Κυριακή 6 Νοέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εν συντομία

Θαλασσινό πιάτο

Μισό κιλό μεγάλα μύδια, μια σκελίδα σκόρδο, μια καυτερή κόκκινη πιπεριά ψιλοκομμένη, ένα κουτάλι της σούπας πελτέ ντομάτας, χυμός από ένα λεμόνι, δυο κουταλιές βούτυρο, δυο φλιτζάνια του τσαγιού ρύζι, μισό κουταλάκι γλυκού πιπέρι και αλάτι. Ξεπλένουμε καλά τα μύδια και τα βάζουμε να αχνίσουν πέντε λεπτά περίπου. Θα προσθέσουμε την πιπεριά, το σκόρδο, τον πελτέ διαλυμένο σ' ένα φλιτζάνι του τσαγιού νερό και, φυσικά, το βούτυρο. Θα τα σιγοβράσουμε για επτά λεπτά. Επειτα βάζουμε έξι φλιτζάνια νερό, αλάτι και όταν βράσει ρίχνουμε το ρύζι. Το ανακατεύουμε μέχρι να απορροφήσει σχεδόν όλο το ζωμό του. Κατεβάζουμε το πιλάφι από τη φωτιά, το σκεπάζουμε με μια βαμβακερή πετσέτα και το αφήνουμε για δέκα λεπτά έτσι, για να πιει όλο το νερό. Το σερβίρουμε και ρίχνουμε πολύ πιπέρι.

Καθ' οδόν: Στη θάλασσα

Ενα ξεχωριστό, αλλά και συναρπαστικό οδοιπορικό, θα κάνουμε σήμερα. Με το αριστούργημα του Χέρμαν Μελβίλ (1819 -1891) «Μόμπι Ντικ η Φάλαινα» (εκδόσεις «Gutenberg»). Κυριολεκτικά, με κομμένη την ανάσα θα διασχίσουμε την απέραντη θάλασσα, αναζητώντας τα ίχνη της λευκής φάλαινας, ενώ θα βυθιζόμαστε στην απόλαυση μιας ανεπανάληπτης αφήγησης.

Αλμπατρος

«Νοτιοανατολικά από το Ακρωτήρι, σε αρκετή απόσταση από τα μακρινά Κροζέι, που είναι καλός ψαρότοπος για όσα φαλαινοθηρικά κυνηγούν Γνήσιες Φάλαινες, αμυδρά μπροστά μας φάνηκε ένα πλοίο που ονομαζόταν Γκόνι (Αλμπατρος). Καθώς πλησίαζε αργά, από το πόστο μου, ψηλά στο κολομπίρι του τουρκέτου, έβλεπα καθαρά εκείνη την εικόνα την τόσο ασυνήθιστη για έναν αρχάριο στο ψάρεμα σε μακρινούς ψαρότοπους μες στον ωκεανό, έβλεπα ένα φαλαινοθηρικό στη θάλασσα που έλειπε καιρό από την πατρίδα.

