«AFTER EARTH» (2013) τιτλοφορείται η αμερικάνικη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας «επικών διαστάσεων» του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, που με πολύ κόπο θα μπορούσε κανείς να πάρει στα σοβαρά, γιατί η ασυνέπειά της αφήνει το κοινό σε σύγχυση. Πρωταγωνιστές της διάτρητης και αορίστου πλοκής ιστορίας, ο Γουίλ Σμιθ και ο 14χρονος γιος του Τζέιντεν σε έναν εχθρικό πλανήτη, χίλια χρόνια μετά την καταστροφή της Γης και την εκκένωσή της...
«Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ» (2013) κλασική αμερικανική ταινία ληστείας, σε σκηνοθεσία Λουί Λετεριέ. Θρίλερ με εντυπωσιακά οπτικά εφέ, εύκαμπτη δράση και πειστικές ψευδαισθήσεις... Πρόκειται για μείγμα, που υπηρετεί το διαβολικό ρυθμό του φιλμ και στηρίζει την ιστορία που ανιχνεύει την εξέλιξη μιας ομάδας «θαυματοποιών» που φαίνονται να ληστεύουν τράπεζες, την ίδια στιγμή που εμφανίζονται στη σκηνή, διανέμοντας τη λεία στο κοινό... Πολλοί οι χολιγουντιανοί αστέρες με επικεφαλής τους: Μόργκαν Φρίμαν, Μάικλ Κέιν, Μαρκ Ράφαλο, Τζέσι Αϊζενμπεργκ, Ελίας Κοτέας κ.ά.
«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ» (προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά και σε 3D) η αμερικανική πολυδιαφημιζόμενη οικογενειακή περιπέτεια κινουμένων σχεδίων για ένα κορίτσι που πέφτει στο μέσο μιας σύγκρουσης ανάμεσα στους μικρούς λαούς του δάσους - τους κακούς που θέλουν να σαπίσουν τα πάντα και να πεθάνουν και τους καλούς που φροντίζουν να πρασινίζει το δάσος πάντα. Συμπαθητικές χρωματιστές εικόνες σε ένα ασπρόμαυρο, άνισο σενάριο με το πρώτο μέρος να χωλαίνει σοβαρά, επιφυλάσσοντας ένα ενδιαφέρον τέλος...
Το επίκεντρο της ιστορίας καταλαμβάνει ένας χαρακτήρας που δεσπόζει επί των υπολοίπων. Ο πρίγκιπας του Παλέρμο Ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, που υποφέρει από προσωπική κρίση που εξάλλου ταυτίζεται με την κρίση των καιρών που ζει. Ο Ντον Φαμπρίτσιο είναι ευγενής παλαιάς κοπής και την οικογένειά του διχάζουν δύο γενιές. Αυτή που υπηρέτησε πιστά τους Μπορμπόνους της Νάπολης και της Σικελίας και εκείνης που, με την απόβαση των Χιλίων του Γκαριμπάλντι και τη διακήρυξη του Βασιλείου της Ιταλίας, αγκάλιασε τους καινούριους καιρούς, έτοιμη να ξεχάσει το παρελθόν και φυσικά να επωφεληθεί από το μέλλον. Ο Ντον Φαμπρίτσιο, παρότι δε σέβεται τους σημερινούς Μπορμπόνους, αδυνατεί να διαγράψει τους δεσμούς του με το παρελθόν. Αντιλαμβάνεται ότι οι καιροί κινούνται σε τροχιά αλλαγής, ότι η πολιτική και θεσμική εξουσία τώρα πια, περνά στα χέρια της καινούριας, ανερχόμενης τάξης των πλούσιων αστών. Για να «προσαρμοστεί» στο τέλος της αριστοκρατίας, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα το γόητρο της δικής του γενεαλογίας, αποφασίζει να περιμένει να πέσει το Παλέρμο στα χέρια των γαριβαλδίνων ώστε να στηρίξει ανοιχτά την προσάρτηση του στην Ιταλία, αποδεχόμενος και τους γάμους του λατρεμένου του Τανκρέντι με την όμορφη κόρη ενός πλούσιου και άξεστου δήμαρχου γιατί «για να μην αλλάξει τίποτα, πρέπει όλα να αλλάξουν». Ετσι μετά από μια αντιφατική σχεδόν κυνική προσπάθεια να συμβιβαστεί με τους νέους καιρούς, αποτραβιέται σιωπηλά, αφήνοντας το δρόμο στους νεότερους.
