Κυριακή 13 Ιούνη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Μικρές σελίδες

Η γιαγιά Συννεφιά αφηγείται τρεις ιστορίες από τη Συννεφοπολιτεία, με πρωταγωνιστές τα εγγόνια της, το Χαλάζι, το Χιόνι και τις Βροχοσταλίδες. Ο Ουρανός έχει αρχίσει τα καμώματά του κι αυτό φέρνει αναστάτωση στην πλάση. Το Χαλαζάκι δε χορταίνει να ονειρεύεται και ο Χιονούλης παρέα με τις ξαδέρφες του μπαίνει σε απίστευτες περιπέτειες. Ομως, οι Βροχοσταλίδες σημαίνουν συναγερμό, η πλάση μαραζώνει, τα ποτάμια γίνονται καπνός και οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι κάνουν. Ωσπου τα παιδιά αναλαμβάνουν δράση και τότε ο Ουρανός ανοίγει, για να γίνουν όλα όπως και πρώτα.

Ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μερκούριος Αυτζής στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ουρανοκαμώματα» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα»), επιστρατεύει φαντασία και ευρηματικότητα και συνθέτει τρεις ιστορίες για τις δυνάμεις της φύσης που χρειάζονται βοήθεια, ενώ μέσα από τα χείλια της γιαγιάς, δίνει τη σωστότερη ιδέα: «Εγώ, σαν γιαγιά που είμαι, σας λέω πως αξίζει να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο».

Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών, η φύση, τα στοιχεία και τα τοπία της μαγεύουν με τα χρώματα των εικόνων που δημιούργησε η εικονογράφος Λήδα Βαρβαρούση. Το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας από 8 ετών.

Καθ' οδόν: Στην Ιαπωνία

Τόκιο
Τόκιο
Συνεχίζουμε σήμερα το ταξίδι στην Ιαπωνία, μέσα από τα μάτια και την πένα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, όπως αυτό περιγράφεται στο βιβλίο της «Ο γύρος της φυλακής» (εκδ. «ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ»).

Τόκιο ή Εντο

Εντεκα εκατομμύρια ρομπότ πάντοτε εντυπωσιάζουν, ακόμη κι όταν μπορούν να υποδιαιρεθούν σε ομάδες, αν όχι σε κάστες, και τελικά σε άτομα λίγο-πολύ διαφοροποιημένα όπως όλοι μας. Η αφρόκρεμα του Τόκιο, με τη διεθνή κοσμικότητα και κομψότητα, το Τόκιο της πολιτικής και το Τόκιο της οικονομίας, συγχωνευμένα μεταξύ τους, το άμορφο πλήθος των υπαλλήλων γραφείου και των Ντεπάτο (department stores, δηλαδή πολυκαταστήματα, που στο Τόκιο έχουν την αίγλη την οποία είχαν στη χώρα μας στις αρχές του αιώνα), οι νεαρές γραμματείς που έχουν πρόσφατα αποφοιτήσει από τις σχολές τους και φορούν το σχεδόν υποχρεωτικό ένδυμα του επαγγέλματός τους, την άψογη φούστα και την τέλεια μπλούζα, οι μαθητές, σχεδόν πάντα σε αγέλες, που φορούν, αν είναι αγόρια, μια στολή που θυμίζει από κάθε άποψη εκείνη που φορούσαν οι γάλλοι λυκειόπαιδες του 19ου αιώνα, αν είναι κορίτσια, μια σκούρα μπλε φούστα που φτάνει ως τις γάμπες, χοντρές κάλτσες και παπούτσια μπάσκετ, μια ζακέτα «που δεν τονίζει τις γραμμές του σώματος», όπως έλεγαν άλλοτε οι καλόγριες, κι ένα άσπρο γιακαδάκι, με λίγα λόγια, τη στολή που φορούσαν άλλοτε στη Γαλλία οι μαθήτριες των θρησκευτικών οικοτροφείων, εργάτες με μπλε φόρμες που καταπίνουν τις χυλοπίτες τους σε μικρά μαγειρεία σφηνωμένα εδώ κι εκεί στα πέριξ της Γκίνζα1 με τα εκτυφλωτικά φώτα νέον το βράδυ και θόρυβο νύχτα - μέρα, έντεκα εκατομμύρια που κάνουν χρήση όπως όλοι μας των μικρών ελευθεριών τους μέσα από καταναγκασμούς τόσο συνηθισμένους, ώστε δεν τους αισθάνονται πια: ξεσπαθώνουν εναντίον του αφεντικού (με διαβεβαιώνουν ότι μερικές μεγάλες εταιρείες, για ν' ανακουφίσουν το μίσος των δυσαρεστημένων υπαλλήλων, τους προσφέρουν ένα ομοίωμα του αφεντικού για να το χτυπούν), το βράδυ πηγαίνουν στα δημόσια λουτρά ή στις καφετέριες, όπου παίρνουν γερές δόσεις ροκ, ή στον κινηματογράφο, διαλέγουν για γεύμα μια φασολάδα ή πηχτό ρύζι που συνοδεύεται από ένα ωμό αβγό - κάνουν έρωτα σ' ένα love hotel, όπου γλιτώνουν τον οικογενειακό συγχρωτισμό, ή κοιμούνται όλοι μαζί στο πάτωμα, πάνω στα κλινοσκεπάσματα, μέσα στο ζεστό κουκούλι του σπιτιού. Ακόμα και οι τερμίτες έχουν πιθανώς τέτοιες επιλογές μέσα στις φωλιές τους.

