Κολοκυθάκια με ρόκα, πιπεριές και ντομάτες.
Τετρακόσια γραμμάρια κολοκυθάκια, εκατό γραμμάρια χαλούμι, ένα ματσάκι ρόκα, δύο ντομάτες κομμένες σε φέτες, δυο κόκκινες πιπεριές, δυο πορτοκαλί πιπεριές, ένα κουταλάκι του γλυκού κάππαρη, αλάτι, πιπέρι, λάδι, λίγο ξίδι και φρέσκο βασιλικό. Σε ένα μπολ κόβουμε τα κολοκυθάκια σε λεπτές φέτες και τα μαρινάρουμε με λαδόξιδο που έχουμε ετοιμάσει. Προσθέτουμε το βασιλικό και τα ψήνουμε για είκοσι λεπτά. Επειτα κόβουμε τα υπόλοιπα λαχανικά σε λεπτές φέτες καθώς και το χαλούμι. Σε ένα πιάτο σερβίρουμε όλα τα λαχανικά, προσθέτουμε τα κολοκυθάκια και τη ρόκα και ρίχνουμε την κάππαρη.
Κουρκούτι για κολοκυθάκια και κολοκυθοανθούς
Εκατόν είκοσι πέντε γραμμάρια αλεύρι για όλες τις χρήσεις, ένα αυγό, εκατό γραμμάρια μπίρα ξανθιά και αλάτι. Πάμε; Ανακατεύουμε το αλεύρι με την μπίρα, τον κρόκο και το αλάτι και αφήνουμε το μείγμα να δέσει για μια ώρα περίπου. Στη συνέχεια προσθέτουμε το ασπράδι από το αυγό χτυπημένο σε μαρέγκα. Για καλύτερο αποτέλεσμα είναι καλό να περνάμε το κολοκυθάκι και τον ανθό πρώτα από λίγο αλεύρι και μετά από το κουρκούτι. Και καλή μας όρεξη.
Τα πρώτα χρόνια τ' αξέχαστα τα 'ζησα/ κοντά στο ακρογιάλι,/ στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και ήρεμη/ στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη./ Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη/ ζωούλα προβάλλει,/ και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα των πρώτων μου χρόνων κοντά στα ακρογιάλι. /Στενάζεις καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:/ Να ζούσα και πάλι/ στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,/ στη θάλασσα εκεί τη ρηχή τη μεγάλη/ Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είναι η χάρη μου,/ δε γνώρισα άλλη:/ Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη./ Και να! μες στον ύπνο μου, την έφερε το όνειρο/ κοντά μου και πάλι/ τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,/ τη θάλασσα εκεί την πλατιά τη μεγάλη./ Κι εμέ τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκρανε,/ μια πίκρα μεγάλη/ και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα/ της πρώτης λαχτάρας μου, καλό ακρογιάλι!/ Ποια τάχα φορτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου/ και ποια ανεμοζάλη,/ που δε μου την κοιμίζεις και δεν την ανάπαυες,/ πανώριο ξεγνάντεμα,/ κοντά στο ακρογιάλι; / μια πίκρα είν' αμίλητη, μια πίκρα είν' ανεξήγητη/ μια πίκρα μεγάλη,/ μια πίκρα που είναι άσβεστη και μες στον παράδεισο/ των πρώτων μου χρόνων κοντά στ' ακρογιάλι/.
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα 1859 - Αθήνα 1943) Ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός είναι ο κορυφαίος εκπρόσωπος της γενιάς του 1880. Και σίγουρα είναι ο ανανεωτής της λογοτεχνίας μετά την περίοδο του ρομαντισμού και, φυσικά, η εποχή του χαρακτηρίζεται ως «παλαμική γενιά». Στο ποίημα του «Μια πίκρα» αναφέρεται με νοσταλγία στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου.
Associated Press |
Πήρα μια δάδα να διανύσω βάθος απροχώρητο. Μπλεγμένος βρέθηκα. Νέος κόσμος ...νέα τάξη. Πράματα και θάματα, που θα προσπαθήσω να ξεδιαλύνω. Πατήσαμε το πόδι μας στη Νέα Υόρκη. Κοιτάζω κάτω και τι να δω; Ενα δολάριο. Μπα, είπα, από τώρα; Δε βαριέσαι. Δεν καταδέχτηκα καν να σκύψω να το πάρω. Ας προσπεράσω. Εχω καιρό. Πάρα κάτω θα βρω πολλά. Επεσα έξω. Σέντσι δε βρέθηκε. Και δεν ήθελα να 'χω κανένα σέντσι πάνω μου, γιατί κινδύνευα σε κάθε γωνιά του δρόμου να μου το πάρουν κι όχι μόνον ο πεινασμένος αράπης που καραδοκεί στη γωνιά, αλλά και το ίδιο το πολιτισμένο και λαμπερό κράτος τους. Εχουν τους τρόπους τους αυτοί και θα εξηγηθώ.
