Παρασκευή 19 Γενάρη 2018
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
  • ΚΡΑΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ - ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ: Αλληλένδετοι κρίκοι στην αλυσίδα των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων
  • «ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ»: Καίριο βήμα στην πολιτική «απελευθέρωσης»
  • ΗΠΑ - ΡΩΣΙΑ: Οξύνεται ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων τους στην Ενέργεια στο ευρωπαϊκό έδαφος
  • ΒΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΦΡΙΚΗ: Η διαμάχη για τη διαχείριση των νερών του Νείλου
ΚΡΑΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ - ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ
Αλληλένδετοι κρίκοι στην αλυσίδα των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων

Σειρά από κάλπικες εντυπώσεις επιχειρεί να σπείρει η κυβέρνηση ενόψει των διεργασιών αναφορικά με τη διαχείριση του κρατικού χρέους, ένα ζήτημα που σχετίζεται άμεσα με το βαθμό της «πιστοληπτικής αξιολόγησης», ουσιαστικά δηλαδή με την ικανότητα του αστικού κράτους και των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων να δανείζονται κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές με σχετικά ανταγωνιστικό κόστος και «χαμηλά» επιτόκια σε σχέση με αυτά των «εταίρων» τους στην Ευρωζώνη.

Στο αμέσως επόμενο διάστημα, με φόντο βέβαια το κλείσιμο της 3ης «αξιολόγησης» και των αντιλαϊκών μέτρων που περιλαμβάνονταν σε αυτήν, οι «οίκοι αξιολόγησης» αναμένεται να προχωρήσουν σε κάποια περιορισμένη «αναβάθμιση», ενώ παράλληλα ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα «τρέξει» την έκδοση κρατικού ομολόγου, πιθανόν 7ετούς διάρκειας. Σε κάθε περίπτωση, η αποκατάσταση της «πιστοληπτικής αξιοπιστίας» για τις ανάγκες του κεφαλαίου στα επίπεδα που υπήρχαν πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης έχει να διανύσει μπόλικο δρόμο, σε αντιστοίχιση πάντα με την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής.

Η ανταγωνιστικότητα των ομίλων θέτει το πλαίσιο

Και μόνο το αντικείμενο της σχετικής συζήτησης αποκαλύπτει ότι ουδεμία σχέση έχει αυτή με τα λαϊκά συμφέροντα. Ο βαθμός αξιολόγησης του κρατικού χρέους διαμορφώνει τους όρους και τις συνθήκες άντλησης κεφαλαίων και την ικανότητα πρόσβασης των εγχώριων τραπεζικών ομίλων στη διεθνή διατραπεζική αγορά, ενώ βέβαια αντίστοιχες είναι και οι προϋποθέσεις χρηματοδότησης και των άλλων εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων, είτε μέσω των τραπεζών είτε απευθείας από τις χρηματαγορές μέσω εκδόσεων εταιρικών ομολόγων.

Από αυτήν την άποψη, πρέπει να κρίνουν πρωτίστως οι εργαζόμενοι και τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι ενδεικτικό των «καλών νέων» για την οικονομία είναι ότι το τελευταίο διάστημα η «απόδοση» του ελληνικού κρατικού 10ετούς ομολόγου έχει υποχωρήσει (στη δευτερογενή αγορά) στο χαμηλότερο επίπεδο της 12ετίας, στα επίπεδα που διακυμαινόταν το έτος 2006.

Εκτός των άλλων βέβαια κι αυτός καθαυτός ο ισχυρισμός πρόκειται, στην καλύτερη περίπτωση, για «μισές αλήθειες», στην πραγματικότητα για πλήρη συσκότιση της πραγματικότητας. Για την ίδια χρονιά (2006) στην οποία αναφέρονται, τα βασικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (αυτά προσδιορίζουν το γενικότερο κόστος δανεισμού) κυμαίνονταν στα επίπεδα του 3,5% ή και μεγαλύτερα, ενώ σήμερα, στο πλαίσιο της «νομισματικής χαλάρωσης» που στοχεύει στην ανάκαμψη των επιχειρηματικών ομίλων, πρακτικά διαμορφώνονται σε μηδενικό επίπεδο.

Να σημειωθεί, επίσης, ότι το 2006, οι διαφορές στις αποδόσεις (επιτόκια στη δευτερογενή αγορά) των ελληνικών 10ετών ομολόγων, σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά κυμαίνονταν σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα από την 1 εκατοστιαία μονάδα. Σήμερα, η διαφορά αυτή (spread) - παρά τη «βελτίωση» το τελευταίο διάστημα - διακυμαίνεται κοντά στις 4 εκατοστιαίες μονάδες, ψηλότερα από τα γερμανικά κρατικά ομόλογα, στην πραγματικότητα σε «μη ανταγωνιστικό - βιώσιμο κόστος», όπως λένε, τόσο με τα γερμανικά όσο και με άλλα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης.

Παράλληλα, μετά το «κούρεμα» και την αναδιάρθρωση του 2012, η μεγάλη μάζα του κρατικού χρέους από τους ιδιώτες δανειστές (τράπεζες και άλλους) πέρασε στα κράτη της Ευρωζώνης, που βέβαια δεν προχωρούν σε αγοραπωλησίες στη δευτερογενή αγορά, όπου δραστηριοποιούνται, έχοντας το πάνω χέρι στη διακύμανση των τιμών, οι τραπεζίτες και άλλοι «παίχτες».

«Προληπτικό πρόγραμμα» χρηματοπιστωτικής στήριξης

Με βάση και τα παραπάνω, στο κάδρο μπαίνει το ζήτημα της διαχείρισης του κρατικού χρέους, που με τη σειρά του επίσης συνδέεται με το υπό διαμόρφωση νέο «εποπτικό πλαίσιο» και ενώ οι όποιες συζητήσεις που αφορούν αποκλειστικά το κεφάλαιο έχουν ως «δεδομένη» τη συνέχιση του αντιλαϊκού έργου.

