Πέμπτη 30 Ιούνη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΪΛΝΤΕΡ
Η Λεωφόρος της Δύσεως

Η πρώτη ταινία του ομιλούντα κινηματογράφου «TheJazz Singer» του Alan Crosland ανατρέπει το 1927 όλα τα προηγούμενα δεδομένα του βωβού. Η τεράστια εμπορική επιτυχία του οδήγησε σε μετατροπές κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα οι οποίες άγγιζαν το σύνολο των εργαζομένων στην παραγωγή έργου της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Εφερε όμως μετατροπές και στη γλώσσα του κινηματογράφου. Οι αλλαγές έπληξαν ιδιαίτερα τους ηθοποιούς του βωβού, οι οποίοι μπορεί να είχαν δοκιμαστεί ως πρόσωπα αλλά όχι ως φωνές! Το υποχρεωτικά σαρωτικό πέρασμα σε καινούριες μορφές παραγωγής έγινε αιτία και πλήθους προσωπικών καταστροφών, θα θυμάστε σίγουρα ότι γύρω από τον ίδιο θεματικό άξονα, δομείται ο μύθος στο περίφημο μιούζικαλ «Singin' in theRain» των Στάνλεϊ Ντόνεν και Τζιν Κέλι από το 1952...

Το τέλος του βωβού, σηματοδοτεί επίσης τη διάλυση μιας τεχνητά κατασκευασμένης κοινωνικής εικόνας, δεδομένου ότι, με το συγχρονισμένο ήχο, ιδιαίτερα τον ανθρώπινο λόγο, ο κινηματογράφος αποκτά περισσότερα άμεσα και ολοκληρωμένα εργαλεία τα οποία μπορούσαν να περιγράψουν την πραγματικότητα και να αποδώσουν - μέσα από τον ήχο - έναν «χώρο» που εκτείνεται έξω και πέρα από τον «χώρο» του κάδρου. Ο Μπαζέν χαρακτηρίζει τον ήχο απαραίτητο εργαλείο για την «αποκάλυψη» της πραγματικότητας. «Η απελευθέρωση που έφερε ο ήχος, ως συμπληρωματικό της μίμησης στο σκηνικό χώρο, δε συνεπάγεται απλά "αύξηση του ρεαλισμού" αλλά απελευθέρωση της κριτικής ικανότητας του μέσου».

Στην ταινία του «Λεωφόρος της δύσης», ο Αυστρο-Ουγγρικής καταγωγής εμιγκρές Μπίλι Γουάιλντερ μιλά για το Χόλιγουντ - τόσο το παλιό το βωβό, όσο και το καινούριο - και την παρακμή του, εστιάζοντας στην πικρή, ειρωνική ισορροπία της ιστορίας μεταξύ της, πεπερασμένης σε ηλικία και καριέρα, ντίβας του βωβού κινηματογράφου, Νόρμα Ντέσμοντ, (που ζει σε μια τεράστια έρημη βίλα επί της λεωφόρου της Δύσης με τον υπηρέτη της Μαξ) και ενός άνεργου και άσημου νεαρού σεναριογράφου, του Τζο Γκίλις. Αντικατοπτρίζονται ακόμη και οι δύο περίοδοι της κινηματογραφικής γλώσσας ενώ με λίγες αλλαγές στην τεχνική της αφήγησης, φθάνει σε μας και σαν ταινία ομιλούσα, με τον ήχο περασμένο πάνω από τη μίμηση, αλλά και σαν μέθοδος βωβής ταινίας που υπαινίσσεται τις δυνατότητες του ήχου. Η «Λεωφόρος της Δύσης» είναι ένα φιλμ που περιγράφει τα εκφραστικά του μέσα. Περιγράφει επίσης, με κριτική ματιά, το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Παράλληλα, σκιαγραφεί κοινωνικές, πρωτίστως όμως ψυχολογικές, πλευρές του φαινομένου Χόλιγουντ. Κυνισμός, αυτοσαρκασμός και ειρωνεία, ιδού το πνεύμα των σχολίων του αφηγητή για προσωπικές του αδυναμίες, για την «γλώσσα» του βωβού αλλά και την κοινωνία του Χόλιγουντ.

