Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Salgueiro άρχισε να ενδιαφέρεται για την κλασική μουσική και σπούδασε στο Conservatory της Λισαβόνας. Το 2006, κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό άλμπουμ της με τίτλο «Obrigado» και, το 2007, το «Voce e Eu».
Οπως σημειώνει η δημιουργός στον κατάλογο της έκθεσης «άρχισα να ζωγραφίζω επαναλαμβάνοντας από μέσα μου το στίχο. Από το 2003 μέχρι σήμερα ο στίχος δεν έπαψε να γεννάει καινούριες εικόνες, που συνδέθηκαν με τις πρόσφατες εμπειρίες μου: Από τη μία η συνάντηση με τις τοιχογραφίες σε εκκλησίες και ξωκλήσια ανά την Ελλάδα, που δικαίωσαν για άλλη μια φορά τη βαθιά πίστη μου στη ζωγραφική και από την άλλη την επίσκεψή μου στην Ολυμπο Καρπάθου. Η Ολυμπος είναι για μένα ένα παράδειγμα επιβίωσης και ζωντανής μαρτυρίας ενός πολιτισμού με πολύ βαθιές ρίζες και μαζί μήτρα αρχετυπικών μορφών. Τα τελευταία έργα αυτής της σειράς συνδέουν τον Αϊ-Γιώργη με το φίδι και τον Αδάμ, την πεντάμορφη με την Εύα και την Παναγία, όπως κάνουν τα προσκυνητάρια που στολίζουν οι γυναίκες της Ολύμπου». Διάρκεια έως 17/5.
Ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι Ζυλ Ντασσέν βραβεύεται για το «Ριφιφί» (1956) στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Μελίνα Μερκούρη. Ο Ντασσέν, μαζί με τη Μ. Μερκούρη, επισκέπτεται στην Αντίπ, όπου ζούσε, ο επίσης ουσιαστικά αυτοεξόριστος, Νίκος Καζαντζάκης και ζητά την έγκρισή του μεγάλου συγγραφέα για κινηματογραφική μεταφορά του αλληγορικού μυθιστορήματός του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ο Καζαντζάκης δέχεται και ο Ντασσέν ταξιδεύει (ερχόμενος για πρώτη φορά στην Ελλάδα) στην Κρήτη, με το συνεργείο, τους ηθοποιούς και τη Μ. Μερκούρη, για τον πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο. Πρότυπό του για την ερμηνεία του πρωταγωνιστικού ρόλου, του Μανολιού, ο Ντασσέν είχε τον φτωχούλη, όπως κι ίδιος, αγαπημένο παιδικό φίλο του, βασανισμένο αλλά και θαρραλέο απέναντι στο κακό, Μάρβιν.
Είναι η πρώτη ταινία (1957) που γυρίζει ο μεγάλος, προοδευτικός, διωκόμενος και αντιστεκόμενος στο μακαρθισμό σκηνοθέτης, ύμνος στον ελληνικό λαό και σ' όλους τους λαούς που αντιστέκονται στους καταπιεστές του ανθρώπου. Αν και η γαλλική παραγωγή, με αυτή την ταινία ο Ντασσέν ξεκινά ουσιαστικά την ελληνική του «περιπέτεια». Και το κάνει με έναν τρόπο βαθύτερα πανανθρώπινο, από ό,τι με το «Ποτέ την Κυριακή», τρία χρόνια αργότερα, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει μερίδα της κριτικής. Αλλωστε, ο Ντασσέν δεν είναι «τουρίστας» στην Ευρώπη και δεν έρχεται ως «τουρίστας» στην Ελλάδα. Επιλέγει μια ήδη «καυτή» ιστορία του ρηξικέλευθου Καζαντζάκη και φτιάχνει μια ταινία «πολύ μπροστά από την εποχή της», όπως έχει χαρακτηριστεί.
Κρήτη 1920. Μια ομάδα ξεριζωμένων και εξαθλιωμένων φτάνει σε ένα χωριό που έχουν έθιμο να αναπαριστάνουν τα Πάθη, κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, με ήρωες κατοίκους του χωριού: Ο «Χριστός», ο «Ιούδας» και η «Μαγδαληνή» στα «χέρια» του Καζαντζάκη και στη μηχανή του Ντασσέν μετατρέπονται σε αλληγορικά σύμβολα, που όχι μόνο ξεπερνούν την ηθογραφία, αλλά αποκαλύπτουν τις καθόλου μεταφυσικές βάσεις των ανθρώπινων, πραγματικών «παθών».
Το σενάριο, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, είναι του σκηνοθέτη και του Ben Barzman, η φωτογραφία των Gilbert Chain, Jacques Natteau, η μουσική επιμέλεια πάνω σε ελληνικά θέματα είναι του Georges Auric, τα κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Συγκλονιστική η Μελίνα Μερκούρη στο ρόλο της Κατερίνας, ενώ παίζουν ακόμη οι: Μορίς Ρονέ, Πιερ Βανέκ, Ροζέ Ανίν, Τζο Ντασσέν, Αννα Αρμάου, Δήμος Σταρένιος. Η ταινία διακρίθηκε με Ειδική Μνεία στο Φεστιβάλ Καννών το 1957 (ήταν υποψήφια και για το «Χρυσό Φοίνικα»), ενώ το 1958 ήταν υποψήφια για τα Βραβεία BAFTA.