Η ταινία του Τζον Χιούστον βγαίνει το 1941 - ίδια χρονιά με το «Πολίτης Καίην» - και βασίζεται σε μπεστ σέλερ του Dashiell Hammett. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Σαν Φρανσίσκο και ήρωάς της είναι ο ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ από τον οποίο μια γοητευτική, μυστηριώδης πελάτισσα ζητά να αναλάβει την υπόθεση της παρακολούθησης ενός επικίνδυνου άνδρα που θα την οδηγήσει στην εύρεση της εξαφανισμένης της αδελφής. Την επόμενη μέρα, ο επικίνδυνος άνδρας και ο ντετέκτιβ, συνεργάτης του Σπέιντ που ανέλαβε τη διεκπεραίωση της υπόθεσης, βρίσκονται δολοφονημένοι και η αστυνομία αρχίζει τις έρευνες. Ο Σπέιντ ψάχνει για την άκρη του νήματος. Η υπόθεση μοιάζει να περιπλέκεται όλο και περισσότερο, ειδικά όταν εμφανίζεται στο γραφείο του ένας οπλισμένος κύριος που ζητά από τον Σπέιντ να του επιστρέψει το αγαλματίδιο, το οποίο αυθαίρετα εκτιμά ότι ο ντετέκτιβ κατέχει. Το πολύτιμο «Γεράκι της Μάλτας». Μετά από λίγο καιρό επανέρχεται στο προσκήνιο και η μυστηριώδης πελάτισσα, με άλλη ταυτότητα αυτήν την φορά και ζητά από τον Σπέιντ βοήθεια ώστε να βρουν μαζί το ανεκτίμητης αξίας αγαλματίδιο. Το γεράκι φέρνει τελικά στο γραφείο του ντετέκτιβ άγνωστος άνδρας που δολοφονείται πριν προλάβει να πει λέξη. Ο Σπέιντ συνεχίζει την έρευνα ως τη λύση του μυστηρίου...
Εκτός από την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πλοκή του σεναρίου, την εκπληκτική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ξετυλίγεται η σκοτεινή υπόθεση μυστηρίου, τους έξυπνους και δυνατούς διαλόγους κατευθείαν από το μυθιστόρημα του Hammett, σημαντικότατο ενδιαφέρον παρουσιάζει στο φιλμ η - μοχλός στην εξέλιξη της αφήγησης - ερωτική σχέση του ανδρικού πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, του ντετέκτιβ Σαμ Σπέιντ, με την μοιραία γυναίκα. Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ πέτυχε, με την ερμηνεία και παρουσία του, να καθιερώσει την απόλυτη, αρχετυπική ενσάρκωση του ιδιωτικού ντετέκτιβ. Το μοντέλο της ερωτικής αυτής σχέσης ταυτίζεται απόλυτα με τον συνήθη κανόνα των φιλμ νουάρ. Ο ήρωας, Σπέιντ, έχει να επιλέξει μεταξύ δύο γυναικών: της ευσυνείδητης και της ωραίας. Η ευσυνείδητη όμως εδώ, ενώ υπόκειται στα βασικά χαρακτηριστικά του πρότυπου που τη θέλει όμορφη, υπάκουη και υπεύθυνη, βγαίνει από το παιχνίδι ήδη από την πρώτη της εμφάνιση, λόγω της «συμβατικής» σχέσης που έχει με τον Σπέιντ (είναι ερωμένη του, όμως αυτός δεν την θέλει) δεδομένου ότι παράλληλα είναι παντρεμένη με το συνεργάτη του ντετέκτιβ που δολοφονείται στην αρχή του φιλμ μαζί με τον επικίνδυνο άνδρα. Η Μέρι Αστορ είναι η ωραία και μοιραία γυναίκα. Καλλονή, ανεύθυνη, αναξιόπιστη και καθόλου ερωτευμένη με τον Σπέιντ - ό,τι ακριβώς χρειάζεται ένας άνδρας ώστε να τον διεγείρει μια γυναίκα.
Ο λόγος που η femme fatale επιδιώκει να συναντήσει τον ήρωα είναι γιατί η ίδια έχει ήδη κάνει την επιλογή της. Συνήθως εκείνη είναι μπλεγμένη και προσβλέπει, από τη σχέση της με τον ήρωα, σε οικονομικό της όφελος. Η ωραία έχει την ανάγκη ενός ξύπνιου άνδρα (λιγότερο όμως εύστροφου από την ίδια) ώστε να καταφέρει να τον κάνει να της φέρει τα χρήματα αλλά και να επωμιστεί την αποτυχία σε περίπτωση που τα πράγματα πάνε στραβά.
