Σε κάθε νέα εμπειρία που προέρχεται από την πλευρά της Λούσι ή του συζύγου της, η Μάρθα ξαναγυρίζει πίσω στο χρόνο απ' όπου αναδύονται σαν εφιάλτες οι εικόνες από τη ζωή στο κοινόβιο /αίρεση, με μοναδικό και απόλυτο ηγέτη τον ασκητικό Πάτρικ που με τη γλώσσα του σώματος και τον απολυταρχικό τόνο φωνής που κάνει το αίμα να παγώνει «υπνωτίζει» όσους αφήνονται να υπνωτιστούν. Και αποδεικνύεται όχι ιδιαίτερα δύσκολο για κάθε επιτήδειο να χειραγωγήσει και να διαστρεβλώσει ένα «εξεγερμένο», απομονωμένο νεανικό πνεύμα, που αναζητά κοινωνική ταύτιση, αποδοχή και συναισθηματική κάλυψη. Κομμάτι - κομμάτι, στα μάτια της Μάρθας αντιπαρατίθεται το παρόν με το παρελθόν, ενώ η ίδια δεν αποκαλύπτει στη Λούσι το παραμικρό για πρόσωπα και καταστάσεις στο κοινόβιο. Το μικροαστικό ωστόσο παρόν, με τους ασφυκτικούς του κανονιστικούς καθωσπρεπισμούς, δε μορφώνει θετική εικόνα στα μάτια της κοπέλας που υπερασπίζεται ένα, γενικά και αόριστα, διαφορετικό τρόπο ζωής. Ευτυχισμένο, κοντά στην φύση, χωρίς άχρηστα πολυτελή καταναλωτικά αγαθά, χωρίς αποξενωμένους ανθρώπους. Ιδανικά που, με τον ακατέργαστο και ενοχλητικά αφελή τρόπο που εκφράζονται, φαινομενικά μειονεκτούν στη λογική της μετωπικής σύγκρουσης με τις κυρίαρχες αντιλήψεις και τις κοσμοθεωρίες - τις οποίες ασπάζεται το ζευγάρι που τη φιλοξενεί - που θεοποιούν το χρήμα και ανάγουν την επιτυχημένη/ακριβοπληρωμένη καριέρα και την υπερκατανάλωση σε μοναδικές και ύψιστες υπαρξιακές και συστημικές αξίες. Κι όσο η Μάρθα δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τι είναι νορμάλ, δηλαδή κοινωνικά αποδεκτό και τι όχι, τόσο συχνότερα πέφτει σε κρίσεις. Στο μπρος /πίσω του χρόνου, που μέσα από τις αναμνήσεις αποκαλύπτονται οι αθέατες, ζοφερές πλευρές του κοινοβίου της αίρεσης: βία, σεξουαλικός καταναγκασμός, εκβιασμοί, ληστείες και στυγνές δολοφονίες.
Κι ενώ στο χαρτί όλα αυτά ακούγονται πολύ ενδιαφέροντα, στην ταινία υπερέχει ένα στοιχείο που υποβαθμίζει τη γενίκευση των παραπάνω, στοιχείο που επιβάλλει την ανάγνωση. Η επιμονή της κάμερας στις κινήσεις ηδονοβλεψία στο σώμα της πανέμορφης Ελίζαμπεθ Ολσεν, πειστικότατης στονρόλο της Μάρθας.
Η ταινία θεματικά προτείνει πληθώρα ζητημάτων προς συζήτηση. Η κινηματογραφημένη σε όλους τους τόνους του γκρίζου ιστορία - με περίβλημα ανολοκλήρωτου θρίλερ - θα μπορούσε να είναι θελκτικότερη και όχι απλά αποσπασματικά ενδιαφέρουσα που να αρκεί να τη δεις μια μόνο φορά. Φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης εστίασε το ενδιαφέρον του στους αφηγηματικούς χειρισμούς της ψυχολογικής γκρίζας ζώνης και στην έκπληξη της κλιμάκωσης, στο κρεσέντο του φινάλε.
