«Είναι άραγε ξένο για μας τους Μεγαλορώσους συνειδητούς προλεταρίους το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας; Οχι βέβαια! Εμείς αγαπάμε τη γλώσσα μας και την πατρίδα μας και δουλεύουμε περισσότερο από κάθε άλλον για να ανυψώσουμε τις εργαζόμενες μάζες της, (δηλαδή τα 9/10 του πληθυσμού της) ως τη συνειδητή ζωή δημοκρατών σοσιαλιστών... Είμαστε υπερήφανοι γιατί αυτή η βία προκάλεσε την αντίσταση μέσα από το περιβάλλον μας... Είμαστε γεμάτοι από αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, γιατί και το μεγαλορώσικο έθνος δημιούργησε επαναστατική τάξη, γιατί κι αυτό απέδειξε ότι είναι ικανό να δώσει στην Ανθρωπότητα μεγάλα πρότυπα αγώνα για την ελευθερία και το σοσιαλισμό και όχι μεγάλα πογκρόμ, σειρές από κρεμάλες, μπουντρούμια, μεγάλους λιμούς και μεγάλη δουλοπρέπεια μπροστά στους παπάδες, τους τσάρους, τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές.... Και εμείς οι Μεγαλορώσοι εργάτες, γεμάτοι από αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, θέλουμε με κάθε θυσία μια ελεύθερη και ανεξάρτητη, αυτοτελή, δημοκρατική, λαοκρατική, υπερήφανη Μεγαλορωσία, που να οικοδομεί τις σχέσεις της με τους γείτονες της με βάση την ανθρώπινη αρχή της ισότητας και όχι τη φεουδαρχική αρχή των προνομίων, που ταπεινώνει το μεγάλο έθνος... "δεν μπορεί να υπερασπίζεται κανείς την πατρίδα" του διαφορετικά, παρά παλεύοντας με όλα τα επαναστατικά μέσα ενάντια στη μοναρχία, τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές της πατρίδας του, ενάντια δηλαδή στους χειρότερους εχθρούς της πατρίδας μας...» ( Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμος 26, σελ. 105-106).
Σ' αυτές τις ιστορικές συνθήκες το ταξικό περιεχόμενο των εννοιών «πατριωτισμός» και «διεθνισμός» είναι συγκεκριμένο για κάθε κοινωνική δύναμη αυτής της κοινωνίας, όπως και η σχέση ανάμεσα στον πατριωτισμό και το διεθνισμό. Παρ' όλα αυτά, η διαμορφωμένη ιστορικά κοινωνική συνείδηση που επιβλήθηκε από την αστική τάξη κατά τη συγκρότηση του κράτους - έθνους, εμποδίζει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, τη συνειδητοποίησή τους.
Μέρος της κοινωνικής συνείδησης είναι και η εθνική συνείδηση, η οποία γίνεται βάση για αλλοτριωμένη προβολή του περιεχόμενου του πατριωτισμού από την κυρίαρχη τάξη. Η αστική τάξη κάθε κράτους, οριοθετεί τον «πατριωτισμό» της στα πλαίσια των συμφερόντων της. Ετσι πχ η τάση για συμμετοχή σε διεθνείς και περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς γίνεται συστατικό στοιχείο ύπαρξής της, όπως και η τάση για συμμετοχή σε εδαφικό μοίρασμα. Η έννοια του «πατριωτισμού» γίνεται για την αστική τάξη συνώνυμο αυτών των συμμετοχών.
Η συμμετοχή της αστικής τάξης στο ΝΑΤΟ, στην Ευρωπαϊκή Ενωση κλπ, είναι το θεμέλιο του «πατριωτισμού» της, αλλά και του «διεθνισμού» της. Αλλά επειδή ξέρει καλά πως απέναντί της αντιτάσσεται ο προλεταριακός διεθνισμός, το δικό της «διεθνισμό», τον προβάλλει με τη λογική ότι κάθε «πολίτης αυτού του έθνους», πρέπει να αισθάνεται σαν «πολίτης αυτού του κόσμου», του καπιταλιστικού. Είναι ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, η άλλη όψη αυτού του νομίσματος εκφράζεται με τον αστικό εθνικισμό, που η κυρίαρχη τάξη τον προβάλλει επίσης ως «πατριωτισμό». Και αυτό γιατί η πατρίδα της αστικής τάξης εποφθαλμιά συμμετοχή στην ιμπεριαλιστική λεία, κόντρα στους ανταγωνιστές της. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η βάση των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων. Ετσι επιδιώκει την υποταγή της εργατικής τάξης και του λαού στο δικό της «πατριωτισμό», δηλαδή στα δικά της συμφέροντα, που στο επίπεδο της συνείδησης εκφράζουν την ένταση του εθνικισμού και του κοσμοπολιτισμού, ως ιδεολογική βάση για την «υπεράσπιση της πατρίδας», δηλαδή τη συμμετοχή συνειδητά ή ασυνείδητα και των λαϊκών μαζών στην ιμπεριαλιστική δράση. Αυτό εκφράστηκε στην προπαγάνδα των επιτελείων της ελληνικής άρχουσας τάξης και της κυβέρνησης κατά τον ιμπεριαλιστικό ΝΑΤΟικό πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, όταν υποστήριζαν ότι η συμμετοχή σ' αυτόν είναι εθνικά ωφέλιμη, άρα και πατριωτική η στάση τους. Ωφέλιμη, γιατί άνοιγε δρόμο συμμετοχής στην οικονομικοπολιτική διείσδυση της ελληνικής ολιγαρχίας στα Βαλκάνια.
Βεβαίως, η συμμετοχή κρατών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα από υποδεέστερη θέση, όπως η Ελλάδα, έχει και «τίμημα», όχι για την κυρίαρχη αστική τάξη, αλλά για την εργατική τάξη της χώρας. Το τίμημα είναι η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στους διαφόρους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς που συμμετέχει. Είναι γεγονός ότι αυτή η συμμετοχή γίνεται κατ' αναλογία με την οικονομική ισχύ κάθε αστικής τάξης. Είναι αναγκαία αντικειμενική διαδικασία για την κυρίαρχη τάξη, προκειμένου να εδραιώνει την κυριαρχία της, αλλά και να αποκομίζει κέρδη. Ετσι και αυτή η εκχώρηση εντάσσεται στον «πατριωτισμό» της αστικής τάξης, γιατί γίνεται συστατικό στοιχείο του κοσμοπολιτισμού της. Αυτή είναι και η βάση συμμετοχής της ελληνικής πλουτοκρατίας στη «νέα ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων».