Ομως εκείνη ζητάει βοήθεια από τα σύννεφα και τις πεταλούδες, από την αύρα και τις μέλισσες αλλά και από την παντοδύναμη θάλασσα, για να μεταφέρουν στο μικρό της την αγάπη και τις ελπίδες της, τα χάδια και τα όνειρά της. Η μαμά κατσίκα μεταμορφώνεται συνέχεια, ώσπου γίνεται τελείως διάφανη κι αφήνει το λύκο να την ψάχνει ακόμα στα ανάμεσα στα αγριολούλουδα του δάσους.
Η συγγραφέας Κατερίνα Αναγνώστου γράφει με ιδιαίτερη ευαισθησία το τολμηρό και συνάμα τρυφερό παραμύθι «Ο λύκος και η μαμά», που μιλάει για τη μητρική αγάπη, και συγχρόνως χειρίζεται ένα δύσκολο θέμα αυτό της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Την έκδοση συμπληρώνουν με μοναδικό τρόπο οι ζωγραφιές της Διατσέντας Παρίση. Το βιβλίο, απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 5 έως 8 ετών και κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά Γράμματα».
Η «υποδοχή» μας, στις πύλες του ΑΕΤΟ ΕΣΑΙ. Οι χωροφύλακες αμίλητοι. Μας μετράνε, παραδίνουν τους καταλόγους κι απομακρύνονται βιαστικοί. Από σήμερα σας παραλαμβάνει ο στρατός! βρυχάται το μεγάφωνο, θα περάσετε καλά...
Ολη η φάλαγγα δέκα βήματα εμπρός. Κλίνατ' επ' αριστερά!
Στα δεξιά του δρόμου, ως τη θάλασσα, χέρσο, ξερό απλώνεται το ίσιωμα. Μπροστά μας, ξεχωρίζουνε οι επίσημοι κι ένα γύρω σειρές - σειρές αλφαμίτες, ακίνητοι, βλοσυροί. Πλάι σε ρασοφόρο, ο διοικητής Βασιλόπουλος. Ο λόγος του σύντομος, ειρωνικός: Δεν είναι Νταχάου εδώ, όπως σας είπανε... Για όσους θα γίνουνε Ελληνες.
Κοιτάει το ρολόι του: Εχετε πέντε λεπτά να σκεφθείτε.
Μετά κάποιος μιλάει, ο παπάς νομίζω, για τις «ανοιχτές αγκαλιές της πατρίδος», την «εθνικήν κολυμβήθραν», για μας, τα «παραστρατημένα παιδιά», για το «σκληρό τιμωρό χέρι».
Το μεγάφωνο, ξερό, μεταλλικό, ξερνά ανάκατα απειλές κι υποσχέσεις: Οσοι συμφωνούν, να προχωρήσουν τέσσερα βήματα εμπρός. Βγαίνουνε. Δυο, τρεις, τέσσερις. Βαριά γύρω μας η βουβαμάρα.
Ακόμα ένας. Τα λεπτά περνούν, η προθεσμία τελειώνει. Κανείς! Κανείς!
Οι αλφαμίτες να εκτελέσουν το καθήκον που τους ανέθεσε η πατρίδα. Οι άσπρες ζώνες κινήθηκαν σε παράταξη μάχης. Οπλα τους, κασμαδόξυλα, μπαμπού, σιδηρογωνιές. Οι πρώτοι χτυπημένοι, το πρώτο αίμα.
Ασυναίσθητα τότε, κολλάς, γαντζώνεσαι σ' άλλους, να χωθείς μέσα, να γίνεις ένα μαζί τους. Οι ριπές αγριεύουν πιότερο ακόμα. Καμπόσοι πέφτουν στους βράχους, στη θάλασσα. Εκεί μες στα βράχια τους ψαρεύουν και τους τελειώνουνε. Ολο πιο αριές, πιο λιγοστές οι ομάδες.Τρέχεις, πηδάς, σαν τ' αγρίμι, πέρα-δώθε. Πάν' απ' τα βράχια, τα πεσμένα κορμιά. Για πόσο; Πιάστηκε η ανάσα, τα πόδια κόπηκαν. Κι άξαφνα, συνειδητοποιείς τρομερή την αλήθεια: Εμεινες μόνος! Από τώρα και μπρος νιώθεις την ευθύνη να σε βαραίνει προσωπικά. Θα την αντιμετωπίσεις σαν άτομο, φάτσα με φάτσα.
