Σάββατο 26 Απρίλη 2003 - Κυριακή 27 Απρίλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εν συντομία

Ο Μάης έχει το όνομα, αλλά ο Απρίλης έχει τη χάρη. Τα άνθη, τα χρώματα και τις ευωδιές. Με την άνοιξη καρφιτσωμένη στο πέτο προχωρά ο ξανθός ως τέλος τρελός, ο πανέμορφος μήνας. Πάντως η αλήθεια είναι πως και οι δυο μήνες είναι γεμάτοι από μυρωδιές και από χρώματα. Γι' αυτό καλό θα ήταν να επισκεφτείτε την ανθοκομική έκθεση Κηφισιά και διαλέξτε μια ωραία μέρα που να μην έχουν προηγηθεί μέρες κακοκαιρίας και προμηθευτείτε ωραία πολύχρωμα φυτά. Ομως, μην ξεχάσετε πως ήρθε η ώρα να τα βγάλετε στη βεράντα σας όσα είχατε μέσα για να τα προφυλάξετε από το κρύο. Δηλαδή τους φίκους, τις σανσεβιέρες, τους ιβίσκους, κλιβίες, αραλίες καθώς και άλλα προσοχή, αφήστε για αργότερα τα πολύ ευαίσθητα φυτά. Τώρα για εκείνα που βγάλετε προσέξτε να μείνουν, τουλάχιστον τις πρώτες μέρες σε σκιερό μέρος, έτσι ώστε να συνηθίσουν το φως σιγά σιγά. Οσο για τα κακτοειδή μπορείτε άφοβα να τα βάλετε σε ηλιόλουστα μέρη. Συνεχίστε τα ψεκάσματα και τις λιπάνσεις και καθαρίστε τα φύλλα της γαρδένιας, της καμέλιας και της μανόλιας με νερό και γάλα.

Μικρές σελίδες

Ο αιώνας της φυγής...

«Η συνθήκη του Σένγκεν, που άρχισε να ισχύει το 1995, θέσπισε ως γνωστόν, την ελεύθερη κυκλοφορία ατόμων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που την υπέγραψαν. Η κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα, καθώς και η εφαρμογή ενισχυμένης επιτήρησης στα εξωτερικά σύνορα, επιτρέπουν στους πλουσίους να βολτάρουν στις περιοχές των πλουσίων, στο "μεταξύ μας" και με όλη τους την άνεση, ανοίγοντας πλατύτερη την αγκαλιά τους για να την κλείσουν περισσότερο στους φτωχούς, οι οποίοι σε κατάσταση πλήρους εξανδραποδισμού, απλώς συνειδητοποιούν περισσότερο τη δυστυχία τους...», γράφει ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Εσενόζ στο μελαγχολικό αλλά ευρηματικό μυθιστόρημά του «Φεύγω» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις».

Δεν είναι η πρώτη φορά που η στήλη ασχολείται με τον Ζαν Εσενόζ, κι αυτό συμβαίνει από την αρχή, από τη στιγμή δηλαδή που πήρε στα χέρια της το βιβλίο του «Οι ψηλές ξανθιές», μετά το πρώτο ευχάριστο ξάφνιασμα που ένιωσε από τη διαφορετική και καινοτόμα γραφή του, διέκρινε το λεπτό χιούμορ, την ειρωνεία, το σαρκασμό που διακρίνει το συγγραφέα αλλά και την εξουσία. Ναι, καλά διαβάσατε. Ο Ζαν Εσενόζ εξουσιάζει τη γλώσσα. Τη σέβεται όμως και δεν την κακομεταχειρίζεται. Αντιθέτως, τη χρησιμοποιεί έτσι ώστε να αναδείξει τη δική της δύναμη, τη δική της εξουσία.

Ο κριτικός της εφημερίδας «Le monde», Pierr Lepape, έγραψε για το βιβλίο:

«Το "Φεύγω" αποχαιρετά έναν αιώνα ανίκανο να καταλάβει προς τα πού πηγαίνει και που μάλιστα δεν κάνει τον κόπο να αναρωτηθεί γι' αυτό. Αλλοι, με το υλικό αυτό, θα έγραφαν δράματα. Για λόγους λογοτεχνικής ηθικής ο Εσενόζ επιλέγει το παιχνίδι και το γέλιο. Οσο περισσότερο η καθημερινότητά μας είναι ανήθικη, προκαθορισμένη, υποταγμένη στη δικτατορία της εμπορευματοποίησης, του ψεύδους, τόσο ο λόγος υπερθεματίζει σε ηθική ελευθερία, αλήθεια, ομορφιά». Και ο Γάλλος κριτικός τελειώνει το κριτικό του σημείωμα έτσι: «Το πιο προφανές από τα ταλέντα του Εσενόζ, είναι η δεξιοτεχνία του. Ας μην έχουμε όμως, ψευδαισθήσεις. Οι μορφολογικές ακροβασίες του έχουν συγκεκριμένο στόχο, να αισθανθούμε την εγγύτητα του κενού».

Είναι ποτέ δυνατόν να διαφωνήσουμε μ' αυτήν την εξαιρετικά οξυδερκή κριτική; Οχι δεν είναι.

Καθ' οδόν: Στην Ταϊλάνδη
Θραύσματα από πορσελάνη

«Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές πήγα στο παλιό παλάτι. Κάθε φίλος ή γνωστός που ταξίδευε στην Ταϊλάνδη, κάθε υπηρεσιακή αποστολή που ερχόταν για δυο τρεις μέρες, έπρεπε να το δει, γιατί ήταν σίγουρα το πιο σημαντικό αξιοθέατο στην Μπανγκόκ, χτισμένο στα 1782, όταν ξεκίνησε κι η δυναστεία των Τσάκρι. Ο πρώτος Ράμα, ο πρώτος δηλαδή βασιλιάς της δυναστείας αυτής, διάλεξε για πρωτεύουσα του Σιάμ την Μπανγκόκ κι έβαλε τα θεμέλια του παλατιού, που τώρα είναι μουσείο.

Κι ήταν πραγματικά παραμυθένιο το παλάτι. Δεν ήταν ένα, αλλά εκατό διαφορετικά κτίρια, στις όχθες του ποταμού Τσάο Πραγιά, περικυκλωμένα από ένα ψηλό άσπρο τείχος. Τα πιο εντυπωσιακά ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα. Μικρές παγόδες (τσέντι ή στούπες τις λένε στην Ταϊλάνδη) με αστραφτερές χρυσές στέγες, οι περισσότερες σε σχήμα ψηλού μακρόστενου κώνου, άλλες σε πολλά παράλληλα επίπεδα, που όσο πήγαιναν προς τα πάνω μίκραιναν για να καταλήξουν στη μυτερή κορυφή κι άλλες, διακοσμημένες με χίλιους δυο τρόπους, ακόμα και θραύσματα πορσελάνης. Μεγάλοι ή μικρότεροι ναοί, με τις παράλληλες κεκλιμένες σκεπές από πορτοκαλί γυαλιστερά κεραμίδια κι ένα πράσινο σκούρο σιρίτι γύρω -γύρω, με χρυσοποίκιλτες πόρτες και τοίχους γεμάτους κεντημένα ταϊλανδικά διακοσμητικά μοτίβα, με κυρίαρχο το σχήμα του άνθους του λωτού.


Σ' όλες τις παγόδες και τις σκεπές, καμιά φορά και στα παράθυρα και τις πόρτες, εκεί που τελείωναν οι γωνίες, ξεκίναγε προς τα πάνω μια λεπτή χρυσή προεξοχή μ' έναν ποιητικό κυματισμό, σαν δυο αντίστροφες καμπύλες ενωμένες που έσκιζαν τον ουρανό. Ηταν αναπαράσταση του μυθικού νάγκα, ενός φτερωτού φιδιού απ' το ινδικό έπος του «Ραμαγιάνα», που διώχνει τα μοχθηρά πνεύματα και σε προστατεύει.

Ο βασιλιάς κι εγώ

Υπήρχαν και πιο σύγχρονα κτίρια, του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα, που χρησιμοποιούνταν ακόμα σε τελετές από τον βασιλιά Μπουμιμπόλ. Εκεί, σε χωριστή παγόδα, ήταν κι οι στάχτες των προγόνων του, των οκτώ βασιλέων της δυναστείας Τσάκρι. Ανάμεσα σ' αυτούς, ο πιο γνωστός στους Δυτικούς ήταν ασφαλώς ο βασιλιάς Μονγκούτ (Ράμα IV), που παρουσιάζεται λίγο σαν καρικατούρα στο βιβλίο «Ο βασιλιάς κι εγώ» και πολύ περισσότερο στο μιούζικαλ. Ηταν αυτός που έφερε τη δυτική Παιδεία στη χώρα και μολονότι δεν την καταλάβαινε ο ίδιος, φρόντισε να εκπαιδευτεί μ' αυτήν ο γιος του, Τσουλαλονγκόρν (Ράμα V), που εξελίχθηκε στο σημαντικότερο βασιλιά και μεταρρυθμιστή του Σιάμ.

