«Πριν το χάραμα χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας και φοβηθήκαμε μήπως ήταν Γερμανοί και άντε ξεμπέρδευε με αυτούς και τους προδότες που τους υποδείκνυαν ποιες πόρτες να χτυπήσουν, κάτι που συνέβαινε τακτικά στην ανυπότακτη συνοικία μας.
Πριν λίγες μέρες ήρθαν και πιάσανε το Γιάννη που μας καθοδηγούσε και αφού τον χτύπησαν έριξαν μια πιστολιά στην πόρτα τραυματίζοντας τον πατέρα του που παρακολουθούσε τη σκηνής της απαγωγής του παιδιού του. Στην περίπτωση τη δική μου επρόκειτο για το φίλο μου το Σάββα, που με ξύπνησε για να πάμε στο Δαφνί για ξύλα όπως κι άλλες φορές.
Ηταν ακόμη νύχτα. Οταν ξημέρωσε καταλάβαμε ότι βρισκόμαστε σε μπλόκο. Ολόγυρα η Κοκκινιά, που είχε σημαντική αντιστασιακή δράση βρέθηκε στο στόχαστρο των κατοχικών δυνάμεων και με τη συμπαράσταση των "ταγμάτων ασφαλείας" της προδοτικής κυβέρνησης αιματοκύλησαν τη συνοικία. Κάποιους τους έδιωξαν, άλλους όπως εμένα, τους κράτησαν για τα περαιτέρω! Αρχικά νόμισα ότι μ' αφήνουν ελεύθερο και τόβαλα στα πόδια, άκουσα όμως του φίλου μου τις κραυγές: "Βαγγέλη, γύρνα πίσω, θα σε σκοτώσουν". Τότε διαπίστωσα ότι τη γλίτωσα παρά τρίχα!
Μετά παρουσίασαν ένα συνεργάτη τους, ο οποίος μας έκανε διάφορες ερωτήσεις και τελικά είπε ότι δε γνωρίζει κάτι για εμάς. Υστερα απ' αυτόν έφεραν σηκωτό έναν αγωνιστή της αντίστασης του οποίου το πρόσωπο ήταν αγνώριστο και απαντούσε αρνητικά με νοήματα στις ερωτήσεις τους. Τότε, ο επικεφαλής του αποσπάσματος "καλού κακού" διέταξε την εκτέλεσή μας κραυγάζοντας "άλες καπούτ"!
Τοποθετηθήκαμε με την πλάτη κολλημένη στο τσιμεντένιο τείχος της Δεξαμενής και περιμέναμε το παράγγελμα πυρ! για να εγκαταλείψουμε τα εγκόσμια, όταν ακούστηκε το ποδοβολητό μιας ομάδας εθνοπροδοτών με επικεφαλής ένα υψηλόβαθμο γερμανομαθή που ζήτησε από το Γερμανό να ματαιωθεί η εκτέλεση και να μεταφερθούμε στην πλατεία της Οσίας Ξένης, όπου θα "ξεχώριζε η ήρα από το σιτάρι" και τον έπεισε τελικά.
Τα όσα φοβερά κι απάνθρωπα διαδραματίστηκαν εκεί είναι απερίγραπτα εις βάρος των μαχητών της Εθνικής Αντίστασης. Καθίσαμε κατά ηλικίες καταγής σ' ένα λιοπύρι που έβραζε αυτό ως το απόγευμα, με τις εκτελέσεις να μη σταματούν, τους προδότες να κυκλοφορούν στους διαδρόμους και να καρφώνουν με το δάχτυλο τα επόμενα θύματα. Κάποιοι ντόπιοι και ξένοι με ματωμένα ρόπαλα και συρμάτινα μαστίγια χτυπούσαν ανελέητα εδώ κι εκεί. Δεν ξεχνώ το λοχαγό, έτσι τον φώναζε ο βασανιστής του με την ξιφολόγχη να του τρυπάει τα πλευρά καθώς τον συνόδευε στο διάδρομο λέγοντάς του: "Πού είχατε ρε κρεμασμένη την κόκκινη σημαία και μας ανέμιζε τα α....α;". Κι εκείνος, υφίστατο το μαρτύριο παλικαρίσια, κουνώντας με κόπο αρνητικά το κεφάλι, ώσπου οδηγήθηκε στη μάντρα για εκτέλεση. Ανάμεσα στους νεκρούς 3 γειτονόπουλά μου. Για το ΔΑΦΝΙ ξεκινήσαμε, αλλά με το εμπόδιο που έτυχε ΚΑΘΟΔΟΝ, παρατρίχα να βρεθούμε με το φίλο μου στον τάφο ή το Χαϊδάρι με προορισμό τη Γερμανία!
