Μεσογειακό:
2/3 Τζιν, 1/4 Χυμός λεμονιού, ένα κουταλάκι Κουραχάο, ανακατεύετε τα υλικά κατευθείαν στο ποτήρι.
Το παράθυρο της Μαίρης.
1/2 Τζιν, Βερμούτ ντράι, 1/4 Βενεδικτίνη, Μερικές σταγόνες Περνό, Μερικές σταγόνες Ανγκοστούρα, Χτυπάτε τα ποτά στα σέικερ, γαρνίρετε με φλούδα λεμονιού.
Ο πολυεκατομμυριούχος:
3/4 ουίσκι, 1/4 Κουραχάο, ένα ασπράδι αυγού, μια κουταλιά της σούπας σιρόπι βύσσινο η φράουλα. Ρίχνουμε τα υλικά στο σέικερ και τα χτυπάμε καλά
Είναι Αύγουστος και η Αθήνα έχει ερημώσει, η ζέστη γίνεται συνεχώς και πιο ανυπόφορη και ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο ακατανίκητος, ο γοητευτικός σαραντάχρονος, ο ωραίος Πέτρος μοιράζει τις ώρες του ανάμεσα στο γραφείο του στην Τράπεζα, στο καφενείο «Μέγας Αλέξανδρος» παρέα με τους δυο παλιούς φίλους του, στο κρεβάτι μιας νέας «γνωστής» του, ενώ ο νους του είναι καρφωμένος σε μια κομπίνα που έχει στήσει. Μια μικροκομπίνα στην ουσία, που θα έχει όμως μεγάλα οικονομικά οφέλη για την κόρη του που παραθερίζει με τη γυναίκα του στη Σαντορίνη. Δεν έχει νόημα να αφηγηθεί κανείς την ιστορία, γιατί ο αναγνώστης θα το κάνει και μόνος του. Σημασία έχει, να πούμε ότι η Λιλή Μαυροκεφάλου με ένα απλό και αφοπλιστικό -( σε πρώτο επίπεδο) μυθιστόρημα- κάνει ένα εξαιρετικό «υπερηχογράφημα» της ζωή της πρωτεύουσας. Επειτα με μεγάλη δεξιοτεχνία συνεχίζει με μια αλάθητη «αξονική τομογραφία», προχωρεί σε «μαγνητική τομογραφία» και βγάζει έξω τον εσωτερικό κόσμο του Πέτρου. Φωτογραφίζει την ψυχή του. Και ξαφνικά η απούσα σύζυγος, το άψυχο έπιπλο, που είχε γίνει για εκείνον με το χρόνο, αυτό το «αντικείμενο» εμφανίζεται με υπόγειο τρόπο. Η απούσα γίνεται τρομερά παρούσα. Το «έπιπλο» παραμένει αόρατο, αλλά η εμφάνισή του με μια ανεπίδοτη επιστολή προς την κόρη του, δεσπόζει στο χώρο και στο χρόνο. Εξηγεί, νοσταλγεί, αφηγείται τα χρόνια της επαρχίας, χρόνια που πέρασαν ανεπιστρεπτί. Και μιλά για τη μεγαλούπολη, την Αθήνα που της επιφυλάσσει εκπλήξεις και ανάμεσά τους η μεγαλύτερη και η ωραιότερη: τον έρωτα με πατέρα της. Ενας έρωτας νεανικός, ένας έρωτας παράφορος, παθητικός, καρτερικός, που δυστυχώς καταλήγει σε ένα αίσθημα παγερό αλλά δυνατό, γίνεται ένας «έρωτας» κτητικός. Ενας έρωτας που την ανάγκασε να κάνει κάτι ανήθικο για να του σώσει τη ζωή όταν αυτή κινδύνευε, ένας έρωτας που μαράθηκε από τις εκτρώσεις, τις απιστίες και τις παρεκτροπές του συζύγου μετατρέποντας την ψυχή της έρημη χώρα. Μέσα στην ερημιά βρήκε έδαφος να ανθίσει ένας άλλος ώριμος έρωτας, που κράτησε λίγο χρονικό διάστημα. Είναι απίστευτο με πόση σκληρή ειλικρίνεια η «απούσα σύζυγος», η υπομονετική και παθητική αυτή γυναίκα, εκφράζει τις σκέψεις της, αφηγείται τη ζωή της, τα όνειρα που έσβησαν, την τρομερή δύναμη ενός