Οι πιο επιβλητικές παγόδες ήταν τρεις, τελείως διαφορετικές, αλλά στο ίδιο ύψος και η μια δίπλα στην άλλη, στο κέντρο περίπου του συγκροτήματος του παλατιού. Η πρώτη στο στιλ των Χμερ, της Καμπότζης δηλαδή, σαν μεγάλη κομψή καμπάνα, σ' ένα και μοναδικό χρώμα, κάτι ανάμεσα στην απόχρωση της στάχτης και της άμμου και με περίτεχνη σκαλιστή διακόσμηση, η δεύτερη σε ταϊλανδικό στιλ, χρυσοπράσινη, με μια μακρόστενη λιγνή σιλουέτα που ανέβαινε με χάρη στον ουρανό και η τρίτη σε βιρμανικό, με παράλληλα ολόχρυσα δαχτυλίδια που, κατεβαίνοντας προς τα κάτω, γίνονταν όλο και μεγαλύτερα. Συμβόλιζαν την εποχή της λαμπρότερης ακμής του Σιάμ, όταν στην επικράτειά του ανήκε το μεγαλύτερο μέρος απ' τις δύο γειτονικές χώρες. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, για να κρατήσουν την ανεξαρτησία τους, οι Ταϊλανδοί αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους Αγγλους τμήμα της Βιρμανίας και στους Γάλλους την Καμπότζη. Κατόρθωσαν έτσι το ακατόρθωτο. Να μείνουν η μόνη χώρα του τρίτου κόσμου που δεν κατακτήθηκε ποτέ από αποικιακή δύναμη. Γι' αυτό και από Σιάμ μετονομάστηκε σε Ταϊλάνδη (Thai-land: ελεύθερη χώρα).


Ανάμεσα στα κτίσματα έβλεπες αγάλματα από δράκους, λευκούς ελέφαντες, που είναι και το ιερό ζώο της Ταϊλάνδης, πιθήκους και μυθικά πλάσματα από το «Ραμαγιάνα», πελώρια κινέζικα βάζα στην απόχρωση του μπλε και του άσπρου, όπου είχαν φυτέψει μικρά φυτά, παρτέρια με λουλούδια και ελάχιστα δέντρα, κλαδεμένα με τη γιαπωνέζικη τεχνική του μπονσάι.

Ερωτικές μεταμορφώσεις

«Ολόκληρο το "Ραμαγιάνα", το έπος που γράφτηκε στην Ινδία πριν από δύο χιλιάδες χρόνια κι έγινε παραμύθι απ' το Κατμαντού έως το Μπαλί, χορός στη Μαλαισία και κουκλοθέατρο στην Ινδονησία, ήταν θαυμάσια ζωγραφισμένο στο εσωτερικό μέρος του τείχους που περιέβαλλε το παλάτι. Σχεδόν διακόσιες ζωγραφιές εξιστορούσαν τη μυθική ιστορία του πρίγκιπα Ράμα, που ερωτεύτηκε την πανέμορφη πριγκίπισσα Σίτα. Ομως, ο σκοτεινός βασιλιάς των δαιμόνων, Ραβάνα, κατόρθωσε να εξορίσει τον Ράμα απ' την πατρίδα του και, μεταμορφωμένος σε ελάφι, έκλεψε την Σίτα και την πήγε στο βασίλειό του. Με τη βοήθεια του αδελφού του Λακ και του βασιλιά των πιθήκων Χανουμάν, ο Ράμα, μετά από δεκάδες περιπέτειες, μαγικά δαχτυλίδια και χρυσά μυστικά κλειδιά, οκονούς και προφητείες, μπήκε επικεφαλής του στρατού των πιθήκων κι όλων των συμμάχων που κέρδισε στις περιπλανήσεις του, κι έδωσε, πάνω σ' έναν επιβλητικό ελέφαντα, την αποφασιστική μάχη ενάντια στον Ραβάνα και τους δαίμονές του. Τον σκότωσε με το τόξο του θεού Ιντρα, σε μάχη σώμα με σώμα, ξαναβρήκε την αγαπημένη του Σίτα και γύρισε στην πατρίδα του για να στεφτεί βασιλιάς».