Παίζουν: Ελίζαμπεθ Ολσεν, Σάρα Πόλσον, Τζον Χόουκς, Χιου Ντάνσι, Κρίστοφερ Αμποτ, Τζούλια Γκάρνερ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
Ο Ιστγουντ, ωστόσο, επιλέγει να αναφερθεί επιγραμματικά και χωρίς σχόλια στο ρόλο του συστήματος κύρια που στήριξε και ανέδειξε τον Χούβερ σε δημόσιο πρόσωπο με υπέρμετρη εξουσία. Ψάχνει, αντίθετα, για τις ρίζες της πολιτικής του συμπεριφοράς στην προσωπική /ιδιωτική του ζωή και τα ψυχολογικά του τραύματα. Από τα μισά σχεδόν της ταινίας επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στις σκοτεινές πλευρές του ήρωά του. Και μολονότι οι ειδωλολατρικές σχέσεις με τη μητέρα που τον ευνουχίζει οδήγησαν - κατά την ταινία - στη μοναξιά, στον τραυλισμό, στην ομοφυλοφιλία, στο φόβο του για τον έρωτα, στην πιθανή του σχέση με τον κατά πέντε χρόνια νεότερο συνάδελφό του Κλάιντ Τόλσον παραμένουν εν ισχύι σαν φήμες, ο σκηνοθέτης επιλέγει να σταθεί σε αυτά ως να υπήρχε εκεί όλη η αλήθεια! Μα ο ίδιος ο Χούβερ ομολογεί στη μητέρα του ότι αυτά τα κάνει και για τα λεφτά: «Ολόκληρα 3.000 δολάρια το χρόνο». Είναι ένας καριερίστας βουτηγμένος στο φόβο, τον οποίο πρέπει να μεταγγίσει και στους συμπολίτες του για να δικαιολογήσει και να διασφαλίσει και τη θέση και την ύπαρξή του...
Η ταινία, με αφήγηση μακριά από κάθε ακαδημαϊσμό, παίζει με τα γεγονότα, χαρτογραφώντας τη μνήμη του 70χρονου πια Χούβερ που στο λυκόφως της ζωής του αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, υπαγορεύοντας τις αναμνήσεις του, όπου διασταυρώνονται αλήθειες και ψέματα. Ετσι ξεκινά η πρώτη αφηγηματική στρατηγική που συνίσταται σε επαναληπτικά φλας μπακ - όχι πάντα με χρονολογική σειρά - στη βάση του υπαγορευόμενου κειμένου. Αργότερα η πρώτη αυτή γραμμή θα διασταυρωθεί με μια άλλη που ξεκινά γύρω στο 1962, τη χρονιά που δολοφονήθηκε ο πρόεδρος Κένεντι. Στα φλας μπακ αυτά καθαυτά δεν υπάρχει λάθος. Ομως, σχετικά νωρίς η αφήγηση αρχίζει να «πηδάει» προς διάφορες κατευθύνσεις, τόσο στο παρελθόν όσο και σε διαφορετικές καταστάσεις στο παρόν, με κινήσεις ασαφείς που επιφέρουν μάλλον σύγχυση στην ανάγνωση. Σε πολλά σημεία αισθάνεσαι σαν θεατής ότι πρέπει να σταματήσεις και να σκεφθείς αν η αφήγηση θα επανέλθει σε κάποιες σκηνές που άφησε ανοιχτές για να τις ολοκληρώσει. Π.χ. η περίπτωση της απαγωγής του μικρού γιου του πιλότου. Συχνά πυκνά επανέρχεται η αίσθηση ότι πλατειασμοί και πλήθος λεπτομερειών κάνουν την αφήγηση να μη «νετάρει».
