Κυριακή 13 Αυγούστου 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Μικρές σελίδες

Με ένα καινούριο ιστορικό αυτή τη φορά μυθιστόρημα, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιάννης Σολδάτος, μας εξιστορεί τους έρωτες, τα μίση και τα ασίγαστα πάθη την εποχή της ύστερης ληστοκρατίας, κατά τη δεκαετία του '20. Αναμοχλεύει την τραγωδία μιας κοινωνίας στον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μιας κοινωνίας που έχει μπει στο περιθώριο για κοινωνικούς, πολιτικούς ή ακόμα και για λόγους που έχουν να κάνουν με τα αισθήματα των ανθρώπων. Στα ερείπιά της και με φόντο την άγρια ελληνική ύπαιθρο, όπου μπορούσαν να διαδραματίζονται και μεγάλες ιστορίες αγάπης. Ηρωας του μυθιστορήματος του Γ. Σολδάτου, είναι ο χαρισματικός ηγέτης, το αρχέτυπο του ιδανικού άνδρα. Είναι ο άνθρωπος που κυνηγιέται από τα πάθη του και λατρεύεται από τον κόσμο. Ο κρυφός πόθος των γυναικών. Το σύμβολο των κατατρεγμένων. Ο λήσταρχος Αστραπόγιαννος. Ο «Διόνυσος, ο Βασιλεύς των Ορέων» όπως τιτλοφορείται και το μυθιστόρημα, από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».

Καθ' οδόν: Στη νοσταλγία

Γύρω από την περιοχή του Φιλοπάππου θα παραμείνουμε κι αυτή την Κυριακή. Θα δούμε πώς ήταν τα καταστήματα και τα επαγγέλματα, που ήταν μέρος της ζωής μιας άλλης εποχής. Εικόνες όπως αυτές που βλέπουμε στις ελληνικές μαυρόασπρες ταινίες με τον Κώστα Χατζηχρήστο στο ρόλο του υπάλληλου που διένεμε τα ψώνια στα σπίτια. Ας μην κάνουμε συγκρίσεις, η σημερινή, απρόσωπη επαφή μας, με τα πολυκαταστήματα που αφάνισαν και συνεχίζουν να ...καταδιώκουν την τάξη των μικρομεσαίων επαγγελματιών προκαλεί θλίψη. Μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο «Κουκάκι-Φιλοπάππου - Γαργαρέττα» της Μάρως Βουγιούκα και του Βασίλη Μεγαρίδη, των εκδόσεων «ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ», θα βυθίσουν στη νοσταλγία εκείνους που τα πρόλαβαν και θα ξυπνήσουν το ενδιαφέρον στους νέους που δεν πρόκειται να τα ζήσουν. Ο χρόνος πίσω δε γυρίζει...

Παντοπώλες και παντοπωλεία

Αρχίζουμε δικαιωματικά την περιπλάνησή μας στον πολύμορφο κόσμο των επαγγελμάτων και των επαγγελματιών, από τι άλλο; από τους «τα πάντα πωλούνται», δηλαδή τους παντοπώλες και τα παντοπωλεία.

Η καθημερινή λαϊκή ορολογία της εποχής ήταν βέβαια διαφορετική: «μπακάληδες» και «μπακάλικα» (από το αραβοτουρκικό bakkal) και οι παράγωγες λέξεις «μπακαλική» για το επάγγελμα και «μπακαλόγατος» για το παιδί που μετέφερε τα τρόφιμα στο σπίτι, ένα είδος delivery της εποχής. Στην περιοχή που εξετάζουμε, υπήρχαν τα μεγάλα παντοπωλεία, τα μικρότερα, και μερικά ενδιάμεσα.

