Ενας ναυτικός χωρίς καράβι, εξορισμένος από τη θάλασσα, γνωρίζει μια παράξενη γυναίκα που έχει απαντήσεις σε ερωτήματα που κάποιοι άντρες θέτουν στον εαυτό τους από καταβολής κόσμου. Κυνηγοί ναυαγίων σε αναζήτηση του φαντάσματος ενός πλοίου που βυθίστηκε στη Μεσόγειο, προβλήματα γεωγραφικού πλάτους και μήκους των οποίων το μυστικό βρίσκεται κρυμμένο σε παλιές ρότες και ναυτικούς χάρτες, σε ναυτικά μουσεία, σε βιβλιοθήκες. Στο «Ναυτικό Χάρτη» του Αρτούρο - Πέρεθ Ρεβέρτε συνδυάζεται με εκπληκτικό τρόπο η θάλασσα, η περιπέτεια, η επιστήμη, το μυστήριο. Το βιβλίο αυτό απέσπασε το Μετάλλιο Γαλλικής Ναυτικής Ακαδημίας καθώς και το Μεσογειακό βραβείο της Γαλλίας για το καλύτερο έργο ξένης λογοτεχνίας. Θα πρέπει εδώ να προσθέσουμε ότι το μεγαλύτερο βραβείο είναι η αγάπη του κοινού, που ο συγγραφέας κατορθώνει πάντα να κερδίζει. Αναφερόμαστε στο μυθιστόρημά του «Ο πίνακας της Φλάνδρας». Πρόκειται για ένα πανούργο, πανέξυπνο και πρωτότυπο αστυνομικό μυθιστόρημα. Και τα δυο βιβλία του Ρεβέρτε κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις «Πατάκη».
Εχουμε βάλει από το προηγούμενο βράδυ τον μπακαλιάρο σε νερό. Το έχουμε αλλάξει δυο - τρεις φορές. Αφαιρούμε τα κόκαλα, τον πλένουμε και τον στραγγίζουμε. Καθαρίζουμε τον μπακαλιάρο από το δέρμα και τον κόβουμε σε μερίδες. Βάζουμε σε μια φαρδιά κατσαρόλα το λάδι με τα κρεμμύδια μέχρι να ροδίσουν και μετά προσθέτουμε δυο ντομάτες, αφού τις έχουμε περάσει από το τρυπητό, το σκόρδο, το μαϊντανό και ένα φλιτζάνι νερό. Τα αφήνουμε να βράσουν για πέντε λεπτά. Επειτα καθαρίζουμε τις πατάτες, τις κόβουμε σε μεγάλα κομμάτια και τις ρίχνουμε στη σάλτσα να βράσουν για είκοσι πέντε λεπτά. Μετά βάζουμε τα τεμάχια του μπακαλιάρου πάνω στις πατάτες και προσθέτουμε λίγο νερό και αλάτι και πιπέρι. Σκεπάζουμε την κατσαρόλα και τα αφήνουμε να βράσουν για είκοσι πέντε λεπτά της ώρας. Και μετά.. Τι άλλο; Καλή μας όρεξη.
Το ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά (1859 - 1943) δεν έχει στις μέρες μας τη θέση που του αξίζει στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Το έργο του Παλαμά ευτύχησε να ανθολογηθεί από τον Γ. Κ. Κατσίμπαλη και τον Ανδρέα Καραντώνη. Ο Γ. Κ. Κατσίμπαλης, δεν ήταν μόνο ο βιβλιογράφος του Παλαμά, επιμελητής των Απάντων και μεταφραστής ποιημάτων του στα αγγλικά αλλά ταυτόχρονα φίλος και αλληλογράφος του Σεφέρη και ψυχή Των Νέων Γραμμάτων, του περιοδικού που ήταν το επίσημο βήμα των ποιητών της γενιάς του '30. Η Ανθολογία του Κωστή Παλαμά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείο της Εστίας».
«Με το δρόμο της Περιμετρικής, που σε όλο του το μήκος, από το Μητροπολιτικό Μέγαρο μέχρι το άγαλμα Κωστή Παλαμά, στη θέση "Ανεμόμυλος", φέρει σήμερα την ονομασία: Οδός Κύπρου, ήρθαν και συνδέθηκαν αρχικά, οι εγκάρσιοι δρόμοι των οδών: Ηρώων Πολυτεχνείου, Χαρ. Τρικούπη, Χρ. Καψάλη και Κων. Τρικούπη και οι κατακόρυφοι: Ιωσήφ Ρωγών και Αρχ. Δαμασκηνού και πολύ αργότερα οι δρόμοι της νέας συνοικίας στα ΒΔ της πόλης, που άρχισε να οικοδομείται στη δεκαετία του '50 και μέχρι σήμερα. Εξάλλου, το βορεινό τμήμα της Περιμετρικής (όπου τα δυτικά όρια του Κήπου των Ηρώων), με το οποίο ανοίχτηκε και δεύτερη είσοδος της πόλης επάνω στη σύνδεσή του με το δρόμο προς το Αιτωλικό, αποτελεί τμήμα της οδού Αρχ. Δαμασκηνού.