Η ταινία με το άτσαλο μοντάζ της δείχνει να μην είναι σίγουρη για την προσέγγιση που επέλεξε. Δεν παρουσιάζει τον Χούβερ σαν θετικό ήρωα. Ωστόσο, δείχνει γοητευμένη από τη δύναμη και τη μακροζωία του στην κορυφή του FBI. Ο σκηνοθέτης δικαιολογεί τον ψυχικά αναξιοπαθούντα Χούβερ, αγνοώντας όμως επιδεικτικά την πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Γιατί, για την πλειοψηφία των Αμερικανών αυτά που συνέβησαν με διαταγές Χούβερ τους κάνουν να ντρέπονται και να αισθάνονται τύψεις. Αυτό είναι το βασικό σημείο και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με περισσότερη σοβαρότητα.
Αποτυχημένη η προσπάθεια της ταινίας να βουτήξει με άπνοια στα εσώψυχα ενός άνδρα που σημάδεψε με τον αντικομμουνισμό και το ρατσισμό του την Αμερική για δεκαετίες. Θα μπορούσε βέβαια το όλο να έχει εξελιχθεί σε ενδιαφέρον ιστορικό σχόλιο - από τον δεξιό Ιστγουντ δεν περιμένεις σπουδαία πολιτικά σχόλια - για ένα σκουπίδι της Ιστορίας. Η σημαντική συμβολή του Ντι Κάπριο δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει τον Ιστγουντ από το σκουντούφλημα ...
Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Αρμι Χάμερ, Ναόμι Γουότς, Τζούντι Ντεντς, Τζος Λούκας, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
Η ταινία αρχίζει με την γέννηση του Τζόι και ο Σπίλμπεργκ σαν μεγάλος παραμυθάς παίρνει τον χρόνο που χρειάζεται για να παίξει με ό,τι στοιχειοθετεί την στέρεη βάση της αφήγησης προτού αποκαλύψει ξεκάθαρα το κυρίως θέμα του, προτού προσκολληθεί σ' αυτό και συνεχίσει έτσι ως το τέλος. Εκθέτει λοιπόν - μέσα από κατατοπιστική εισαγωγή - τους ακρογωνιαίους λίθους του δράματος που θα παραμείνουν παρόντες σε όλη την πορεία. Επικεφαλής ο νεαρός Αλμπερτ και οι γονείς του, όπως και ο συνομήλικος φίλος και ο συνομήλικος αντίπαλος, που από κοινού θα βρεθούν στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Παρουσιάζει το καθαρόαιμο πουλάρι Τζόι και πάνω απ' όλα τη γη, σαν στοιχείο - κλειδί της ταινίας. Η συγκινητική φιλία ανάμεσα στον νεαρό Αλμπερτ, που ζει κάπου στην αγγλική επαρχία και στο πανέμορφο πουλάρι που φεύγει στον πόλεμο, εμπεριέχει όλα τα δομικά συστατικά μιας μεγαλειώδους περιπέτειας.
Ποιος όμως ακριβώς είναι ο ρόλος του Τζόι στην ταινία; Πώς τον χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης; Θέλει να τον μετουσιώσει σε «χαρακτήρα» με τον οποίο ταυτιζόμαστε και συμπάσχουμε ή τον μεταχειρίζεται σαν σπονδυλική στήλη στην αφηγηματική του στρατηγική, απ' όπου κρέμονται σαν κλαδιά, οι διαφορετικές ενότητες, οι διαφορετικές ιστορίες που ξεκινούν από τον ίδιο κορμό;
Παρότι ο Σπίλμπεργκ γι' ακόμα μια φορά κινηματογραφεί τον πόλεμο, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ταινία κατατάσσεται στο είδος της «πολεμικής» αφού δεν παίρνει θέση υπέρ της μιας ή άλλης πλευράς. Ο πόλεμος υπάρχει σαν ντεκόρ, καταγράφεται σαν τραυματικό πέρασμα που μεγεθύνει και ενισχύει την απέχθεια στον παραλογισμό και στην φρίκη των πολεμικών συρράξεων μέσα από την «διαδρομή» του ήρωα, του Τζόι, αυτού του σύμβολου δύναμης και κομψότητας, που στα μάτια του, στο βλέμμα του, διαθέτει κάτι σπάνιο, ένα είδος ενστικτώδους ανθρωπισμού.