Σε αυτό το φόντο, κυβέρνηση και «θεσμοί» έχουν συμφωνήσει στο «χτίσιμο» ενός αποθεματικού, προκειμένου αυτό να αξιοποιηθεί για την αποκατάσταση της «αβεβαιότητας» των «επενδυτών» αναφορικά με τις μελλοντικές δημοπρασίες ελληνικών κρατικών ομολόγων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τα 6,7 δισ. ευρώ της δόσης που αναμένεται να εγκρίνει η προσεχής συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ, τα 1,9 δισ. ευρώ αφορούν αποκλειστικά στο «χτίσιμο» του εν λόγω αποθεματικού, που αναμένεται να συμπληρωθεί στη συνέχεια και από τις «δοκιμαστικές» εξόδους του ελληνικού κράτους για νέα δάνεια από τις διεθνείς χρηματαγορές. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, στα υπό εξέταση σενάρια βρίσκεται και αυτό για τη δημιουργία «αποθέματος ασφαλείας» και με κεφάλαια που θα συνεισφέρει η πλευρά του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSM).

Σε κάθε περίπτωση, ο υπό διαμόρφωση «προληπτικός μηχανισμός» και το πρόγραμμα για την περίοδο μετά το 2018 συνδέονται με την κλιμάκωση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, ζήτημα που με τη σειρά του δένει και με τη δέσμη προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναφορικά με την «εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης» στην Ευρωζώνη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η δέσμη των προτάσεων της Κομισιόν προβλέπει την «παροχή στήριξης στα κράτη - μέλη για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέσω ενός εργαλείου για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και τεχνικής στήριξης κατόπιν αιτήματος των κρατών - μελών». Μεταξύ άλλων, ενδεικτικά αναφέρονται οι μεταρρυθμίσεις στις «αγορές εργασίας και προϊόντων», η «βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος», οι «μεταρρυθμίσεις» στη Δημόσια Διοίκηση, ζητήματα δηλαδή που έχουν τεθεί με τη μορφή των «προαπαιτούμενων» και στο πλαίσιο των «αξιολογήσεων» του μνημονίου στην Ελλάδα.

Aντιλαϊκή κλιμάκωση σε ορίζοντα δεκαετιών

Θυμίζουμε ότι η μάζα του κρατικού χρέους αναμένεται στο 185,7% του ΑΕΠ για το 2018 και η αποπληρωμή του για μια υπόθεση που αφορά το «βαθμό ελευθερίας» για τη στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων, δηλαδή ξεκομμένη από τα λαϊκά συμφέροντα, φορτώνεται δεδομένα στις πλάτες του λαού μέσω των «πρωτογενών πλεονασμάτων», των περικοπών σε συντάξεις, Πρόνοια, της φοροληστείας κ.ο.κ.

Ενα δεύτερο ζήτημα είναι η εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ, το οποίο προβλέπει τη διαμόρφωση του κρατικού χρέους στο 60% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με το κεντρικό σενάριο του ΕSM, σε συνδυασμό με τους στόχους για τα πλεονάσματα και τις υποθέσεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ, η αναλογία του κρατικού χρέους αναμένεται να υποχωρήσει στα όρια αυτά, δηλαδή στο 65,4%, το 2060!

Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών

Παράλληλα, μέχρι τον Μάη αναμένεται να ολοκληρωθεί και η «άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων» (stress - test) που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αναφορικά με το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των 4 εγχώριων τραπεζικών ομίλων. Στο κεντρικό πλάνο και ως μόνιμο «προαπαιτούμενο» προβάλλει το ζήτημα της αποτελεσματικής διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων σε μαζική κλίμακα, με γνώμονα τους στόχους που έχουν θέσει οι τράπεζες για τη διετία 2018 - 2019.

Σύμφωνα, μάλιστα, με όλες τις ενδείξεις, η ΕΚΤ στο πλαίσιο της αξιολόγησης των τραπεζών, πέρα από τις παραμέτρους αναφορικά με τα «μακροοικονομικά μεγέθη» (π.χ. τα σενάρια για τις προοπτικές του ΑΕΠ, της οικονομικής δραστηριότητας κ.ά.) θα δώσει ειδική βαρύτητα στο ζήτημα των «κόκκινων» δανείων και σε ό,τι αφορά την αξία των υποθηκών και των ενεχύρων που εμφανίζουν στους ισολογισμούς για στεγαστικά δάνεια. Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι οι «πραγματικές τιμές» των ακινήτων, όπως αυτές θα διαμορφώνονται στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.

Την ίδια ώρα, οι διοικήσεις των εγχώριων τραπεζικών ομίλων, με «αβάντα» τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις για τους πλειστηριασμούς, από καλύτερες θέσεις για τους ίδιους, παζαρεύουν τους όρους για τη διεξαγωγή των επικείμενων «στρες τεστ» σχετικά με το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας και για τα συμφέροντα των μεγαλομετόχων τους.

Σε κάθε περίπτωση, η κλιμάκωση των πλειστηριασμών και των εκβιασμών απέναντι στα λαϊκά νοικοκυριά αποτελεί ζήτημα κομβικής σημασίας στην προοπτική της επιστροφής των τραπεζών σε φάση «κανονικότητας». Σε αυτήν την κατεύθυνση, ως επόμενο βήμα σχεδιάζονται οι νέες παρεμβάσεις στην όποια παρεχόμενη νομική προστασία στην πρώτη κατοικία της λαϊκής οικογένειας.


Α. Σ.

«ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ»
Καίριο βήμα στην πολιτική «απελευθέρωσης»

Καίριο βήμα στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί το Χρηματιστήριο Ενέργειας (ΧΕ) που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ψήφισε μαζί με τις υπόλοιπες διατάξεις του νέου πολυνομοσχεδίου - έκτρωμα, την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή.

Με τη νέα αυτή παρέμβαση της κυβέρνησης η εμπορευματοποίηση της Ενέργειας πάει ένα βήμα παρακάτω, αφού αυτή γίνεται πλέον ένα χρηματιστηριακό εμπόρευμα, γύρω από το οποίο θα ξεδιπλώνουν οι μονοπωλιακοί όμιλοι τον σχετικό «τζόγο», με ό,τι αυτό σημαίνει για ένα είδος πρώτης ανάγκης για τα λαϊκά στρώματα, που θα καταλήξουν να το πληρώνουν πανάκριβα.

