Οι ίδιες δυνάμεις προβάλλουν επίσης την άποψη ότι οι εξελίξεις στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, δηλαδή η επέκταση του διεθνούς εμπορίου, τα διεθνικά μονοπώλια και η δράση τους «αίρουν την εθνοκρατική συγκρότηση των οικονομιών». Βεβαίως, όλοι αυτοί ως θιασώτες της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης στηρίζοντας αυτή τη διαδικασία της εντεινόμενης καπιταλιστικής διεθνοποίησης, αφού στηρίζουν τον καπιταλισμό, επιδιώκουν να αποδώσουν τα όποια προβλήματα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων ως συνέπειες αυτής της διαδικασίας και όχι ως αποτέλεσμα των αιτιών της δράσης των νόμων και των αντιφάσεων του καπιταλισμού. Ως συνέπειες που μόνο στα πλαίσια της «παγκοσμιοποίησης» μπορούν να αντιμετωπιστούν. Διαφορετικά η εναντίωση σ' αυτήν οδηγεί στην «εθνική απομόνωση». Η υπερβολική προβολή στοιχείων που δήθεν αποδεικνύουν ότι αίρεται η εθνοκρατική συγκρότηση των οικονομιών, αφενός, συγκαλύπτει την ουσία αυτής της τακτικής που απαντά προς όφελος της αστικής τάξης με το κάλπικο δίλημμα «παγκοσμιοποίηση ή εθνική απομόνωση» σε αντίθεση με το πραγματικό που είναι «καπιταλισμός ή σοσιαλισμός». Και, αφετέρου, συμπληρώνει την άποψη που θέτουν οι οπορτουνιστές ότι δεν μπορεί να ανατραπεί ο καπιταλισμός σε μια μόνο χώρα, επομένως είναι νομοτέλεια η συμμετοχή στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις όπου μια άλλη πολιτική διαχείρισης φιλολαϊκή θα αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες, την ολοένα και διευρυνόμενη διαφορά ανάμεσα στον πλούτο και τη φτώχεια, θέτοντας τον «άνθρωπο πάνω από τα κέρδη», και δημιουργώντας συνθήκες αρμονικής συνύπαρξης καπιταλιστών - λαού, μέσω μεταρρυθμίσεων θα οδηγηθούμε στο σοσιαλισμό.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά εντείνονται πολύ περισσότερο και αποκτούν πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα, με το πέρασμα του καπιταλισμού στο ανώτατο στάδιό του τον ιμπεριαλισμό, με την ακόμη πιο στενή διαπλοκή κεφαλαίων διαφορετικών εθνικοκρατικών προελεύσεων, και τη διεθνική δράση των μονοπωλίων.
Για παράδειγμα, η αμερικάνικη πετρελαϊκή εταιρεία «Μόμπιλ» ενδιαφέρεται για την αγορά μετοχών της ρωσικής «Λουκόιλ». 'Η έχει συγχωνεύσει της δραστηριότητές της στην αγορά της Ευρώπης με τη βρετανική «Μπι-Πι». Τα συμφέροντά της όμως δεν παύει να τα υπερασπίζεται η αμερικάνικη κυβέρνηση, αφού είναι αμερικάνικο μονοπώλιο που εξάγει κεφάλαια σε άλλα κράτη, άρα και διεθνικό. 'Η με την κρίση στον κλάδο του χάλυβα η κυβέρνηση των ΗΠΑ έβαλε μεγάλους δασμούς στις εισαγωγές ώστε να προστατέψει την αμερικάνικη βιομηχανία χάλυβα. Τα ίδια ισχύουν για όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες.
Βεβαίως, υπάρχουν νέες διαστάσεις παλαιών φαινομένων ή νέες μορφές εκδήλωσής τους, τόσο σε επίπεδο οικονομίας όσο και στο εποικοδόμημα, που συχνά απολυτοποιούνται και προβάλλονται ως νέα ποιοτικά φαινόμενα. Οπως για παράδειγμα, οι εξαγωγές κεφαλαίων σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες σε σύγκριση με το παρελθόν που εξάγονταν κυρίως σε λιγότερο ανεπτυγμένες. Αλλά οι διαστάσεις των παλαιών φαινομένων και οι νέες μορφές εκδήλωσης είναι γεννήματα και εσωτερικά στοιχεία του καπιταλισμού.