Μέσα από κινούμενους ιμπρεσιονιστικούς πίνακες , έχοντας αποκολληθεί από τον ρεαλισμό, ευρισκόμενος πολύ κοντά στην ζωγραφική ο Σπίλμπεργκ βαδίζει στα ίχνη μεγάλων κλασικών παραγωγών - πολλά στοιχεία παραπέμπουν στο «ΟΣΑ ΠΑΙΡΝΕΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ». Με ομορφιά και ωμότητα, με αφέλεια και μοιρολατρία, με την ξεκάθαρη απλότητα να κυριαρχεί στην γραμμική του αφήγηση, ο Σπίλμπεργκ πείθει ότι ο πόλεμος είναι βάρβαρος απ' όποια πλευρά κι αν τον βλέπεις. Οι Αγγλοι δεν αξίζουν περισσότερο από τους Γάλλους ή τους Γερμανούς δείχνουν οι σκηνές σφαγής που αναμοχλεύουν μνήμες ζώσες. Και σαν ταρακούνημα για τον παραλογισμό του πολέμου έρχεται το κατηγορητήριο εναντίον των δυο αγοριών, που εκτελούνται επειδή αρνούνται να πολεμήσουν και η προσωρινή εκεχειρία ανάμεσα στους αντιμαχόμενους.
Δυόμιση ώρες διαρκεί το έπος και η δίνη της συγκίνησης, στην μετάγγιση της οποίας συμβάλλουν τα μέγιστα οι ηθοποιοί, είναι αδυσώπητη. Κάνοντας ελιγμούς για τις απαιτήσεις του μελοδράματος σε ένα φορτωμένο σενάριο, ο μύθος με την κλασική έννοια του όρου, αλλού αγγίζει κι αλλού εξυψώνει, καλύπτοντας έτσι ένα ευρύ φάσμα ηλικιών. Οι σεκάνς φυσικά δεν παρουσιάζουν όλες το ίδιο ενδιαφέρον. Σε κάποιες στιγμές υπογραμμίζεται - πολύ σωστά - η δολοφονική πλευρά των ηρώων. Σε άλλες μεγαλοποιείται η θυσία που ενυπάρχει στον πατριωτισμό. Σε κάθε περίπτωση ο ηρωισμός εδώ είναι άλλης τάξης και η ηθική της ταινίας δεν έχει τίποτα το καινούριο. Προσβλέπει απλά να κρατά σε εγρήγορση και ευαισθητοποίηση τα αντανακλαστικά που έχουν να κάνουν με την αντίθεση στην φρίκη του πολέμου, στην αδικία, με την πίστη στην φιλία, στο δίκιο και στον αγώνα...
Παίζουν: Εμιλι Γουάτσον, Πίτερ Μιούλαν, Τζέρεμι Ιρβιν, Νιλς Αρεστρουπ, Σελίν Μπουκένς, Ντέιβιντ Ντέντσικ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
Αυτό το χείριστο υποκατάστατο του «INDEPENDENCE DAY» εκτυλίσσεται στη Μόσχα με τα θεαματικά της περιγράμματα, επικερδές πλέον σκηνικό των αμερικανικών block busters. Γιατί αν, σ' αυτό το φιλμ αξίζει κάτι, είναι το ντεκόρ της πόλης. Οι μεγαλοπρεπείς λεωφόροι και τα εντυπωσιακά κτίρια που προσδίδουν στην ταινία status και εξωτική νότα. Αλλά το εξωτικό κλου είναι οι Ρώσοι πολεμιστές, οι ενδεδυμένοι προβιές, τατουάζ και φυσεκλίκια ως αγριάνθρωποι των σπηλαίων, στο στιλ εκείνης της ομορφούλας που κάποτε στη Γιουροβίζιον κέρδισε τον δικό μας Sakis. Θυμάστε;
Παίζουν: Εμιλ Χιρς, Ρέιτσελ Τέιλορ, Ολίβια Θέρλμπι, Μαξ Μινγκέλα, Γιούρι Κουτσένκο, Νικολάι Εφράμοφ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).