Η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί «αμερικάνικη αυτοκριτική». Ταυτόχρονα να λειτουργεί και ως «μετακινηματογράφος»: Μια ομιλούσα ταινία που μιλά για τον ομιλούντα κινηματογράφο και δομείται με τρόπο δαιμόνιο ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το χρόνο. Για να μπορέσει κανείς να αποκωδικοποιήσει το «οικοδόμημα» του χρόνου, πρέπει να γνωρίζει την ιστορία του κινηματογράφου. Ιστορία που στην ταινία υφίσταται ενσωματωμένη σε πλήθος υπαινιγμών και σε νύξεις, πολλές φορές όμως απαιτείται προσοχή ώστε να την ανακαλύψει κανείς.

Η ταινία έχει στίγμα παραδοσιακού αστυνομικού δράματος με αφηγητή. Ο αφηγητής έχει διπλή λειτουργία: τόσο σαν φωνή που σχολιάζει γενικότερες καταστάσεις, όσο και σαν ρόλος σε πρώτο πρόσωπο. Ο Γουάιλντερ δουλεύει με τρία αφηγηματικά σχέδια. Το πρώτο εξ αυτών και πιο αφηρημένο, έχει χρήση άμεση μόνο σε δύο βραχείς και σχεδόν ταυτόσημες σκηνές. Εμμεσα όμως παραμένει συνεχώς παρόν στην αφηγηματική λειτουργία. Ο αφηγητής επιδεικνύει ρεαλισμό και φαντασία.

Ιδιαίτερη μνεία βέβαια χρήζει ο Βιεννέζος Εριχ Οσβαλντ Στρόχαιμ, ο Εριχ φον Στρόχαιμ δηλαδή, γιος Εβραίου εμπόρου που μεταξύ 1906 - 1909 μετανάστευσε στην Αμερική και προσέδωσε στον εαυτό του, αυθαίρετο τίτλο ευγενείας διά του αναγνωρίσιμου «φον». Κατασκεύασε ακόμη ολόκληρη συνοδευτική του τίτλου μυθολογία σχετικά με ευθεία καταγωγή του από την αυστριακή αριστοκρατία. Στην ταινία υποδύεται ένα σκηνοθέτη του βωβού, πρώτο σύζυγο της ντίβας κάποτε και τώρα εκούσιο υπηρέτη της με τα αχώριστα λευκά του γάντια.

Τη «Λεωφόρο της Δύσης» μπορούμε να την δούμε σαν σούμα της αμερικάνικης κινηματογραφικής παραγωγής πριν το 1950, στην οποία βρίσκουμε στοιχεία που θυμίζουν τον «Πολίτη Καίην» του Ουέλς, όπως τα συσσωρευμένα, πανάκριβα αντικείμενα σε ένα περιβάλλον που λειτουργεί σαν «τοπίο της ψυχής» και θυμίζει το παλάτι Xanadu. Ξαναβρίσκουμε το δημοσιογραφικό, αφηγηματικό τόνο καθώς και τη μέθοδο να ξεδιπλώνει μια μυστηριώδη ιστορία από το τέλος. Η ίντριγκα τόσο εδώ όσο και στον «Πολίτη Καίην» μπλέκεται γύρω από ένα παθιασμένο και εγωκεντρικό άτομο, στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την ντίβα Νόρμα Ντέσμοντ.

Παίζουν: Γουίλιαμ Χόλντεν, Γκλόρια Σουάνσον, Εριχ φον Στρόχαϊμ, Νάνσι Ολσον, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1950).

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΦΕΛΙΝΙ
8 1/2

Η ταινία φέρει έναν αινιγματικά παράξενο τίτλο. Ο γρίφος όμως του τίτλου δεν εκφράζει τίποτα περισσότερο από το μέχρι τότε αριθμό ταινιών του σκηνοθέτη. 8 ήταν οι μεγάλου μήκους ταινίες του και με εκείνο το 1/2 ο ίδιος ο Φελίνι χαρακτηρίζει τη συμβολή του στις σπονδυλωτές ταινίες «Amorein citt?» του 1953 και «Boccaccio '70» του 1962.