Σύρμα, βάφτισαν την απομόνωση. Ορος παλιός, μεσανατολίτικος. Κάθε τάγμα έχει το Σύρμα του. Το ΑΕΤΟ δύο. Το ένα πολιτικό - το καινούργιο - στρατιωτικό το παλιό. Πάνω από τον Ενατο Λόχο - το λόχο ασφαλείας - η «Χαράδρα», με τα τρία μεγάλα αντίσκηνα. Διπλές σειρές οι σιδεροπάσσαλοι και σύρμα αγκαθωτό ζώνουν ένα γύρο απ' έξω και καθεμιά χωριστά, τις σκηνές. Πίσω απ' το σύρμα σκοπιά, κι άλλη μια - να μας φυλάνε καλά - φάτσα, στην είσοδο. Πιο πάνω, στην πλαγιά, φυλάκιο λιθόχτιστο, μόνιμο. Στην πίσω σκηνή, την απάνω, καταστάλαξαν όσοι απόμειναν από την τελευταία αποστολή. Η μεσαία μένει αδειανή. Κι η πρώτη, θες απομόνωση να την πεις, θες της υποδοχής! «Προς νερού» πηγαίνεις πιο κάτω, όσο να σε βλέπει ο σκοπός.
Προχειροστημένο, μεγάλο αντίσκηνο. Κοντά πενήντα τα στραπατσαρισμένα κορμιά, στοιβαγμένα κατάχαμα. Χωρίς σκεπάσματα, χωρίς ρούχα. Μέσα στ' αντίσκηνο, κι οι μουγκοί, κι οι τρελοί, κι οι μισοζώντανοι που δε θα συνέρθουν ποτέ.
Ποιος να 'ναι καλά άραγε; Ζέχνει στην κάψα του ήλιου τ' αντίσκηνο αίμα και κάτουρο, αντηχεί μουγκρητά, τραγούδι, βλαστήμιες. Γιομάτες μύγες και χώματα μπλαβίζουνε οι πληγές της λιωμένης της σάρκας.
Από το μισοσκόταδο της γωνιάς, σε καρφώνουν ένα ζευγάρι θολά, ανέκφραστα μάτια. Κάποιος χτυπιέται σε κρίση, άλλος κατάπιε πιρούνι: «Δεν κάνω δήλωση, κύριε χωροφύλακα, παρ' το χαμπάρι, δεν κάνω». Πιο πέρα ένας, όλο και ξαναμετράει τα δάχτυλα του, πασχίζοντας κάτι να θυμηθεί. Οι συγκρατούμενοι με τα «σοκ» τινάζονται σε σπασμούς, ανοιγοκλείνουν τα μάτια, κουνάν τα κεφάλια τους σε τρέμουλο ασταμάτητο. Οι μουγκοί χειρονομούν απελπισμένα, ψάχνοντας να 'βρουν τρόπο να τους καταλάβεις. Οταν ξεπέσει κάνα τσιγάρο, φέρνει το γύρο. Τότε ησυχάζουνε όλοι, το φουμάρουν αμίλητοι, σοβαροί, με κατάνυξη. Για τις «φυσικές μας ανάγκες» τους πιο βαριά τους μεταφέρουν οι «υπηρεσίες» του ΕΣΑΙ. Οι υπόλοιποι, κούτσα - κούτσα με συνοδεία, κατηφορίζουν κατά τη θάλασσα.
Ενας κατάπιε γυαλιά. Μπρος στους αλφαμίτες κρατιέται. Μόλις φύγουν σπαράζει στους πόνους, κυλιέται χάμω, βάζει πέτρες στο στομάχι να... δροσιστεί! Δυο - τρεις φορές τη μέρα έρχεται ο φοιτητής της ιατρικής, Χατζόπουλος. Ο «γιατρός», όπως τον λένε εδώ. «Παιδέψου ρε πούστη», του λέει. «Κάντηνε να γλιτώσεις. Ούτε νοσοκομείο θα δεις, ούτε και σε σκοτώνουμε. Ετσι λίγο - λίγο, θα σε γλεντήσουμε να ψοφάς». Οι μέρες περνάν, η ζωή κυλάει με το άγχος της προσμονής.
«Απ, ένα δύο, τρία. Απ, ένα, δύο, τρία...» φτάνουν απ' έξω τα ρυθμικά παραγγέλματα στους νεοσύλλεκτους. Τα μεγάφωνα μεταδίνουν, όλη μέρα, λόγους, εμβατήρια, τον ύμνο της Μακρονήσου: «Μακρονήσι σεμνό, σκαπανέων χωριό. Τιμημένος ναός, ανθρωπιάς μεγαλείο...»
Ηρθε καινούργια αποστολή. Φοβερός φτάνει στη σκηνή μας, ο αντίλαλος της «υποδοχής». Ξαναζείς την κάθε στιγμή της αγωνίας των άλλων. Μετά, τα φορεία θ' αραδιάσουν απ' έξω το ματωμένο φορτίο τους. Τα παραπέτα του αντίσκηνου σηκωμένα ξεπίτηδες, όσο να βλέπεις.
Και τόσο, μα τόσο μακρινές, τόσο απρόσιτες! Και συ, αφουγκράζεσαι, πετιέσαι σε κάθε θόρυβο. Ετοιμος για την ύστερη, - ποιος ξέρει; - αναμέτρηση.