ΚΟΥΕΝΤΙΝ ΤΑΡΑΝΤΙΝΟ
«Django, ο τιμωρός»
Η λάμψη του Ταραντίνο είχε θολώσει κάπως. Ομως, το κόκκινο του πάθους και του αίματος, που καίει και πυρπολεί, αποδεικνύεται το μόνο ικανό υλικό για στίλβωμα, σήμερα. Η έβδομη ταινία του σκηνοθέτη εντυπωσιακή. Η καλύτερή του ίσως, μετά το «PULP FICTION», η πιο ματωμένη και πιο έξυπνή του, και σίγουρα από τις καλύτερες της χρονιάς! Ταινία οραματιστικά επαναστατική, πανέξυπνα συγκροτημένη και, κυρίως, ξύπνια... Ακριβώς σαν τον νέγρο ήρωά της, που φέρει το όνομα Django (το D... άφωνο!). Ονομα που σημαίνει - όπως κάπου διαβάσαμε - «αφυπνισμένος». Και όντως, αποδεικνύεται αφυπνισμένη συνείδηση, ο τιμωρός του Ταραντίνο! Ο πόνος, η οργή του και το μίσος του έχουν ήδη παγιωθεί σε ώριμη στωική αποφασιστικότητα. Γι' αυτό είναι «cool» και ψύχραιμος και διόλου νεοφώτιστα αγανακτισμένος. Η ιστορία της ταινίας - ποιητική αδεία - εντάσσεται συμβατικά σε χρόνο, που δεν έχει ουσιαστική σχέση με την Ιστορία, χρονολογικά ιδωμένη...Μιλάμε για 165 λεπτά της ώρας καθαρό κινηματογράφο. Ο Ταραντίνο έχει στο χέρι μια ιστορία που είναι και κομμάτι της αμερικάνικης ιστορίας. Αρα η φόρμα του γουέστερν παραμένει η ιδανική μορφή αφήγησης για το συνδυασμό Ταραντίνο και Αγριας Δύσης. Ακόμα καλύτερο για μια αιματηρή σπλάτερ - κωμωδία, με πομπώδες στιλ μοιάζει να είναι το υποείδος, του «γουέστερν σπαγγέτι» που καθιερώθηκε το '60 και '70 από τον Λεόνε και τον Κορμπούτσι. Το «γουέστερν σπαγγέτι» απογυμνώνει περιεχόμενο και χαρακτήρες από προηγούμενες συμβάσεις και «λερώνει» τους τελευταίους, κάνοντάς τους όσο λιγότερο διαφανείς γίνεται. Παρουσιάζει ένα Τέξας με σάρκα και οστά, ρεαλιστικό αλλά διαφορετικό... Σε επίπεδο τεχνικής, η καινοτομία συνίσταται κατά βάση στη χρήση του ήχου, που δίνει ρυθμό στην ταινία και στην ακολουθία των κάδρων. Κάτι όμως που ο Ταραντίνο είχε ανέκαθεν υιοθετήσει... Στην ταινία εμφάνιση cameo κάνει ο Φράνκο Νέρο, σταρ των «γουέστερν σπαγγέτι» και πρωταγωνιστής στο φιλμ «Django» του Κορμπούτσι από το 1966. Εμφάνιση cameo κάνει - ως συνήθως - και ο ίδιος ο Ταραντίνο...