Μνήμη και ρεαλισμός. Η πρώτη, εκφράζεται με θύμησες και αφηγήσεις σε χρόνο παρελθόντα, ο δεύτερος, σε χρόνο παρόντα μέσα από την έκθεση και την είδηση. Οι παράλληλες διαδρομές της ηχούς και της λέξης, της νοσταλγίας και της μαρτυρίας, έχουν στο σινεμά του Βισκόντι την τάση να διασταυρώνονται συστηματικά. Στις επιτηδευμένες του εικόνες λιώνουν μαζί περισσότερες τέχνες και γλώσσες, ιστορίες και θέματα από διάφορες εποχές και συμφραζόμενα τα οποία, κάθε φορά, βρίσκουν μια ειδική χρονικότητα στο συνεχή κινηματογραφικό ενεστώτα .
Παίζουν: Μπαρτ Λανκάστερ, Κλάουντια Καρντινάλε, Αλέν Ντελόν, Σερζ Ρετζιανί, Μάσιμο Τζιρότι, κ.ά.
Παραγωγή: Ιταλία, Γαλλία (1963).
Πρώτη και άκρως ενδιαφέρουσα η μεγάλου μήκους ταινία του νεαρού Αργεντινού σκηνοθέτη Σαντιάγκο Μίτρε. Το θέμα της, ευρύ και σύνθετο, συνοψίζεται στη λέξη «πολιτική». Για να ακριβολογούμε: Αναφερόμαστε στην αποκαλούμενη «ρεάλ πολιτίκ», τη διαχειριστική του συστήματος, έτσι όπως τη γνωρίζουμε και τη βιώνουμε. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να επικεντρώσει την προβληματική του στον ερμητικά κλειστό πανεπιστημιακό χώρο ενός ανώτατου ιδρύματος του Μπουένος Αϊρες, ενός μικρόκοσμου με πολύ ιδιαίτερους κώδικες και σε ένα, κατά βάση πρόσωπο, τον αριβίστα και οπορτουνιστή φοιτητή Ρόκε. Η ταινία του Μίτρε μοιάζει με λαβύρινθο και η αφήγηση της ταινίας όσο κι αν «χώνεται» στο εσωτερικό του λαβύρινθου, δε χάνει ούτε στιγμή την επικοινωνία με τον θεατή... παρότι η σκηνοθεσία με διάσπαρτα στοιχεία ρεπορτάζ και «voice over» σχόλια αποκαλύπτει μια κάποια έλλειψη έμπνευσης.
Παίζουν: Εστέμπαν Λαμότε, Ρομίνα Πάουλα, Ρικάρντο Φέλιξ, Βαλέρια Κορέα, κ.ά.
Παραγωγή: Αργεντινή (2011).
Στην υπαρξιακή αλλά καθόλου μεταφυσική ταινία της η Λοφσκί στοχεύει στο συναίσθημα και μόνο και ξαναστήνει το παρελθόν που συνίσταται από επιλεγμένες, ανεξίτηλες μνήμες και αναμνήσεις, σαν κάτι πολύτιμο, με σεβασμό, συγκίνηση, ρομαντισμό και την ευαισθησία αυτού που το βίωσε ολόπλευρα, για να αρχίσει μετά την αποδόμησή του, κομμάτι κομμάτι.