Εχει νυχτώσει και ο τρόμος έπεσε πάνω από την εξαίσια πόλη. Ωρα 11, ώρα 11 νυχτερινή και δε βλέπεις ψυχή στο δρόμο.
Κατακαλόκαιρο και ο νους σου τρέχει στην Αθήνα. Αντίθεση πρώτη. Μην αρχίσω την γκρίνια από το αεροδρόμιό τους. Ο,τι το χειρότερο, ό,τι το αίσχος. Κομφούζιο, ταλαιπωρία, ουρά με τις ώρες - μας κάνανε και τους προφεσόρους για το δικό μας αεροδρόμιο. Εχουν τη δικαιολογία τους. Κάθε 45 δευτερόλεπτα απογειώνεται κι ένα αεροπλάνο. Κάθε λεπτό φθάνει και ένα αεροπλάνο.
Οι Αμερικανοί δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα. Οι φημισμένες παραλίες του Λογκ-Μπιτς, της Σάντα Μόνικα και της Σάντα Μπάρμπαρα καμιά, μα καμιά απολύτως σχέση δεν έχουν με τα δικά μας υπέροχα νησιά. Το ίδιο ισχύει και για το ξακουστό και πασίγνωστο κοσμοπολίτικο κέντρο το Μαϊάμι Μπιτς. Μια θάλασσα αποπνικτική.
Το Χόλιγουντ έχει πια ξεπέσει. Η μεγάλη βιομηχανική παραγωγή θεάματος περνά κρίση. Η "Φοξ", η "Μέτρο", η "Παραμάουντ", η "Κολούμπια", η "Γουόρνερ" δεν υπάρχουν. Το μόνο που απέμεινε είναι το παλιό στούντιο της "Universital", που τώρα οι Αμερικανοί για να προσελκύσουν κόσμο το έχουν μετατρέψει σε μουσείο.
Ετσι, με 30 δολάρια και μπαίνοντας σ' ένα τρενάκι μπορείς ν' αναπολήσεις περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Ντεκόρ που γυρίστηκαν παλιά πετυχημένα φιλμ. Διάφορα γουέστερν και περιπέτειες. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα, κι ό,τι υπάρχει δεν είναι αυθεντικό, είναι ξεφτισμένο και ψεύτικο. Τα γκρίζα στόρια έχουν πέσει πάνω από το θρυλικό Χόλιγουντ και ξεπεσμένοι μουζικάντηδες παίζουνε τζαζ στους άδειους δρόμους. Ολη η αφρόκρεμα των σταρ έχει μετακομίσει σ' ένα κλειστό και απροσπέλαστο γκέτο στο γειτονικό Μπέβερλι Χιλς.
Οι Αμερικανοί είναι ανεξάντλητοι σε επινοήσεις ώστε να σου ληστέψουν και το τελευταίο σου σεντς. Ετσι επινόησαν το Λας Βέγκας. Στην έρημο της Νεβάδας, σ' ένα καυτό και απλησίαστο περιβάλλον, που η θερμοκρασία μπορεί να φτάσει τους 43 και 44 βαθμούς.
Υπνος φτηνός. Φαγητό φτηνό. Ατέλειωτοι κι απίθανοι μπουφέδες. Φαστ φουντ, "Μακντόναλντ", "Γουέντις", κετσαποκουλτούρα ποικιλιών. Οι πιο χοντροί και ασουλούπωτοι άνθρωποι που υπάρχουν στον κόσμο μαζεύονται, σχεδόν συνωστίζονται στο Λας Βέγκας, και γιατί παρακαλώ; Για να σε παρασύρουν - και τελικά τα καταφέρνουν - να γευτείς το μεγάλο ψητό. Τον τζόγο. Τον απέραντο και σαρκοφάγο τζόγο.
Τα τεράστια - σαν μια πλατεία - φουαγιέ των ξενοδοχείων, με τον διακριτικό φωτισμό, τις πολύχρωμες μακέτες, το δροσιστικό κλιματισμό (ποιος τολμάει να περπατήσει στην καυτή πόλη), είναι κατακλυσμένα από εκατοντάδες, χιλιάδες τυχερά παιχνίδια. Κουλοχέρηδες, Μπλακ Τζακ, ρουλέτες, κραπς, βίντεο πόκερ. Αγνωστα και γνωστά παιχνίδια, μια σαγήνη, μια πρόσκληση, μια πανδαισία, μια καταστροφή. Το καζίνο σ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Και δουλεύουμε τα μηχανάκια και ακούς τα σέντσια να κουδουνάνε. Ωρες, μέρες, νύχτες ατέλειωτες. Δε μετράν ποιος είσαι. Μετράν μονάχα τι έχεις στην τσέπη σου!