Η ταινία ανοίγει με έναν πλανόδιο οδοντίατρο γερμανικής καταγωγής, κυνηγό επικηρυγμένων που «αγοράζει» τον νέγρο δούλο Django γιατί μπορεί να αναγνωρίσει τρεις επικηρυγμένους. Αφού τον εξυπηρετήσει, τον χρίζει ελεύθερο άνθρωπο και του υπόσχεται ότι θα βοηθήσει να ελευθερώσουν την αγαπημένη του γυναίκα, τη μαύρη Μπρουμχίλντε, που βρίσκεται σκλάβα στη φυτεία του διαβολικού ιδιοκτήτη της Κάντι Λαντ - στο ρόλο ένας εκπληκτικός Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Ανάμεσα στον νέγρο Τζάνγκο και τον Γερμανό αναπτύσσεται ένας δυνατός δεσμός που τους φέρνει, μέσα από φυτείες του αμερικάνικου Νότου και αναζήτηση επικηρυγμένων, πολύ κοντά στη γυναίκα του Τζάνγκο (η ιστορία του Τζάνγκο και της γυναίκας του θα μπορούσε να συνιστά αυτοτελές φιλμ). Ο Γερμανός, κεντρικός ρόλος στο φιλμ, συνιστά το εκλεπτυσμένο touch της ταινίας. Ενσαρκώνει το λυρισμό δίπλα στη βία, τη ρομαντική ανάσα, την καλή, ποιητική γλώσσα και την πνευματική κατάθεση με μύθους για δράκους και πριγκίπισσες.
Ο Ταραντίνο, με συγκροτημένο λόγο, μεταξύ φάρσας και τραγωδίας, τοποθετεί στο κέντρο της αφήγησής του την ιδιοκτησία και τη δουλοκτησία σαν έννοιες που επικαλύπτουν η μια την άλλη και τις ανάγει σε σύγχρονες έννοιες. Η δουλοκτησία μπορεί μεν να έχει καταργηθεί, αλλά σήμερα οι κεφαλαιοκράτες την επαναφέρουν ακμαιότερη από ποτέ μέσα από τη σύγχρονη, βαθιά και άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων, που στην προοπτική μόνο με μορφή δουλείας θα μπορούσε να ταυτιστεί. Τι είναι δηλαδή η «Ευελφάλεια» και η «Εκθεση Σέρκας» αν όχι καθαρόαιμες μορφές σύγχρονης δουλείας; Ο θεατής, που είναι και αισθάνεται δούλος του 21ου αιώνα, αναγνωρίζει στην κατάσταση των μαύρων της οθόνης, ειδικά σε περίοδο βαθιάς κρίσης, τα δικά του αδιέξοδα, συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται κι αυτός, ακριβώς όπως οι μαύροι του αμερικάνικου νότου, έρμαιο στη βούληση και τα κέφια του κάθε δουλοκτήτη, που αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατό του... όταν δε συλλαμβάνουν τον Τζάνγκο, δεν τον σκοτώνουν, αλλά τον προορίζουν για εταιρεία εξόρυξης ορυκτών, να δουλεύει μέχρι τη μέρα που θα πεθάνει... Μην έχοντας να χάσει τίποτα εκείνος, σε πλήρη θεματική και στιλιστική συνέχεια, παίρνει την τύχη του στα χέρια του τινάζοντας με βία τρομερή, αιματηρή και επική όλο το οικοδόμημα της δουλείας στον αέρα μέσα στο χειροκρότημα του κοινού...
Στο «DJANGO ΤΙΜΩΡΟΣ» βρίσκουμε αναφορές από παλαιότερες ταινίες εν είδει παρωδίας. Βέβαια, κάθε φιλμ του Ταραντίνο είναι ένα αριστουργηματικό κολάζ, ένα παζλ με κόλλα την ιδιοφυΐα του σκηνοθέτη, ιδιοφυΐα στις λήψεις, στις σεκάνς, στο σενάριο και τους διαλόγους. Ο Ταραντίνο καταφέρνει να μας κάνει να απολαμβάνουμε κάθε σκηνή σ' αυτόν τον κόσμο του που συντίθεται από εναλλαγές πραγματικού και μη πραγματικού. Ταινία εκπληκτική!!!
Παίζουν: Τζέιμι Φοξ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κριστόφ Γουάλτς, Ντον Τζόνσον, Κέρι Γουάσινγκτον, Σάσα Μπάρον Κοέν, Κερτ Ράσελ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2012)
Ταραντίνο ο τιμωρός!
