Δεύτερο μέρος
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας σχετικά με την ανισότητα μεταξύ των χωρών, ζητώντας αύξηση πακέτων τόνωσης στις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και αλλαγές στον τρόπο χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών από τους διεθνείς οργανισμούς, αναδεικνύοντας τις απαιτήσεις των διεθνών οργανισμών ως παράγοντες που συντελούν στην κρίση.
Η σοσιαλδημοκρατία υποστηρίζει ότι η ανισομετρία είναι αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών των οργανισμών που ρυθμίζουν ορισμένες από τις διεθνείς ροές κεφαλαίου και ότι συνεπώς η ανισόμετρη ανάπτυξη μπορεί να καταπολεμηθεί με τη μεταρρύθμιση αυτών των ρυθμίσεων. Καταρχήν δεν είναι η ανισομετρία μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών η αιτία των κρίσεων, αλλά η βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η ανισομετρία όμως είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό και καμία διακρατική ρύθμιση δεν πρόκειται να την αναιρέσει, όπως δεν μπορεί να αναιρέσει τον ανταγωνισμό και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Η δυνατότητα των ρυθμιστικών οργανισμών εξαντλείται σε προτάσεις μέτρων που απαιτούνται για τη δημιουργία κατάλληλου επενδυτικού τοπίου για το κεφάλαιο.
Σύμφωνα με τη σοσιαλδημοκρατία, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στους μηχανισμούς ρύθμισης της παγκόσμιας οικονομίας αφορούν στον τρόπο λήψης αποφάσεων στους υπάρχοντες, αλλά και τη δημιουργία μιας σειράς νέων παγκόσμιων μηχανισμών. Είναι χαρακτηριστικό το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ) για τις ευρωεκλογές, όπου αναφέρεται «στη συνεργασία με όλους τους παγκόσμιους εταίρους για τη μεταρρύθμιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής, ώστε να αποφευχθεί μια νέα οικονομική κρίση και να γίνει η ισχύς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αντικείμενο δημοκρατικού ελέγχου»7. Κεντρική θέση της σοσιαλδημοκρατίας είναι η πρότασή της για ένα συμβούλιο Ηνωμένων Εθνών για τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη, που θα καθιερώσει ένα μεγάλο συντονιστικό μηχανισμό - ένα νέο Συμβούλιο Ασφαλείας για Οικονομικά, Κοινωνικά και Περιβαλλοντικά θέματα, ενώ η προβληματική της σοσιαλδημοκρατίας σχετίζεται και με τη σύνθεση του συμβουλίου αυτού, θεωρώντας ότι πρέπει να είναι πιο αντιπροσωπευτική και να περιλαμβάνει όλες τις μείζονες οικονομικές περιοχές: Κίνα, Ινδία, ΕΕ, ΗΠΑ, Αφρική, Λατινική Αμερική. Φαίνεται ότι η Σοσιαλιστική Διεθνής συντάσσεται μαζί με τις φωνές εκείνες που αμφισβητούν το δολάριο ως μοναδικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, αναφέροντας στην τελευταία απόφασή της ότι «οι προτάσεις για την ταχεία εισαγωγή ενός νέου παγκόσμιου συστήματος αποθεματικών, βασισμένου στο διευρυμένο ρόλο των "ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων" (SDR), πρέπει να εξετασθούν μαζί με τις υπόλοιπες προτάσεις για να φέρουν παγκόσμια σταθερότητα, οικονομική δύναμη και παγκόσμια δικαιοκατανομή»8.
