Α' ΜΕΡΟΣ
Στο άρθρο επιχειρείται να αποδοθεί στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ η ευθύνη για χρήση βίας απέναντι στο φαινόμενο του δοσιλογισμού και των «αντιδραστικών». Δε διευκρινίζεται αν η κατηγορία αφορά αυτή καθ' αυτή τη χρήση βίας ή την κατάχρησή της.
Πριν προχωρήσουμε στα επιμέρους ζητήματα που θίγει, χρήσιμο θα ήταν να ορίσουμε τι είναι βία και τι θέση έχει αυτή μέσα στην ιστορική εξέλιξη.
Βία είναι, σύμφωνα με έναν ορισμό του Ενγκελς, η επιβολή της θέλησης του ενός σε βάρος της θέλησης του άλλου. Η επιβολή αυτή γίνεται με άμεσους και έμμεσους τρόπους.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η πρόκληση του σωματικού πόνου, ο θάνατος και η απειλή ότι θα χρησιμοποιηθεί βία. Στη δεύτερη ανήκουν η δημιουργία καταστάσεων που οδηγούν αναγκαστικά τον άλλο στην αποδοχή της θέλησης του δυνατού (π.χ. πείνα, εξορία, ιδεολογική χειραγώγηση).
Είναι αλήθεια ότι στη δεύτερη περίπτωση, ορισμένες φορές, η βία δεν είναι αναγνωρίσιμη και η ευθύνη για τη χρήση της διαχέεται, παρ' όλα αυτά οδηγεί, έτσι κι αλλιώς, στην άμεση βία ( π.χ. η πείνα φέρνει το θάνατο, η ανεργία τα ναρκωτικά, την εγκληματικότητα, την ενδοοικογενειακή βία κλπ.).
Η μορφή και η έκταση της βίας, μέσα στην ιστορία, καθορίζονται από τα καθήκοντα, τους στόχους που βάζει κάθε ιστορικό υποκείμενο, αλλά και τις συνθήκες που υπάρχουν (βασικά καθορίζονται από το συσχετισμό των δυνάμεων). Ετσι μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία και η κοινωνία προχωρούν μαζί με την άσκηση βίας, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι. «Η βία είναι η μαμή της ιστορίας» ή διαφορετικά «οι επαναστάσεις είναι οι ατμομηχανές της ιστορίας».
Η ανατροπή του συστήματος αυτού, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, δεν μπορεί παρά να γίνει με την άσκηση αντιβίας από τους εκμεταλλευόμενους. Ο σκοπός, λοιπόν, της κατάργησης της εκμετάλλευσης είναι αυτός που οδηγεί τους Μαρξ και Ενγκελς να διαπιστώνουν στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι «οι σκοποί μας μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη βίαιη ανατροπή όλου του σημερινού κοινωνικού καθεστώτος». Θα ήταν ένα γιγαντιαίο βήμα για όλη την ανθρωπότητα, αν αυτός ο ίδιος σκοπός μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη χρήση αντιβίας ή με τη μικρότερη δυνατή, κάτι όμως που δε φαίνεται στο ορατό μέλλον.
Ας μην ξεχνάμε το «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» του Κολοκοτρώνη, όταν στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 ο Ιμπραήμ με υπέρτερες δυνάμεις μπήκε στην Πελοπόννησο, για να την καταπνίξει και βρήκε στηρίγματα και στον ντόπιο πληθυσμό, (παντού και πάντοτε σε τέτοιες καταστάσεις υπάρχουν και οι υποταγμένοι προδότες των σκοπών του αγώνα, για ίδιον όφελος), αλλά και τις συχνές επιθέσεις της ιρακινής αντίστασης ενάντια στους συνεργαζόμενους με τους Αμερικανούς κατακτητές Ιρακινούς, οι οποίοι όχι μόνο υπονομεύουν την αντικατοχική απελευθερωτική πάλη του ιρακινού λαού, αλλά γίνονται οι ίδιοι μέρος της εδραίωσης της ξενικής κατοχής. Κανείς δε βρέθηκε, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, να κατηγορήσει τον Κολοκοτρώνη ή τον Καραϊσκάκη. Τώρα ανακαλύφθηκε ότι υπάρχει υπέρβαση κάποιων ορίων στην άσκηση βίας; Και ποιος μπορεί να καθορίσει γενικά αυτά τα όρια; Γιατί, βεβαίως, βία υπήρξε και υπάρχει. Υπήρξε και κατά τη χρονική περίοδο 1941-1944. Αλλά μήπως το πρόβλημα δεν είναι τα όρια, αλλά η δημιουργία συνειδήσεων ανοχής στην καπιταλιστική βία με κάθε της μορφή; Σε τελευταία ανάλυση, η βία είναι ουδέτερη; `Η μήπως θέλουν να αμαυρώσουν την απελευθερωτική πάλη του ελληνικού λαού στα 1941-1944 και στη συνέχεια βεβαίως, μιλώντας γενικά για «βία»;
Πρέπει, επίσης, να δούμε ποιος άρχισε πρώτος τη χρήση της και ποιος ήταν ο σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε.