Πολλές οι πρεμιέρες της βδομάδας. Δύο όμως φιλμ ξεχωρίζουν, η νοτιοκορεάτικη «PIETΑ» του Κιμ Κι-ντουκ και το γουέστερν σπαγκέτι του Κουέντιν Ταραντίνο «DJANGO-Ο ΤΙΜΩΡΟΣ». Απόλυτη πρωτιά στον Ταραντίνο...
Κατά τα άλλα, το 2003, η κλασική πια αμερικανο - αυστραλιανή παραγωγή του Αντριου Στάντον «ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΕΜΟ» βραβεύτηκε με το «Οσκαρ» καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων. Το 2008, το Αμερικανικό Ινστιτούτο συμπεριέλαβε το φιλμ στα δέκα κορυφαία του είδους. Το 2012, η Ντίσνεϊ προβαίνει σε επανέκδοση της οικογενειακής ταινίας δράσης και περιπέτειας, ορόσημο για τον κόσμο του computer animation, σε τεχνική 3D. Ετσι κάποιος έχει όντως την αίσθηση ότι βρίσκεται κάτω από το νερό, εν μέσω ενός πολύχρωμου θαλάσσιου σύμπαντος που αποκτά μαγικές διαστάσεις, όπου, οι τρομαχτικές σκηνές φαντάζουν ακόμα πιο τρομαχτικές και η ομορφιά, ακόμα πιο έντονη! Η ταινία προβάλλεται σε επιτυχημένη ελληνική μεταγλώττιση.
Στις αίθουσες από σήμερα και η αμερικάνικη παραγωγή του '12, η παρθενική ταινία του Νίκολας Τζαρέκι «ΑΛΛΟΘΙ». Πυκνό και καλοζυγιασμένο θρίλερ νουάρ, με αφηγηματική ρευστότητα, κομψά νεοϋορκέζικα περιβάλλοντα και μια, μετέωρη αίσθηση καταστροφής σταθερά παρούσα. Στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα ο Ρίτσαρντ Γκιρ - στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, λέγεται, στο ρόλο του 60χρονου επιχειρηματία Ρόμπερτ Μίλερ που πίσω από μια γοητευτική και κομψή παρουσία κρύβει έναν κυνικό και αδίστακτο σε βρώμικα κόλπα παίχτη. Ο Μίλερ βυθίζεται όλο και περισσότερο σε μια καθοδική πορεία προς την κόλαση και κινδυνεύει να χάσει τα πάντα. Γιατί όντως, διαθέτει όλα όσα απαιτούνται από έναν αστό «πατριάρχη». Οικογένεια με παιδιά και σύζυγο που τον στηρίζει και μια νεαρή, απαιτητική ερωμένη, που κινείται σε κυκλώματα τέχνης. Βέβαια, στη βάση βρίσκεται η κερδοφόρα του εταιρεία που ρουφάει φυσικούς πόρους και τους μετατρέπει σε ιδιωτικό κεφάλαιο δισεκατομμυρίων... Δίπλα στον Ρίτσαρντ Γκιρ, η Σούζαν Σάραντον (σύζυγος), η Μπριτ Μόρλινγκ (κόρη), ο Τιμ Ροθ (ντετέκτιβ) και η Λετίσια Καστά (ερωμένη).