Είναι γνωστό ότι στον παγκόσμιο χάρτη πραγματοποιούνται μια σειρά από διεργασίες που σχετίζονται με αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης και με όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Ετσι έρχονται στην επιφάνεια μια σειρά από συζητήσεις που αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται να συμμετέχει στη σχετική συζήτηση και η σοσιαλδημοκρατία, αλλά είναι πολύ νωρίς για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Ο δεύτερος άξονας ρυθμιστικών μέτρων που ευαγγελίζεται η σοσιαλδημοκρατία αφορά στην εταιρική διακυβέρνηση, στη διασφάλιση του ανταγωνισμού και τη διαφάνεια των επιχειρήσεων. Ο καθηγητής Γκαλμπρέιθ ανέπτυξε στο συμπόσιο της Αθήνας την άποψη ότι «το κράτος και η κυβέρνηση πρέπει να έχουν βασικές ευθύνες προστασίας του πληθυσμού από επιθετικές διεφθαρμένες πρακτικές στο χρηματοπιστωτικό και στο χρηματοοικονομικό τομέα»9. Η επιτροπή Στίγκλιτζ απαιτεί χαρακτηριστικά από τους ηγέτες του κόσμου να προχωρήσουν τώρα σε αναδιάρθρωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και στη θέσπιση νέων προτύπων διακυβέρνησης και διαφάνειας των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, ζητώντας τα πρότυπα αυτά να αποκτήσουν διεθνή αναγνώριση μέσω της σύστασης ενός Παγκόσμιου Οργανισμού10. Ετσι, η λογιστική των εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα ανυψώνεται σε βασική πλευρά της αντιπαράθεσης των «προοδευτικών» της σοσιαλδημοκρατίας και των «συντηρητικών» του νεοφιλελευθερισμού. Το επιχείρημα είναι ότι η έλλειψη ρυθμίσεων επέτρεψε τη δημιουργία πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που έκαναν αδύνατη την αποτίμηση του κινδύνου που συνδεόταν με αυτές τις επενδύσεις, ενώ στην ίδια κατεύθυνση συνετέλεσε η απουσία αξιόπιστων μηχανισμών αποτίμησης του κινδύνου και των τιμών αυτών των προϊόντων. Με τον τρόπο αυτό η πραγματικότητα συγκαλύπτεται, αφού εξετάζεται αποσπασμένα και ανάστροφα. Τα πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και η τιτλοποίηση των δανείων ήταν ένα από τα βασικά εργαλεία, μέσω των οποίων τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια βρήκαν μια μεσοπρόθεσμη επενδυτική διέξοδο στην κατασκευαστική βιομηχανία κατοικίας των ΗΠΑ ανάμεσα σε όλα. Η σημασία των προϊόντων αυτού του είδους ήταν ιδιαίτερα σπουδαία για τη λειτουργία του συστήματος. Τα φθηνά δάνεια αφενός έδωσαν ώθηση στην υπερπαραγωγή, αφετέρου συγκάλυψαν τις συνέπειές της για ένα διάστημα. Η ανέξοδη εκ των υστέρων κριτική τους μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού συσκοτίζει το γεγονός της σημασίας τους για να εξασφαλιστεί την τελευταία δεκαετία η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Χαρακτηριστική είναι και η σοσιαλδημοκρατική θέση που θεωρεί ότι τα «μπόνους» (των στελεχών) πρέπει να βασιστούν στην απόδοση κατά τη διάρκεια τουλάχιστον μιας περιόδου πέντε ετών, αποκαλύπτοντας το χαρακτήρα των ρυθμιστικών μέτρων με τα οποία θα διασωθεί το καπιταλιστικό σύστημα. Τα μέτρα που προτείνονται κινούνται στη γραμμή διασφάλισης της μακροχρόνιας κερδοφορίας των επιχειρήσεων και της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου Ετσι, η κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων, η συσσώρευση δηλαδή από το κεφάλαιο απλήρωτης εργασίας, αποτελεί τον κεντρικό στόχο. Προτάσσεται ένα θεωρητικό μοντέλο του καλού κεφαλαιοκράτη και του κακού manager-golden boy. Στο στόχαστρο μπαίνουν οι μάνατζερ και οι τραπεζίτες και όχι οι βιομήχανοι, τη στιγμή μάλιστα που στα πλαίσια των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων συνενώνονται βιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο. Το κεφάλαιο διακρίνεται σε καινοτόμο και σε κερδοσκοπικό και οι αναμορφώσεις έχουν ως στόχο «να ελέγξουν το κερδοσκοπικό κεφάλαιο και να καταπολεμήσουν το ξέπλυμα χρήματος». Φυσικά, το κεφάλαιο είναι από τη φύση του κερδοσκοπικό. Κεφάλαιο που δεν αναπαράγεται διευρυμένα, σταματάει να αποτελεί κεφάλαιο. Αυτές οι απόψεις συνειδητά στοχεύουν στην καλλιέργεια αυταπατών και σε συσκότιση της ταξικής πραγματικότητας, αφού η κεφαλαιοκρατική σχέση είναι σχέση εκμετάλλευσης, όπως και εάν αυτοχαρακτηρίζεται το ίδιο το κεφάλαιο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι προτάσεις της σοσιαλδημοκρατίας που αφορούν στο «Σύμφωνο Σταθερότητας» της ΕΕ, οι οποίες συνοψίζονται στην πρόταση για αναθεώρησή του και στην υιοθέτηση ενός «Συμφώνου Κοινωνικής Προόδου», ικανού να μεταπλάσει το χαρακτήρα της ΕΕ προς το προοδευτικότερο. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γ. Παπανδρέου, ως πρόεδρος του ΕΣΚ: «Διεκδικούμε τη θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού Συμφώνου Κοινωνικής Προόδου, με κοινές προδιαγραφές την κοινωνική πολιτική, την εκπαίδευση, τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια... ένα συμπληρωματικό Σύμφωνο, παράλληλο με το Μάαστριχτ, όχι μόνο για να δούμε τα ελλείμματα και το θέμα του πληθωρισμού αλλά και τα ζητήματα της απασχόλησης, της κοινωνικής προστασίας και συνοχής, της βιώσιμης ανάπτυξης»11.