Η ετήσια έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου εκτιμά ότι το διεθνές εμπόριο ανερχόταν σε 6,2 τρισ. δολάρια το 2000, δηλαδή περίπου το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με ρυθμό αύξησης κατά 12,5% σε σύγκριση με το 1999. Η Εκθεση προέβλεπε επιβράδυνση των ρυθμών αύξησής του το 2001 (7%), λόγω επιβράδυνσης της αμερικανικής οικονομίας και των συνεπειών αυτής παγκοσμίως. Εξάλλου, οι ΗΠΑ διέθεταν το μεγαλύτερο μερίδιο (12,3%) στις παγκόσμιες εξαγωγές, καθώς και το μεγαλύτερο μερίδιο (18,9%) στις παγκόσμιες εισαγωγές. Τελικά η μεταβολή του διεθνούς εμπορίου ήταν σχεδόν μηδενική το 2001.
Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες για τις αναπτυγμένες οικονομίες των δυτικών κρατών το εξωτερικό εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 12% το 1913, ποσοστό που προσεγγίστηκε στα μέσα της 10ετίας του 1970 και που άγγιξε το 20% στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ ο όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 20 φορές.
Το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου διεξάγεται μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών.
Από την πλευρά της παραγωγής, η αξία της παραγωγής κάτω από τη διαχείριση των διεθνικών εταιριών ανέρχεται περίπου στο 25% της παγκόσμιας παραγωγής, το ένα τρίτο από το οποίο σε φιλοξενούσες χώρες. Εκφρασμένο αυτό το ένα τρίτο σε μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής αποτελεί μόλις το 8,3% αυτής για το έτος 1999.
Πέραν τούτου, ένα μέρος των κερδών των αρχικώς εισρεόντων κεφαλαίων επανεπενδύονται στην επιχείρηση της φιλοξενούσας χώρας και έτσι συμμετέχουν σε ένα νέο κύκλο καπιταλιστικής συσσώρευσης σε αυτήν, η οποία βεβαίως δεν παύει να λειτουργεί ως εθνοκρατικά συγκροτημένη καπιταλιστική οικονομία.
Αυτό που παραμένει βασικό είναι ότι η εξαγωγή κεφαλαίων είναι προϊόν του καπιταλισμού. Είναι πολύ χαρακτηριστικά συμπυκνωμένη η αντίληψη του Λένιν (Απαντα, τόμος 27, σελ. 368) ότι "η εξαγωγή κεφαλαίων επιδρά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες που κατευθύνεται. Γι' αυτό το λόγο, αν η εξαγωγή αυτή είναι ικανή ως ένα ορισμένο βαθμό να φέρει κάποια στασιμότητα στις χώρες που εξάγουν κεφάλαιο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τίμημα το άπλωμα και το βάθεμα της παραπέρα ανάπτυξης του καπιταλισμού σε όλο τον κόσμο". Η εκτίμηση αυτή επαληθεύτηκε από την εξέλιξη κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι χώρες που δέχτηκαν τη διείσδυση ξένου κεφαλαίου δεν έμειναν στάσιμες με την τρέχουσα έννοια, ίσα-ίσα επιταχύνεται η ανάπτυξη του καπιταλισμού, ιδιαίτερα στους τομείς ενδιαφέροντος του ξένου κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει έδαφος για πιο οξυμένες αντιθέσεις, οι χώρες είναι πιο ευάλωτες στον κύκλο της κρίσης». (Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 110). Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι χώρες της Λατινικής Αμερικής που μαστίζονται από την κρίση ή της ΝΑ Ασίας, με την κρίση του 1997 που ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί. Είναι χώρες που δέχονται μεγάλες εξαγωγές κεφαλαίων.