Το θεατρικό του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα «Ματωμένος Γάμος» αριθμεί αμέτρητες διασκευές για τη σκηνή και την οθόνη. Στη βερσιόν της Πάουλα Ορτίζ από τη Σαραγόσα, τη διαφορά κάνει η νύφη που προτείνει στο κοινό ένα αισθητηριακό θέαμα χωρίς προηγούμενο στον ισπανικό κινηματογράφο. «Ο ματωμένος γάμος» είναι μια ταινία αισθήσεων και διαισθήσεων, εναλλάσσει το όμορφο με το φοβερό και απαιτεί τη συνέργεια και την ευαισθησία του θεατή, στο να αισθανθεί την αναμονή, το γάμο και την τελική μονομαχία, με την ένταση της πρωταγωνίστριας, της όμορφης και ακέραιας νύφης. Η Πάουλα Ορτίζ κάνει χρήση στίχων, τραγουδιών, πολύτιμων τοπίων και υπό την καλλιτεχνική της διεύθυνση και τις ενδυματολογικές λεπτομέρειες μεταδίδει τις αμφιβολίες και τον εσωτερικό κόσμο της νύφης που διχάζεται ανάμεσα στο καθήκον και το πάθος, ανάμεσα στον ευαίσθητο γαμπρό και τον άγριο Λεονάρντο. Σινεμά υποκειμενικότητας με τα συναισθήματα στην επιφάνεια. Κάθε πλάνο έργο τέχνης.
Με τους: Ινμα Κουέστα, Αλεξ Γκαρθία, Λετίθια Ντολέρα, Λουίσα Γκαβάσα, Κάρλος Αλβαρεθ, κ.α.
Παραγωγή: «La novia», Ισπανία, Γερμανία (2015)
Είναι όντως απορίας άξιον πώς ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο που προσωποποιεί μια ολόκληρη εποχή του αμερικάνικου σινεμά κατρακυλά από τον «Ταξιτζή», από τον «Νονό 2» και πολλές άλλες κλασικές ταινίες, στο βρώμικο, χαμηλότατης στάθμης «Ατακτο παππού»... Αντίστοιχο κατρακύλισμα δύσκολα ανιχνεύεται στην ιστορία του σινεμά.
Σε αυτήν την απέλπιδα και χοντροειδή κωμωδία που δεν βγάζει γέλιο, ο Ντε Νίρο υποδύεται τον ξεχασμένο από το Θεό παππού που, μετά τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του, πείθει τον «τετράγωνο», ήσυχο εγγονό του - που ετοιμάζεται να παντρευτεί την αυταρχική κόρη του διευθυντή του και να γίνει συνέταιρος στο δικηγορικό γραφείο του μέλλοντα πεθερού του - να τον συνοδεύσει στη Φλόριντα. Και η εικόνα του εγγονού που πίστευε ότι ο συνταξιούχος παππούς αναζητούσε κάποιες ήρεμες μέρες με γκολφ εκφυλίζεται όταν ο παππούς επιδίδεται στο κυνήγι νεαρών κατακτήσεων, κυνηγά το άγριο σεξ, τα όργια και το αλκοόλ, κάνει χυδαία αστεία και άσεμνες εμφανίσεις. Αυτή η συμπεριφορά κάνει τον εγγονό να αμφισβητήσει τόσο τον παππού του όσο και τον δικό του επικείμενο γάμο.
Με τους: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Ζακ Εφρον, Τζούλιαν Χιου, Ομπρι Πλάζα, κ.ά.