Ναός στο Κιότο
Ναός στο Κιότο
Σκέφτεται κανείς την εκπληκτική νουβέλα του Μασάο Γιαμακάουα στην οποία ο πρωταγωνιστής μπαίνει σε λάθος διαμέρισμα στο τεράστιο κτίριο μεσαίας κατηγορίας όπου κατοικεί, και παίρνει για παρείσακτο και αντίζηλο τον άντρα που, ξαπλωμένος στο τατάμι, διαβάζει τη δική του, όπως νομίζει, βραδινή εφημερίδα, και συζητά μεσ' από έναν τοίχο με μια γυναίκα που υποθέτει ότι είναι η δική του. Αργότερα, τρομαγμένος απ' αυτή την ομοιομορφία όχι μόνο των αντικειμένων και των τόπων αλλά και των αντιδράσεων σε σταθερές ώρες, ο δύστυχος άνθρωπος θα εξοργιστεί όταν ακούσει την τουαλέτα του κάτω ορόφου να λειτουργεί συγχρόνως με τη δική του, και το ραδιόφωνο να είναι συντονισμένο στο ίδιο πρόγραμμα, την ίδια ώρα. Το τέλος της ιστορίας είναι ειρωνικό: προμηθεύεται ένα μασούρι δυναμίτη, μόνο και μόνο για ν' αντιληφθεί ότι το ίδιο έκανε και ο γείτονας του. Ακόμα και η εξέγερση είναι στερεότυπη.

Παρουσιάζεται, ωστόσο, σποραδικά, και οι χίλιες δονήσεις που σημειώνονται καθημερινά στην Ιαπωνία, οι περισσότερες από τις οποίες είναι ανεπαίσθητες και καταγράφονται μόνο από τους σεισμογράφους (ορισμένες, αντίθετα, είναι εξίσου καταστροφικές με την ατομική βόμβα), είναι τα σύμβολα αυτής της υπό πίεσιν ευαισθησίας. Η αυτοκτονία (παρόλο που οι στατιστικές σ' αυτό το θέμα τοποθετούν την Ιαπωνία χαμηλότερα από τη Σουηδία ή τη Γαλλία), το έγκλημα, όπως συνέβη τη μέρα της άφιξής μας στο Τόκιο, όταν πέντε άτομα σφάχτηκαν από έναν φοιτητή, γείτονά τους, που τον ενοχλούσε η τηλεόραση, είναι η λάβα που αναβλύζει από το ηφαίστειο. Οι εκπαιδευτικοί ανησυχούν για τις πράξεις σαδισμού που όλο και πιο συχνά διαπράττουν οι τόσο πειθαρχημένοι μαθητές τους. Οσον αφορά τον εκούσιο θάνατο, θα πρέπει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε αυτοκτονίες εξέγερσης και αυτοκτονίες κομφορμισμού. Αυτοκτονίες κομφορμισμού, οι τόσο συχνές αυτοκτονίες φοιτητών που απορρίπτονται στους διαγωνισμούς, ή ακόμη η αυτοκτονία εκείνων των τριών κοριτσιών που, τη μέρα της αναχώρησής μας από την Οσάκα, έπεσαν απεγνωσμένα από μια στέγη, επειδή έπρεπε να δείξουν στους γονείς τους κακούς σχολικούς βαθμούς. Αυτοκτονία εξέγερσης, ή τουλάχιστον διαμαρτυρίας, όπως η πολύκροτη αυτοκτονία του Μισίμα το 1970, αυτοκτονία νοσταλγίας, μελαγχολίας, κούρασης, όπως τόσων Ιαπώνων συγγραφέων αυτού του αιώνα, που προχώρησαν πάρα πολύ σ' έναν δρόμο που κανείς δεν ξέρει πού οδηγεί, θα ήταν γελοίο να σχηματίσουμε με βάση αυτά τα γεγονότα την εικόνα μιας Ιαπωνίας απασχολημένης να κάνει χαρακίρι, θα ήταν ανόητο να μη δούμε, κάτω από το γιγαντισμό και τη φρενιτιώδη δυτικοποίηση, τα νευραλγικά σημεία της μη επιστροφής.