Το σκάφος αυτό ήτανε ξασπρισμένο όπως ο σκελετός ενός θαλάσσιου ίππου που έχει εξοκείλει - σα να 'ταν γναφιάδες τα κύματα που το 'χαν ξασπρίσει. Αυτό το πλοίο, που έβλεπα σα φάντασμα μπροστά μου, πάνω στους μπούρδους του ήταν όλο σημάδια - ξεχώριζαν παντού μακριά παρεξάρτια γεμάτα κόκκινη σκουριά, ενώ όλα τα αντενοκάταρτα και τα ξάρτια του έμοιαζαν με χοντρά κλαδιά δέντρων καλυμμένα από πάνω με πάχνη. Ανοιχτά ήταν μόνο τα χαμηλότερά του πανιά. Ηταν άγριο θέαμα να βλέπει κανείς σε κείνα τα τρία κολομπίρια τους μακρογένηδες ναύτες του που φύλαγαν σκοπιά. Φαίνονταν ντυμένοι με τομάρια από ζώα - τόσο σκισμένα και τόσο χιλιομπαλωμένα ήταν τα ρούχα, που είχαν βαστάξει τέσσερα χρόνια περίπου, όσο διαρκούσε το ταξίδι. Ορθιοι μέσα σε σιδερένια στεφάνια καρφωμένα στο άρμπουρο, ταλαντεύονταν και αιωρούνταν πάνω από την απύθμενη θάλασσα κι όταν εκείνο το πλοίο, γλιστρώντας αργά, πέρασε κάτω από την πρύμη μας ξυστά, παρότι όλοι μας, και οι έξι δηλαδή ναύτες που βρισκόμασταν στον αέρα, ήρθαμε τόσο πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο, έτσι που θα μπορούσαμε σχεδόν να πηδήξουμε από τα κολομπίρια του ενός πλοίου στα κολομπίρια του αλλού, παρ' όλα αυτά οι εξαθλιωμένοι εκείνοι ψαράδες, που μας κοίταζαν γλυκά καθώς περνούσαν από δίπλα μας, δεν είπαν λέξη στους ναύτες μας που φύλαγαν σκοπιά, καθώς ακουγόταν από κάτω η κραυγή από το κάσαρο.


«Ε, σεις από το πλοίο! Μήπως είδατε την Ασπρη Φάλαινα;»

Την ώρα όμως που ο άγνωστος καπετάνιος, γερτός πάνω από τα ξεθωριασμένα παραπέτα, ήταν έτοιμος να βάλει τον τηλεβόα του στο στόμα, άγνωστο πώς, του ξέφυγε από τα χέρια κι έπεσε στη θάλασσα και, καθώς ο αέρας είχε δυναμώσει πια πάρα πολύ, μάταια πάσχιζε να τον ακούσουν δίχως τον τηλεβόα. Το πλοίο του στο μεταξύ όλο και μεγάλωνε την απόσταση που μεσολαβούσε. Ενώ οι ναύτες του Πίκουοντ με διάφορους αθόρυβους τρόπους έδειχναν πως είχαν προσέξει το κακοσήμαδο αυτό γεγονός που συνέβη με την απλή αναφορά και μόνο του ονόματος της Ασπρης Φάλαινας σε ένα άλλο πλοίο, ο Αχαάβ για μια στιγμή κοντοστάθηκε αν δεν ήταν ο απειλητικός αέρας που δεν το επέτρεπε, θα 'λεγε σχεδόν κανείς πως ήθελε να ρίξει μια βάρκα στη θάλασσα για να πλευρίσει το άγνωστο πλοίο. Επωφελούμενος, ωστόσο, από την προσήνεμη θέση του, άρπαξε πάλι τον τηλεβόα του και, καταλαβαίνοντας από το σουλούπι του πως το άγνωστο πλοίο ήταν ναντακετιανό και πως σύντομα θα έπαιρνε το δρόμο για την πατρίδα, φώναξε δυνατά:

«Ε σεις - εκεί - πέρα! Το πλοίο που βλέπετε είναι το Πίκουοντ κάνει το γύρο του κόσμου! Πείτε τους να στέλνουν όλα τα γράμματα στο μέλλον στον Ειρηνικό ωκεανό! Κι αν σε τρία χρόνια από σήμερα δεν είμαι σπίτι μου, πείτε τους να τα στέλνουν στο...»