Την ίδια στιγμή, υπονομεύεται περαιτέρω η δυνατότητα αξιοποίησης των εγχώριων πηγών Ενέργειας, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αποφάσεις που έχουν ληφθεί το τελευταίο διάστημα στο πλαίσιο της ενοποίησης της αγοράς Ενέργειας της ΕΕ, τον «εξαγωγικό» προσανατολισμό της παραγωγής, την υποχρεωτική εγκατάλειψη της χρήσης του φθηνού και σε μεγάλη ποσότητα εγχώριου λιγνίτη κ.ο.κ., όλα ως βήματα στην αλυσίδα της «απελευθέρωσης» του κλάδου.

Βασική πλευρά της «σύζευξης» των ευρωπαϊκών αγορών

Εκεί άλλωστε εντάσσει και το αρμόδιο υπουργείο Περιβάλλοντος το Χρηματιστήριο Ενέργειας, λέγοντας ότι στόχος του είναι «η σύζευξη της ελληνικής αγοράς με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές».

Θυμίζουμε ότι πέρα από το γεγονός ότι ήδη οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, από την Πορτογαλία έως την Φινλανδία, έχουν ενοποιήσει τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, τα τελευταία χρόνια ανάλογες εξελίξεις προωθούνται και στα Βαλκάνια. Οι χώρες - μέλη της «Ενεργειακής Κοινότητας» της ΕΕ έχουν ήδη δεσμευτεί για τη σύζευξη των αγορών τους με μια τουλάχιστον όμορη χώρα έως τα μέσα του 2018. Η ΠΓΔΜ έχει ανακοινώσει την επικείμενη σύζευξή της με τη Βουλγαρία, όπως επίσης η Σερβία με τη Βουλγαρία, και σε αντίστοιχες ενέργειες προχωρούν το Μαυροβούνιο, η Αλβανία και το Κόσσοβο. Η Βουλγαρία έχει ανακοινώσει τη σύζευξη της αγοράς της μέχρι το 2020 με τις 4 ήδη συζευγμένες αγορές Ουγγαρίας, Τσεχίας, Σλοβακίας και Ρουμανίας. Η Ελλάδα θα συζευχθεί αρχικά με την Ιταλία και αργότερα τη Βουλγαρία, αλλά και χώρες της περιοχής.

Το πλαίσιο όλων αυτών των κινήσεων δίνει η Οδηγία 2009/72/ΕΚ, βασικός πυλώνας της «Ενεργειακής Ενωσης» της ΕΕ, που είναι απολύτως ξεκάθαρη ως προς τους στόχους της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Στην πρώτη κιόλας παράγραφο αναφέρεται συγκεκριμένα: «Στόχοι της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία υλοποιείται σταδιακά σε ολόκληρη την Κοινότητα από το 1999, είναι η παροχή πραγματικών επιλογών σε όλους τους καταναλωτές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είτε είναι πολίτες είτε επιχειρήσεις, η παροχή νέων επιχειρηματικών ευκαιριών και η αύξηση του διασυνοριακού εμπορίου, ώστε να επιτευχθούν κέρδη σε απόδοση, ανταγωνιστικές τιμές, υψηλότερα πρότυπα παρεχόμενων υπηρεσιών, και να ενισχυθεί ταυτόχρονα η ασφάλεια του εφοδιασμού και η αειφορία».

Στη βάση αυτής της Οδηγίας, το 2011 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συγκεκριμενοποίησε τους μηχανισμούς που θα οδηγήσουν στο λεγόμενο «Μοντέλο - Στόχο» (Target Model) της ΕΕ, δημιουργώντας δύο κύριους μηχανισμούς, τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο των Ρυθμιστικών Αρχών (ACER) και την Ενωση των Ευρωπαϊκών Διαχειριστών Συστημάτων Ενέργειας (ENTSOe). Οι νέοι αυτοί μηχανισμοί συνέταξαν τις κατευθυντήριες γραμμές λειτουργίας της Ενιαίας Αγοράς Ενέργειας, σύμφωνα με τις οποίες η κοινή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να διαρθρώνεται σε τέσσερις επιμέρους διαφορετικές αγορές: Την προθεσμιακή αγορά (Forward Market - αφορά συναλλαγές με χρονικό ορίζοντα ακόμη ετών πριν τον χρόνο πραγματικής παράδοσης του προϊόντος), την προ-ημερήσια αγορά (η οποία διενεργείται μια μέρα πριν από τη φυσική παράδοση και έρχεται να καλύψει τη ζήτηση που δεν έχει καλυφθεί από την προθεσμιακή αγορά), την ενδο-ημερήσια αγορά (Intra-Day market - γίνονται συναλλαγές Ενέργειας με χρονικό ορίζοντα μερικών ωρών) και την αγορά εξισορρόπησης (Balancing Market, όπου οι συναλλαγές πραγματοποιούνται λίγο πριν από τη φυσική παράδοση και η οποία λαμβάνει υπόψη την πραγματική ζήτηση εντός της ημέρας η οποία δεν είχε προβλεφθεί). Οι συναλλαγές θα αφορούν ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο και δικαιώματα εκπομπής ρύπων.

Κερδοφόρος «τζόγος» με την Ενέργεια

Για όλο αυτό το βρώμικο παιχνίδι που στήνεται στην πλάτη του λαού με αντικείμενο το πολύτιμο αγαθό της Ενέργειας, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αποσκοπεί στην «εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας σε πραγματικό χρόνο», ώστε να αποφεύγονται προβλήματα που δημιουργούνται «στην αγορά» εξαιτίας των μεταβολών στις ενεργειακές τιμές κ.λπ. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιθυμούν να εξασφαλίσουν είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση του επιχειρηματικού ρίσκου των «επενδυτών», οι οποίοι μπορούν να «τζογάρουν» σε τέσσερις διαφορετικές αγορές, με μεγάλη χρονική διάρκεια μεταξύ τους, ώστε να έχουν όλο τον απαιτούμενο χρόνο - και πληροφόρηση - ώστε να κινούνται αναλόγως.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο κυβερνητικός ισχυρισμός ότι το Χρηματιστήριο Ενέργειας θα ελέγχεται «αυστηρά» μόνο ως αστείο θα πρέπει να εκληφθεί. Να σημειώσουμε ότι ο νέος νόμος προβλέπει την ίδρυση ενός ξεχωριστού φορέα που θα διαχειρίζεται το ΧΕ, με βασικούς μετόχους τον ΛΑΓΗΕ (Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) και το Χρηματιστήριο Αθηνών, και με συμμετοχή στη μετοχική του σύνθεση και στο ΔΣ όλων των συμμετεχόντων στην αγορά, όπως ο ΑΔΜΗΕ και οι παραγωγοί, υπό την «αυστηρή» εποπτεία της ΡΑΕ.