Παραγωγή: «Dirty grandpa», ΗΠΑ (2016)
Το πρόβλημα της βραζιλιάνικης ταινίας που μιλά για τα ταξικά όρια, εντοπίζεται στην υπερβολική σαφήνεια. Η πισίνα είναι το συμβολικό ταξικό όριο, ενώ οι κανόνες του μεγαλοαστικού σπιτιού είναι το ίδιο σαφείς και ασαφείς, εξαρτάται από την οπτική. Η κεντρική σκηνή της ταινίας διαδραματίζεται μπροστά στην πισίνα στον ωραιότατο κήπο. Η υπηρέτρια Βαλ εξηγεί στην κόρη της Τζέσικα ότι δεν επιτρέπεται να βρέξει ούτε το δάχτυλό της στο νερό. «Ούτε να το σκέφτεσαι». Η οικονόμος Βαλ, με αποικιοκρατικές αντιλήψεις για τη θέση της, δουλεύει για χρόνια σε μια σνομπ τηλεοπτική περσόνα και το σύζυγό της, που κοιμάται όλη μέρα. Η Βαλ μεγάλωσε τον 13χρονο γιο της οικογένειας, Φαμπίνιο, ενώ είχε αφήσει τη δική της κόρη να μεγαλώνει χωρίς μητρική αγάπη, με τη γιαγιά. Στο Σάο Πάολο καταφτάνει η κόρη της Βαλ, η Τζέσικα, να δώσει εξετάσεις στην αρχιτεκτονική. Οι εργοδότες της μητέρας της της επιτρέπουν να μείνει περιστασιακά στη βίλα. Η Τζέσικα δεν έχει την αποικιοκρατική αίσθηση της Βαλ και αψηφεί τους κανόνες του σπιτιού, ξεπερνά γραμμές και όρια. Οταν η Τζέσικα προσπερνά τα αόρατα σύνορα, τότε βγαίνει στο προσκήνιο η ταξική δομή του φαινομενικά ηλιόλουστου νοικοκυριού.
Σενάριο και σκηνοθεσία ταλαντεύονται ανάμεσα σε Σταχτοπούτα και χονδροειδείς φαρσοκωμωδίες, ενώ σειρά σκηνών κωμικής φύσης με κοινωνική κριτική κάνουν μια ταινία τέτοιου είδους ευκολότερη στην κατάποση. Οι ρόλοι είναι όλοι δεδομένοι εξαρχής και είναι ξεκάθαρο το τι θέλει η σκηνοθέτης από τον κάθε χαρακτήρα, ενώ στο τέλος του φιλμ γκρεμίζονται όλα τα αξιώματά του. Περιγραφή «φλου», χωρίς εστίαση των βραζιλιάνικων ταξικών διαφορών.
Με τους: Ρετζίνα Κασέ, Καμίλα Μάρντιλα, Μισέλ Γιοέλσας, Λουρέντσο Μουταρέλι και Καρίνε Τέλες.
Παραγωγή:«The Second Mother», Βραζιλία (2015)
Ο σκηνοθέτης, μετά το οδικό του ντοκιμαντέρ «Sacro GRA» (2013) για την ανθρωπογεωγραφία του μικρόκοσμου γύρω από τον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο που κυκλώνει τη Ρώμη, το Grande Raccordo Anulare - πολύ δυσκολοχώνευτο ότι το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία - φθάνει φέτος, μέσω θαλάσσης, στο ιταλικό νησί Λαμπεντούζα, την είσοδο των μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική στην Ευρώπη. Ο Ρόζι αφηγείται τη Λαμπεντούζα μέσα από τον 12χρονο Σαμουέλε, που πάει σχολείο και του αρέσει να σημαδεύει με τη σφεντόνα του τα φραγκόσυκα και την οικογένειά του. Αυτοί μας οδηγούν στην καθημερινότητα της ζωής των κατοίκων του νησιού. Ο σκηνοθέτης έμεινε στο νησί για ένα χρόνο και προσπάθησε να μπει στους ρυθμούς του μικρόκοσμου του νησιού. Ηθελε να καταθέσει μια μαρτυρία έντιμη και να μην κάνει αυτό που κάνουν οι περισσότεροι. Πηγαίνουν στον τόπο που θα κινηματογραφήσουν με τις ιδέες τους «φιξ» μέσα στο κεφάλι και φεύγουν όταν μαζέψουν αρκετό υλικό. Ο Ρόζι ήθελε να αφηγηθεί το νησί με το δικό του τρόπο, μέσα από λήψεις σε αληθινά πρόσωπα... Η κάμερά του καταγράφει τη ζωή και το θάνατο χωρίς καμιά αισθητική απόλαυση με χαρακτήρα «κοινωνικά - ανθρώπινα - και πολιτικά ορθό».
Με τους: Σαμουέλε Πουτσίλο, Πιέτρο Μπέρτολο, κ.ά.
Παραγωγή: «Fuocoammare», Ιταλία (2016).