Εκείνη τη στιγμή τα απόνερα από τα δυο πλοία διασταυρώθηκαν σε όλο το μήκος και, αμέσως τότε, κοπάδια από μικρά ακίνδυνα ψάρια που κάμποσες μέρες πριν κολυμπούσαν πλάι μας ήρεμα, υπακούοντας στις παράξενες συνήθειες που είχαν, έτρεξαν γοργά, με ριγηλά όπως μας φάνηκαν φτερά, και παρατάχτηκαν κατά μήκος των πλευρών του άγνωστου πλοίου. Αν και ο Αχαάβ, στη διάρκεια των αδιάκοπων θαλασσινών ταξιδιών του, έπρεπε πολλές φορές στο παρελθόν να είχε παρατηρήσει κάποιο παρόμοιο θέαμα, παρ' όλα αυτά, για έναν άνθρωπο που υποφέρει από μονομανία, ακόμα και τα πιο ασήμαντα πράγματα μεταφέρουν, κατά έναν περίεργο τρόπο, κάποια μηνύματα.

«Φεύγετε λοιπόν μακριά μου;» μουρμούρισε ο Αχαάβ, ατενίζοντας από ψηλά το νερό.

Δε φάνηκε πολύ από τα λόγια που είπε, αλλά ο τόνος της φωνής φανέρωσε μια βαθιά ανήμπορη μελαγχολία - ποτέ στο παρελθόν ο τρελός καπετάνιος δεν είχε εκδηλώσει μεγαλύτερη θλίψη. Γυρίζοντας, ωστόσο, προς τον τιμονιέρη, που ως εκείνη τη στιγμή κρατούσε όρτσα το πλοίο έτσι ώστε να βραδυπορεί, φώναξε με τη γνωστή λιονταρίσια φωνή του:

«Πάνω όλο το τιμόνι! Τράβα για το γύρο του κόσμου!»

Το γύρο του κόσμου! Αρκούν αυτά τα λόγια για να εμπνεύσουν αισθήματα περηφάνιας, πού οδηγεί όμως όλος αυτός ο περίπλους; Απλώς, μέσα από αναρίθμητους κινδύνους, στο ίδιο ακριβώς σημείο από όπου ξεκινήσαμε κι όλους αυτούς που αφήσαμε πίσω μας ασφαλείς, τους είχαμε όλο αυτό τον καιρό μπροστά μας.

Αν τούτος ο κόσμος ήταν μια απέραντη επίπεδη θαλάσσια έκταση και πλέοντας ανατολικά μπορούσαμε πάντα να διανύουμε νέες αποστάσεις και ν' ανακαλύπτουμε τοπία πολύ πιο γλυκά και παράξενα από οποιεσδήποτε Κυκλάδες ή από οποιαδήποτε Νησιά του Σολομώντα, τότε θα υπήρχε κάποια ελπίδα σ' αυτό το ταξίδι. Γυρεύοντας όμως τα μακρινά εκείνα και μυστηριώδη πράγματα που βλέπουμε στον ύπνο μας ή κυνηγώντας γεμάτοι αγωνία εκείνο το σατανικό φάντασμα που, αργά ή γρήγορα, παρουσιάζεται κάποια στιγμή κι αρχίζει να σαλεύει μπροστά σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, κυνηγώντας τέτοια πράγματα πάνω σ' αυτή τη στρογγυλή σφαίρα, αυτά ή θα μας παρασύρουν σε πληκτικούς λαβυρίνθους ή θα μας αφήνουν μεσοστρατίς πνιγμένους».


Μικρές σελίδες

«Το ερώτημα όμως "ποιος μιλάει" υπήρξε καθοριστικό ήδη από τις απαρχές της τέχνης του μυθιστορήματος - αυτή η σύμβαση ψεύδους ανάμεσα στον συγγραφέα και στον κάθε αναγνώστη του ξεχωριστά, μια σύμβαση που θυμίζει την κατάσταση ημιεγρήγορσης στην οποία βρισκόμαστε μερικές φορές, όταν συνεχίζουμε ένα όνειρο μολονότι έχουμε απόλυτη συναίσθηση ότι δεν πρόκειται παρά για ένα όνειρο και συμμετέχουμε στην εξέλιξή του αποδεχόμενοι το σκοτεινό μέρος του ύπνου που προϋποθέτει η συνέχειά του», γράφει ο αφηγητής στο τελευταίο μέρος του εκπληκτικού βιβλίου του Μισέλ Μπροντό: «Επιστροφή στη Μιράντα» (Εκδόσεις Πόλις). Και πράγματι, έτσι νιώσαμε όταν το διαβάζαμε για αυτό και αφεθήκαμε να μας παρασύρει, ακολουθώντας ίσως τη συμβουλή του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα Αλμπερ Καμί, πως: «Πρέπει να ξέρεις να παραδίνεσαι στο όνειρο, όταν το όνειρο παραδίνεται σε σένα».