Η Καμίγ ανθρώπινη, ξεροκέφαλη και εύθραυστη, επαναπροσδιορίζει τη σχέση της με το χρόνο ο οποίος με την ιδιότητα της σταθεράς διαπερνά, με «πηγαινέλα» όλη την ταινία και βυθίζεται σε μια υπαρξιακή δίνη. Η Καμίγ χαϊδεύει με χάρη το συναίσθημα της απώλειας. Αγγίζει τα τραύματά της με πικρό χιούμορ, οδυνηρή νοσταλγία και ελπίδες εξανεμισμένες. Την ταινία που ρέει ανεμπόδιστα, διαπερνά πέρα ως πέρα μια μελαγχολική φαντασία και μια γλυκιά αυθάδεια που χαρακτηρίζει τη δεύτερη αυτή ευκαιρία για την Καμίγ, να ξαναζήσει όπως εκείνη θα ήθελε την ήδη βιωμένη της ζωή. Να λειτουργεί ταυτόχρονα και σαν σκηνοθέτης, αλλά και σαν ηθοποιός σε αυτή τη ζωή...
Το πραγματικά ευρηματικό στοιχείο της ταινίας συνίσταται στο ότι, παρά την επιστροφή στο παρελθόν, οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες Καμίγ και Ερίκ που συνιστούν το επίκεντρο της ιστορίας, διατηρούν τη σημερινή τους όψη. Αντιμετωπίζουν τις προ 25ετίας καταστάσεις μέσα από ένα σημερινό πρίσμα...
Παίζουν: Νοεμί Λοφσκί, Σαμίρ Γκεσμί, Γιολάντ Μορό, Ζαν-Πιερ Λεό, Ντενίς Πονταλιντές, Ματιέ Αμαλρίκ κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (2012).
Στο ασπρόμαυρο ειδυλλιακό παραθαλάσσιο θέρετρο της Κριμαίας Γιάλτα, που προβάλλει ο Μοσχοβίτης Γκούροφ παρατηρεί μια νεαρή κυρία να περιφέρει στην προκυμαία το λευκό της σκυλάκι και την πλήξη της. Οι δυο τους γνωρίζονται κι έχουν ένα φλερτ. Ο Γκούροφ, όμως, επιστρέφοντας στη Μόσχα δεν βρίσκει ησυχία από τις εμμονές που του γεννά η ανάμνηση της κυρίας με το σκυλάκι. Γι' αυτό κάνει την αρχή και τη συναντά στη θλιβερή επαρχία που ζει με τον «λακέ» δημόσιο υπάλληλο σύζυγό της. Μετά, θα έρθει κι εκείνη να τον βρει στη Μόσχα, αλλά η ιστορία τους θα παραμείνει ένα «ατέρμον ανοιχτό δράμα» κατά τον Βασίλη Ραφαηλίδη και μετά το τέλος της τυπικής ιστορίας μια που οι άπειρες εξαρτήσεις τους δεν επιτρέπουν στους ήρωες να πάρουν οριστικές αποφάσεις. Πέραν της αισθητικής αρτιότητας, της μουσικής και της φωτογραφίας που μοιάζει να είναι «από βαμβάκι», το ιδιαίτερα δυνατό σημείο της ταινίας είναι η ερμηνεία των ηθοποιών. Τόσο του Αλεξέι Μπατάλοφ όσο και της λαμπερής Ιγια Σαβίνα που η φωνή της χαράσσεται στη μνήμη σαν ευχάριστο άκουσμα...
Παίζουν: Ιγια Σαβίνα, Αλεξέι Μπατάλοφ, Νίνα Αλίσοβα, κ.ά.
Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1959).
