Παρασκευή 11 Απρίλη 2025
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Δεν μας φοβίζουν οι πόλεμοι», διαμηνύει ξανά το Πεκίνο

Στο Πεκίνο ο Λι Τζιαν, εκπρόσωπος του ΥΠΕΞ, είπε ότι οι αμερικανικοί δασμοί «πηγαίνουν κόντρα σε ολόκληρο τον κόσμο», σχολιάζοντας την αύξηση των δασμών κατά των κινεζικών προϊόντων στο 124%.

Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση Τραμπ «πάγωσε» τους αυξημένους «ανταποδοτικούς» δασμούς που επέβαλε σε δεκάδες χώρες, αλλά «απογείωσε» τους δασμούς έναντι του Πεκίνου και τους έθεσε σε ισχύ.

«Θα επαναλάβω ότι οι εμπορικοί πόλεμοι δεν έχουν νικητή. Η Κίνα δεν γυρεύει καβγά, αλλά και δεν φοβάται αυτούς τους πολέμους. Δεν θα μείνουμε άπραγοι όταν τα έννομα συμφέροντα και δικαιώματα των Κινέζων δέχονται επίθεση, ή όταν υπονομεύονται οι διεθνείς εμπορικοί κανόνες και το καθεστώς πολυμερούς εμπορίου. Αν οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να δώσουν έναν εμπορικό πόλεμο, η απάντηση της Κίνας θα συνεχιστεί μέχρι τέλους. Αν οι ΗΠΑ βάζουν πριν από το δημόσιο καλό της διεθνούς κοινότητας τα δικά τους συμφέροντα και θυσιάζουν τα έννομα συμφέροντα της διεθνούς κοινότητας για τη δική τους ηγεμονία, σίγουρα θα συναντήσουν ισχυρότερη αντίδραση από την διεθνή κοινότητα», πρόσθεσε.

Η δε Χε Γιονγκτσιάν, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου, υποστήριξε ότι η «επιβολή δασμών αδιακρίτως, σε όλους τους εμπορικούς τους εταίρους», που ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ, «παραβιάζει τα δικαιώματα και τα νόμιμα συμφέροντα των κινεζικών επιχειρήσεων και επηρεάζει σοβαρά τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομικής τάξης».

Και εξέφρασε την ελπίδα «να συναντηθούμε με τις ΗΠΑ στα μισά του δρόμου, και με βάση τις αρχές του αμοιβαίου σεβασμού και της ειρηνικής συνύπαρξης να χειριστούμε κατάλληλα τις διαφωνίες, μέσω διαλόγου και διαβούλευσης».

Τέλος, το Εθνικό Γραφείο Κινηματογράφου της Κίνας ανακοίνωσε ότι «θα ακολουθήσουμε τους νόμους της αγοράς, θα σεβαστούμε τις επιλογές των θεατών και θα μειώσουμε αρκετά τις εισαγόμενες αμερικανικές ταινίες», καταγγέλλοντας «τις κακές πρακτικές της αμερικανικής κυβέρνησης, που συνίστανται σε κατάχρηση των δασμών κατά της Κίνας».

Η κίνηση αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός επιπλέον μετώπου στην αντιπαράθεση ΗΠΑ - Κίνας, καθώς η δεύτερη έχει μεν πολύ μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα στο διμερές εμπόριο των δύο χωρών, ωστόσο οι ΗΠΑ διατηρούν πλεόνασμα στις υπηρεσίες, οι οποίες θα μπορούσαν να βρεθούν στο στόχαστρο των αντιμέτρων του Πεκίνου.

Αργότερα χτες ο Τραμπ δήλωσε ότι «θα ήθελα πάρα πολύ να συνάψουμε μια συμφωνία» με την Κίνα, αλλά και ότι «η μετάβαση θα έχει ένα κόστος και θα προκαλέσει προβλήματα, όμως στο τέλος θα είναι ένα καλό πράγμα».

«ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»
Η ΕΕ «πάγωσε» τα αντίμετρα και δηλώνει έτοιμη για παζάρι με τις ΗΠΑ

Σε πρώτο πλάνο παραμένει η όξυνση των ευρωατλαντικών αντιθέσεων και η επιδίωξη των ΗΠΑ για «κοινό μπλοκ» έναντι της Κίνας