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ επιδίωξαν τις πιο πλατιές συμμαχίες για το διώξιμο του κατακτητή και την εξουδετέρωση του δοσιλογισμού, που ας μην ξεχνάμε, σε ορισμένες περιοχές είχε δημιουργήσει μια μαζική βάση με τη βία και την εξαγορά. Ποιος δε γνωρίζει τη διαβόητη οργάνωση «Χ» του Γρίβα και το δολοφονικό της όργιο κατά των αγωνιστών της αντίστασης στην περίοδο της κατοχής ή τα διαβόητα «Τάγματα Ασφαλείας», που δρούσαν για τη στήριξη των κατοχικών και εγκατεστημένων από τους χιτλερικούς καθεστώτων στην Ελλάδα;
Ως προς τη δράση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα, για να γίνει κατανοητή η πολιτική τους στη συγκεκριμένη περίοδο. Στην περιοχή της Κατερίνης, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ έφτασαν στο σημείο να προσεγγίσουν το συνεργαζόμενο με τους Γερμανούς στρατιωτικό Σώμα του ΕΕΣ, ακόμα και λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση, αλλά χωρίς επιτυχία (βλέπε σχετική αλληλογραφία μεταξύ ΕΑΜ και ΕΕΣ δημοσιευμένη στη «Λαϊκή Φωνή»).
Επίσης, στις όποιες κρίσεις μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αρκετούς μήνες πριν από την απελευθέρωση, οι Βρετανοί πλησίασαν τους δοσίλογους και μετακατοχικά τους χρησιμοποίησαν κατά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Για τιμωρία; Ούτε λόγος να γίνεται. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις που δοσίλογοι, λίγο πριν από την απελευθέρωση, έγιναν αγγλόφιλοι για να προσεταιριστούν το νέο δυνάστη του λαού μας. Αλλωστε, αυτοί συγκρότησαν τον κρατικό μηχανισμό που εγκαταστάθηκε μεταπελευθερωτικά στην Ελλάδα και ξεκίνησε το πογκρόμ δολοφονιών κατά των αγωνιστών της Αντίστασης.
Βεβαίως, η υπερβολή στην άσκηση βίας από ελάχιστα στελέχη, ως εξαίρεση του κανόνα, επηρεαζόταν και από τη λαϊκή απαίτηση για τιμωρία των δοσίλογων, απαίτηση που εκφράζει στο ημερολόγιο που κρατούσε ο Λ. Γιασημακόπουλος, κρατούμενος όντας στο στρατόπεδο «Π. Μελά». Ο θεοσεβούμενος Λ.Γ. για την «πρέπουσα αμοιβή», για τα «επίχειρα της κακίας της ψυχής» και ότι «αποκλείονται τα εγκλήματα... και εξεγείρεται μέσα μου το κτήνος και ζητά εκδίκησιν» (Γ. Καρτατζή «Ημερολόγιο Λ. Γιασημακόπουλου... τόμ. ΙΙ, σελ. 102,166,293, εκδ. «Παρατηρητής»).
Για το μέγεθος της βίας και την προέλευσή της, στην περιοχή της Κατερίνης, χρήσιμο είναι να αναφέρουμε τα στοιχεία που βρίσκονται στο Ληξιαρχείο του Δήμου. Αν και η σύγκριση των μεγεθών, από μόνη της, δεν οδηγεί πάντα στην εξαγωγή σωστών συμπερασμάτων πρέπει να πούμε ότι οι σκοτωμένοι από τον ΕΛΑΣ ανέρχονται σε 46, ενώ αυτοί από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους σε 100. Εδώ πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι πολλοί θάνατοι ΕΑΜιτών και κομμουνιστών δε δηλώθηκαν για ευνόητους λόγους.
(Συνεχίζεται)