Μαύροι, λευκοί, κίτρινοι, κάθε καρυδιάς καρύδι, άθλιοι ρακένδυτοι και ξεπεσμένοι. Κορίτσια με τουαλέτες και διαμαντικά. Κύριοι με σορτσάκια, καπελάκια και τίμπερλαντ γυροφέρνουν με τις κούπες γεμάτες ντόλαρς. Πίνουν, ξερνοβολάν και ξημερώνονται χαμένοι, κυριολεκτικά χαμένοι, μπροστά στα μηχανάκια!
Ενα άθλιο και φρικτό θέαμα ανθρώπινου ξεπεσμού και ξεφτίλας. Δεν έχω προκαταλήψεις. Μακριά από μένα κάθε μεροληπτική τοποθέτηση, αλλά εκεί οδηγούν και έτσι θέλουν τον άνθρωπο. Τον προσελκύουν με λαμπερά και προκλητικά θεάματα για να τον κατασπαράξουν. Κανείς, μα κανείς δεν κερδίζει απ' αυτά τα παιχνίδια παρά μόνον οι επινοητές τους».
Ο Μιχαήλ Αγγελος «Micelangelo Buonaroti 1475-1564» ο Ιταλός γλύπτης, ζωγράφος, πολεοδόμος αρχιτέκτονας και ποιητής είναι σίγουρα ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ιταλικής Αναγέννησης, που έδωσε τις αφετηρίες του επαναπροσδιορισμού της ευρωπαϊκής τέχνης. Σε κάθε τομέα η καλλιτεχνική του δημιουργία συνοψίζει το παρελθόν και χαράζει το μέλλον. Αυτή η πληθωρική και χαρισματική φυσιογνωμία γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη, όπου ο πατέρας του ήταν κυβερνητικός εκπρόσωπος. Λίγο μετά τη γέννησή του η οικογένειά του μετακόμισε στη Φλωρεντία και την ανατροφή του μικρού ανέλαβε μια τροφός της οποίας τα αδέλφια ήταν λιθοξόοι και μαρμαράδες, κάτι που τον επηρέασε βαθύτατα, αφού το μάρμαρο για εκείνον ήταν κάτι σαν το μητρικό γάλα... Μα ας δούμε πώς έγινε ζωγράφος. Στα 1508, ο τρομερός πάπας, ο Ιούλιος ο Β, με τον οποίον τον συνέδεε μια μακρόχρονη φιλία, που ενίοτε τη διέκοπταν θυελλώδεις συγκρούσεις, τον κάλεσε ακόμη μια φορά στη Ρώμη και του πρότεινε να ζωγραφίσει της οροφή του παρεκκλησίου του Σίξτου (Καπέλα Σιξτίνα). Ο Γλύπτης στην αρχή αρνήθηκε, δεν είχε σχέση με τη ζωγραφική, ήταν αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και γλύπτης, αλλά ο Ιούλιος ήταν ανένδοτος, Τον πίεσε, ο Μιχαήλ Αγγελος υπέκυψε στις πιέσεις. Ομως παρόλο που ο ίδιος δε θεωρούσε τον εαυτό του, ο κόσμος έχει άλλη γνώμη. Απόδειξη ότι πλήθη συρρέουν καθημερινά στο πανέμορφο παρεκκλήσιο για να θαυμάσουν τη ζωγραφική του. Ευτυχώς, εμείς είχαμε την τύχη να επισκεφτούμε τη Ρώμη πολλές φορές και έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να μείνουμε εκστατικοί μπροστά στα έργα του μεγάλου καλλιτέχνη για πολλές ώρες. Ομως, την τελευταία φορά η μέθοδος του Βατικανού μάς ενόχλησε. Οταν μπαίνεις πια στην Καπέλα Σιξτίνα δεν μπορείς να σταματήσεις, να κοιτάξεις και να θαυμάσεις με την ησυχία σου. Πρέπει να περπατάς συνεχώς, να μην καθυστερείς δευτερόλεπτο, διότι ο χρόνος μετράει με τον... αμερικάνικο τρόπο στο Βατικανό, και ο χρόνος σημαίνει χρήμα. Αλίμονο, δε σε αντιμετωπίζει πια σαν «επισκέπτη - προσκυνητή» της τέχνης, όπως άλλοτε, αλλά σαν τουρίστα τρίτης κατηγορίας. Το μόνο που ζητά από σένα είναι να πληρώσεις όσα περισσότερα μπορείς και να φύγεις όσο γρηγορότερα γίνεται. Δυστυχώς!