Εδώδιμα αποικιακά ...με τη σέσουλα


Η εργασιακή πρακτική στα παλαιά παντοπωλεία, δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή πρακτική στα σούπερ μάρκετ ή στα μίνι μάρκετ ή και τα σύγχρονα «μπακάλικα». Κατ' αρχήν, ήταν άλλη η μονάδα μετρήσεως: ήταν η οκά, τουρκικής προελεύσεως, που υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια (μία οκά αντιστοιχούσε σε 1.280 γραμμάρια). Οι πελάτες ζητούσαν π.χ. 2 οκάδες πατάτες ή 150 δράμια φέτα. Το ίδιο ίσχυε και για τα υγρά: 100 δράμια κρασί (το κατοσταράκι), 50 δράμια οινόπνευμα κ.ο.κ. (η οκά καταργήθηκε τον Απρίλιο του 1959 και τη θέση της πήρε το κιλό). Οι επιγραφές στα περισσότερα παντοπωλεία περιείχαν, παράλληλα με τη λέξη «Παντοπωλείον», και τις λέξεις «Εδώδιμα και Αποικιακά». Η λέξη «Εδώδιμα» (από τον τύπο έδομαι του ρήματος τρώγω) σήμαινε τα φαγώσιμα, και η λέξη «Αποικιακά» τα είδη που τότε έρχονταν από τις αποικίες των ευρωπαϊκών χωρών στην Ασία, Αφρική κ.ά., όπως π.χ. τα μπαχαρικά, το τσάι και άλλα παρεμφερή είδη. Δεν υπήρχαν επίσης τυποποιημένα ή προσυσκευασμένα προϊόντα. Ολα ήταν χύμα, εκτός από ορισμένα φυτικά κυρίως προϊόντα σε κονσέρβες (κουτιά τις έλεγαν τότε), π.χ. διάφορες κομπόστες, ο τοματοπελτές, μπάμιες ή αρακάς ωμά, στο κουτί με νερό και αλάτι, οι σαρδέλες του κουτιού κλπ. Τα όσπρια ήταν σε σακιά (τσουβάλια), το λάδι σε μεγάλα κυλινδρικά ντεπόζιτα με κάνουλα (ο πελάτης έφερνε το μπουκάλι από το σπίτι του), η ζάχαρη ή το ρύζι σε σακιά κ.ο.κ. Πολλοί παντοπώλες μάλιστα έβγαζαν τα σακιά αυτά έξω από το μαγαζί τους και τα παρέτασσαν στο πεζοδρόμιο για να προσελκύουν τους πελάτες. Ως όργανο σερβιρίσματος των προϊόντων χρησιμοποιούσαν τη σέσουλα, ένα είδος μεγάλης κλειστής κουτάλας με λαβή, με την οποία έπαιρναν την κατάλληλη ποσότητα του προϊόντος από το τσουβάλι, την έβαζαν στη χαρτοσακούλα και αυτήν στη ζυγαριά, που λειτουργούσε με βάρη (σταθμά ήταν η επίσημη ονομασία) σε διάφορα πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια της οκάς (επιβιώνει η έκφραση «με τη σέσουλα» για κάτι που υπάρχει ή προσφέρεται σε αφθονία). Καμιά φορά οι πελάτες είχαν αμφιβολίες ως προς το σωστό ζύγισμα του είδους που αγόρασαν και τότε παραπονούνταν ότι το είδος αυτό ήταν «ξί(γ)κικο», δηλαδή ελλιποβαρές, όπως ήταν ο όρος στην καθαρεύουσα.


Ενας «θεσμός» που τηρούσαν τα μεγάλα παντοπωλεία ήταν το παιδί ή ο νεαρός που πήγαινε τα τρόφιμα τα σπίτια των πελατών (στην αργκό της εποχής «μπακαλόπαιδο» ή «μπακαλόγατος»). Μια και την εποχή εκείνη ελάχιστα σπίτια είχαν τηλέφωνο, και σε περίπτωση που ο πελάτης δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος στο κατάστημα για να ψωνίσει, ο παντοπώλης έστελνε το παιδί στο σπίτι του, για να πάρει γραπτή την παραγγελία της ημέρας. Κατόπιν συγκέντρωνε τα διάφορα είδη και τα έστελνε με το ίδιο παιδί στο σπίτι του πελάτη μέσα σε μια τεράστια ψάθινη σακούλα με τεράστιες επίσης λαβές, το «ζεμπίλι», που αποτελούσε και το σημειολογικό χαρακτηριστικό της όλης διαδικασίας, η οποία για ορισμένους πελάτες αποτελούσε καθημερινή πρακτική ή πάντως γινόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Οι νεαροί μετέφεραν το ζεμπίλι συνήθως με τα πόδια, μερικοί όμως από αυτούς χρησιμοποιούσαν ποδήλατο.

Αρτοποιεία και αρτοποιοί

Οι δύο αυτές λέξεις χρησιμοποιούνταν μόνο στις επιγραφές των καταστημάτων. Στην καθημερινή πρακτική, οι αντίστοιχοι όροι είναι ο φούρνος (από το ιταλικό forno = κλίβανος) και ο φούρναρης - φουρνάρισσα.

