Ερευνητικές εργασίες των τελευταίων δεκαετιών αμφισβητούν θέσφατα της αναπτυξιακής ψυχολογίας και τις απόψεις διασήμων ψυχολόγων
Οι μελέτες δείχνουν έως και ομοιότητες ανάμεσα στον τρόπο που μαθαίνουν τα παιδιά και στον τρόπο που εξερευνούν το φυσικό κόσμο οι επιστήμονες. Εστω και με πολύ διαφορετικό τρόπο, τα μικρά παιδιά κάνουν πειράματα, εντοπίζουν διαισθητικά στατιστικές ομοιότητες, διαμορφώνουν ένα είδος «θεωριών» γι' αυτά που παρατηρούν. Από το 2000 και μετά, οι ερευνητές έχουν αρχίσει να κατανοούν και τους υποκείμενους υπολογιστικούς, εξελικτικούς και νευρολογικούς μηχανισμούς, που στηρίζουν αυτές τις πρώιμες ικανότητες των παιδιών.
Η πρώτη εντύπωση που δίνουν τα παιδιά μέχρι τεσσάρων ετών δικαιολογεί τις παλιές αντιλήψεις για τις ικανότητές τους. Ετσι κι αλλιώς τα μωρά δεν μπορούν να μιλήσουν και ακόμα και τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που μιλούν δεν μπορούν να εκφραστούν καλά και να αποδώσουν αυτό που σκέφτονται. Αν τους κάνεις μια ερώτηση που επιδέχεται ελεύθερη απάντηση (όχι δηλαδή να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες απαντήσεις), το αποτέλεσμα είναι συνήθως ένας ακατανόητος μονόλογος. Γι' αυτό οι πιο σύγχρονοι ερευνητές προσπάθησαν να επικεντρώσουν στο τι κάνουν τα παιδιά, όχι στο τι λένε. Τα μωρά παρατηρούν πιο έντονα και για περισσότερο χρόνο τα γεγονότα που δεν έχουν ξαναβιώσει, ή τα γνωστά μεν, αλλά απροσδόκητα γεγονότα. Αξιοποιώντας αυτό το χαρακτηριστικό, οι ερευνητές μπορούν να συμπεράνουν τι περιμένουν τα μωρά να συμβεί κάθε φορά. Τα συμπεράσματα από αυτού του είδους την παρατήρηση είναι αμφισβητήσιμα. Πιο ισχυρά συμπεράσματα μπορούν να βγουν από μελέτες που παρατηρούν και τις ενεργητικές δράσεις των μικρών παιδιών: ποια αντικείμενα θα προσπαθήσει να πιάσει ένα μωρό, μέχρι ποια θα προσπαθήσει να μπουσουλήσει, πώς τα βρέφη και τα νήπια μιμούνται τις ενέργειες των ανθρώπων γύρω τους.
Το 1996 ερευνητές διαπίστωσαν ότι μωρά 18 μηνών μπορούν να αντιληφθούν πως ένας άνθρωπος μπορεί να θέλει κάποιο πράγμα και ένας άλλος άνθρωπος κάτι διαφορετικό. Μάλιστα έδιναν στον πειραματιστή το είδος τροφής που είχε δείξει ότι του αρέσει (με γκριμάτσες ευχαρίστησης), έστω και αν τα ίδια προτιμούσαν το άλλο πιο νόστιμο είδος τροφής (για το οποίο ο πειραματιστής είχε κάνει γκριμάτσες αηδίας). Αντίθετα, τα μωρά 14 μηνών έδιναν πάντα στον πειραματιστή το νόστιμο είδος τροφής.
Φυσικά και οι σύγχρονες έρευνες επιβεβαίωσαν πως το κυρίαρχο στοιχείο στη διαδικασία ανάπτυξης της αντίληψης του παιδιού είναι η αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον και οι εμπειρίες που αποκτά. Ομως πώς μαθαίνει το παιδί μέσα από την πλημμυρίδα των φαινομενικά αντιφατικών αισθητηριακών ερεθισμάτων που δέχεται ως αντανάκλαση των αλλαγών που επιφέρει στο περιβάλλον με το παιχνίδι του; Διερευνώντας το μηχανισμό αυτόν οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τα παιδιά βρεφονηπιακής ηλικίας έχουν μια εκπληκτική ικανότητα να αντιλαμβάνονται στατιστικά μοτίβα.
Σε παιδιά τεσσάρων ετών παρουσιάστηκε παιχνίδι που ανάβει δύο στις τρεις φορές όταν τοποθετηθεί πάνω του ένας κίτρινος κύβος (πιθανότητα 66%), αλλά μόνο δύο στις έξι φορές όταν τοποθετηθεί ένας μπλε κύβος (πιθανότητα 33%). Αφού τους έγινε επίδειξη της αντίδρασης του παιχνιδιού στα δύο είδη κύβων, τους ζητήθηκε να κάνουν το παιχνίδι να ανάψει. Η πλειοψηφία των παιδιών αυτών, που ακόμα δεν ξέρουν να κάνουν πρόσθεση και αφαίρεση (πολύ περισσότερο δεν έχουν ιδέα από θεωρία πιθανοτήτων), επέλεξαν τον κίτρινο κύβο, που παρουσίαζε τη μεγαλύτερη πιθανότητα να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Προφανώς τα παιδιά δεν κάνουν πειράματα, ούτε αναλύουν στατιστικές με το συνειδητό τρόπο που το κάνουν οι επιστήμονες. Ο εγκέφαλός τους πρέπει να κάνει επεξεργασία των πληροφοριών που δέχεται με τρόπο παράλληλο, ως προς το αποτέλεσμα, προς τις μεθόδους της επιστημονικής ανακάλυψης. Συμπεριφέρεται δηλαδή σαν ένα είδος υπολογιστή, που «σχεδιάστηκε» από τη βιολογική εξέλιξη και «προγραμματίζεται» από την εμπειρία. Ο μεγάλος χρόνος που τα ανθρώπινα νεογνά είναι απόλυτα εξαρτημένα από τους γονείς τους σε σχέση με τα νεογνά άλλων ζώων, εξισορροπείται ακριβώς με τη μεγάλη τους ικανότητα να μαθαίνουν.