Παραμύθια και σύμβολα

Αλλά το στολίδι του παλατιού είναι σίγουρα ο ναός του σμαραγδένιου Βούδα, όπου συρρέουν καθημερινά όχι μόνο τουρίστες, αλλά και εκατοντάδες ντόπιοι, για να προσκυνήσουν. Είναι ένα μικρό άγαλμα, όχι πάνω από εβδομήντα εκατοστά, κι αντίθετα απ' το όνομα του, δεν είναι από σμαράγδι αλλά από πράσινο νεφρίτη (jade). Η προέλευσή του είναι άγνωστη, αλλά ο θρύλος λέει ότι εμφανίστηκε σαν από θαύμα, το δέκατο πέμπτο αιώνα, στη βόρεια Ταϊλάνδη. Εγινε το σύμβολο της χώρας και της δυναστείας των Τσάκρι και τρεις φορές το χρόνο, με την αλλαγή της εποχής, με κάθε επισημότητα ο βασιλιάς Μπουμιμπόλ του αλλάζει τη χρυσή του φορεσιά, ανεβαίνοντας πάνω σ' ένα θρόνο από χρυσά κτερίσματα, όπου βρίσκεται το μικρό άγαλμα.


Αν έμενε κάτι εξωτικό στην Μπανγκόκ, ήταν αυτό το παλάτι. Πέρα από κάθε ιδέα που έχει ο καθένας στο μυαλό του για τα παλάτια, πέρα από καθετί που έχει δει στην Ευρώπη ή στην Ασία. Οι παγόδες και οι ναοί, από άλλες εποχές, έμοιαζαν μαζεμένες όλες μαζί μέσα στο τείχος, στριμωγμένες κοντά - κοντά, η μια δίπλα στην άλλη, για ν' αντισταθούν στο μπετόν, που σάρωσε γύρω τους τα πάντα. Καθώς περιπλανιόσουν, πλησιάζοντας πότε τη μια και πότε την άλλη, ξέχναγες την ασχήμια της πόλης και προσπαθούσες να πλάσεις στο μυαλό σου την εικόνα του Σιάμ, όπως ήταν πριν από δυο αιώνες. Εστω κι αυτή την τεχνητή, ρομαντική εικόνα. Ακόμα κι οι Γιαπωνέζοι τουρίστες με τις ομπρέλες τους για τον ήλιο, ή οι Κινέζοι, που χάλαγαν τον κόσμο με τις φωνές τους, δε σ' ενοχλούσαν.

Τα βράδια ήταν ακόμα πιο παραμυθένια. Οι παγόδες, μικρές και μεγάλες, έσκιζαν με τις μυτερές μακρόστενες κορυφές τους το σκοτάδι, φωτισμένες με προβολείς, το χρυσό κι η πορσελάνη έλαμπαν μέσα στη νύχτα. Το παλάτι ήταν άδειο, οι πύλες κλειστές και μπορούσες να το χαζέψεις μόνο από μακριά. Απ' τις όχθες του ποταμού, απ' το διπλανό πάρκο ή μέσ' απ' το καραβάκι, που περνούσε σιγά - σιγά από μπροστά. Κι από κει μπορούσες να ξεφύγεις ακόμα περισσότερο από τη σημερινή Μπανγκόκ, να δραπετεύσεις σ' έναν κόσμο φανταστικό, ανάλογα με τη διάθεσή σου.

Αν, βέβαια, το καλοσκεφτείς, στον κόσμο της εποχής εκείνης με τους σκλάβους, τη φτώχεια και την άγνοια, κανείς δε θα 'θελε να ζει. Αλλά ποιος δίνει σημασία σε κάτι τέτοια, όταν μπορείς να ξεφύγεις, έστω και για λίγες στιγμές, απ' τα σημερινά σου προβλήματα, μέσα σ' ένα παραμύθι που το φτιάχνεις όπως θες, με το σκηνικό έτοιμο, λαμπερό, απόκοσμο, να σε προκαλεί μέσα στη ζεστή νύχτα της πόλης;»


Από το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Βασίλη Παπαδοπούλου: «Στην Απω Ανατολή: εντυπώσεις ενός διπλωμάτη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Περίπλους».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