Αυτές οι θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας δε συνιστούν φυσικά μια φιλολαϊκότερη ρύθμιση, καθώς η αναζήτηση τέτοιας ρύθμισης είναι αδύνατη σε μια διακρατική ιμπεριαλιστική συμμαχία, όπως η ΕΕ. Το «Σύμφωνο Σταθερότητας» και τα κριτήρια του Μάαστριχτ δεν αποτελούν μια αυθαίρετη επιλογή νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων, αλλά είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε οι οικονομίες της Ευρωζώνης, που βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης μεταξύ τους, να μπορούν να χρησιμοποιούν ένα κοινό νόμισμα. Δηλαδή, το «Σύμφωνο Σταθερότητας» είναι ένα κοινό πλαίσιο ρύθμισης και ελέγχου της οικονομικής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων της ΕΕ. ώστε να ελέγχεται η νομισματική πίεση στο κοινό νόμισμα, στο ευρώ. Οι προτάσεις της σοσιαλδημοκρατίας δεν αμφισβητούν την Ευρωζώνη ούτε τη συγκρότηση της ΕΕ και έτσι δε θίγουν τον πυρήνα της αναγκαίας πολιτικής για την πραγματοποίησή της, αλλά αντίθετα στοχεύουν να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και των πράσινων επενδυτικών προτάσεων. Τονίζει χαρακτηριστικά ο Γ. Παπανδρέου: «Διεκδικούμε μια ευρωπαϊκή στρατηγική για έξυπνη πράσινη ανάπτυξη», ζητώντας ταυτόχρονα και «τη διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων»12.
Αποκαλύπτεται έτσι η ουσία της νέας διαπραγμάτευσης αναφορικά με το «Σύμφωνο Σταθερότητας» που διακαώς επιζητεί η σοσιαλδημοκρατία και που αφορά στην άμεση χρηματοδότηση μονοπωλιακών ομίλων που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό τομέα, «στην πράσινη οικονομία», στην εκπαίδευση και στην υγεία από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Η Σεγκολέν Ρουαγιάλ είναι αποκαλυπτική, υποστηρίζοντας ότι «η κοινωνική πρόοδος περνάει μέσα από την υποστήριξη των επιχειρήσεων»13.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
(Το κείμενο βασίζεται σε άρθρο των Γρηγόρη Λιονή και Νίκου Καραθανασόπουλου που δημοσιεύθηκε στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος 5 του 2009)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
7. Διακήρυξη - Μανιφέστο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ) για τις ευρωεκλογές, 7 Ιούνη 2009.
8. Σοσιαλιστική Διεθνής, Συμβούλιο Μαυροβουνίου 29-30/6/2009, Απόφαση «Οι Προκλήσεις για την Παγκόσμια Ανάπτυξη το 2009».
9. Συμπόσιο των Αθηνών, «Η Σοσιαλδημοκρατία και οι Προκλήσεις του μέλλοντος», ομιλία Τζ. Γκαλμπρέιθ, Μέγαρο Μουσικής, 12 Μάη 2009.
10. Μήνυμα Επιτροπής Στίγκλιτζ προς το G20: «Για μια προοδευτική απάντηση στην παγκόσμια οικονομική κρίση», 1 Απρίλη 2009.
11. Συμπόσιο των Αθηνών, «Η Σοσιαλδημοκρατία και οι Προκλήσεις του μέλλοντος», ομιλία Γ. Παπανδρέου, Μέγαρο Μουσικής, 12 Μάη 2009.
12. Συμπόσιο των Αθηνών, «Η Σοσιαλδημοκρατία και οι Προκλήσεις του μέλλοντος», ομιλία Γ. Παπανδρέου, Μέγαρο Μουσικής, 12 Μάη 2009.
13. Συμπόσιο των Αθηνών, «Η Σοσιαλδημοκρατία και οι Προκλήσεις του μέλλοντος», ομιλία Σ. Ρουαγιάλ, Μέγαρο Μουσικής, 12 Μάη 2009.