Στο φιλμ νουάρ η αφήγηση ακολουθεί την άποψη οποιουδήποτε χαρακτήρα συμμετέχει σε αυτήν τη σχέση. Δηλαδή, μπορεί να παρακολουθούμε την ιστορία από την οπτική του ήρωα, της μοιραίας γυναίκας ή της ευσυνείδητης. Κι αυτό γιατί όλοι οι χαρακτήρες παρουσιάζουν ισοδύναμο δραματουργικό ενδιαφέρον - όλοι τους πάσχουν από εμμονές και διακαείς επιθυμίες για χρήμα, εξουσία κι έρωτα ή κάνουν ό,τι κάνουν λόγω της φύσης τους ή του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δρουν. Ο σκηνοθέτης Τζον Χιούστον ξεκίνησε με την ταινία αυτή μια αξιόλογη καριέρα που τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες και του χάρισε παγκόσμια αναγνώριση.
Παίζουν: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Μέρι Αστορ, Πίτερ Λόρ, Γκλάντις Τζορτζ, Σίντνεϊ Γκρίνστριτ, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1941)
...στο όνομα της οποίας - έγραφε ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο «Βήμα» στις 3-12-1974: «Οι Γάλλοι, την 3η Μαΐου 1808, σκότωσαν στην Ισπανία μερικές εκατοντάδες ρέμπελων που δεν ήθελαν να ελευθερωθούν (...) Ελευθερωτές ήταν οι στρατιώτες του Ναπολέοντα και "Ελευθερία" μια λέξη κενή περιεχομένου, μια λέξη φαντασματική, που μόνο ως σλόγκαν λειτουργεί στα χείλη των απογόνων εκείνων που αγωνίστηκαν για "ελευθερία - ισότητα - αδελφότητα" (...) Στο όνομα της ελευθερίας δολοφόνησαν τον φίλο του Μπουνιουέλ, Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα, στο όνομα της ελευθερίας έγινε το μακελειό στο Βιετνάμ, στο όνομά της (και στο όνομα του Ελεύθερου Κόσμου, που είναι το ίδιο) μας κάθισε στο σβέρκο ο Παπαδόπουλος κλπ. κλπ. Οντως υπάρχει πάντα ένα Φάντασμα της Ελευθερίας που μας προτείνεται ως Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Το σύνολο των εν δυνάμει εννοιών του όρου ελευθερία κρέμεται σήμερα σαν άδειο κουφάρι, καθώς οι επιτήδειοι χρήστες της λέξης φρόντισαν επιμελώς να εξευτελίσουν μέσω συστηματικής εκχυδαϊστικής αοριστολογίας. Ο Μπουνιουέλ μέσα από το αφηγηματικό του χάος που διέπεται από μια λογική «παράλογη» και μέσα από τα συνεχή αφηγηματικά ρήγματα, χωρίς φαινομενική συνάφεια λογικής, προκαλεί τόσο τους κανόνες της αφήγησης όσο και τις βεβαιότητες του θεατή, παραθέτοντας ένα δείγμα που άπτεται της φαντασματικής ιδιότητας της ελευθερίας του αστικού συστήματος, που μάλλον συνιστά συνθηματική φράση και μύθο παρά ελευθερία.
