Κυριακή 14 Μάη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η αστική στρατηγική για την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα

Μέρος Τρίτο

Το ίδιο συμβαίνει και με το επίπεδο παραγωγικότητας και τον ανταγωνισμό σε επίπεδο μιας περιφερειακής (βλέπε ευρωενωσιακής) ή διεθνούς αγοράς.

Το κεφάλαιο κάθε χώρας που ανταγωνίζεται τα υπόλοιπα για την πώληση ομοειδών εμπορευμάτων στη διεθνή αγορά, προσπαθεί να παράγει τα συγκεκριμένα εμπορεύματα ξεπερνώντας το διεθνή μέσο όρο παραγωγικότητας. Οταν ένα κεφάλαιο δαπανά για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος λιγότερο χρόνο εργασίας από τους ανταγωνιστές του, τότε μπορεί τελικά να αποκομίσει πρόσθετο κέρδος στην παγκόσμια αγορά και να αναβαθμίσει το μερίδιο σε αυτήν, επομένως και τα συνολικά κέρδη του.

Η ανταγωνιστική υπεροχή ενός κεφαλαίου στη διεθνή αγορά καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από τη δράση του νόμου της αξίας, αφού η αξία ενός εμπορεύματος εξακολουθεί να εκφράζει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή του σε διεθνές πλέον επίπεδο.

Αυτό βέβαια συμβαίνει μόνο σε τελευταία ανάλυση, γιατί στην πράξη παρεμβάλλεται ο οικονομικός ρόλος του αστικού κράτους στο διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Η οικονομική λειτουργία του αστικού κράτους, οι διακυμάνσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών του εθνικού νομίσματος, το θεσμικό πλαίσιο, μπορούν να δράσουν σε ένα βαθμό προστατευτικά για τα εμπορεύματα των εγχώριων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην εσωτερική αγορά κάθε κράτους, είτε και σε μια ευρύτερη αγορά (π.χ., πολιτική επιδότησης εξαγωγών). Επίσης, η δυνατότητα κάθε καπιταλιστικού κράτους και αντίστοιχα μιας διακρατικής ιμπεριαλιστικής ένωσης να προστατεύσει και να προωθήσει τα εμπορεύματά της στο διεθνή ανταγωνισμό, είναι διαφορετική και επιδρά στο τελικό αποτέλεσμα.

Οι προαναφερόμενες επισημάνσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, όπου τον ελεύθερο ανταγωνισμό διαδέχεται ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων. Ο Λένιν συνοψίζει τη μετάβαση αυτή: «Δεν έχουμε πια μπροστά μας την πάλη του ελεύθερου συναγωνισμού των μικρών και των μεγάλων, των τεχνικά καθυστερημένων και των τεχνικά προοδευμένων επιχειρήσεων. Εχουμε μπροστά μας το πνίξιμο από τους μονοπωλητές εκείνων που δεν υποτάσσονται στα μονοπώλια, στο ζυγό τους»(Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 27, σελ. 328).

Το πέρασμα του καπιταλισμού σε αυτό το νέο στάδιο ασύγκριτα υψηλότερης συγκέντρωσης του κεφαλαίου και της παραγωγής σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, οδηγεί στην ένταση της διαπάλης για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αγορών και των εδαφών ανάμεσα στα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη, στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις και στους μονοπωλιακούς ομίλους. Οπως είναι φυσικό, ο συσχετισμός δύναμης καθορίζει κάθε γύρο αυτού του μοιράσματος.

Στοιχείο του συσχετισμού είναι και η τάση ανατροπής του, καθοριστικό ρόλο δε σε αυτή αποτελεί η ταχύτητα στη συγκέντρωση και στη συγκεντροποίηση. Οι πολιτικές μπορούν να επιταχύνουν, γι' αυτό εμφανίστηκαν με διεθνή χαρακτηριστικά οι πολιτικές των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια, η επίθεση στα δικαιώματα και στις κατακτήσεις των εργαζομένων, η προσπάθεια αύξησης του απλήρωτου πρόσθετου χρόνου εργασίας, είναι μονόδρομος για το κεφάλαιο και όχι προϊόν κάποιων αυθαίρετων, δογματικών, «νεοφιλελεύθερων» επιλογών ορισμένων κυβερνήσεων στην Ευρώπη και παγκόσμια.

