Κυριακή 16 Φλεβάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΤΟ ΘΕΜΑ ΣΗΜΕΡΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Αντιμετωπίζουν τη μητρότητα ως ασθένεια

Ενα από τα βασικά επιχειρήματα που επικαλούνται οι θιασώτες της ανατροπής της Κοινωνικής Ασφάλισης είναι η γήρανση του πληθυσμού, που οδηγεί στην αύξηση των συνταξιούχων έναντι των εργαζομένων. Μ' αυτή την ανατροπή επιτυγχάνουν την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, τη μείωση των συντάξεων, την πριμοδότηση των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών.

Ταυτόχρονα, στη χώρα μας η αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου στους χώρους εργασίας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Αυτό μαρτυρούν τόσο η αύξηση των θανατηφόρων εργατικών «ατυχημάτων», αλλά και η παντελής έλλειψη μηχανισμού για την αντιμετώπιση των επαγγελματικών ασθενειών.

Προ ολίγων ημερών το υπουργείο Εργασίας ανακοίνωσε την τροποποίηση του ΠΔ 176/97, το οποίο αφορά στα «μέτρα για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία των εγκύων, λεχωνών και γαλουχουσών εργαζομένων».

Μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι σε περίπτωση απαλλαγής της εργαζόμενης από την εργασία - λόγω κινδύνων που προέρχονται από την εργασία και απειλούν την κατάστασή της - θα της καταβάλλεται είτε από το φορέα ασθενείας (αν αυτό το προβλέπει η νομοθεσία του) είτε από τον εργοδότη ένα «ειδικό επίδομα μητρότητας» που θα εξασφαλίζει στην εργαζόμενη «αποδοχές τουλάχιστον ίσες με αυτές που θα λάμβανε σε περίπτωση αποχής της από την εργασία λόγω αναρρωτικής άδειας». Αντίθετα, πριν την τροποποίησή του, το ΠΔ προέβλεπε ότι σε περιπτώσεις απαλλαγής, η εργαζόμενη απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα με αυτά της άδειας μητρότητας.


Αφήνοντας στην άκρη το ζήτημα ότι σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς οι αποδοχές αυτές είναι μικρότερες, αυτό που κυρίως αναδεικνύεται από την τροποποίηση είναι ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τη μητρότητα ως ασθένεια και όχι ως μία αναγκαία κοινωνική λειτουργία που πρέπει να ενισχύει και να προστατεύει. Αλλωστε δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που έγκυες εργαζόμενες απολύονται ή υπογράφουν συμφωνία, εκβιαζόμενες ουσιαστικά από την εργοδοσία, ότι δε θα μείνουν έγκυες, που οι άδειες μητρότητας καταπατούνται κλπ. κλπ.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, επιλέγει στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου να καθιστά ουσιαστικά απαγορευτική τη μητρότητα για τις εργαζόμενες, αφού τις αφήνει εντελώς απροστάτευτες. Και όλα αυτά όταν το προηγούμενο διάστημα αναδείκνυε με «περισσή φροντίδα» το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.

Παράλληλα, η κυβέρνηση, πιστή στην ενίσχυση της εργοδοτικής ασυδοσίας, που δε διστάζει να θυσιάζει ακόμα και ζωές εργατών για να αυξήσει τα κέρδη της, φροντίζει ώστε να μην παίρνονται τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου που πιθανώς μπορεί να διατρέχει μια έγκυος, λεχώνα ή γαλουχούσα εργαζόμενη. Και αυτό γιατί ακόμα και με τα όσα προβλέπει το προεδρικό διάταγμα - και τα οποία δεν έθιξε η τροποποίηση - η κυβέρνηση εναποθέτει στον εργοδότη να πραγματοποιήσει γραπτή εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου για τέτοιες καταστάσεις. Ας μας πει όμως η κυβέρνηση πόσες τέτοιες γραπτές εκτιμήσεις επαγγελματικού κινδύνου έχουν κάνει μέχρι σήμερα οι εργοδότες; Ελάχιστες, αν όχι καμία.

Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι ως ελάχιστη χρονική περίοδος για την άδεια μητρότητας ορίζονται οι 16 εβδομάδες, ενώ στο νόμο 2874/2000 προβλέπονται 17 εβδομάδες. Από τη στιγμή που η ρύθμιση αυτή δε μιλά για κάποιες ειδικές κατηγορίες και αφορά σε όλες, τότε γίνεται εκ του πονηρού και ουσιαστικά συρρικνώνει ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα της εργαζόμενης.



Χρήστος ΜΑΝΤΑΛΟΒΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