Ενδεικτικό για τον τρόπο με τον οποίο ασκεί η ΡΑΕ την «αυστηρή» εποπτεία του ΧΕ είναι το άρθρο 10, στο οποίο ορίζεται ότι το Χρηματιστήριο δημοσιοποιεί τις τρέχουσες τιμές προσφοράς και ζήτησης και τις συναλλαγές που διενεργήθηκαν «υπό εύλογους εμπορικούς όρους», ενώ με απόφαση της ΡΑΕ μπορεί να απαλλάσσεται από την υποχρέωση δημοσιοποίησης τέτοιων στοιχείων. Επίσης, στο ίδιο άρθρο επισημαίνεται ότι το ΧΕ «δημοσιοποιεί τουλάχιστον την τιμή, τον όγκο και το χρόνο των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων των Αγορών Ενέργειας», ξανά «υπό εύλογους εμπορικούς όρους», ενώ και πάλι η ΡΑΕ μπορεί με απόφασή της «να επιτρέπει στο Χρηματιστήριο Ενέργειας να μεταθέτει χρονικά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων των συναλλαγών ανάλογα με τον τύπο ή τον όγκο τους».

Μπορούν δηλαδή οι «επενδυτές» - οι οποίοι διοικούν το ΧΕ - να δημοσιοποιούν ό,τι εκείνοι νομίζουν από τις συναλλαγές τους, επικαλούμενοι το εμπορικό απόρρητο, ενώ ακόμη και αυτά τα «κουτσουρεμένα» στοιχεία μπορεί και να μην δημοσιοποιούνται καθόλου, με απόφαση της ΡΑΕ. Εχει φροντίσει δηλαδή η κυβέρνηση με τη νομοθετική ρύθμιση που ψήφισε να δημιουργήσει όλους εκείνους τους όρους που θα επιτρέψουν την απρόσκοπτη κερδοσκοπία των «επενδυτών», ως την «επέκταση» βέβαια της κερδοφορίας που τους εξασφαλίζει στο πεδίο της παραγωγής.

Λαϊκές ανάγκες και καπιταλιστική κερδοφορία δεν συμβιβάζονται

Το πιο προκλητικό, βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη και την πείρα που υπάρχει έως τώρα από τη διαδικασία αυτή, είναι ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι η ρύθμιση για το Χρηματιστήριο Ενέργειας θα ενισχύσει «τον ανταγωνισμό και τη διαφάνεια, με άμεσα οφέλη στη μείωση του ενεργειακού κόστους και τη διασφάλιση καλύτερων τιμών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις», και ότι με την παρέμβασή της αυτή ενισχύονται «η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, η διαφοροποίηση των πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα, καθώς και η περαιτέρω αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ».

Ο ισχυρισμός δηλαδή ότι μέσα από το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας στο κεφάλαιο μπορούν τάχα να ικανοποιηθούν οι λαϊκές ανάγκες σε έναν τομέα ζωτικής σημασίας για το λαό.

Το αντίθετο ισχύει: Η σύζευξη της εγχώριας αγοράς με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές, κομμάτι της οποίας είναι και το Χρηματιστήριο Ενέργειας, σίγουρα θα επιφέρει πολλαπλά οφέλη και κέρδη στους ομίλους που στοχεύουν στις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας και στις βιομηχανίες, για τις οποίες ανοίγει διάπλατα ο δρόμος να συνάπτουν μακροχρόνια συμβόλαια με προμηθευτές, εξασφαλίζοντας έτσι μια σχετική σταθερότητα στο κόστος Ενέργειας για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Σημαντικά οφέλη θα έχουν επίσης οι όμιλοι που δραστηριοποιούνται στις ΑΠΕ και οι οποίοι θα δουν να αυξάνεται η συμμετοχή της Ενέργειας που παράγουν στο συνολικό ενεργειακό μείγμα.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, όλα τα παραπάνω αποτελούν τις συνθήκες εκείνες που θα δημιουργήσουν ακόμη πιο δυσμενείς όρους πρόσβασης στο αγαθό της Ενέργειας για τα λαϊκά στρώματα. Ενδεικτικό π.χ. είναι το παράδειγμα των ΑΠΕ, που τις έχει ακριβοπληρώσει η λαϊκή οικογένεια εδώ και μια δεκαετία και θα συνεχίσει να το κάνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, καθώς η «πράσινη ενέργεια» θα αυξάνει τη συμμετοχή της και θα λαμβάνει σταθερά την «ταρίφα» που πληρώνουν όλοι οι καταναλωτές, μέσω του σχετικού τέλους στα τιμολόγια ηλεκτρισμού.

Παράλληλα, ο προσανατολισμός της εγχώριας παραγωγής στην εξαγωγική δραστηριότητα των ομίλων σε αναζήτηση «ευκαιριών» κερδοφορίας ακόμη περισσότερους κινδύνους θα δημιουργήσει για την εγχώρια επάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας, και φυσικά μεγαλύτερο κόστος για τα λαϊκά νοικοκυριά.

Αρκεί κανείς να θυμηθεί τι συνέβη τον περσινό χειμώνα, όταν το σύστημα ηλεκτρισμού της χώρας έφτασε λίγο πριν το «black-out», εξαιτίας αυτής ακριβώς της εξαγωγικής δραστηριότητας. Την εποχή δηλαδή που οι εγχώριοι όμιλοι εκμεταλλεύτηκαν τις υψηλές τιμές που είχαν διαμορφωθεί στην Ευρώπη λόγω του ακραίου χειμώνα και άλλων συγκυριακών γεγονότων για να εξάγουν τεράστιες ποσότητες ηλεκτρισμού, φτάνοντας την ελληνική αγορά στα όριά της. Και την ίδια στιγμή είχε εναποτεθεί στη ΔΕΗ να δουλεύει στο «φουλ» τις πανάκριβες μονάδες ντίζελ και στον ΔΕΣΦΑ να αναζητεί τελευταία στιγμή φορτία LNG με εξτρά κόστος για να καλυφτούν οι εγχώριες ανάγκες, κόστος που φυσικά πλήρωσε ο λαός.