Ο Μαρξ συνοψίζει το προαναφερόμενο ιστορικό πρόβλημα του κεφαλαίου, δηλαδή το νόμο της τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους να πέφτει, ως εξής:

«Με την πρόοδο του προτσές παραγωγής και συσσώρευσης πρέπει λοιπόν να αυξάνει η μάζα της ιδιοποιήσιμης και ιδιοποιημένης εργασίας, επομένως και η απόλυτη μάζα του κέρδους που το ιδιοποιείται το κοινωνικό κεφάλαιο. Οι ίδιοι όμως νόμοι της παραγωγής και της συσσώρευσης, μαζί με τη μάζα του σταθερού κεφαλαίου, μεγαλώνουν με αυξανόμενη πρόοδο και την αξία του, γρηγορότερα από την αύξηση της αξίας του μεταβλητού μέρους του κεφαλαίου που ανταλλάσσεται με ζωντανή εργασία. Επομένως, οι ίδιοι οι νόμοι δημιουργούν για το κοινωνικό κεφάλαιο μια μάζα κέρδους που αυξάνει απόλυτα και ένα ποσοστό κέρδους που πέφτει» (Κ. Μαρξ: «Το κεφάλαιο», τόμος ΙΙΙ, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 276-277).

Η πρόσφατη και παλιότερη πείρα των εργαζομένων στη χώρα μας επιβεβαιώνει ότι η αύξηση της παραγωγικότητας που επέρχεται με κίνητρο την καπιταλιστική ανταγωνιστικότητα, επιφέρει τελικά σχετική επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης και του λαού και απόλυτη εξαθλίωση για ορισμένα τμήματα.

Την περίοδο 1999-2004 η Ελλάδα παρουσίασε κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 3,9% έναντι 1,4% στην ΕΕ των «15» και αύξηση της παραγωγικότητας επίσης 3,9% έναντι 0,7% στην ΕΕ των «15»(Υπουργείο Ανάπτυξης: «Ετήσια Εκθεση για την ανταγωνιστικότητα», 2004).

Τι συνέβη όμως με τους εργαζόμενους; Την περίοδο 2003-2004 δεν υπήρξε καμία άνοδος των πραγματικών αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Αν μάλιστα συγκρίνουμε την εξέλιξη της παραγωγικότητας και της μέσης πραγματικής αμοιβής τα τελευταία 25 χρόνια (διάγραμμα 1), βλέπουμε ότι μειώθηκε το μερίδιο της μισθωτής εργασίας στην πίτα της παραγόμενης αξίας υπέρ του κεφαλαίου (Αναλυτικότερα δες: ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ: «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση», 2005).

Αυτή η σχετική επιδείνωση του μέσου πραγματικού μισθού σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας, είναι στην πραγματικότητα ακόμα μεγαλύτερη αν υπολογίσουμε την εξέλιξη στο διαθέσιμο εισόδημα του μισθωτού (και όχι μόνο), όπως διαμορφώνεται μέσω της κρατικής παρέμβασης (π.χ., έμμεσης φορολογίας). Παράλληλα, το τμήμα του πληθυσμού που βρίσκεται υπό τον κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα ξεπερνά, σύμφωνα με τις μετρήσεις της Γιουροστάτ, το 20% έναντι 15% στην ΕΕ των «15».

Για να σχηματίσουμε μια ακριβέστερη εικόνα της πραγματικής κατάστασης των εργαζομένων, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την τάση πιστωτικής επέκτασης των λαϊκών νοικοκυριών. Η συνολική δανειακή επιβάρυνσή τους αυξήθηκε από 26,1% του ΑΕΠ στα τέλη του 2003 σε 32,5% τον Αύγουστο του 2005(Τράπεζα της Ελλάδος: «Νομισματική Πολιτική: Ενδιάμεση Εκθεση 2005»).

Και η εμπειρία των τελευταίων χρόνων, όπως και άλλων στο παρελθόν, επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει «ισόβαθμο όφελος από την αύξηση της παραγωγικότητας για κεφάλαιο και μισθωτούς. Η τάση αυτή αντανακλάται και στους αυτοαπασχολούμενους.

Ας δούμε όμως συγκεκριμένα πώς εκφράζεται η κεφαλαιοκρατική προσπάθεια να αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στην ΕΕ.

* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχος 6 του 2005

Συνεχίζεται


Του Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