Στο αυτοβιογραφικό 8 1/2, ο Φελίνι «χώνεται» κατευθείαν στον κόσμο της αυτο-ανακλαστικής φαντασίας. Ο Γκουίντο (Μαρτσέλο Μαστροιάνι), σκηνοθέτης κινηματογράφου, έχει αναλάβει να σκηνοθετήσει μια, ευρείας κλίμακας, παραγωγή. Κατά τη διάρκεια όμως της διαδικασίας προετοιμασίας των γυρισμάτων, αισθάνεται ότι εξαντλούνται όλα τα αποθέματα δημιουργικής ενέργειας που διαθέτει. Το μπλοκάρισμα αυτό βυθίζει, τόσο τον ίδιο όσο και τον θεατή σε έναν υποσυνείδητο ονειρισμό, γεμάτο εφιάλτες, φαντασιώσεις και φλας μπακ που διαπερνούν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του για το παρόν, μέσα από μια «μπερδεμένη» αφηγηματική λογική. Οταν τέλος ο Γκουίντο καταφέρνει να βγει από αυτήν την κατάσταση, μόνο τότε είναι σε θέση να αποδεχθεί το γεγονός ότι η ταινία που σχεδίαζε δε γίνεται να πραγματωθεί. Στην τελευταία σεκάνς του φιλμ, όλοι οι σημαντικοί χαρακτήρες που αναδύονται από τη ζωή, αλλά και τη ματαιωμένη ταινία του σκηνοθέτη - πολλοί από τους οποίους ταυτίζονται - δίνουν τα χέρια και χορεύουν πάνω στο χείλος ενός κύκλου του τσίρκου την ώρα που ο Γκουίντο - με τη μορφή μικρού αγοριού - στέκεται στο μέσον και τους σκηνοθετεί με σιγουριά κρατώντας στο χέρι ένα μεγάφωνο. Αυτή η σουρεαλιστική παραβολή πάνω στην αγωνία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και την επώδυνη διαδικασία της κύησης του έργου τέχνης, βραβεύτηκε με πλήθος διεθνών βραβείων...


(Στο «ΑΣΤΥ» το Σάββατο 2 Ιούλη).

Παίζουν: Μαρτσέλο Μαστροϊάνι, Κλάουντια Καρντινάλε, Σάντρα Μίλο, Ανούκ Αιμέ, κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία (1963).

ΤΟΜ ΧΑΝΚΣ
Η περίπτωση της Λάρι Κράουν

Ε, λοιπόν, τι; Τι ήταν αυτό το εξαιρετικό που αγωνιούσε να κοινωνήσει ο απόλυτος δημιουργός Τομ Χανκς; Απόλυτος, γιατί εν προκειμένω εμφανίζεται σε ρόλο ηθοποιού, παραγωγού, συν-σεναριογράφου και σκηνοθέτη. Ποιο είναι το άξιο λόγου χαρακτηριστικό στοιχείο θεματικά ή αφηγηματικά της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης Λάρι Κράουν;

Από το σενάριο (που συνέγραψε με την Νία Βαρντάλος) απουσιάζει το ουσιαστικό περιεχόμενο. Είναι η κοινότοπα βαρετή περίπτωση ενός προβλέψιμου - λόγω της πληθώρας στερεοτύπων - αποτελέσματος, που ενώ αρχικά αλλού δείχνει να τραβά (με το σοβαρό θέμα των απολύσεων, της κρίσης κλπ.), πολύ γρήγορα ανατρέπει κάθε προηγούμενη «υπόσχεση» και φεύγει γι' αλλού άτσαλα και άκομψα (με χαρακτήρες που δεν έχουν την παραμικρή ουσιαστική λειτουργικότητα), πασχίζοντας να φθάσει τρέχοντας στο επίμαχο σημείο, στη σχέση μεταξύ των δύο σταρ, του Λάρι (Τομ Χανκς) και της νευρωτικά εύθραυστης καθηγήτριάς του κας Τενό (Τζούλια Ρόμπερτς) που ζει σε έναν τρικυμισμένο γάμο.