Φ. Κ.

ΕΥΡΩΠΗ
Οξύνεται ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - Ρωσίας στην Ενέργεια

Την ίδια ώρα, εκατομμύρια νοικοκυριά στην ΕΕ είναι αντιμέτωπα με την «ενεργειακή φτώχεια»

Παρά το διακηρυγμένο στόχο της ΕΕ να περιορίσει την ενεργειακή της «εξάρτηση» από τη Ρωσία, οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές χώρες το 2017 ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ρωσικής εταιρείας φυσικού αερίου «Gazprom». Η διαπάλη για τις εξαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχει οξυνθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς οι ΗΠΑ - με το υγροποιημένο αέριο (LNG) - επιδιώκουν να κερδίσουν το μεγαλύτερο μερίδιο της ευρωπαϊκής αγοράς. Εκεί αποσκοπεί και μεγάλο μέρος των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία, που πλήττουν και ευρωπαϊκούς - κυρίως γερμανικούς - επιχειρηματικούς ομίλους.

Η «Gazprom» εξήγαγε πέρυσι συνολικά 193,9 δισ. κυβικά μέτρα αερίου σε χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και την Τουρκία, δηλαδή 8,1% περισσότερο απ' ό,τι το 2016, όταν η αύξηση ήταν 12,44% για το τότε ρεκόρ των 178,3 δισ. κυβικών μέτρων. Ετσι, με τα νέα δεδομένα του 2017, αυξάνει το μερίδιο αγοράς της Ρωσίας στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Die Welt», και ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής της Ευρώπης, η Νορβηγία, αύξησε τις εξαγωγές της προς την ΕΕ το 2017 και κατέχει σήμερα περίπου το 1/4 του μεριδίου αγοράς.

Την ίδια στιγμή, εκατομμύρια νοικοκυριά στην Ευρώπη είναι αντιμέτωπα με την «ενεργειακή φτώχεια», δηλαδή όλο και περισσότερο δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος ή έχουν υποστεί διακοπές.

Η Γερμανία ο μεγαλύτερος αγοραστής

Ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικού φυσικού αερίου παραμένει η Γερμανία, η οποία προμηθεύτηκε πέρυσι 53,4 δισ. κυβικά μέτρα από την «Gazprom» (αύξηση 7,2% από το 2016). Η Τουρκία, ο δεύτερος μεγαλύτερος αγοραστής, εισήγαγε επίσης ποσότητα ρεκόρ από τη Ρωσία και συγκεκριμένα 29 δισ. κυβικά μέτρα. Πάντως, η Αυστρία σημείωσε τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση (39%), εισάγοντας 8,5 δισ. κυβικά μέτρα. Οπως σχολιάζει η «Welt», η μεγάλη ποσότητα που εισήγαγε η Αυστρία δεν εξηγείται μόνο από την ισχυρή φιλορωσική κατεύθυνση του Ράινερ Ζέελε, πρώην επικεφαλής της «Wintershall» και νυν επικεφαλής της αυστριακής εταιρείας Ενέργειας OMV. Εξηγείται επίσης από τη μεγαλύτερη ανάγκη για τοπική υπόγεια αποθήκευση φυσικού αερίου, που είχε αδειάσει σε μεγάλο βαθμό μετά τον προηγούμενο βαρύ χειμώνα και από την οποία εξυπηρετήθηκαν τότε και οι γύρω χώρες, όπως η Γερμανία.

Το γεγονός ότι η Ρωσία διαθέτει επίπεδα ρεκόρ αερίου στην Ευρώπη - πέρα από τις καιρικές συνθήκες κάθε χρονιάς - έχει να κάνει βασικά με τις χαμηλότερες τιμές του φυσικού αερίου που μεταφέρεται με αγωγούς σε σύγκριση με το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), ένας από τους βασικούς εξαγωγέας του οποίου είναι οι ΗΠΑ. Μάλιστα, οι πιο «ευέλικτες» τιμές που προσφέρει η «Gazprom» στις ευρωπαϊκές χώρες και την Τουρκία, έχουν να κάνουν και με τους υπό κατασκευή αγωγούς «Turkish Stream» (Μαύρη Θάλασσα) και «Nord Stream 2» (καταλήγει στη βόρεια Γερμανία), θέλοντας ο ρωσικός κολοσσός να «εξαγοράσει» τη στήριξη των χωρών αυτών.

Οι αντιθέσεις για το «Nord Stream 2»

Θυμίζουμε πως ο «Nord Stream 2» συγχρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς ενεργειακούς κολοσσούς όπως η (γερμανική) «Wintershall» και η (αυστριακή) OMV και θα καλύπτει τις ετήσιες γερμανικές εισαγωγές αερίου. Στο πλαίσιο των ανταγωνισμών μεταξύ των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων, αλλά και μεταξύ ευρωπαϊκών και αμερικανικών, η ΕΕ προσπαθεί να μπλοκάρει την κατασκευή του με διάφορα προσχήματα (περιβαλλοντικοί παράγοντες, απεξάρτηση από τη Ρωσία, πολυμερές εμπόριο κ.λπ.). Η ΕΕ - λόγω οικονομικών και γεωστρατηγικών αντιθέσεων - θέλει να εμποδίσει τις νέες δυνατότητες που προσφέρει ο ρωσικός αγωγός και παράλληλα να διατηρηθεί η διαμετακόμιση φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, κάτι που η «Gazprom» υπολογίζει πως θα σταματήσει ή θα μειωθεί στο ελάχιστο από το 2019.

Ιδιαίτερα η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες ασκούν πιέσεις κατά της κατασκευής του «Nord Stream 2», αξιοποιώντας το ζήτημα για τις αντιθέσεις τους με τη Ρωσία και την πρόσδεση των επιχειρηματικών τους ομίλων με τις ΗΠΑ. Ενδεικτικά, η Πολωνία, τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2017, έχει μειώσει τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία, ενώ το 2017 εισήγαγε LNG από τις ΗΠΑ για πρώτη φορά.