Ξεχείλιζε από κέφι και χαρά ο Αρσέν κι ασταμάτητα έπαιζε με τα παιδιά, τους άλλους γάτους, ακόμη και μ' ένα απλό χαρτάκι. Είχε το πιο καλαίσθητο σπίτι της φτωχογειτονιάς του, διώροφο, φτιαγμένο από παλιά χαρτοκιβώτια, σμιλεμένο με πολλή φαντασία και τρελό μεράκι. Ωσπου μία μέρα, εκεί που καθόταν και διάβαζε για εικοστή φορά ένα από τα αγαπημένα του κόμικ ζωγραφισμένο από τον αγαπημένο του φίλο Τέρη Ξεφτέρη, τον έπιασε τρελή φαγούρα πίσω από το δεξί του αυτί. Κι εκεί που άρχισε να το ξύνει, γαργαλήθηκε μόνος του και ξέσπασε σε γέλια. Τόσο πολύ ξεκαρδίστηκε ο Αρσέν, που τα μάτια του γέμισαν... μαργαριτάρια! Κάτι όμορφα άσπρα μπαλάκια, που στην αρχή όποιον κι αν ρώτησε ακόμα και τον πολύξερο φίλο του ρακοσυλλέκτη Μπαμ και Μπουμ, κανείς δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Μόνο ο Τέρης Ξεφτέρης κατάφερε να του λύσει την απορία και ταυτόχρονα να τον προειδοποιήσει, «κοίτα μη μαθευτεί πως κλαις μαργαριτάρια. Γιατί πολύ φοβάμαι, Αρσενάκο μου, ότι μαζί με τα μαργαριτάρια θα πλακώσουν, όπου να 'ναι μεγάλοι μπελάδες και μπλεξίματα. Πρέπει να φυλαχτείς από τους δυνατούς και άπληστους της πόλης μας». Ο Αρσέν γαργαλιόταν σπίτι του, γέμιζε καπέλα και όλα τα τεντζερέδια του με μαργαριτάρια και τα έδινε στους κατοίκους της φτωχογειτονιάς...
«Ο γάτος που έκλαιγε μαργαριτάρια» του πολυβραβευμένου συγγραφέα Χρήστου Μπουλώτη, εντάσσεται στη σειρά «Ιστορίες με γάτους», των εκδόσεων «Ελληνικά Γράμματα» που ξεκίνησε πέρσι, ενώ φέτος κυκλοφορεί επίσης και το βιβλίο «Η σκυλίσια ζωή του γάτου Τζον Αφεντούλη».
Πρωταγωνιστές των ιστοριών είναι γάτοι με έντονη προσωπικότητα και καθόλου συνηθισμένο χαρακτήρα, που έχουν ανθρώπινη συμπεριφορά. Το σκηνικό των βιβλίων στήνεται στη σύγχρονη πραγματικότητα της πόλης και οι ιστορίες πραγματεύονται καθημερινά προβλήματα με τρόπο απρόβλεπτο, χιουμοριστικό και συχνά ανατρεπτικό. Τα βιβλία απευθύνονται σε παιδιά ηλικίας από 6 ετών και άνω. Την αισθητική αρτιότητα των εκδόσεων υπογράφουν με την ιδιαίτερα προσεγμένη εικονογράφησή τους οι βραβευμένοι Βασίλης Παπατσαρούχας και Φωτεινή Στεφανίδη.