Αυτό μπορεί να συμβαίνει και για επιχειρήσεις που παράγουν πολλά διαφορετικά εμπορεύματα, τα οποία απαιτούνται για τη σύνθεση ενός τελικού προϊόντος (εργοστάσια παραγωγής διαφόρων μερών του αυτοκινήτου και το εργοστάσιο συναρμολόγησής του), αλλά και για επιχειρήσεις διαφορετικών κλάδων, π.χ. επιχειρήσεις παραγωγής ενέργειας και επιχειρήσεις κατανάλωσής της.
Ετσι, όμως, δεν μπορεί να υπάρχει πάντα αντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγή τής κάθε καπιταλιστικής επιχείρησης με τις ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής. Η κοινωνική παραγωγή αναπτύσσεται άναρχα.
Παρατηρούνται, επομένως, δυσαναλογίες στην ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής, που είναι σύμφυτες με την εμπορευματική παραγωγή. Και την απλή και τη διευρυμένη στον καπιταλισμό.
Αυτό, επίσης, μπορεί να συμβαίνει γιατί οι καπιταλιστές δεν παράγουν σε τομείς ή κλάδους που υπάρχουν ανάγκες, αλλά και δυνατότητες ανάπτυξής τους, αλλά σε τομείς που μπορούν να αποκομίσουν εύκολα και μεγάλα κέρδη. Ετσι αναπτύσσουν κάποιους κλάδους ή τομείς της παραγωγής σε βάρος άλλων και στην πορεία βεβαίως μπορούν και να αλλάζουν τους τομείς ή τους κλάδους στους οποίους επενδύουν για να τους αναπτύξουν. Αλλά αυτή η διαδικασία μπορεί να οδηγήσει στην αδυναμία πούλησης των εμπορευμάτων αυτών των τομέων ή των κλάδων στην αγορά.
Ετσι, στον καπιταλισμό εμφανίζεται η αντίθεση ανάμεσα στην αναρχία της παραγωγής γενικά και στην οργάνωση της παραγωγής στα πλαίσια της ξεχωριστής επιχείρησης.
Αυτή η αναρχία στην παραγωγή επεκτείνεται σε όλες τις οικονομικές αναλογίες (και μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων και κλάδων, και μεταξύ διαφορετικών τομέων της οικονομίας), υπάρχει και στις αναλογίες ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Αρα η αναρχία στην παραγωγή, που δημιουργεί τις δυσαναλογίες, δημιουργεί μαζί και μια ανισομέρεια στην ανάπτυξη της παραγωγής, αλλά και ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Ετσι, π.χ. η παραγωγή σε μια επιχείρηση που κατασκευάζει κινητήρες για αυτοκίνητα, μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τις ανάγκες της επιχείρησης που τα συναρμολογεί σε μια δοσμένη φάση εξέλιξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και σε μια επιχείρηση για την παραγωγή μεταλλεύματος ως πρώτης ύλης, και στις ανάγκες των επιχειρήσεων παραγωγής τελικών προϊόντων που στηρίζονται στο συγκεκριμένο μετάλλευμα. Μπορεί, επίσης, ένας ολόκληρος κλάδος, π.χ. παραγωγής τυπογραφικών μηχανών, να έχει όγκο παραγωγής μεγαλύτερο απ' αυτόν που απαιτούν οι ανάγκες των εκτυπωτικών επιχειρήσεων.
Οι αναλογίες που είναι απαραίτητες για τη ρευστοποίηση του κοινωνικού προϊόντος, δηλαδή ό,τι παράγεται να πουλιέται στην αγορά, προκειμένου να συνεχίζεται η παραγωγή και η διευρυμένη αναπαραγωγή, με την αναρχία στην παραγωγή, στον καπιταλισμό, δεν μπορούν να υπάρχουν πάντα, εμφανίζονται οι δυσαναλογίες.
Οι δυσαναλογίες στην παραγωγή, που εκφράζονται με την ανισόμετρη ανάπτυξη επιχειρήσεων, κλάδων ή τομέων της οικονομίας, σημαίνουν ταυτόχρονα και δυνατότητα μη πραγματοποίησης εμπορευμάτων στην αγορά. Γεγονός που δημιουργεί και τη δυνατότητα εμφάνισης οικονομικής κρίσης. Ετσι δεν μπορούμε να πούμε ότι οι δυσαναλογίες είναι αιτία των κρίσεων. Οι δυσαναλογίες, όπως και η αντίθεση ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση, είναι σύμφυτες με τη βασική οικονομική αντίθεση του καπιταλισμού, ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή και την ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, είναι μορφές εκδήλωσης αυτής της αντίθεσης. Επομένως, οι αιτίες εμφάνισης της κρίσης βρίσκονται σ' αυτή την αντίθεση.
Οι καπιταλιστές παράγουν για το κέρδος και διευρύνουν την παραγωγή τους για ακόμη μεγαλύτερο κέρδος. Αλλά η πούληση των εμπορευμάτων, δηλαδή των αποτελεσμάτων της παραγωγής, γίνεται στην αγορά. Η αυξανόμενη παραγωγή εξυπηρετεί την αύξηση του κεφαλαίου. Οταν η παραγωγή προσκρούει για διάφορους λόγους στο γεγονός ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει κέρδος, δηλαδή όταν παράγονται εμπορεύματα αλλά δεν μπορούν να πουληθούν στην αγορά, η αύξηση της παραγωγής, δηλαδή η παραγωγή ολοένα και περισσότερων εμπορευμάτων, πρέπει να σταματά. Τα εμπορεύματα δεν μπορούν να πουληθούν ή γιατί υπάρχει προσφορά πάνω από τις κοινωνικές ανάγκες, ή γιατί δεν υπάρχει οικονομική δυνατότητα από τους καταναλωτές, να αγοράζουν. Γιατί οι καταναλωτές εμπορευμάτων δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν; Αυτό, σε τελευταία ανάλυση, οφείλεται στο γεγονός ότι ταυτόχρονα με την επιδίωξή τους για αύξηση της παραγωγής, οι καπιταλιστές, επιδιώκουν με διάφορους τρόπους να αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Αλλάζουν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου που συμβάλλει στην αύξηση των κερδών και στην αύξηση του όγκου παραγωγής. Με την αλλαγή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου μειώνεται η ζωντανή εργασία, δηλαδή η εργατική δύναμη, σε σχέση με τα μέσα παραγωγής που κινεί, άρα να αυξάνεται η ανεργία. Οι καπιταλιστές επίσης επιδιώκουν να μειώνουν την τιμή της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της. Ολ' αυτά αυξάνουν τη φτώχεια, αυξάνουν την αδυναμία κατανάλωσης εμπορευμάτων. Ετσι εμφανίζεται υπερπαραγωγή.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή και στην πραγματοποίηση των αποτελεσμάτων της. Και δεν υπάρχει, ακριβώς γιατί οι καπιταλιστές δεν παράγουν για τις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά για το κέρδος. Ετσι το αποτέλεσμα της κοινωνικής παραγωγής, που το ιδιοποιούνται και θέλουν να μεγαλώνει συνεχώς, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δεν μπορεί και η διευρυμένη αναπαραγωγή να συνεχίζεται. Εχουμε οικονομική κρίση.