Οι ΗΠΑ δεν κρύβουν την αντίθεσή τους στην κατασκευή του «Nord Stream 2», που θα μειώσει κατά πολύ τις αμερικανικές εξαγωγές LNG και απειλούν τους συμμετέχοντες στο έργο ομίλους με κυρώσεις. «Είναι ακατανόητο ότι ξαφνικά κάποια τρίτα κράτη απαγορεύουν κάτι που είναι ευεργετικό για την Ευρώπη», είχε δηλώσει το φθινόπωρο στη «Welt» ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας, Αλεξάντερ Νόβακ. «Αυτά τα περιοριστικά μέτρα στοχεύουν στην αποτροπή του ανταγωνισμού. Δεν στρέφονται κατά της Ρωσίας, αλλά κατά της Ευρώπης, που χάνει την κυριαρχία της και τη δυνατότητα επιλογής για ενεργειακά έργα», πρόσθεσε.

Η «ενεργειακή φτώχεια» στα νοικοκυριά της Ευρώπης

Την ώρα που τα μονοπώλια «σφάζονται» για τους ενεργειακούς δρόμους και για την κερδοφορία τους, η θέρμανση και το ρεύμα για τα λαϊκά νοικοκυριά γίνονται όλο και ακριβότερα και πλέον η «ενεργειακή φτώχεια» εξελίσσεται σε έναν σημαντικό «δείκτη φτώχειας». Οπως δείχνουν στοιχεία της Eurostat (2016), το 8,7% των κατοίκων και το 21% των χαμηλόμισθων της ΕΕ δεν είχαν επαρκή θέρμανση.

Τα στοιχεία σε ορισμένες χώρες της ΕΕ φανερώνουν μια δραματική κατάσταση. Τα πιο υψηλά ποσοστά εμφανίζονται σε Βουλγαρία (39,2% του συνολικού πληθυσμού), Λιθουανία (29,3%), Ελλάδα (29,1%), Κύπρο (24,3%), Πορτογαλία (22,5%), Ιταλία (16,1%).

Στην «ευημερούσα» καπιταλιστική Γερμανία, μειώθηκε ελαφρά ο αριθμός των ανθρώπων που δεν μπορούν να ζεστάνουν επαρκώς το σπίτι τους, από 5,3% το 2013 σε 3,7% του συνολικού πληθυσμού και 12,4% των χαμηλόμισθων το 2016. Την ίδια χρονιά, όμως η σύνδεση φυσικού αερίου κόπηκε σε 38.576 γερμανικά νοικοκυριά λόγω απλήρωτων λογαριασμών.

Παρά τη μικρή βελτίωση, τα στοιχεία δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι η «ενεργειακή φτώχεια» είναι και παραμένει ένα «σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα», υπογραμμίζει ο Γιοχάνες Τέμα, από το Ινστιτούτο για το Κλίμα, το Περιβάλλον και την Ενέργεια του Βούπερταλ. «Μια διακοπή ρεύματος ή φυσικού αερίου, που για τις επιχειρήσεις Ενέργειας είναι η "έσχατη λύση", για μια οικογένεια - ιδιαίτερα αν έχει μικρά παιδιά - είναι απόλυτη καταστροφή», σημειώνει και προσθέτει: «Εξάλλου η "ενεργειακή φτώχεια" δεν ξεκινάει με τη διακοπή του ρεύματος ή του αερίου», αλλά με την αδυναμία μιας οικογένειας να ζεσταθεί επαρκώς, να πληρώσει έγκαιρα το ρεύμα κ.λπ. Αυτό αφορά στη Γερμανία 6,6 εκατ. νοικοκυριά, τα οποία οι επιχειρήσεις Ενέργειας απειλούσαν το 2016 με διακοπή της παροχής.

Χειρότερη είναι η κατάσταση σε σχέση με το ηλεκτρικό ρεύμα των νοικοκυριών, που έχει ακριβύνει πολύ τα τελευταία χρόνια. Ενας λόγος είναι η χρηματοδότηση της επέκτασης και εξασφάλισης του δικτύου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (αιολική και ηλιακή ενέργεια), αλλά και η μείωση της τιμής του ρεύματος για τις βιομηχανίες, προκειμένου να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Ενδεικτικά, στη Γερμανία, η χρηματοδότηση των ΑΠΕ ανέρχεται σε δισεκατομμύρια ευρώ και η τάση είναι αυξητική. Τη λεγόμενη «ενεργειακή μετάβαση» πληρώνουν τα νοικοκυριά μέσω των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος, το οποίο έχει ακριβύνει κατά 40% τα τελευταία 10 χρόνια, σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Ετσι, το 2016 κόπηκε το ρεύμα σε 328.000 γερμανικά νοικοκυριά εξαιτίας απλήρωτων λογαριασμών.


Ε. Μ.

ΒΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΦΡΙΚΗ
Οξυνση εντάσεων με φόντο τα φράγματα στο Νείλο

Το υπό κατασκευή γιγαντιαίο φράγμα GERD στην Αιθιοπία πριν από περίπου δύο χρόνια...

2016 DigitalGlobe

Το υπό κατασκευή γιγαντιαίο φράγμα GERD στην Αιθιοπία πριν από περίπου δύο χρόνια...
Καταιγιστικές εξελίξεις καταγράφονται το τελευταίο διάστημα, αναφορικά με τις γενικότερες αναδιατάξεις και αλλαγές που παρατηρούνται σε γεωπολιτικές ισορροπίες και συμμαχίες στην «εύφλεκτη» περιοχή της Βόρειας, Ανατολικής Αφρικής και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, με επίκεντρο τη διαχείριση του ποταμού Νείλου, αλλά και τις διεθνείς ναυτιλιακές οδούς στην Ερυθρά Θάλασσα, από όπου περνούν κάθε μέρα τεράστια φορτία εμπορευμάτων και Ενέργειας. Ωστόσο, οι τριβές γύρω από τον μεγαλύτερο σε μήκος ποταμό της Αφρικής πληθαίνουν, όσο περνούν τα χρόνια, σε χώρες της περιοχής που είχαν περιθωριοποιηθεί στο παρελθόν ή δεν υπήρχαν ακόμη στο χάρτη (π.χ. Ερυθραία που δημιουργήθηκε μετά την απόσχιση εδαφών από την Αιθιοπία το 1993). Οι αστικές τάξεις διεκδικούν έντονα πλέον το δικό τους μερτικό από την καπιταλιστική ανάπτυξη αλλά και την ισχυροποίηση της θέσης τους σε ένα ρευστό περιφερειακό πεδίο.