Παραδοθήκαμε, λοιπόν, στην εξαιρετικά γραμμένη αυτή ιστορία η οποία θυμίζει το αριστούργημα του Γκράχαμ Γκριν «Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα» και ως διά μαγείας θα βρεθήκαμε στον Αμαζόνιο και αμέσως μετά σε μια «άψογα» οργανωμένη ψυχιατρική κλινική στη Ζυρίχη. Από την Ελβετία φύγαμε για να επισκεφτούμε μια φανταστική χώρα, τη Μιράντα. Μια χώρα, που το Κράτος απουσιάζει, αλλά που παρ' όλα αυτά κυβερνιέται. Δεν υπάρχουν πρόεδροι, ούτε υπουργοί, απλώς κάτι λαθραίοι «υπηρεσιακοί παράγοντες». Τα δικαστήρια ανύπαρκτα και οι άνθρωποι τηρούν τους άγραφους, κάπως ιδιότυπους, νόμους της μόνοι τους. Οι πανέμορφες αινιγματικές Μιραντέζες μιλούν ψιθυριστά για να μην ξυπνήσουν οι ίδιες..! Η Μιράντα με το εθνικό της ποτό. Το Φλοριπόντ, κατασκευασμένο από ανθρώπινα πτώματα που μεταγγίζουν την τρέλα τους στον πότη ρέει στη Μιράντα με τους αμέτρητους εθνικούς ήρωες (τελικά όλοι οι κάτοικοί της έχουν την ίδια μεταθανάτια μοίρα: να καταλήγουν να γίνονται αγάλματα). Τέλος, αν υπάρχει τέλος σ' αυτήν την ονειρική και ονειρεμένη χώρα, με τον δημοσιογράφο Φιλπέρτο Πάλμα να καταπιάνεται συνεχώς και ...σε συνέχειες με τον αληθινό έρωτα και να αναρωτιέται αν είναι δυνατόν να συνεχίζουμε να αγαπάμε έναν άνθρωπο όταν τον γνωρίσουμε καλά. Αυτή την απίστευτη, αλλά γοητευτική χώρα οφείλει να αφανίσει ο ειδικά εκπαιδευμένος επιστήμονας και πράκτορας του ελβετικού κολοσσού «Αιωνιότητα ΑΕ». Γι' αυτό πήγε εκεί. Αυτή είναι η δουλιά του: Η καταστροφή. Μόνο που, χωρίς να το πάρει είδηση, σταδιακά πέφτει θύμα της μαγείας και του μυστηρίου της χώρας, του Φλοριπόντ, του ίδιου του ψέματός του, αλλά και του «αληθινού έρωτα». Αποτέλεσμα; Ο Πράκτορας Χ θα κάνει ακριβώς το αντίθετο να σώσει τη Μιράντα.

Να τη σώσει. Με υποδόριο χιούμορ, με πλούσια φαντασία που αγγίζει τα όρια... πραγματικότητας, αλλά και με βαθιά γνώση της αρχιτεκτονικής του μυθιστορήματος, ο πολυβραβευμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος Μισέλ Μπροντό συνθέτει μια εκπληκτική, ψυχολογική, κοινωνική, φιλοσοφική και, κάπως, αστυνομική ιστορία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