Το πολύ φιλόδοξο αυτό φιλμ, που αποτελεί μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες του δημιουργού της, λειτούργησε για τον σκηνοθέτη και κάπως απογοητευτικά. Υπήρξε δύσκολο στη γραφή του και την πραγματοποίησή του καθώς ήταν αναπόφευκτο ορισμένα επεισόδια να επισκιάζουν άλλα. Η ταινία αρχίζει με την ανατριχιαστικά σκοτεινή απεικονιστική μαρτυρία του Γκόγια. Η Ισπανία βρίσκεται υπό την κατοχή των Γάλλων ρεπουμπλικάνων εκδημοκρατιστών (ο μοναχός της πρώτης τετράδας πατριωτών που εκτελούν οι Γάλλοι στρατιώτες είναι ο ίδιος ο Μπουνιουέλ καλυμμένος από κουκούλα και γενειάδα μοναχού). Ολοι οι θεσμοί του αστικού κράτους είναι παρόντες - η Εκκλησία, ο Στρατός, η Αστυνομία, οι πολιτικοί - και αμφισβητούνται. Οι ιστορίες στην πανσιόν, τόσο σε επίπεδο μεμονωμένων σκηνών - όπως η αιμομικτική σχέση μεταξύ θείας και ανιψιού - όσο και σε επίπεδο πλέγματος ενιαίου συνόλου με τους μοναχούς ως χαρτόμουτρα τζογαδόρους που περιτριγυρίζονται από σοβαροφανείς ένοικους βουτηγμένους σε σεξουαλικές διαστροφές αφενός και ταμπού αφετέρου. Η σεκάνς με τον γιατρό, τον καρκινοπαθή ασθενή του και την «εξαφανισμένη» αλλά πάντα παρούσα κορούλα του (μια ιδέα που ο σκηνοθέτης δούλευε στο μυαλό του για καιρό). Ξεκάρφωτος φαινομενικά ο σκοπευτής που πυροβολεί αδιάκριτα το πλήθος και μοιράζει αυτόγραφα μετά την καταδίκη του σε ισόβια «αθώωση». Με τον αστυνομικό διοικητή του Παρισιού να μιλά στο τηλέφωνο με την πεθαμένη αδελφή του που επισκέπτεται στον τάφο της, με τη στρουθοκάμηλο και τις καρτ-ποστάλ, με το ζωολογικό κήπο και την καταστολή των διαδηλώσεων... Ολα τα επεισόδια συνδέονται υπόγεια με το νήμα της διαπίστωσης, της καταγραφής και της κριτικής των δομών - κοινωνικών και πνευματικών - και του εποικοδομήματος.
«Οταν το ξανασκέφτομαι σήμερα - γράφει ο Μπουνιουέλ - μου φαίνεται ότι "Ο Γαλαξίας", "Η διακριτική γοητεία της αστικής τάξης" και "Το φάντασμα της ελευθερίας" - παρά το γεγονός ότι και τα τρία βασίζονται σε πρωτότυπα σενάρια - συνθέτουν ένα είδος τριλογίας ή μάλλον τριπτύχου, όπως στον μεσαίωνα. Το ίδιο θέμα, στιγμιαία μέχρι και οι ίδιες φράσεις υπάρχουν και στις τρεις ταινίες. Μιλούν για την αναζήτηση της αλήθειας και τη φυγή στην οποία πρέπει να τραπεί κάποιος με το που την ανακαλύπτει, κάνουν λόγο για τις αδυσώπητες κοινωνικές τελετουργίες. Μιλούν για την επιβαλλόμενη αναζήτηση, για το τυχαίο, για την προσωπική ηθική, για το μυστήριο που κάποιος υποχρεούται να σεβαστεί».
Ο αναντικατάστατος Βασίλης Ραφαηλίδης, σε κείμενό του για «Το φάντασμα της ελευθερίας» αναφέρει: «Η προβληματική της ταινίας είναι απλή και ολοφάνερη. Και για να μην υπάρχει ίχνος αμφιβολίας για τις προθέσεις του, ο Μπουνιουέλ κλείνει την ταινία του όπως την άνοιξε: Σημερινοί διαδηλωτές, καθώς πυροβολούνται από την αστυνομία φωνάζουν: Κάτω οι Ελευθερωτές - Κάτω η Ελευθερία. Η τρομακτική αλήθεια τούτης της κραυγής, στην σχέση της και με τον τίτλο, μπαίνει από τον Μπουνιουέλ ως πρόβλημα για λύση: Πρέπει να δειχτεί περί ποιας ελευθερίας πρόκειται, ώστε η κραυγή "Κάτω η Ελευθερία" να πάψει να ηχεί παράδοξα».
Το φιλμ του Μπουνιουέλ, ιδωμένο με απόσταση τριακονταπενταετίας, εμφανίζεται ως γοητευτικά χαριτωμένη κατασκευή χωρίς όρια. Μέσα από τις ανεκδοτολογικές του ενότητες ο σκηνοθέτης προβαίνει με σατιρική διάθεση σε κριτική απεικόνιση και εξευτελιστικών συμπερασμάτων διαπιστώσεις... Είναι όμως αυτό αρκετό για να μετατρέψει την ταινία σε έργο αυθεντικής εξέγερσης και ανατροπής;
Παίζουν: Ζαν - Κλοντ Μπριαλί, Μισέλ Λοντάλ, Ζαν Ροσφόρ, Μόνικα Βίτι, Αντριάνα Αστι, Αντόλφο Τσέλι, Μισέλ Πικολί, Μιλένα Βούκοτιτς, Ζιλιάν Μπερτό, κ.ά.
Παραγωγή: Ιταλία, Γαλλία (1974).