Από τη χτεσινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στις ΗΠΑ
Από τη χτεσινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στις ΗΠΑ
Ετοιμότητα για ένταση των παζαριών με τις ΗΠΑ δηλώνει η ΕΕ, η οποία ανακοίνωσε χθες ότι «παγώνει» και αυτή για 90 μέρες τα αντίμετρα που είχε δρομολογήσει ως απάντηση σε προηγούμενους δασμούς των ΗΠΑ, μια μέρα μετά από αντίστοιχη απόφαση «παγώματος» που γνωστοποίησε η κυβέρνηση Τραμπ για τους αυξημένους «ανταποδοτικούς» δασμούς 20% που επέβαλε στη «σύμμαχο» ΕΕ.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την έκβαση των παζαριών, σε πρώτο πλάνο παραμένει η όξυνση των αντιθέσεων στο εσωτερικό του ευρωατλαντικού μπλοκ, με τις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν κάθε μέσο έναντι αντιπάλων και «συμμάχων» για τη διασφάλιση των συμφερόντων των αμερικανικών μονοπωλίων, κι ενώ η κυβέρνηση Τραμπ πιέζει ανοιχτά πλέον την ΕΕ για «κοινό μπλοκ» έναντι της Κίνας.

«Σημειώνουμε την ανακοίνωση του Προέδρου Τραμπ. Θέλουμε να δώσουμε μια ευκαιρία στις διαπραγματεύσεις», δήλωσε χτες η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοινώνοντας ότι, λίγες ώρες μόνο μετά από την έγκριση - την Τετάρτη το μεσημέρι - του πρώτου πακέτου αντιμέτρων της ΕΕ (αποτελούν απάντηση στους αυξημένους δασμούς που επέβαλλαν οι ΗΠΑ πριν κάποιες βδομάδες σε χάλυβα και αλουμίνιο, οι οποίοι εξακολουθούν να ισχύουν), οι Βρυξέλλες αναστέλλουν τα αντίμετρα «για 90 ημέρες», αλλά «εάν οι διαπραγματεύσεις δεν είναι ικανοποιητικές, (αυτά) θα ξεκινήσουν». Πρόσθεσε ότι «οι προπαρασκευαστικές εργασίες για περαιτέρω αντίμετρα συνεχίζονται» και ότι «όλες οι επιλογές παραμένουν στο τραπέζι».

Την ίδια στιγμή δήλωσε ετοιμότητα για διαπραγμάτευση μιας «αμοιβαία επωφελούς και χωρίς τριβές εμπορίου συμφωνίας» με τις ΗΠΑ, επαναλαμβάνοντας ότι τάσσεται «σταθερά υπέρ μιας συμφωνίας μηδενικών δασμών μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ».

Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Ολαφ Γκιλ, είπε χαρακτηριστικά ότι «πατάμε το κουμπί της παύσης» και «είμαστε έτοιμοι για μια συμφωνία, ας μιλήσουμε». Ο ίδιος πρόσθεσε ότι «μπορεί να επιτευχθεί μια εμπορική συμφωνία που θα είναι επωφελής και θέλουμε (αυτή) να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατό».

Μεταξύ άλλων είπε ότι πριν λίγα 24ωρα ο Ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου Μ. Σέφκοβιτς είχε νέα, «καλή» τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αμερικανό υπουργό Εμπορίου, Χ. Λούτνικ.

Οταν δε κλήθηκε να σχολιάσει τις μεμονωμένες διαπραγματεύσεις που επιδιώκουν οι ΗΠΑ με τα κράτη - μέλη της ΕΕ, έσπευσε να θυμίσει πως «είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για ζητήματα εμπορίου και αυτό έχει κατοχυρωθεί σε συνθήκη».

Επιπλέον, ο Γκιλ επιβεβαίωσε ότι φουντώνουν και παζάρια για να αυξηθούν οι ευρωπαϊκές αγορές αμερικανικού LNG, χαρακτηρίζοντας «την Ενέργεια γενικότερα ως έναν τομέα για τον οποίο είμαστε ευτυχείς να συζητήσουμε λεπτομερέστερα...».

«Συνεχίζουμε να ψάχνουμε και άλλους εταίρους»

«Παράλληλα», όπως είχε ξεκαθαρίσει νωρίτερα η φον ντερ Λάιεν, «η Ευρώπη συνεχίζει να επικεντρώνεται στη διαφοροποίηση των εμπορικών της συνεργασιών, συναλλασσόμενη με χώρες που αντιπροσωπεύουν το 87% του παγκόσμιου εμπορίου και οι οποίες μοιράζονται τη δέσμευσή μας για μια ελεύθερη και ανοικτή ανταλλαγή προϊόντων, υπηρεσιών και ιδεών», καταλήγοντας: «Αυτή η κρίση έχει ξεκαθαρίσει ένα πράγμα: Σε αβέβαιους καιρούς η ενιαία αγορά είναι η άγκυρα σταθερότητας και ανθεκτικότητάς μας».

