Από το «μα καλά, γιατί η Θέτιδα δεν έπιασε κι από το άλλο πόδι τον Αχιλλέα, ώστε να σιγουρευτεί η αθανασία του;» της παιδικής αφέλειας, μέχρι το «μα καλά, όλα τα νήματα της Ατυχίας μπλέχτηκαν στη ζωή του Σπύρου;», του συγγραφέα, είναι έκδηλη η συνομολόγηση για το δέος απέναντι στο ακατανίκητο. Τη μοίρα. Τη δολίως πρόθυμη να δώσει μερίδιο τύχης όπου και σε όποιον άνθρωπο θέλει.
Κι όμως, όσο σταθερή αξία κι αν έχει η ατυχία στην καθημερινότητα του Σπύρου, τόσο ο ίδιος αντιστέκεται, επιθυμώντας την ανατροπή της, αλλά και την «τέλεια» στιγμή, θα τη ζήσει;
Μέσα στις σελίδες του έργου αποτυπώνεται η εσώτερη ανάγκη της μικροευτυχίας, της απόλαυσης, του παράνομου, της επινόησης, της κουτοπονηριάς, αλλά και του μαρασμού στην καθημερινότητα κάθε παντρεμένου. Κι αν είναι κι άτυχος... Ενα μυθιστόρημα ...χαμόγελου.
Ευφημία Γανιάρη |
«Η Σαχάρα δεν είναι μια αχανής έρημος. Δεν είναι ένα τεράστιο συγκρότημα με άγρια βουνά και χαράδρες που θυμίζουν Κόκκινο Πλανήτη. Η Σαχάρα δεν είναι μόνο μια θάλασσα από άμμο που ταξιδεύει πάνω στα φτερά του Χαρματάν, του Μονσούν και του Ζριχά. Είναι ένας ωκεανός συναισθημάτων, τέτοιων που ο Ανθρωπος των Πόλεων δεν έχει ξανανιώσει.
Από την πρώτη κιόλας επαφή απορρέει το απόλυτο σοκ. Αρκεί κάποιος να είναι έστω και λίγο ευαισθητοποιημένος, να έχει αποζητήσει, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιεί, ό,τι έχει στερηθεί. Τη φύση αυτή που γνώρισε παιδί με τους γονείς στην κυριακάτικη εκδρομή ή στο camping με την τρελοπαρέα. Τον ορίζοντα, που πλέον δε βλέπει γιατί μπροστά του υψώνεται ο τοίχος της γκρίζας πολυκατοικίας, το απέναντι γραφείο, η οθόνη του pc, απόσταση για την οποία δεν είναι φτιαγμένη το οπτικό του σύστημα. Τη σιωπή, που πια δεν ακούει, που δεν μπορεί να απολαύσει, γιατί τα τύμπανά του βομβαρδίζονται ανηλεώς από τα υπερβολικά και κακόηχα ντεσιμπέλ που τον δηλητηριάζουν χωρίς να το καταλαβαίνει, αργά και σταθερά.
Ευφημία Γανιάρη |
Γρήγορα το κομβόι με τα βαρυφορτωμένα τετρακίνητα βγαίνει από την κατοικημένη περιοχή και η φυσική, άγρια ομορφιά παίρνει τη θέση της χαρακτηριστικής ασχήμιας των αφρικανικών πόλεων. Ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του και σε μισή ώρα η θερμοκρασία έχει ανέβει. Αντίστροφα, το σούρουπο, η θερμοκρασία πέφτει απότομα, και, ιδιαίτερα στις περιοχές με υψηλό υψόμετρο, τις πρωινές ώρες μπορεί να φτάσει εύκολα και τους -10οC.
Τα αυτοκίνητα αφήνουν την ομάδα με έναν οδηγό και το ραντεβού ανανεώνεται για το βράδυ στο σημείο της κατασκήνωσης. Και η περιπέτεια του trekking στα Tassilis του Hoggar, στο ωραιότερο ίσως μέρος της Σαχάρας, ξεκινά. Με τα πόδια.