Τέλος, θα θέλαμε να αναφερθούμε στο φωτεινό ντοκιμαντέρ του Προκόπη Δάφνου και Τζανέτου Κομηνέα «Ο ΠΑΠΠΟΥΣ», που είδαμε στην Ταινιοθήκη τη Δευτέρα το βράδυ. Αυτός που φίλοι και συνάδελφοι αποκαλούσαν «παππού», δεν είναι άλλος από τον Γρηγόρη Δανάλη, ιστορικό οπερατέρ και διευθυντή φωτογραφίας του ελληνικού σινεμά. Κορμός στη γλαφυρά ανάγλυφη προσωπογραφία του Δανάλη, μια συνέντευξή του από το 1991, δυο χρόνια πριν το θάνατό του, που αλφαδιάζει, οριζόντια και κάθετα, την διήγησή του. Διήγηση που συνοδεύεται τόσο από πολύτιμο αρχειακό υλικό, σχετικό και επεξηγηματικό, κινηματογραφημένο και φωτογραφικό, όσο και από αφηγήσεις και μαρτυρίες κινηματογραφιστών που τον γνώρισαν και δούλεψαν μαζί του. Η αφήγηση σκιαγραφεί επίσης αρκετά κατατοπιστικά ένα σκελετό της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου και το προφίλ της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά. Πορτρέτο νοσταλγικό όχι μόνο του προσώπου αλλά και της ιστορίας του κινηματογραφικού γίγνεσθαι της χώρας. Φτιαγμένο με μεράκι, αγάπη και σεβασμό για τους πιονιέρους το ντοκιμαντέρ του Δάφνου είναι ακόμα και μια ζωντανή διάλεξη για την τεχνική και την τέχνη του σινεμά...
ΚΙΜ ΚΙ - ΝΤΟΥΚ
Pietà
Δυστοπική και προβοκατόρικη η βραβευμένη, με το «Χρυσό Λέοντα» στο τελευταίο φεστιβάλ στη Βενετία, ταινία του Νοριοκορεάτη Κιμ Κι-ντουκ. Αδυσώπητα σκοτεινό και τραχύ δράμα πάνω στην έννοια «piet?», όχι με τη χριστιανική της σημασία του «ελέους», αλλά μάλλον με τη λατινική έννοια «pietas», εκείνο δηλαδή το συναίσθημα που κάνει τον άνθρωπο να αγαπά και να σέβεται παραδοσιακές αξίες όπως η οικογένεια. Εικόνες εξαιρετικά δύσπεπτης βίας σε μεταφορική και κυριολεκτική βάση, σε έναν ολάκερο κόσμο ποταπών, φτωχών κι εξαθλιωμένων τεχνιτών, επαγγελματιών που οι νομοτέλειες του καπιταλισμού ανηλεώς καταβροχθίζουν και ρίχνουν στην απόγνωση. Και κείνοι, ξορκίζοντας τον αφανισμό τους, δανείζονται άσκεφτα από στυγερούς τοκογλύφους με υπέρογκους τόκους και μετά αδυνατούν να ξεπληρώσουν το χρέος. Με λακωνικό στιλ, ο σκηνοθέτης χρωματίζει μια τσίγκινη και βρώμικη φαβέλα στην καρδιά της σύγχρονης Σεούλ, όπου βασιλεύει μια ανελέητη πραγματικότητα.Μηχανές στριγγλίζουν, άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν ύλη, σαν αντικείμενα και το χρήμα ελέγχει τα πάντα. Η ταινία μοιάζει με θεώρημα για τη «φυσική» εξουσία του χρήματος πάνω στα ανθρώπινα όντα. Λίγοι σκηνοθέτες προσδιόρισαν έναν «κόσμο» με τέτοιες ανηλεείς εικόνες που κυοφορούν αίσθηση βασανιστικού πόνου... Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πεδίο δράσης του ήρωα της ιστορίας, ενός ανθρωπόμορφου κτήνους, ενός εισπράκτορα, ενός υπάλληλου κάποιου τοκογλύφου. Ο εσωτερικά νεκρός Κανγκ-ντου, σακατεύει τους φτωχούς που δεν μπορούν να πληρώσουν το χρέος τους με τρόπο σπουδαγμένο, έτσι ώστε να μη χάνουν το δικαίωμα στην αποζημίωση ασφάλειας ζωής, την οποία αποζημίωση ενθυλακώνει ο τοκογλύφος, ως εξόφληση των δανεικών με τους υπέρογκους τόκους... Μια μέρα, μια μυστηριώδης γυναίκα εμφανίζεται από το πουθενά και ισχυρίζεται ότι είναι η μητέρα του, που τον εγκατέλειψε μωρό. Ο Κανγκ-ντου την εξευτελίζει, τη χτυπά και αρνείται να την ακούσει. Η επιμονή, ωστόσο, της γυναίκας να αποδείξει την αγάπη της πάση θυσία, ενεργοποιεί εξελίξεις τόσο απρόσμενες όσο και αναμενόμενες που οδηγούν σε ένα μοιραίο τέλος.