Η Αιθιοπία, που διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα νερού και τον τρίτο μεγαλύτερο στρατό στην Αφρική, αχανείς καλλιεργήσιμες εκτάσεις και σημαντικό (αλλά ανεκμετάλλευτο στο μεγαλύτερο μέρος) φυσικό και ορυκτό πλούτο, είναι μία τέτοια περίπτωση, παρά τους υψηλούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης (γύρω στο 6 με 7%) που παρουσιάζει την τελευταία δεκαετία. Οι πιο έντονες τριβές στις σχέσεις με γείτονές της, όπως η Αίγυπτος και το Σουδάν, εμφάνισαν μεγαλύτερη ορμή το 2011, όταν οι αρχές της χώρας ανέθεσαν στην κατασκευαστική εταιρεία «Salini Impergilo» από το Μιλάνο την κατασκευή του γιγαντιαίου φράγματος της «Μεγάλης Αιθιοπικής Αναγέννησης» (Grand Ethiopian Renaissance Dam, γνωστό και ως GERD) στο Γαλάζιο Νείλο, με κόστος κάτι λιγότερο από 5 δισεκατομμύρια δολάρια και στόχο την κατασκευή υδροηλεκτρικού σταθμού που θα παράγει πάνω από 6.000 MW μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια. Το φράγμα, που αναμένεται να γίνει το μεγαλύτερο στην Αφρική, προβλήθηκε από την αιθιοπική κυβέρνηση ως μελλοντικός πυλώνας της οικονομίας, της εκβιομηχάνισης και της ανάπτυξης, σε μία χώρα όπου τουλάχιστον το 40% του πληθυσμού περίπου 100.000.000 κατοίκων παραμένει δίχως αξιόπιστη πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτό προκάλεσε έντονες ανησυχίες σε Αίγυπτο και Σουδάν, καθώς «μοιραία» αμφότερες οι χώρες θα υποστούν μείωση στα αποθέματα νερού και αρνητικές συνέπειες στις οικονομίες τους, χάνοντας μερίδιο από τα νερά του Νείλου που απολαμβάνουν έως σήμερα.

Τα χαμόγελα των Προέδρων Αιθιοπίας Ησαΐα Αφουέρκι και Αιγύπτου Α. Φ. Σίσι, κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στο Κάιρο, δεν κρύβουν εύκολα τις εντάσεις από τις τριβές στις διμερείς σχέσεις λόγω του φράγματος GERD
Τα χαμόγελα των Προέδρων Αιθιοπίας Ησαΐα Αφουέρκι και Αιγύπτου Α. Φ. Σίσι, κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στο Κάιρο, δεν κρύβουν εύκολα τις εντάσεις από τις τριβές στις διμερείς σχέσεις λόγω του φράγματος GERD
Η Αίγυπτος, που εδώ και αιώνες είχε εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος από τα νερά του Νείλου, χάρη στις συμφωνίες του 1929 και του 1959 που διαμορφώθηκαν υπό τον τότε διεθνή και περιφερειακό συσχετισμό δυνάμεων, συνειδητοποίησε ότι οι όροι του «παιχνιδιού» αλλάζουν σε βάρος της. Υπολογίζει, για παράδειγμα, ότι θα υποστεί πιθανώς μείωση των αποθεμάτων νερού από το Νείλο κατά 22 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού το χρόνο, ότι οι Αιγύπτιοι τσιφλικάδες θα υποστούν ζημιές στην αγροτική παραγωγή και πως θα μειωθεί η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς στο Μεγάλο Φράγμα του Ασουάν, λόγω σημαντικής μείωσης στη στάθμη των νερών.

Ανάλογα, το Σουδάν, που παραμένει ενεργειακά διψασμένο παρά το μεγάλο φράγμα που έφτιαξε το 2015 στη βόρεια περιοχή Merowe (Merowe Dam) με κόστος 1,2 δισ. δολάρια, εκτιμά ότι θα υποστεί ζημιές, παρά τα πιθανά οφέλη από την εισαγωγή αιθιοπικής ηλεκτρικής ενέργειας.

Μπροστά σε αυτές τις πιθανές εξελίξεις, ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι πρωτοστάτησε στην επίτευξη μίας τριμερούς συμφωνίας με τους ομολόγους του σε Σουδάν και Αιθιοπία το Μάρτη του 2015, βάσει της οποίας συγκροτήθηκε τριμερής επιτροπή συνεργασίας για την εξεύρεση λύσης στα προβλήματα που θα προκύψουν από τη λειτουργία του αιθιοπικού φράγματος. Ωστόσο, οι 14 γύροι διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν κατέληξαν στα τέλη του περασμένου Νοέμβρη σε ναυάγιο. Στο μεσοδιάστημα, η Αιθιοπία επιτάχυνε τους ρυθμούς κατασκευής του γιγαντιαίου φράγματος με τις εργασίες, μέχρι πριν περίπου ένα δίμηνο, να είχαν ολοκληρωθεί κατά 63%. Παράλληλα, η αιγυπτιακή κυβέρνηση επιχείρησε να «παρακάμψει» το Σουδάν και να επιχειρήσει μία λύση με την Αιθιοπία σε διμερές επίπεδο, αυξάνοντας τις επαφές μεταξύ Καΐρου και Αντίς Αμπέμπα σε υπουργικό και σε ηγετικό επίπεδο, με πιο πρόσφατη την επίσκεψη που πραγματοποίησε την περασμένη Τετάρτη και Πέμπτη ο Αιθίοπας πρωθυπουργός Χαϊλεμαριάμ Ντεσαλέγκ στο Κάιρο.

Μέσα σε αυτό το κλίμα και με δεδομένη την όξυνση της περιφερειακής ενδοϊμπεριαλιστικής κόντρας που κλιμακώνεται από τον περασμένο Ιούνη στις σχέσεις της Αιγύπτου και των περισσότερων χωρών του Κόλπου με το Κατάρ, σημειώθηκαν και άλλες εξελίξεις, μπερδεύοντας ακόμη περισσότερο το «κουβάρι» των αντιθέσεων και σε σχέση με τα πολύτιμα νερά του ποταμού Νείλου.

