3ο Μέρος
Για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνουν (και ως πού φθάνουν) όλα αυτά, αρκεί να σκεφτούμε το εξής γεγονός, που έχουμε καταλήξει να βλέπουμε καθημερινά γύρω μας και στο άμεσο περιβάλλον μας: Τι σημαίνουν, άραγε, οι τόσο έντονες αναφορές στους «επενδυτές» και τα συμφέροντά τους που πρέπει οπωσδήποτε να κατοχυρωθούν; Σημαίνουν, απλούστατα, ότι ο εργάτης δεν μπορεί να έχει καμία αξίωση σε καμία εξυπηρέτηση των δικών του συμφερόντων, καμία απολύτως, ούτε στα λόγια.
Οπως είπαμε παραπάνω, ο αντιδραστικός και οπισθοδρομικός χαρακτήρας του νεοφιλελευθερισμού τον σημαδεύει και στον ηθικό τομέα. Πώς τον σημαδεύει;
Αυτό το βλέπουμε, αν κάνουμε μια χρονική αντιπαραβολή.
Τα κενά που χαρακτηρίζουν τις αναλύσεις και τις αναφορές του φιλελευθερισμού, ήταν κενά που χαρακτήριζαν την εποχή τους. Ηταν αναπόφευκτα, οι δε εκπρόσωποι του φιλελευθερισμού δεν μπορούσαν να τα αποφύγουν ακόμη και αν το ήθελαν.
Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τα κενά του νεοφιλελευθερισμού. Ο τελευταίος εμφανίζεται σε συνθήκες όπου το γνωσιολογικό, επιστημονικό και εμπειρικό υπόστρωμα της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι ασύγκριτα πιο προωθημένο και εμπεριστατωμένο. Ετσι, η δικαιολογία αυτή του είναι κλειστή. Γι' αυτό, έχουμε πολλούς λόγους να πιστεύουμε ή, τουλάχιστον, να υποψιαζόμαστε ότι εκείνο που, στο φιλελευθερισμό, είναι η ένδειξη των ορίων που μπορεί να φθάσει η σκέψη μιας εποχής, στο νεοφιλελευθερισμό είναι μια απλή αγυρτεία και, σε όχι λίγες περιπτώσεις, μια ψυχρή και κυνική απόπειρα εξαπάτησης.
Μια σοβαρή ένδειξη κοινωνικής αποσύνθεσης που συνδέεται, όμως, με κάτι ακόμη σοβαρότερο. Καθώς ο νεοφιλελευθερισμός έχει βάλει στόχο του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ένα μόνο τρόπο έχει για να το επιτύχει: Την άρνηση της ύπαρξης του φαινομένου της εκμετάλλευσης. Μόνο έτσι θα μπορούσε να «τεκμηριώσει» την εικόνα μιας κοινωνίας όπου οι πολλοί δεν έχουν, συχνά, τίποτε και οι λίγοι τα έχουν όλα, αλλά όπου «όλοι κερδίζουν».
Γράφοντας σε πιο προωθημένες συνθήκες, ο Ντέιβιντ Ρικάρντο (1772-1823) επισήμανε τις αντιφάσεις που περιείχαν οι οικονομικές θεωρίες της εποχής. Οι αντιφάσεις αυτές οφείλονταν σε κάποια έλλειψη, που σήμερα ξέρουμε ότι ήταν η θεωρία της υπεραξίας. Ο Ρικάρντο δεν μπορούσε να την ανακαλύψει, κατόρθωσε, όμως, κάνοντας ένα βήμα παραπέρα από το Σμιθ, να τη διαισθανθεί. Πολύ σημαντικές μελέτες προς την κατεύθυνση αυτή έκανε και ο Αμερικανός Βενιαμίν Φραγκλίνος (1706-1790), τις οποίες, μάλιστα, αναφέρει επώνυμα και ο Μαρξ.
Πράγματι, το σημείο αυτό είναι, πιθανότατα το κυριότερο, εκείνο όπου φαίνεται ο πραγματικός χαρακτήρας του νεοφιλελευθερισμού. Φαίνεται, δηλαδή, ένα ρεύμα που δεν είναι απλώς επιστημονικά λαθεμένο ή, έστω, αντεπιστημονικό, αλλά και που αποτελεί ένα γιγαντιαίο άλμα της αστικής σκέψης προς τα πίσω(...)
Ο νεοφιλελευθερισμός, σαν πολιτική διαχείρισης, δεν κατορθώνει να αμβλύνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, παρά μόνο να συμβάλει στη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων, στην ενδυνάμωσή τους για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων και, έτσι, στην αύξηση των κερδών του.
Ιδιαίτερα μεγάλη έκταση παίρνει η όξυνση της εκμετάλλευσης. Ηδη, είναι εντελώς ανοιχτή και φανερή μια ένταση της φορολογικής επιβάρυνσης, πρωτοφανής εδώ και 50 χρόνια. Οχι μόνο το ύψος των φόρων μεγαλώνει διαρκώς (σε περίοδο, υπενθυμίζουμε, παρατεταμένης λιτότητας), αλλά και συνεχώς επεκτείνεται η φορολόγηση και σε τμήματα του πληθυσμού που, ως τώρα, δε φορολογούνταν. Μια ιδιαίτερα βαριά μορφή έντασης της εκμετάλλευσης είναι η κατάργηση των διαφόρων ταμείων ασφάλισης που, με διαφόρους τρόπους και ονομασίες, προετοιμάζεται και προωθείται.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται και ο λεγόμενος «κοινωνικός διάλογος», τα ΤΣΑ (Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης), η θεσμοθέτηση και επέκταση εργασιακών σχέσεων που αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης.
Την ίδια ακριβώς περίοδο, χαρίζονται στα διάφορα μονοπωλιακά συγκροτήματα κολοσσιαία κεφάλαια. Οχι μόνο οι οφειλές παραγράφονται, αλλά και τα νέα προγράμματα δημοσίων έργων απέδειξαν ότι το κράτος δανείζεται για να χρηματοδοτήσει διαφόρους ομίλους με ευνοϊκούς όρους.
Η εξέλιξη βρίσκεται ακόμη στην αρχή της και οι συνέπειές της δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Ωστόσο, έχει ήδη δημιουργήσει πρωτοφανείς ανησυχίες σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία, έως τώρα, είχαν μια σχετικά σταθερή θέση.
Δε θα έπεφτε κανείς έξω, αν πρόβλεπε όξυνση των αντιθέσεων, κάτι που, άλλωστε, ανησυχεί και τους πολιτικούς εκφραστές της άρχουσας τάξης. Γι' αυτό και αναζητούν εναγωνίως σχήματα, τουλάχιστον, με ιδεολογικές διαφοροποιήσεις από το νεοφιλελευθερισμό και, ενδεχομένως, μιας πολιτικής ευελιξίας στην εφαρμογή των πολιτικών στόχων του. (Από το άρθρο στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4, 1997)