Ο συμπαθητικός Λάρι για χρόνια ήταν ο ιδανικός υπάλληλος, πλήρως ταυτισμένος με τα συμφέροντα του σούπερ μάρκετ «U-Mart». Η αχάριστη εταιρεία τού ανακοινώνει μια ωραία πρωία την απόλυσή του διότι δε διαθέτει πτυχίο college. Η εταιρεία, στην οποία επίκειται αναδιάρθρωση, επιθυμεί να επενδύει σε στελέχη που διαθέτουν και τις τυπικές προϋποθέσεις για επαγγελματική ανέλιξη. Αλλοι, όταν αιφνίδια και αναπάντεχα πετιούνται στην ανεργία, μπορεί να φθάσουν και στην αυτοκτονία. Ο Λάρι όμως, παρά το ντόμινο των σοβαρών οικονομικών αδιέξοδων που του προκαλεί, δεν την βλέπει σαν πανούκλα, αλλά σαν αφετηρία ευκαιριών... Ανεργος στα 50 του, ξανακάθεται στα θρανία ενός ανώτατου college, αυτήν την φορά για να σπουδάσει «Τέχνη του λόγου: τέχνη των ανεπίσημων παρατηρήσεων». Δέκα δίωρα και μια εργασία τού δίνουν πιστωτικές μονάδες τις οποίες θα προσθέσει σε δέκα δίωρα οικονομίας, σε δέκα δίωρα μαγειρικής, σε δέκα δίωρα για κουβέρτες patchwork ...και έτσι θα συνθέσει πανεπιστημιακό πτυχίο, από «αξιολογημένο» ίδρυμα. Εμ, αυτά είναι πανεπιστήμια ...

Παίζουν: Τομ Χανκς, Τζούλια Ρόμπερτς, Μπράιαν Κράνστον κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).

ΛΟΥΚΙΝΟ ΒΙΣΚΟΝΤΙ
Σένσο

Μοντέλο λυρικού ρεαλισμού χαρακτήρισε ο Βισκόντι το «Σένσο» κλασικό πια, ιστορικό μελόδραμα από το 1954. Την ίδια χρονιά η ταινία πήγε στη Βενετία όπου δεν έτυχε θετικής υποδοχής. Αλλά και στο Παρίσι την αντιμετώπισαν σαρκαστικά. Το φιλμ είναι ελεύθερη διασκευή από την ομότιτλη νουβέλα του συγγραφέα Καμίλο Μπόιτο, γραμμένη σε μορφή ημερολογίου και με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από την ηρωίδα κοντέσα Λίβια Σαλπιέρι. Η ιστορία ερωτικού πάθους, πολέμου και επανάστασης εκτυλίσσεται στο περιβάλλον της βενετικής αριστοκρατίας του 1866 κάτω από τη στυγερή αυστριακή κατοχή.

Η σκληρότητα της ιστορικής αλήθειας απεικονίζεται στις ουσιαστικές της διαστάσεις μέσα από τη διαμαρτυρία που λαμβάνει χώρα στο λυρικό θέατρο της πόλης «Λα Φενίτσε» με τις προκηρύξεις εναντίον του κατακτητή, με τα εθνικά χρώματα της «τρικολόρε» να χορεύουν στην κατάμεστη αίθουσα ενώ ταυτόχρονα οι πασίγνωστες νότες από τον «Τροβατόρε» του Τζιουζέπε Βέρντι, σφραγίζουν το τέμπο φόρτε της αρχικής σεκάνς. Ερωτική ιστορία που ανάγεται σε ιστορικό ντοκουμέντο, σύνθεση ανεπανάληπτη αριστοκρατικής κομψότητας και ζοφερής παρακμής. Η κοντέσα Λίβια Σαλπιέρι ερωτεύεται το νεότερό της αυστριακό υπολοχαγό Φραντς Μάλερ με ένα τρελό πάθος που πλάθεται μέσα από τις περιπέτειες του πολιτικού αγώνα, τις αδυναμίες και την εγκατάλειψή της και καταλήγει στην προδοσία, περνώντας από την καθαίρεση του αυστριακού στρατιωτικού του φθαρμένου από το αλκοόλ, το σεξ και την αηδία για τον εαυτό του, του διεφθαρμένου, που από δω και στο εξής, θα στοιχειώσει σε όλες τις ταινίες του Βισκόντι.