Κινητικότητα στρατευμάτων

Στις αρχές Γενάρη η κυβέρνηση του Σουδάν ανακάλεσε τον πρέσβη της στο Κάιρο, με αφορμή όχι τόσο τις μακροχρόνιες διμερείς συνοριακές περιοχές στο λεγόμενο «τρίγωνο Χαλαΐμπ» (Halaib Triangle που εκτείνεται σε περιοχή 20.580 τ.χλμ., ελέγχεται και διοικείται την τελευταία 20ετία από την Αίγυπτο, αλλά διεκδικείται από το Σουδάν), αλλά γιατί θυμήθηκε αίφνης την περσινή απόφαση της Αιγύπτου να παραχωρήσει στη Σαουδική Αραβία τα στρατηγικής σημασίας νησάκια Τιράν και Σαναφίρ, την κηδεμονία των οποίων διεκδικεί το Σουδάν.

Σε απάντηση, Αιγύπτιοι στρατιωτικοί έστειλαν ελικοπτεροφόρο στην Ερυθρά Θάλασσα και ανέπτυξαν στρατεύματα σε βάση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Ερυθραία.

Η παρουσία αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Ερυθραία ενόχλησε σφόδρα και την Αιθιοπία, που απέρριψε την πρόταση της Αιγύπτου για αποκλεισμό του Σουδάν από τις διαπραγματεύσεις για το φράγμα GERD, αυξάνοντας παράλληλα και εκείνη τις δυνάμεις του στρατού στα σύνορα με την Ερυθραία. Επιπροσθέτως, πριν μερικές βδομάδες ο Αιθίοπας πρωθυπουργός Χαϊλεμαριάμ Ντεσαλέγκ φιλοξένησε τον υπουργό Αμυνας του Σουδάν και τον αρχηγό του ΓΕΣ Ιμάντ Αντάουι, για να συζητήσουν την αναβάθμιση των διμερών «στρατηγικών σχέσεων», ενώ διέταξε την ακόμη μεγαλύτερη επίσπευση των εργασιών κατασκευής του φράγματος.

Η εξέλιξη προκάλεσε αντίδραση και από τη μεριά του Σουδάν, καθώς το επόμενο διάστημα αναφέρθηκε η ανάπτυξη χιλιάδων Σουδανών στρατιωτών επίσης στα σύνορα με την Ερυθραία, τη μοναδική χώρα της περιοχής που δεν έχει πρόσβαση στα νερά του Νείλου. Ας σημειωθεί ότι τα γεγονότα αυτά συνέπεσαν με την ιστορική επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου Ρ. Τ. Ερντογάν στο Σουδάν (αρχές Γενάρη) και τις διμερείς οικονομικές και στρατιωτικές συμφωνίες συνεργασίας, με πιο εντυπωσιακή εκείνη που αφορά την κατασκευή ναυτικής βάσης για εμπορικά και στρατιωτικά πλοία στο λιμάνι Σουακίν, που είχε ακμάσει την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά έπεσε σε μαρασμό μετά την κατασκευή του μεγαλύτερου λιμανιού Πορτ Σουδάν στην Ερυθρά Θάλασσα. Η στενότερη συνεργασία Σουδάν και Τουρκίας, η οποία είναι μεταξύ άλλων και σύμμαχος του Κατάρ (με στρατιωτική βάση σε Σομαλία και Κατάρ), προκαλεί εκνευρισμό στην Αίγυπτο. Οχι μόνο γιατί η κυβέρνηση του Τούρκου Προέδρου Ρ. Τ. Ερντογάν παρείχε απροκάλυπτα στήριξη στους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» και τον Αιγύπτιο ισλαμιστή πρώην Πρόεδρο Μ. Μόρσι, αλλά και επειδή η Αγκυρα αναπτύσσει έντονα τις σχέσεις με το Κατάρ, με το οποίο Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κοντράρονται στο πλαίσιο της ενδοϊμπεριαλιστικής περιφερειακής σύγκρουσης στον Περσικό Κόλπο με το Ιράν.

Μπροστά στις διαδοχικές πληροφορίες για επικίνδυνες μετακινήσεις στρατευμάτων στην ευρύτερη περιοχή και ενόψει των προεδρικών αιγυπτιακών εκλογών στα τέλη του ερχόμενου Μάρτη, ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι εμφανίστηκε στις αρχές της βδομάδας με τηλεοπτικό διάγγελμά του σχετικά καθησυχαστικός. Είπε ότι η χώρα του «δεν θα πάει σε πόλεμο με τα αδέλφια της» όπως το Σουδάν και η Αιθιοπία, ωστόσο προειδοποίησε ότι η Αίγυπτος κάνει «μεγάλες επενδύσεις στο στρατό» και στην «προστασία της εθνικής ασφάλειας».

Οσα διαδραματίζονται το τελευταίο διάστημα ιδιαίτερα στον «άξονα» των Φραγμάτων του Νείλου (Φράγμα Ασουάν στην Αίγυπτο, Φράγμα GERD στην Αιθιοπία και Φράγμα Merowe στο Σουδάν), επαναφέρουν στο προσκήνιο παλιότερα γνωστά σενάρια που περιέγραφαν το ξεκίνημα νέων πολέμων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, όχι μόνο για τις πηγές και οδούς Ενέργειας αλλά και για το νερό. Τα σενάρια αυτά δεν θα πρέπει να υποτιμούνται, ιδιαίτερα όσο εντείνεται στη γεωπολιτική αρένα η κινητικότητα μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων με φόντο τις εντεινόμενες κλιματικές αλλαγές αλλά και τις κόντρες των μονοπωλιακών ομίλων που απομυζούν αέναα τον ιδρώτα των εργατών, βρωμίζουν τα νερά τεράστιων ποταμών όπως αυτά του Νείλου και καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον προς όφελος της μεγιστοποίησης του κέρδους.

Η «όρεξη» των μονοπωλίων για ξαναμοίρασμα της πίτας με αφορμή νέες αγορές και μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους έχει ανοίξει και πάλι, αυξάνοντας για άλλη μία φορά τους κινδύνους για νέες, ακόμα και πολεμικές αναμετρήσεις, προβάλλοντας στους λαούς «φούμαρα» περί ευκαιριών ανάπτυξης λόγω μεγάλων έργων.


Δ. ΟΡΦ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