τις έβαζαν να κόψουν αφάνες χωρίς εργαλεία και τα χέρια τους μάτωναν από τ' αγκάθια. Με το τραγούδι τους αντιστεκόντουσαν στη ζάλη που τους προξενούσαν τα μεγάφωνα που ολημερίς ούρλιαζαν μεταδίδοντας εθνικιστικούς λόγους, εμβατήρια, αντικομμουνισμό, τον ύμνο της Μακρονήσου. Τραγουδούσαν ακόμα και για να τις ακούσουν οι άντρες που βρισκόντουσαν στη "χαράδρα". Οι εξόριστες, ως γυναίκες, ήξεραν να δημιουργούν αγωνιστική ατμόσφαιρα. Και αυτό αποτέλεσε ένα ισχυρό όπλο σ' αυτόν τον χωρίς έλεος πόλεμο ενάντια στην ανθρώπινη φύση. Ακριβώς όπως έκαναν και οι άντρες συναγωνιστές τους».
Οσο για τον επίλογο, αυτός έγινε από το δρώμενο και ήταν αφιερωμένος στην προσφορά των χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών και στη σημασία της θυσίας τους για τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων σήμερα: «Οι αγωνιστές που μαρτύρησαν στη Μακρόνησο έδωσαν στα βάσανα και στο θάνατό τους τέτοιο περιεχόμενο ώστε να έχει σήμερα η δική μας ζωή ένα βαθύτερο σκοπό, γιατί πρόσφεραν στις επόμενες γενιές τη δυνατότητα να συνεχίσουν ν' αγωνίζονται. Δικό μας είναι το χρέος να διατηρήσουμε την ιστορική μνήμη των έργων τους, είτε τα ονόματά τους έχουν διασωθεί είτε όχι. Στους ώμους μας πέφτει η βαριά κληρονομιά που μας άφησαν, ώστε κι οι δικοί μας σημερινοί αγώνες ν' αποκτήσουν κάτι από τη λάμψη εκείνων των πρόωρα χαμένων νιάτων, κάτι από την περηφάνια εκείνων των βασανισμένων γηρατειών. Ακούστε! Ακούστε τις φωνές των σεμνών αγωνιστών που κατάφεραν να τρυπήσουν τις βουβές και άλαλες σελίδες της επίσημης Ιστορίας, για να διατρανώσουν με τη θυσία τους τα πανανθρώπινα ιδανικά που κάποιοι σήμερα τολμούν να αποκαλούν ξεπερασμένα. "Δε δουλώνω, δεν απογράφω!", είχε απαντήσει στους βασανιστές της η ογδοντάχρονη Κρητικιά ανταρτομάνα Μπλαζάκαινα. Στο κολαστήριο τους Μακρονήσου, οι γυναίκες κέρδισαν την ισοτιμία τους στο θάνατο, παραδίνοντας σ' εμάς τη σκυτάλη για να την κερδίσουμε στη ζωή. Οι σημερινοί και αυριανοί αγώνες μας ας συντροφεύουν τον αιώνιο ύπνο τους. Η δική μας αποφασιστικότητα ας κάνει πράξη τα οράματά τους».