Στις παλαιότερες εποχές, οι φούρνοι έκαναν δύο κυρίως δουλιές. Η μία ήταν η παρασκευή του ψωμιού, σε δύο βασικούς τύπους, άσπρο και μαύρο, και τρία σχήματα, τη στρογγυλή κουλούρα με άνοιγμα στο κέντρο, το στρογγυλό καρβέλι και τη μακρόστενη φραντζόλα. Τα δύο πρώτα είχαν βάρος μιας περίπου οκάς και το τρίτο μισής οκάς. Το ψωμί πάντοτε ζυγιζόταν, και σε περίπτωση που το βάρος του δεν ήταν ακριβώς οκά ή μισή οκά, τότε ο φούρναρης πρόσθετε ένα κομματάκι ψωμιού ως συμπλήρωμα μέχρι το σωστό βάρος. Η άλλη εργασία που έκαναν οι φούρνοι ήταν το ψήσιμο φαγητών, μια και στις παλαιότερες εποχές οι ηλεκτρικές κουζίνες δεν ήταν διαδεδομένες και έτσι τα νοικοκυριά δεν είχαν σπιτικό φούρνο για να ψήνουν τα ψητά τους. Σημειώνουμε ότι οι φούρνοι ήταν τα μόνα καταστήματα, τα οποία είχαν το δικαίωμα να πουλάνε ψωμί.


Και στο επάγγελμα αυτό υπήρχαν παλαιότερα χωροταξικοί περιορισμοί και ποσόστωση. Δεν ήταν δυνατόν να ανοίξει κανείς φούρνο οπουδήποτε και σε οποιονδήποτε αριθμό. Και εδώ ο αριθμός των φούρνων κάθε συνοικίας ήταν συνάρτηση του πληθυσμού της, της αποστάσεως ανάμεσα σε κάθε φούρνο κλπ.

Στην περιοχή Κουκακίου - Φιλοπάππου υπήρχαν μέχρι και τα μεταπολεμικά χρόνια τέσσερις συνολικά φούρνοι. Αυτοί ήταν ο φούρνος του Πλόκα στην πλατεία Φιλοπάππου, ο φούρνος των Μέντζου και Τσούλου στην πλατεία Κουκακίου, ο φούρνος του Κόκκοτα στην οδό Δυοβουνιώτου και ο φούρνος του Κουσουράκου στην οδό Ζαχαρίτσα.

Οι Πλόκα, πατέρας και γιος, ήταν ηπειρώτες, όπως άλλωστε και ένα μεγάλο μέρος των φουρνάρηδων της Αθήνας. Ο πρώτος δούλευε στον κλίβανο, φούρνιζε και ξεφούρνιζε το ψωμί και τα φαγητά, ενώ ο δεύτερος ήταν στον πάγκο και πουλούσε το ψωμί.

(Οι φωτογραφίες από γειτονιές της Αθήνας προηγούμενων δεκαετιών προέρχονται από το αρχείο του «Ρ»).


Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ

Εν συντομία

Οσοι βρίσκονται σε κάποιο εξοχικό μέρος, ίσως αντικρίσουν αυτό το έντομο, γνωστό με το όνομα αλογάκι της Παναγίας (Mantis religiosa, Mantodea το επιστημονικό). Το έντομο αυτό, δεν είναι επικίνδυνο ούτε για τον άνθρωπο ούτε για τα φυτά. Ας μην αφήσουμε τα παιδιά να το ...κυνηγήσουν. Είναι και αυτό με τη σειρά του χρήσιμο στην αλυσίδα της ζωής, καθώς τρέφεται από μια μεγάλη ποικιλία άλλων εντόμων που πολλά είναι βλαβερά για τα φυτά. Εχει και ιδιαίτερο ταλέντο στη μεταμφίεση και προσαρμόζει το χρώμα του ανάλογα με το σημείο στο οποίο βρίσκεται. Ετσι δε γίνεται εύκολα αντιληπτό και καταφέρνει να αυξάνει τις επιτυχίες του κατά την αναζήτηση της τροφής του. Αξιο θαυμασμού!

Η «Ελλη» του Δεκαπενταύγουστου

Τήνος, το νησί του Χαλεπά, του Γύζη, του Λύτρα, του Σόχου, του Φιλιππότη. Το νησί με τους περιστεριώνες, τους πύργους, τις βοτσαλωτές αυλές. Το νησί των καλλιτεχνών, της Παναγιάς, του τορπιλισμού της «Ελλης».