Η ταινία αρχίζει να «λειτουργεί» και να αποκαλύπτεται από το δεύτερό της ήμισυ. Τότε αρχίζει κανείς να οσμίζεται τη μυρωδιά μιας ιδέας ευφυούς, να «ψυλλιάζεται» για σενάριο δαιμόνιο με δραματουργική δομή «μπετόν αρμέ» και διάσπαρτο με γοητευτικές (εκ των υστέρων), κινήσεις, εξαίσιας παραπλανητικής αφηγηματικής τακτικής. Η τελευταία σεκάνς με το αίμα του Κανγκ-ντου να αφήνει ίχνη στο χωματόδρομο είναι αντιπροσωπευτική των αφηγηματικών συμφραζομένων που δεν έχουν ίχνος ελπίδας, είναι νεκρά και βουτηγμένα σε ανείπωτη δυστυχία. Το σκηνοθετικό μεγαλείο αποκαλύπτεται πλήρως μέσα από τη σχέση της έννοιας του τίτλου της ταινίας, με τον, ψυχαναλυτικής προσέγγισης, «περιορισμό» που ο δημιουργός καθορίζει ως προοπτική επεξεργασίας του θέματός του.
Η ταινία δε βλέπεται εύκολα. Υπάρχουν σκηνές σχεδόν σαδιστικής βίας που, για μεγάλο αριθμό θεατών, σημαίνει σίγουρα υπέρβαση των προσωπικών τους ορίων. Την ίδια στιγμή, ο Νοτιοκορεάτης Κιμ Κι-ντουκ θέτει με μαεστρία ρητορικά ερωτήματα, γι' αυτό αδύνατον να απαντηθούν. Είναι δυνατόν να συγχωρέσει κανείς το ασυγχώρητο; Είναι σωστό να αποζητά κανείς εκδίκηση; Μπορεί κανείς να αγαπήσει και να συγχωρήσει ένα ανθρώπινο χτήνος; Η «PIETA» δεν είναι ένα τέλειο φιλμ, είναι ένα ανεξίτηλο για τον θεατή, βίωμα. Γι' αυτό κι ενδιαφέρον και σημαντικό... Δείτε την, αν μπορείτε...
Παίζουν: Τσο Μιν Σου, Λι Γιουνγκ Τζιν.
