Μεταφορά κυττάρων από τη μητέρα στο παιδί διαπιστώθηκε στις παθήσεις:
Μεταφορά κυττάρων από το έμβρυο στη μητέρα διαπιστώθηκε στις παθήσεις:
Το ότι κύτταρα καταφέρνουν να διασχίσουν τον πλακούντα δεν είναι απρόσμενο. Αλλωστε, ο ιστός που συνδέει τη μητέρα με το παιδί δεν είναι ένα αδιαπέραστο φράγμα. Είναι περισσότερο ένα επιλεκτικό συνοριακό πέρασμα, που επιτρέπει τη δίοδο π.χ. στα υλικά που απαιτούνται για την ανάπτυξη του εμβρύου. Απρόσμενος, ωστόσο, είναι ο βαθμός στον οποίο τα κύτταρα που μετανάστευσαν μπορούν να επιζήσουν μέσα στο νέο ξενιστή, κυκλοφορώντας στο αίμα του και φτάνοντας αρκετά απ' αυτά να εγκατασταθούν και στους ιστούς του. Τα αποκτημένα κύτταρα μπορούν να διατηρηθούν επί δεκαετίες, αποτελώντας συστατικό μέρος πολλών οργάνων του σώματος.
Το ανακάτεμα κυττάρων από έναν άνθρωπο μέσα στο σώμα ενός άλλου, φαινόμενο που ονομάζεται μικροχιμαιρισμός, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολλών ερευνητών, επειδή οι μελέτες που γίνονται δείχνουν ότι μπορεί να συμβάλει άλλοτε στη βελτίωση της υγείας και άλλοτε στην πρόκληση ασθενειών. Η καλύτερη κατανόηση των λειτουργιών των κυττάρων που μετανάστευσαν θα μπορούσε να βοηθήσει την ιατρική να αξιοποιήσει τις θετικές τους παρενέργειες, περιορίζοντας παράλληλα το καταστροφικό δυναμικό τους.
Οι πρώτες ενδείξεις ότι τα κύτταρα της μητέρας μπορούν να περάσουν στο έμβρυο που κυοφορεί εμφανίστηκαν πριν από 60 χρόνια και σχετίζονταν με τη μετανάστευση καρκινικών κυττάρων του δέρματος. Μια δεκαπενταετία αργότερα είχε διαπιστωθεί ότι την ίδια ικανότητα μεταπήδησης έχουν και τα υγιή κύτταρα της μητέρας. Δεδομένα που υποδείχνουν ότι είναι δυνατή και η αντίστροφη μετακίνηση κυττάρων (από το έμβρυο προς τη μητέρα) υπάρχουν από ακόμα πιο παλιά (1893). Ομως η πρόσληψη εμβρυϊκών κυττάρων από υγιείς μητέρες εξακριβώθηκε με βεβαιότητα μόλις το 1979, όταν βρέθηκαν αρσενικά κύτταρα (με χρωμόσωμα Y) στο αίμα μητέρας που κυοφορούσε αγόρια.Οι βιολόγοι δοκίμασαν μεγάλη έκπληξη όταν στη δεκαετία του 1990 διαπίστωσαν πως ένα μέρος των ξένων κυττάρων επιζούν απεριόριστα μέσα σε υγιείς ανθρώπους. Μέχρι τότε θεωρούνταν ότι ο μικροχιμαιρισμός προϋπέθετε κάποια ασθένεια, είτε της μητέρας, είτε του εμβρύου και ότι ένα υγιές ανοσοποιητικό σύστημα δε θα αργούσε να εξαλείψει τα ξένα κύτταρα που είχαν εισβάλει στον οργανισμό.
Πώς ήταν δυνατό να επιζούν τόσο πολύ; Τα περισσότερα κύτταρα (δικά ή ξένα) ζουν ορισμένο χρονικό διάστημα και μετά πεθαίνουν. Εξαίρεση είναι τα βλαστοκύτταρα, που μπορούν να διαιρούνται επ' αόριστο, μετασχηματιζόμενα σε εξειδικευμένα κύτταρα, όπως αυτά του ανοσοποιητικού ή των ιστών των οργάνων. Η ανακάλυψη του μικροχιμαιρισμού μακράς διάρκειας υπέδειχνε ότι ορισμένοι από τους αρχικούς «μετανάστες» ήταν βλαστοκύτταρα ή όχι πλήρως εξειδικευμένα κύτταρα - απόγονοι. Πειράματα που έγιναν επιβεβαίωσαν αυτή τη θεωρία. Τα κύτταρα αυτά συμπεριφέρονται σαν σπόροι που σκορπίζονται σε όλο το σώμα του ξενιστή και τελικά «πιάνουν ρίζα» αποτελώντας στο εξής μέρος του «τοπίου».
Στη μυθολογία η Χίμαιρα ήταν ένα τέρας που συνδύαζε τμήματα από τρία διαφορετικά ζώα: λιοντάρι, κατσίκα και φίδι. Στην ιατρική χρησιμοποιείται ο όρος μικροχιμαιρισμός επειδή στον οργανισμό του ξενιστή υπάρχουν αναλογικά λίγα κύτταρα από άλλον άνθρωπο. Η αναλογία των χιμαιρικών κυττάρων σε ανθρώπους, που διαπιστώθηκε με ανάλυση αίματος, βρέθηκε να είναι ένα προς 1.000.000, έως ένα προς 100.000. Η συγκέντρωση των ξένων κυττάρων στους ιστούς είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι στο αίμα, αλλά για προφανείς λόγους δεν είναι εύκολη η λήψη δειγμάτων από ζώντες ανθρώπους.Παρά την εντατική μελέτη του μικροχιμαιρισμού τα τελευταία χρόνια, η επιστήμη απέχει πολύ ακόμη από το να κατανοήσει τις διάφορες πτυχές του και πολύ περισσότερο να αναπτύξει κλινικές μεθόδους για τη θεραπευτική αξιοποίησή του. Εκείνο που ξέρουμε πια με βεβαιότητα είναι ότι πολλοί (αν όχι όλοι) κουβαλάμε μέσα μας ένα ζωντανό «κομμάτι» από τη μητέρα μας (ίσως κι από τη γιαγιά μας), ενδεχομένως από τα αδέρφια μας και ειδικά οι γυναίκες από τα παιδιά τους.