«Λιβαδιά: Η νεράιδα του Ελίκωνα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Δέσμος». Με οδηγό τούτο το βιβλίο, λοιπόν, θα ξεκινήσουμε ένα νοερό οδοιπορικό στη Λιβαδιά του τώρα, του τότε, και του κάποτε. Θα έρθετε μαζί μας; Ναι; Πάμε:
«Στους Αρχαϊκούς χρόνους, όπως ονομάζουμε την 150ετία από το 650 έως το 500 π.Χ. καθιερώνεται και τυπικά στον ελλαδικό χώρο η πόλη - κράτος. Η πόλη - κράτος της Λιβαδειάς ανήκει στη Βοιωτική κοινοπολιτεία, στην οποία συμμετέχουν οι δέκα μεγάλες βοιωτικές πόλεις.
Οι επικεφαλής των πόλεων ονομάζονται «Βοιωτάρχες» και η επιλογή τους γινόταν από την εκκλησία του Δήμου της κάθε πόλης. Η διάρκεια της θητείας του κάθε Βοιωτάρχη ήταν για ένα χρόνο. Τυχόν παράβαση του χρόνου της θητείας του Βοιωτάρχη χωρίς νέα εκλογή, θεωρούνταν ως μια μεγάλη παράβαση και τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου. Αρχηγός της Βοιωτικής κοινοπολιτείας είχε θεσμοθετηθεί να είναι πάντοτε Θηβαίος. Οι δέκα πόλεις της κοινοπολιτείας συμμετείχαν απευθείας στην ομοσπονδία, ενώ οι μικρότερες πόλεις που ονομάζονταν δορυφόροι των μεγάλων πόλεων, μετείχαν στις αποφάσεις της κοινοπολιτείας μέσω των μεγαλυτέρων.
Η Λιβαδειά συμμετείχε ως αυτόνομη πόλη - κράτος μόνη της στην κοινοπολιτεία. Στην κοινοπολιτεία, το «κοινόν των Βοιωτών» μετείχαν οι εξής πόλεις με τους δορυφόρους τους:
1) Λιβαδειά, 2) Θήβα με Ακραίφνιο, Σκώλο, Γλίσες, Τεύμασο, Ποινίες, Λάρυμνα, Τροφεία, Φοινικάδα, Πιτιώνα, Υλη, Σχοινούντα, θεράποες, Κάλυνδρα, Κνωπία, 3) Θεσπιείς με Θίσβη, Ασκρα, Κερασσό, Λεύκρα, Νότα Ευτρήση, Κρεύση, Τιφές, 4) Πλαταιές με Ερυθρές, Υσιές, Ετιωνός, 5) Αλίαρτος με Ογχηστό, Ωκάλεια, Μεδεώνα, 6) Κούπες, 7) Ανθηδών με Σαλγανέα, 8) Ορχομενός με Χαιρώνεια, Κόρτωνες, Τέγυρες, Υητός, Ολμωές, Ασπληδώνα, 9) Τανάγρα με Οινόφυτα, Μυκαλησσό, Φερές, Αρμα, Ελεών, Δήλιον, Υρία, Αυλίδα, Ειλέσιον, 10) Κορώνεια με Αλαλκομενές και Τηλφούσιον.
Ομως παράλληλα προετοιμαζόταν και για τη σύγκρουσή του με τους Ρωμαίους. Ο Πολύβιος, συγγραφέας της ιστορικής αυτής περιόδου, αναφέρει ότι ο Περσέας πληροφορήθηκε ότι ορισμένες Βοιωτικές πόλεις είχαν ακόμη φιλικές σχέσεις απέναντί του. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Λιβαδειά. Αμέσως έστειλε ως επίσημο απεσταλμένο του στη Βοιωτία τον Αντίγονο, γιο του Αλέξανδρου, για να έρθει σε συνεννόηση μαζί τους. Οταν ο Αντίγονος έφτασε στη Βοιωτία, προσπάθησε να προσεγγίσει τις βοιωτικές αυτές πόλεις οι οποίες είχαν φιλομακεδονικά αισθήματα. Η Θήβα που εξακολουθούσε να ηγημονεύει ακόμα στη Βοιωτία, απείλησε όσες πόλεις ακολουθούσαν τους Μακεδόνες.