Παραγωγή: ΝΟΤΙΑ ΚΟΡΕΑ (2012)
ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΑΣ
Το κεφάλαιο
Η μετά "Βαΐων και κλάδων" προϋπαντούμενη ταινία του Γαβρά, χαριστικά, βαθμολογείται με τη βάση. Από το δημιουργό του «Ζ» και του «MISSING» θα είχε κανείς πολύ περισσότερες προσδοκίες, τόσο ως προς το αιχμηρό κριτήριο των επιλογών του όσο το διεισδυτικό βλέμμα στις αντιφάσεις και φυσικά, την κριτική ματιά πάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Μπανάλ και χιλιοειπωμένη η ιστορία, εμπνευσμένη από το βιβλίο του Ζαν Περλεβάντ «Total Capitalism», δεν ενέχει ίχνος πρωτοτυπίας και αυθεντικότητας κι ας δηλώνει επίκαιρη, λόγω κρίσης. Γιατί πίσω από τον βαρύγδουπο συνειρμικά τίτλο με ευθεία παραπομπή στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ, κρύβεται ακόμα μία (αδιάφορη έως κακή) άκριτη ιλουστρασιόν πολυτελείας, κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του «κόσμου» που πρεσβεύει ότι «η πολυτέλεια συνιστά δικαίωμα»...Κάθε «μόδα» καταλήγει παρωχημένη... έτσι και η ταινία του Γαβρά που έρχεται «καταϊδρωμένη» γιατί μας βρίσκει ήδη «μπουχτισμένους» από οπτικοακουστικά πονήματα για την κρίση, από πληθώρα κινηματογραφικών ταινιών που, μπορεί να εξιστορούν ιστορίες για αμαρτωλές χρηματοπιστωτικές αγορές, για σκληρές και εκμεταλλευτικές τράπεζες, για παιχνίδια ριξίματος και κέρδους ανάμεσα σε καπιταλιστικούς ομίλους και για κάθε είδους και κλίμακας υπηρέτες του κεφαλαίου, αλλά φροντίζουν να μη λένε τίποτα το ουσιαστικό και διεξοδικό για τους πραγματικά ενδιαφερόμενους... Το ίδιο κάνει και ο Γαβράς με το χλιαρό, μικρό του θρίλερ «ΚΕΦΑΛΑΙΟ» και τον «κόσμο» του που παρουσιάζει σαν καρικατούρα, αστεία και απλοϊκά όπως στο παιχνίδι «monopoly». Η ταινία αναφέρεται στηΝ αναπάντεχη και ραγδαία αναρρίχηση στα ύψιστα κλιμάκια της χρηματιστηριακής εξουσίας του Μαρκ Τουρνέιγ. Συμβατική ιστορία με συμβατική αφήγηση. Γραμμική και σε πρώτο πρόσωπο, από τον ανηλεή Τουρνέιγ, που τσακίζει οτιδήποτε στέκεται εμπόδιο στην προσωπική του πορεία που συνεπάγεται με κέρδη αμύθητα. Οσο περισσότερο χρήμα έχεις, τόσο περισσότερο σε σέβονται, λέει ο ίδιος. Κι εκείνος -από θέση- απολύει με μια του κίνηση χιλιάδες εργαζόμενους και ζητά από τους υπόλοιπους τυφλή υποταγή και ρουφιανιά, αλλά ... προσοχή, είναι και φύσει φιλάνθρωπος... στέλνει σε κάποιον που άφησε άνεργο, 10.000(!) ευρώ από προσωπικά του χρήματα. Και τι κακόγουστος και περιττός ο ρόλος της ναρκομανούς εξωτικής πόρνης/μανεκέν που τον τριγυρίζει, υπενθυμίζοντάς του συνεχώς με την παρουσία της ότι ζωή σημαίνει να μπορείς να ζεις τα βίτσια σου... Ο Τουρνέιγ, αφού ολοκληρώνει τον επαγγελματικό του κύκλο, εισέρχεται στον κύκλο της κάθαρσης και του εξαγνισμού και μόνο που δεν παρασημοφορείται από την άσπιλη πλευρά του ίδιου συστήματος, όταν εκδίδει αποκαλυπτικό βιβλίο -οποίος ηρωισμός!- για τη βέβηλη βρωμιά των αγορών, διεκδικώντας έτσι και την άμεση εξιλέωσή του από το θεατή, τον επιτόπιο καταναλωτή της ιστορίας...
Παίζουν: Γκαντ Ελμαλέχ, Μπερνάρ Λε Κοκ, Νατασά Ρενιέ, Ιπολίτ Ζιραρντό, Φιλίπ Ντικλό, Λίγια Κεμπέντε, Βενσάν Νεμέ, κ.ά.
Παραγωγή: ΓΑΛΛΙΑ (2012)