(Στο «ΑΣΤΥ» τη Δευτέρα 4 Ιούλη).

Παίζουν: Αλίντα Βάλι, Μάσιμο Τζιρότι, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ, Κριστιάν Μαρκάν, Ρίνα Μορέλι, κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία (1954).

Η πρωτιά και πάλι στις επανεκδόσεις!

Οι καιροί σηκώνουν στην πλάτη τους βάρος ιστορικό! Η πραγματικότητα που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας ξεπερνά και την πιο νοσηρή κινηματογραφική δυστοπία... Αύριο, μεθαύριο, η Ιστορία θα υποχρεωθεί να κλίνει προς μια πλευρά, να γείρει από δω ή από κει... Ζώντας έντονα το κάθε βήμα της σπάνιας συλλογικότητας του αγώνα, αισθάνεται κανείς το λιγότερο ανεπίκαιρος να μιλά την ώρα αυτή για σινεμά...

Αξιοπρεπείς οι καινούριες ταινίες της βδομάδας, η καθεμιά στο είδος της. Αμερικάνικη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, παραγωγής Στίβεν Σπίλμπεργκ, η πρώτη και έχει τίτλο «Transformers 3: Dark of the Moon». Ενα ρομποτικό έπος με τρισδιάστατη υπόσταση για νεαρό, μάλλον, κοινό, σε σκηνοθεσία Μάικλ Μπέι.

Ποιητική και όμορφη η πολυεπίπεδη αυστραλιανή ιστορία εγκλήματος του 2010. Από τον υπόκοσμο της Μελβούρνης, από μια άγρια Δύση σε αστικό φόντο. Ο τίτλος της «Το χρίσμα» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Μισό με τους Τζέιμς Φρέσβιλ, Τζάκι Γουίβερ, Γκάι Πιρς...

Φυσικά και υπερτερούν σε ποιότητα οι επανεκδόσεις! Οπως «Το Μωρό της Ρόζμαρι», η αριστουργηματική, κλασική ταινία τρόμου του Ρομάν Πολάνσκι που συνεχίζεται τη βδομάδα αυτή στον «ΖΕΦΥΡΟ». Σε επανέκδοση και το απόλυτο αριστούργημα του Μπίλι Γουάιλντερ από το 1950 «Η Λεωφόρος της δύσης» με τη μυθική Γκλόρια Σουάνσον, τον Γουίλιαμ Χόλντεν και τον μοναδικό Εριχ φον Στρόχαιμ. Ο χρόνος όχι μόνο την διατήρησε αναλλοίωτα πολύτιμη, αλλά της πρόσθεσε κιόλας εκείνη τη σπάνια πατίνα...

Επίσης στο «ΑΣΤΥ», στα πλαίσια του Ταινιοράματος, προβάλλονται δύο σημαντικές ιταλικές ταινίες, του Βισκόντι και του Φελίνι. Τότε που με το ξεθύμασμα του νεορεαλισμού, ο ιταλικός κινηματογράφος δοκιμάζεται από ύφεση στη δημιουργία κι όταν ο κύριος όγκος του επιστρέφει στις εγκαταστάσεις των στούντιο όπου αρχίζουν ξανά να γυρίζονται μαζικά ψυχαγωγικές ταινίες, το «8 1/2» και το «Σένσο» - στις οποίες θα αναφερθούμε - αποτελούν εξαίρεση... Στο «ΑΣΤΥ», στα πλαίσια του Ταινιοράματος, θα προβληθεί την Τετάρτη 6 Ιουλίου και ο «Κόκκινος Κύκλος» του Ζαν Πιέρ Μελβίλ για όσους αγαπούν το γαλλικό αστυνομικό, το «polar»!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