αισθήματος που εξασθένισε, την αδυναμία που τελικά μετατράπηκε σε δύναμη. Η γυναίκα - «έπιπλο» είναι ανθεκτική, αναλυτική, διεισδυτική, πονεμένη και αποτυχημένη. Αλώβητη. Κι αυτό γιατί έχει κατορθώσει να αντικρίσει κατάματα την αλήθεια, να αναμετρηθεί μαζί της... να συγκρουστεί και τελικά να βγει νικήτρια. Γιατί δεν προσπαθεί πια να αποδείξει τίποτε, δεν υποδύεται κανένα ρόλο, είναι μια απλή ώριμη γυναίκα που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της που της κατάφερε ο χρόνος πάνω στο σώμα, αλλά και στην ψυχή. Η αιμορραγία σταμάτησε, οι μώλωπες όμως έμειναν. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα βιβλίο που ακόμα και όταν το έχεις διαβάσει, το έχεις τελειώσει, εκείνο συνεχίζει να δρα μέσα στη φαντασία του αναγνώστη, οποίος αναρωτιέται εβδομάδες μετά. «Τι να απέγινε άραγε η Ολγα και ο Πέτρος;». Αυτή είναι η επιτυχία ενός μυθιστορήματος. Δεν είναι;
Καλό θα είναι να επωφεληθούμε των εκπτώσεων για να αγοράσουμε κάτι καλό και όχι την άχρηστη σαβούρα που συνήθως φορτωνόμαστε, έτσι χωρίς λόγο και αιτία, μόνο και μόνο επειδή τη βρίσκουμε φτηνή. Αν θέλετε τη γνώμη μας αγοράστε κάτι που σε καιρό μη εκπτώσεων δεν το αντέχει η τσέπη σας, αλλά κάτι χρήσιμο για όλο το χρόνο. Και για πολλούς πολλούς χρόνους. Μια καλή βαλίτσα μετρίου μεγέθους από μαύρο μαλακό μαροκινό δέρμα, ένα πορτοφόλι, μια τσάντα ελαφριά, μικρή και πρακτική για ταξίδι, και έναν χαρτοφύλακα. Γιατί όχι; Φυσικά αυτά που εικονίζονται δε θα τα βρείτε εύκολα. Πουλιούνται κάπως μακριά: στο Παρίσι, στο Φομπούργκ Σεντ Ονορέ, το πιο ακριβό εμπορικό σημείο της πόλης των Φώτων και των ωραίων αντικειμένων... Ομως τώρα πια και στην Ελλάδα μπορεί κανείς άνετα να βρει κάτι σχετικά ανάλογο, κάτι όμορφο, κάτι πρακτικό, διαχρονικό και ταξιδιάρικο.
Να είμαστε καλά το φθινόπωρο και θα αφιερώσουμε χρόνο και σκέψη για το σώμα μας. Αλλά για να είμαστε σε καλή φόρμα από τώρα, εκτός από το κολύμπι, άλλωστε είναι κάτι αυτονόητο τέτοια εποχή, πρέπει να αρχίσουμε από τώρα την πιο απλή μορφή πεζοπορίας, δηλαδή να περπατάμε 5 χιλιόμετρα την ημέρα, σε χρόνο περίπου μιάμιση ώρα. Είτε είμαστε σε νησί, είτε σε βουνό, είτε σε πεδιάδα, είτε και στην πόλη ακόμη, άλλωστε άδεια είναι αυτές τις μέρες, αρχίστε καθημερινά να περπατάτε. Μην ξεχνάτε ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε για να κινείται, διότι ως γνωστόν ό,τι μένει ακίνητο σκουριάζει. Μη διστάσετε λοιπόν να πάρετε την απόφαση αυτή τη στιγμή χωρίς αναβολή. Σηκωθείτε και περπατήστε. Στην αρχή θα σας φανεί ακατόρθωτο, όμως δεν είναι. Μετά από λίγες μέρες, όχι μονάχα θα νιώθετε νεότεροι και ανάλαφροι αλλά δε θα βλέπετε την ώρα να κάνετε τον περίπατο σας που θα είναι πια για σας μια απόλαυση. Θα είναι η εκτόνωσή σας, η ηρεμία σας.