Τριγύρω άμμος, λεπτή, φίνα που ρέει σαν πούδρα μέσα από τα δάχτυλα, σ' όλες τις αποχρώσεις της ώχρας, ανάλογα με την ώρα. Η ατμόσφαιρα ξηρή και λαμπερή - ο παράδεισος των φωτογράφων - βοηθάει τις ώρες της πεζοπορίας στην άμμο και το σκαρφάλωμα στα βράχια. Τα τοπία αρχίζουν να ξεδιπλώνονται σαν τόπια από χρυσοκέντητα μεταξωτά πολύτιμα υφάσματα που δεν ξέρεις ποιο να πρωτοδιαλέξεις. Τριγύρω δεν υπάρχει ψυχή, το συνειδητοποιεί κανείς μετά τις πρώτες μέρες. Τέτοια εποχή ούτε ζώο, σπάνια να πετύχεις κανένα τρωκτικό των βράχων ή κανένα πουλί. Καμήλες και γαϊδουράκια, ναι, όλο και από κάπου θα ξεμυτίσουν αδιάφορα.
Ευφημία Γανιάρη |
Το φως παίζει παιχνίδια με τη σκιά, το άσπρο και το μαύρο, το απόλυτο κοντράστ, η ώχρα και ο ουρανός, η σκέψη και η σιωπή. Αρκούν ...όπως αρκούν και δυο πιάτα ντόπιο φαΐ μαγειρεμένο στη μαρμίτα το βράδυ, ένα κομμάτι ψωμί ψημένο μέσα στην άμμο κάτω από τη θράκα, νερό από το πηγάδι που κουβαλάνε μέσα στα μπιτόνια για τους Ευρωπαίους - οι Τουαρέγκ πίνουν από τους ασκούς τους - και καινούργιοι φίλοι γύρω από τη φωτιά και την παραδοσιακή ιεροτελεστία του τσαγιού. Πράσινο τσάι με φρέσκια μέντα, προσεκτικά φυλαγμένη μέσα σε σ' ένα πάνινο σακουλάκι. Τρεις γύρους λέει η παράδοση. Το πρώτο τσάι είναι πικρό, σαν τη ζωή, το δεύτερο δυνατό, σαν την αγάπη και το τρίτο γλυκό, σαν το θάνατο. Μια ιεροτελεστία όχι και τόσο παλιά, των αρχών του εικοστού αιώνα, αραβικής προέλευσης, αφορμή να συζητήσουν με τον περαστικό ταξιδιώτη και να μάθουν νέα από μακρινές χώρες. Προσβάλλονται δε ιδιαίτερα αν αρνηθεί κανείς τη φιλοξενία αυτή. Κι έχουν κάθε δικαίωμα, αφού αυτή είναι και η μόνη τους ενημέρωση και διασκέδαση.
Ευφημία Γανιάρη |
Για όσους έχουν κάνει triplex καρδιάς ο ήχος είναι γνώριμος. Είναι ο ήχος της ζωής. Αναγέννηση.
Ευφημία Γανιάρη |
Ευφημία Γανιάρη |
Στο πρώτο μέρος, ο συγγραφέας αναλύει τις αντιλήψεις περί υγείας, ασθένειας, παρέμβασης στις ασθένειες και θανάτου. Μέσα από δοξασίες και πρακτικές, αποδεικνύει ότι η λαϊκή ιατρική είναι ένα γνωσιολογικό σύστημα, όπως και η επιστημονική ιατρική. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζει προφυλακτικές και θεραπευτικές αντιλήψεις για παθήσεις και ατυχήματα, ενώ στο τρίτο μέρος «ανακαλύπτουμε» τις αντιστοιχίες των αρχαίων με τις σύγχρονες θεραπευτικές μεθόδους, κάποιες από τις οποίες εφαρμόζονται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του τόμου γίνεται μια επιστημονική καταγραφή των βοτάνων, με τις ιδιότητες και τη χρήση τους για τον ανθρώπινο οργανισμό. Ενα πολύ σημαντικό κεφάλαιο που αποδεικνύει ότι τα βότανα δεν είναι πάντα ακίνδυνα, όπως πολλοί πιστεύουν σήμερα. Ανάλογα με τη χρήση τους, μπορούν να γίνουν και επικίνδυνα, με ολέθρια αποτελέσματα!
Στον επίλογό του, ο Γ. Ρηγάτος συνθέτει ένα κείμενο γύρω από τη χρονική συνέχεια που παρουσιάζουν αντιλήψεις για τις ασθένειες, τα νοσήματα και την αντιμετώπισή τους. Οπως εύστοχα σημειώνει στο επίμετρο η Νένη Πανουργιά (καθηγήτρια σήμερα στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Columbia), «ο Γ. Ρηγάτος μας αποδεικνύει την παγκοσμιότητα και διαχρονικότητα της ανθρώπινης αγωνίας και απορίας γύρω από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Με λίγα λόγια, μας δείχνει τη μορφή που παίρνει η αντιμετώπιση της υπαρξιακής αγωνίας στην πράξη».