Καθώς, λοιπόν, σε όλο το μήκος της Περιμετρικής είχαν φυτευτεί σε δύο σειρές ευκάλυπτοι χαμηλής ανάπτυξης και κατά διαστήματα είχαν κατασκευαστεί πεζούλια για τους περιπατητές, ήταν μια μαγεία, ένα "μπελβεντέρε" υπέροχο, είτε κατά τη μεριά της πόλης, που με φόντο την τρίκορφη Βαράσοβα καθρεφτιζόταν τις ώρες που γαλήνευαν, στα νερά που είχε κλείσει ο δρόμος, είτε κατά της "άπλας λιμνοθάλασσας το φως", με τους γλάρους και τα θαλασσοπούλια, με τις καλαμωτές των βαρκών και τις πελάδες, με τις γαΐτες και τα πλοιάρια, με την επιστροφή απ' τα καμάκια μ' ανοιχτά πανιά, με τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα και τη μαρμαρυγή απ' τις πρυές τ' ασέληνα βράδια, και μέχρι μακριά στα ομορφογραμμένα σε τόνους ελάσσονες αιτωλικά βουνά.
Και, να σκέφτεται κανείς, όλα αυτά να προσφέρονται αφκιασίδωτα, στη φυσική τους μορφή χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα, μέσα στην καθημερινή απλότητα και ξεγνοιασιά και να χαρίζουν απλόχερα εκείνες τις μικρές - μικρές χαρές που ομορφαίνουν και ευφραίνουν τη ζωή.
Αλλά ήταν και κάτι γραφικά καφενεδάκια πάνω στο δρόμο της Περιμετρικής, με το τσαρδάκι γυρισμένο κατά τη μεριά της θάλασσας, που στη σκιά του ο περιπατητής θα εύρισκε τον καφέ της αρεσκείας του και μια συντροφιά για κουβέντα και καλαμπούρι, αλλά και τα συνηθισμένα πειράγματα. Το καθένα απ' τα καφενεδάκια αυτά έδινε το δικό του τόνο και έπιανε μια ξεχωριστή θέση στο καθημερινό δρομολόγιο των απλών ανθρώπων της πόλης και της θάλασσας.
Κι όλα αυτά μαζί, εκεί στην ακροθαλασσιά, ανάδιναν μια ονειρώδη ατμόσφαιρα (για να μεταχειριστώ την έκφραση ενός ξένου) που τώρα έχει πια χαθεί και ο μακρινός της απόηχος μένει ακόμη σε μερικούς στίχους ή σε μερικές καρτ-ποστάλ και κιτρινισμένες φωτογραφίες.
Ενας δεύτερος, μέσα στη θάλασσα, δρόμος που συνδέθηκε με τη φυσιογνωμία της πόλης μας είναι ο δρόμος της Τουρλίδας, μήκους 5 χλμ. που "ήρχισε να κατασκευάζεται από τα 1874 και ετελείωσε το 1881" (Κ.Α. Στασινόπουλος, Το Μεσολόγγι, Τόμ. Α΄ σελ. 211). Με τον δρόμο αυτόν η λιμνοθάλασσα κόπηκε στα δύο: στο ανατολικό τμήμα της Κλείσοβας και το δυτικό που είναι και το μεγαλύτερο.
Τα δυο αυτά θαλάσσια τμήματα επικοινωνούσαν μεταξύ τους με 8 ξύλινες καμάρες (σ' αντίθεση με τις καμάρες της Περιμετρικής που ήταν καμωμένες από οπλισμένο σκυρόδεμα και έφεραν οδόστρωμα και για τον λόγο αυτόν τις έλεγαν "σκοτεινές"), που η καθεμιά τους είχε την ονομασία από την αρίθμηση που πήραν στην αρχή: πρώτη, δευτέρα, τρίτη καμάρα κλπ.
Ομως ο καθημερινός απογευματινός περίπατος στο δρόμο της Τουρλίδας του Μίμη Λυμπεράκη και του Νίκου Κατσή, που συνεχιζόταν μέχρι το τέλος περίπου της δεκαετίας του '40, είχε μια ασυνήθιστη ιδιομορφία που οφειλόταν ασφαλώς στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του πρώτου. Οι δυο άντρες λοιπόν κινούσαν για τον περίπατό τους από διαφορετικό σημείο της πόλης ο καθένας και με κάποια διαφορά χρόνου. Στο πάει, ο περίπατος ήταν μοναχικός μέχρι το μέσο περίπου της απόστασης μεταξύ τρίτης και τέταρτης καμάρας. Κάπου εκεί, στο γυρισμό αυτού που πήγαινε πρώτος, αντάμωναν και αμέσως επέστρεφαν και οι δυο μαζί κουβεντιάζοντας συνέχεια, με τη διαφορά ότι ο κυρ-Μίμης, που του ήταν αδύνατο να νιώθει άλλον άνθρωπο δίπλα του, προπορευόταν κατά ενάμιση-δύο βήματα.