Ακρογωνιαίος λίθος του παγκόσμιου σινεμά η ταινία, δουλεμένο στις τελευταίες λεπτομέρειες, οι διάλογοι σε συνεργασία με τον Τενεσί Γουίλιαμς, η σκηνογραφία και η μουσική (Βέρντι, Μπρούκνερ) να υπογραμμίζουν την ρυπαρότητα αυτού του έρωτα, τον ξεπεσμό μιας κοινωνίας και το τέλος ενός βασιλείου. Από ιστορία έρωτα το εξαιρετικής απεικονιστικής ομορφιάς «ΣΕΝΣΟ» μετατρέπεται σε ιστορικό ντοκουμέντο, που παντρεύει την Ιστορία, τον πατριωτισμό και το ρομαντισμό. Με κριτική ματιά πάνω στα γεγονότα και ξεκάθαρο ορθολογισμό κάθε χαρακτήρας σε αυτό το μελόδραμα λαγνείας και θανάτου φέρει χροιά κοινωνική και ιστορική. Θαυμαστή η χρωματική και σκηνογραφική συνοχή της ταινίας (βοηθοί σκηνοθεσίας οι νεαροί τότε Φραντσέσκο Ρόζι και Φράνκο Τζεφιρέλι) αναπτύσσεται με την αμείλικτη αναγκαιότητα μιας ρομαντικής τραγωδίας που στον επίλογο αποκηρύσσει ανελέητα το ρομαντισμό της. Την Λίβια Σερπιέρι ερμηνεύει η Αλίντα Βάλι. Ο Βισκόντι εξαρχής επέλεξε την Βάλι όχι απλά για την ομορφιά και το ταλέντο της, αλλά σε μεγάλο βαθμό, για το «φιζίκ του ρόλου» ιδιότητα εγγενή με τις αριστοκρατικές καταβολές της Βάλι (το πραγματικό της όνομα ήταν Αλίντα Μαρία Λάουρα Αλτενμπούργκερ βαρόνη φον Μάρκενσταϊν και Φράουενμπεργκ). Για το ρόλο του νεαρού Αυστριακού υπολοχαγού ο Βισκόντι ήθελε τον Μάρλον Μπράντο. Αυτός δεν ήταν διαθέσιμος κι έτσι επελέγη ο Φάρλεϊ Γκρέιντζερ από την Καλιφόρνια, γνωστός στην πατρίδα του αλλά άγνωστος στον υπόλοιπο κόσμο.
Η φιλμική Λίβια διαφέρει από τη λογοτεχνική. Αυτή του Μπόιτο είναι ψυχρή, παγερή ακόμα και στην εκδίκησή της. Γι' αυτό ο συγγραφέας τη βάφτισε Λίβια σαν τις σκληρές Ρωμαίες πατρίκιες. Η Λίβια του Βισκόντι θυμίζει μάλλον την Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ με το τυφλό της πάθος. Αλλοτε είναι παράλογη, άλλοτε παιδαριώδης. Συχνά θέλει να μη βλέπει και να μην ακούει, για να μην παραδοθεί στο προφανές και με την κρίση του μυαλού επιστρέψει στην γκρίζα, βολική βέβαια, συζυγική ζωή της. Το πραγματικό αποκορύφωμα στην επικείμενη τραγωδία της κοντέσας Σερπιέρι συνοψίζεται σε κείνο το «Ναι Φραντς, μείνε!»... Απελπισμένα ερωτευμένη, εγκλωβισμένη στη νεανική ζωτικότητα και την υποκρισία του γοητευτικού Αυστριακού αξιωματικού που με κυνικό οπορτουνισμό καταπατά τους στίχους του Χάινε, η Λίβια αναλώνεται - σε μια Βενετία τραγική που πεθαίνει - στην ύστατη ελπίδα μιας πραγματικής ζωής, ενός πάθους, πέρα από τις υποκριτικές συμβάσεις και τις κοινωνικές μάσκες.
Παίζουν: Αλίντα Βάλι, Μάσιμο Τζιρότι, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ κ.ά.
Παραγωγή: Ιταλία (1954).