Δρόμοι του πουθενά...

Γκέισες
Γκέισες
Εντο, Τόκιο, το ένα πάνω στο άλλο: το Τόκιο, σε πρώιμο στάδιο ατομικής καταστροφής, πλημμυρισμένο από κόσμο, με τα ταξί του με τις αυτόματες πόρτες, τα ραδιόφωνά του που παίζουν στη διαπασών γιαπωνέζικα τραγούδια, τα οποία αντιγράφουν τα υποπροϊόντα της Πιάφ ή των Μπιτλς, τις χαριτωμένες ρεσεψιονίστ στα γραφεία των μεγάλων εταιρειών, επιφορτισμένες να χαμογελούν στον πελάτη, καθώς του σερβίρουν το τσάι, και να υποκλίνονται στο πέρασμά του, ή ακόμη να κάνουν σ' αυτούς που μπαινοβγαίνουν μηχανικές ρεβεράντζες στην είσοδο των μεγάλων καταστημάτων, και οι οποίες θα επιστρέψουν στις οικογένειές τους έπειτα από τριάντα περίπου χρόνια. Το Εντο, που ήταν επίπεδο, εκεί όπου το Τόκιο είναι κατακόρυφο, με τα φαντάσματά του που έχουν συνθλιβεί κάτω από τους ουρανοξύστες ή στενάζουν κάτω από τις οδογέφυρες με τον εκκωφαντικό θόρυβο - το Εντο και οι γκέισές του που ονειρεύονταν κάτω από το φεγγάρι ή γλιστρούσαν προς το αποχωρητήριο με το απαραίτητο μεταξόχαρτο για όλες τις χρήσεις διπλωμένο ανάμεσα στα χείλη, η νεαρή μητέρα στις εστάμπες του Ουταμάρο, που βγαίνει από την οικογενειακή κουνουπιέρα, για να πάει το αγοράκι της να κάνει το πιπί του στο κατώφλι, κοιτάζοντας, συγχρόνως, και εισπνέοντας τη νύχτα. Οι όμορφοι νεαροί ακόλουθοι των μυθιστορημάτων του Σαϊκάκου2, πιστοί ως τον βίαιο θάνατο που τους παίρνει αντάμα στα είκοσί τους χρόνια, δε χρειάζεται πια να φοβούνται τη ζήλια των ντάιμιο3, υπάρχουν πιθανώς άλλοι κίνδυνοι. Το χαριτωμένο κοριτσάκι του ίδιου Σαϊκάκου, που βάζει φωτιά σε μια ολόκληρη συνοικία της πόλης, για να διαφυλάξει την ασφάλεια ενός ερωτικού ραντεβού, θα είχε λιγότερη τύχη με το μπετόν αρμέ και το γυαλί απ' ό,τι με το άχυρο και το χαρτί του παρελθόντος, αλλά πάθη ικανά να πυρπολήσουν την πόλη πρέπει να κρυφοκαίνε ακόμη, εδώ κι εκεί, σε καρδιές δεκαεξάχρονων. Τα μπαρ και τα νυχτερινά κέντρα έχουν πάρει τη θέση των τεϊοποτείων, τα οποία έχουν εκτοπιστεί στο Κιότο, μπαρ όπου η κοπέλα με τα επιτήδεια δάχτυλα ικανοποιεί στα κλεφτά τον πελάτη μέσω ενός μαντιλιού, μπαρ όπου τραβεστί επιδεικνύουν κάτω από τα λέιζερ και μέσα στο δήθεν ψυχεδελικό εκκωφαντικό θόρυβο στήθη φουσκωμένα από ενέσεις ορμονών, μπαρ όπου οι πεταλούδες της νύχτας συναντιούνται τις ελεύθερες ώρες τους όπως άλλοτε στα τεϊοποτεία. Σε μικρή απόσταση από τα πολυτελή εστιατόρια όπου ανθεί η nouvelle cuisine, πέφτουμε στη μικρή ταβέρνα, όπου απολαμβάνουμε μια φασολάδα και χυλοπίτες που τις ρουφάμε κατευθείαν από τη γαβάθα, καθισμένοι καταγής, μέσα στην ανέμελη ακαταστασία των παπουτσιών που τα πετάμε γύρω μας με μια κλοτσιά, και όπου οι θαμώνες μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι δε μας έχουν διόλου ανάγκη. Το Τόκιο απορρόφησε το Εντο.