Η νέα θρησκεία της δικαιοσύνης και της αγάπης, ο χριστιανισμός, έκανε την εμφάνισή της στη Λιβαδιά το 3ο μ.Χ. αιώνα. Μέχρι την κατάργηση των ειδωλολατρικών τελετουργιών από το Θεοδόσιο Α', στη Λιβαδειά και κυρίως στο άλσος του Τροφωνίου εκτός από το περίφημο μαντείο, υπήρχαν λατρευτικοί χώροι της Αγαθής Τύχης, του Αγαθού Δαίμονος, της Αρτέμιδος, του Ερμή, του Διόνυσου και των θεοτήτων του τοκετού. Υπήρχαν επίσης στο άλσος τα ιερά του Απόλλωνος, της Δήμητρας και ο ναός του Δίος βασιλέως, όπου τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη γίνονταν οι γιορτές με την ονομασία, βασίλεια. Ολα αυτά καταργήθηκαν με τη διαταγή του αυτοκράτορα και πάρα πολλά αγάλματα και μνημεία από το άλσος μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Η καθιέρωση της νέας θρησκείας στη Λιβαδειά και η κατάργηση του Τροφωνίου σήμανε επίσης και το οριστικό τέλος του αρχαίου κόσμου.
Εδώ τελειώνει για σήμερα η «καθιστική» επίσκεψή μας στη Λιβαδειά. Θα επανέλθουμε όμως σύντομα, ελπίζουμε.
Μετά τη θυσία ο επισκέπτης του μαντείου που ζητούσε τη συμβουλή, με οδηγούς δύο παιδιά που τα ονόμαζαν Ερμείς και ήσαν δεκατριών χρόνων, πήγαινε στον ποταμό Ερκυνα όπου λουζόταν και αλειφόταν με λάδι. Κατόπιν τον οδηγούσαν στις πηγές της λήθης και της μνημοσύνης όπου έπινε νερό από την καθεμιά, για να ξεχάσει όσα πράγματα και γεγονότα τον είχαν απασχολήσει προηγούμενα και να θυμάται όσα θα έβλεπε κατά την κατάβασή του στο μαντείο. Οι ιερείς του αποκάλυπταν και το άγαλμα του Τροφωνίου που ήταν έργο του Δαίδαλου και εκεί μπροστά στο ιερό αυτό άγαλμα έκανε τις ευχές του. Αμέσως μετά φορούσε ένα λινό χιτώνα και οι ιερείς τον οδηγούσαν στο μαντείο.
Ο χώρος μπροστά από το μαντείο του Τροφωνίου ήταν διαμορφωμένος από λευκό μάρμαρο και το κιγκλίδωμά του ήταν χάλκινο. Μέσα στον περίβολο υπήρχε ένα τεχνητό σπήλαιο, που έμοιαζε με κλίβανο και η κατάβασή του γινόταν με φορητή κλίμακα που ήταν στενή και ελαφριά. Ο επισκέπτης κατέβαινε την κλίμακα κρατώντας σε κάθε χέρι πλακούντες από μέλι και έφθανε σε μια τρύπα που ήταν στο τοίχωμα του οικοδομήματος, όπου κατέληγε μια στοά πλάτους δύο σπιθαμών και οδηγούσε στο άντρο του Τροφωνίου. Μόλις ο επισκέπτης έβαζε το πόδι του μέσα στην τρύπα, μία ισχυρή δίνη τον παρέσυρε στο βάθος. Οσοι έφταναν εκεί, αφού έβλεπαν και άκουγαν τους χρησμούς του μαντείου, ρίχνονταν έξω από το άνοιγμα με τα πόδια μπροστά και αναίσθητοι. Κανένας από τους επισκέπτες του μαντείου κατά τη διάρκεια της τελετής αυτής δεν πέθανε. Κάποιος Δημήτριος πέθανε, αλλά το πτώμα του βρέθηκε σε ένα άλλο μέρος του άλσους χωρίς να έχει βγει από το στόμιο. Οταν ο επισκέπτης περνούσε όλες αυτές τις διαδικασίες και έβγαινε από το μαντείο, τον έβαζαν να καθίσει στο θρόνο της μνημοσύνης, κοντά στο άδυτο, και οι ιερείς του Τροφωνίου τον ρωτούσαν να τους έλεγε όσα είχε δει και είχε ακούσει. Τελειώνοντας τις ερωτοαπαντήσεις τον παρέδιδαν στους συγγενείς του, οι οποίοι τον πήγαιναν στο ναό της αγαθής τύχης και του αγαθού δαίμονος. Ο ίδιος, μετά από όσα είχε τραβήξει, δεν αναγνώριζε ούτε τους συγγενείς του και ήταν ακόμη φοβισμένος. Οταν αργότερα συνερχόταν του είχε μείνει μία μελαγχολία από το νευρικό κλονισμό που είχε υποστεί μέσα στο Τροφώνιο. Από το γεγονός αυτό προήλθε η παροιμιώδης φράση για όσους ήταν μελαγχολικοί ότι «εκ Τροφωνίου μεμάντευται» (από το βιβλίο του Γιάννη Λ. Λάμπρου).