Με αφορμή το βιβλίο «Τηνιακοί φεγγίτες» του εθνολόγου-λαογράφου Αλέκου Ε. Φλωράκη και του ειδικευμένου στις εκδόσεις περί Τήνου - ήδη 60 τον αριθμό - Στρατή Γ. Φιλιππότη, θα κάνουμε ένα μικρό ταξίδι. «Πρώτο λιμάνι», οι διάτρητοι φεγγίτες, έργα των Τηνιακών μαρμαράδων που όπως διαβάζουμε στο βιβλίο, οι περίτεχνοι φεγγίτες καλύπτουν τα τόξα πάνω από τις πόρτες και τα παράθυρα σπιτιών και εκκλησιών. Ως υπέρθυρα διατηρούν τον φυλακτικό-αποτρεπτικό χαρακτήρα τους, στενά συνδεδεμένο με την προστασία της εισόδου από τις υπερφυσικές δυνάμεις σύμφωνα με τις δοξασίες της λαϊκής θρησκείας, διακοσμώντας παράλληλα και την πρόσοψη. Η πρώτιστη όμως λειτουργία τους είναι πρακτική. Καθώς είναι διάτρητοι, αφήνουν πέρασμα στο φως και στον αέρα, όταν τα κουφώματα είναι κλειστά, για τις ανάγκες, μεταξύ άλλων, της σηροτροφίας. Πολλές ακόμη άγνωστες και εντυπωσιακές πληροφορίες για τους τηνιακούς φεγγίτες περιλαμβάνονται στα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου (Καταγωγή και εξέλιξη, Χρονολόγηση, Διάκοσμος και Τυπολογία), όπου μελετώνται για πρώτη φορά συνολικά και τοποθετούνται στο ιστορικό και εθνογραφικό τους πλαίσιο, με τρόπο πρωτότυπο και τεκμηριωμένο. Ακόμη, περιλαμβάνονται 421 φωτογραφίες φεγγιτών, χρονολογημένων από το τέλος του 17ου έως το τέλος του 19ου αιώνα και ταξινομημένων κατά το σχήμα.


«Δεύτερο λιμάνι» η ΕΛΛΗ και ο τορπιλισμός της στην Τήνο. Η προσφορά της Τήνου στην Επανάσταση του 1821 ήταν μεγάλη. Οταν το Γενάρη του 1823 βρέθηκε η εικόνα του Ευαγγελισμού, θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι για την καλή έκβαση του αγώνα. Λέγεται πως την εικόνα προσκύνησαν οι αγωνιστές της Επανάστασης. Η Τήνος ενσωματώθηκε με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το 1832 μαζί με όλα τα νησιά των Κυκλάδων. Τον Αύγουστο του 1940, η Τήνος βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο, όταν ένα ιταλικό υποβρύχιο τορπίλισε την «Ελλη».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία αυτού του πλοίου: Η «Ελλη» (πρώην κινεζικό FEI - HUNG) ήταν ελληνικό πολεμικό πλοίο, «ελαφρύ καταδρομικό». Ναυπηγήθηκε το 1912 - 1913 στις ΗΠΑ για λογαριασμό της κινεζικής κυβέρνησης. Αγοράστηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 1914. Μετασκευάστηκε σχεδόν ριζικά στη Γαλλία μεταξύ 1925-1927. Ελαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Βυθίστηκε στις 15 Αυγούστου 1940, σε ειρηνική περίοδο, από ιταλικό υποβρύχιο και ενώ ήταν αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι της Τήνου όπου και συμμετείχε στις εκδηλώσεις του εορτασμού της Παναγίας.

Από το 1945, ανήμερα της βύθισής του, τελείται σχετική δέηση μνήμης, με ρίψεις στεφάνων πάνω από τον υγρό τάφο του. Σήμερα διατηρείται ως μοναδικό κειμήλιο του πλοίου, μικρό πυροβόλο επιφανείας δίπλα από το μνημείο ηρώων του ΕΛΛΗ στον εσωτερικό λιμενοβραχίονα της Τήνου και στο σημείο που εξερράγη η πρώτη τορπίλη του ιταλικού υποβρυχίου. Το 1950 στα πλαίσια των πολεμικών επανορθώσεων και σε αντικατάσταση αυτού, η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα το Καταδρομικό «EUGENIO Di SAVOIA», το οποίο μετονομάστηκε ΕΛΛΗ τον Ιούνη του 1951, οπότε και ύψωσε την ελληνική σημαία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