Μερικοί από μας, που χωρίς να είναι αρχιτέκτονες έχουν ψώνιο με την αρχιτεκτονική, γνώριζαν ότι ο μεγάλος αρχιτέκτονας του αιώνα μας, ο Λε Κορμπιζιέ, από εκεί έλκει την καταγωγή του. Ακόμη μας είχαν διδάξει στο σχολείο ότι η Ελβετία είναι χωρισμένη σε καντόνια και ότι οι κάτοικοι μιλούν τρεις διαφορετικές γλώσσες, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ότι παρ' όλα αυτά ζουν αρμονικά και φυσικά, το... σπουδαιότερο διαθέτει τις ωραιότερες σοκολάτες του κόσμου...
Διασχίσαμε ακόμη μια φορά αυτή τη μικρή πανέμορφη χώρα με το αυτοκίνητο, από άκρη σε άκρη, πάντα όμως μέσα στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου. Κάναμε μια στάση δυο ωρών στη Βασιλεία, ήπιαμε έναν ωραίο καφέ, ξεμουδιάσαμε και θαυμάσαμε μερικά εξαιρετικά κτίρια όπως το Δημαρχείο. Επειτα συνεχίσαμε το μικρό ταξίδι μας. Αριστερά μας η Βέρνη, η μεσαιωνική πρωτεύουσα. Παλιά, επιβλητική, πληκτική μοιάζει. Μπορεί και να μην είναι. Μετά από λίγη ώρα, εκεί στο δεξί μας χέρι είχαμε την αίσθηση ότι έτσι και το τεντώναμε θα αγγίζαμε την πόλη που έκρυβε επιμελώς την ομορφιά της, τη Λοζάνη, που για τους περισσότερους είναι η ωραιότερη πόλη της Ελβετίας. Μα το βλέμμα μας άγγιξε μονάχα την ταμπέλα.
Αραγε, εκεί δεν υπάρχει φτώχεια; αναρωτηθήκαμε. Είναι ένας μικρός γήινος παράδεισος, όπου όλοι οι άνθρωποι είναι καλοντυμένοι, χορτασμένοι, ήρεμοι και ευτυχισμένοι; Στην παλιά πόλη ξαφνιαστήκαμε από τη φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού, κάτω από εννιά έμοιαζε, ένα κοριτσάκι που πριν από ένα μήνα πέθανε από πείνα στη διακριτικά πλούσια και πανέμορφη Γενεύη, εν έτει 2001. Πέθανε από πείνα. Μικρά καντηλάκια έκαιγαν μπροστά στη φωτογραφία του παιδιού, και μερικά μικρά μπουκετάκια από λουλούδια ήταν ακουμπισμένα μπροστά στη φωτογραφία του. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Οταν γύρισα στην Αθήνα ρώτησα μια φίλη - γέννημα και θρέμμα της Ελβετίας - που τα τελευταία χρόνια ζει εδώ. «Δεν υπάρχει φτώχεια στην πατρίδα σου;», «Ναι υπάρχει, παραδέχτηκε. Υπάρχει αλλά ξέρει καλά να κρύβεται». Οπως ο πλούτος σκεφτήκαμε... Και φύγαμε χωρίς πολλές πολλές σκέψεις.