Σημειώσεις

1. Γκίνζα (στην κυριολεξία): «Το μέρος όπου έκοβαν νομίσματα» - τα «Ηλύσια Πεδία» του Τόκιο - κεντρική συνοικία με καταστήματα και γραφεία, πολυσύχναστη μέρα - νύχτα, με χιλιάδες μπαρ, εστιατόρια και ιδιωτικές λέσχες.

2. Ιχάρα Σαϊκάκου (1642 - 1693): Ποιητής και μυθιστοριογράφος, ιδρυτής μιας σχολής λαϊκής λογοτεχνίας που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία. Τα πιο διάσημα μυθιστορήματά του είναι ερωτικά: Koshoku Ichidai Otoko (Η ζωή ενός φιλήδονου άντρα, 1682) και Koshoku Ichidai Onna (Η ζωή μιας φιλήδονης γυναίκας, 1686).

3. Ντάιμιο: Μέλος της στρατιωτικής αριστοκρατίας.


Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ

Αν πήγαινα διακοπές

Οι παλιότεροι ίσως να θυμούνται το ελαφρύ τραγουδάκι: Αν ήμουν πλούσιος, που λες και ήταν ευχή έβγαινε αβίαστα από τα χείλη του κόσμου. Αν ήμουν πλούσιος, αν ήμουν ελεύθερος - δικτατορία είχαμε - αν ήμουν ερωτευμένος, ένα ήμουν υγιής. Στην περίπτωσή μου, σήμερα, τέσσερις δεκαετίες αργότερα σιγοτραγουδάω:

Αν ήμουν μάνα ή γιαγιά, θεία είμαι αλλά τα ανίψια μου μεγάλωσαν, κι αν πήγαινα διακοπές τούτο το δύσκολο, για όλους μας, καλοκαίρι, στις αποσκευές μπορεί να έλειπε το αντηλιακό αλλά θα περίσσευαν τα παιδικά βιβλία.

Βιβλία με περισσή φαντασία, και λεπτό χιούμορ, βιβλία συναρπαστικά αλλά και κατανοητά, γραμμένα επιδέξια έτσι ώστε να απευθύνονται κατευθείαν στους μικρούς αναγνώστες.

Γιατί πώς να το κάνουμε, το παιδικό βιβλίο είναι πολύ δύσκολο, το καλό εννοείται, δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Μια μικρή περιπέτεια υγείας με έριξε στο κρεβάτι και μου έκοψε κάθε διάθεση για ανάγνωση. Αλλά η τύχη μου, μεγάλη ήταν, δε με εγκατέλειψε, αντί για γλυκά και άνθη, μου έφεραν τέσσερα μικρά διαμάντια της παιδικής λογοτεχνίας, γραμμένα από τη Ντορίνα Παπαλιού.

«Η Μυστική συνταγή του Πλάτωνα», με την υπέροχη εικονογράφηση της Δωροθέας Λαμπρινοπούλου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μελάνι», με ενθουσίασε, κυριολεκτικά.

«Ο μικρός πρίγκιπας του σκονισμένου πλανήτη»(εκδόσεις «Παπαδόπουλος») ένα έξοχο παραμύθι που δυστυχώς είναι εξαντλημένο και, αλίμονο, απ' ό,τι έμαθα αυτή είναι η μοίρα των παιδικών που δεν είναι Χάρι Πότερ... δεν ανατυπώνονται!

Επίσης από τις εκδόσεις «Παπαδόπουλος» κυκλοφορούν από τη σειρά Πετάει, πετάει δυο ακόμα βιβλία της Ντορίνας Παπαλιού:«Οταν η Ελλη έγινε αόρατη» και η θαυμάσια ιστορία, που πολύ με διασκέδασε «Οταν ο Ζορό έφαγε την έκθεσή μου».

Καλό καλοκαίρι και καλή ανάγνωση.


Τιτίνα Δανέλλη

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ
«Ποιητικές» εικόνες

(...)Τα διαβατάρικα νέφη κινούν/ Βραδιάζει, ξημερώνει/ Φτάνουν τόσες αυγές και δειλινά

Χτυπούνε πάντα στο παράθυρό μας/ μαζί με τα θαλασσοπούλια/ μαζί με τους περαστικούς ανέμους/ Φέρνουν αντίλαλους από τα περασμένα/ Ξυπνούν τους σωπασμένους ήχους/ τις φευγαλέες φωνές των μακρινών πραγμάτων

Ολο επιστρέφουν με τις νέες ημέρες κι οι παλιές/ Κι όσα νομίζαμε για πάντοτε χαμένα/ ξαναγυρνούν μες στο τραγούδι ονομασμένα.

(Μελισσάνθη, «Τραγούδι των χαμένων ημερών»)






Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