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας και μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, δήλωσε ότι η πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης τις τελευταίες βδομάδες «λειτουργεί κατά της εμπιστοσύνης στο αμερικανικό νόμισμα», υποστηρίζοντας ότι αυτό μπορεί να επιδράσει θετικά στην ανάπτυξη του διεθνούς ρόλου του ευρώ.

«Δόξα τω Θεώ, η Ευρώπη, πριν από 25 χρόνια, δημιούργησε το ευρώ. Δημιουργήσαμε τη δική μας νομισματική αυτονομία, μπορούμε να διαχειριστούμε τα δικά μας επιτόκια με διαφορετικό τρόπο από τους Αμερικανούς, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε προηγουμένως», ανέφερε.

«Αξιοσημείωτες συμφωνίες» ψάχνει η Ουάσιγκτον

Στην Ουάσιγκτον, όπου χτες ο Πρόεδρος Τραμπ συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο για να εξετάσει τα επόμενα βήματα στα παζάρια με τους διάφορους εμπορικούς εταίρους, ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου επί οικονομικών θεμάτων, Κέβιν Χάσετ, δήλωσε στο CNBC ότι «το 10% είναι το κατώτατο όριο για τους δασμούς μας. Και θα χρειαζόταν μια αξιοσημείωτη συμφωνία για να θελήσει ο Πρόεδρος να πάει χαμηλότερα».

Υπενθυμίζεται ότι την προηγούμενη βδομάδα ο Αμερικανός Πρόεδρος ανακοίνωσε την επιβολή «ανταποδοτικού» δασμού 10% σε όλες τις εισαγωγές προϊόντων στις ΗΠΑ και ο δασμός αυτός παραμένει σε ισχύ.

Οπως πρόσθεσε ο Χάσετ, «ο Πρόεδρος γνωρίζει ότι για να επιτύχουμε τις απαραίτητες αλλαγές υπέρ των Αμερικανών εργαζομένων (σ.σ. δηλαδή του αμερικανικού κεφαλαίου) πρέπει να ασκήσουμε επαρκή πίεση στους οικονομικούς μας εταίρους», ενώ ισχυρίστηκε ότι «το USTR (Γραφείο Εμπορικού Αντιπροσώπου ΗΠΑ) μας ενημέρωσε ότι υπάρχουν ίσως 15 χώρες τώρα που έχουν κάνει σαφείς προσφορές που μελετάμε, εξετάζουμε και αποφασίζουμε αν είναι αρκετά καλές για να τις παρουσιάσουμε στον Πρόεδρο». Είπε δε ότι τις επόμενες 3-4 βδομάδες αναμένεται μεγάλη κινητικότητα σε διαπραγματεύσεις πιθανών νέων εμπορικών συμφωνιών, μιλώντας για μια διαδικασία που «ξεκίνησε πολύ πριν».

Στο επίκεντρο το παζάρι και με χώρες τις Ασίας

Μεταξύ των περιοχών που φαίνεται ότι η Ουάσιγκτον ιεραρχεί επιδιώκοντας πιο συμφέρουσες «συνεργασίες» είναι και η Ασία, δεδομένης και της γειτνίασής της με Κίνα - Ρωσία, σε ένα κρίσιμο εμπορικό και στρατιωτικό διεθνές πέρασμα για τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Βιετνάμ, Χο Ντουκ Φοκ, που χτες συναντήθηκε στην Ουάσιγκτον με τον Αμερικανό εκπρόσωπο για το Εμπόριο, Τζέιμισον Γκριρ, και εκπροσώπους εταιρειών, γερουσιαστές κ.τ.λ., είπε ότι οι δύο χώρες «θα πρέπει να διαπραγματευθούν άμεσα μια διμερή εμπορική συμφωνία (...) προκειμένου να προωθήσουν τις σταθερές και αμοιβαία επωφελείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις».

Την ίδια στιγμή, οι υπουργοί Οικονομικών της Ενωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) συμφώνησαν χτες «να μην επιβάλουν μέτρα αντιποίνων» στις ΗΠΑ και δήλωσαν έτοιμοι για να ξεκινήσει ένας διάλογος. «Η ASEAN, ως πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, ανησυχεί πολύ από την πρόσφατη εισαγωγή μονομερών τελωνειακών δασμών από τις ΗΠΑ» ανέφεραν, εκφράζοντας «την κοινή μας πρόθεση να δεσμευτούμε σε έναν ειλικρινή και εποικοδομητικό διάλογο με τις ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες σε σχέση με το εμπόριο».

Θυμίζουμε ότι στην ASEAN ανήκουν και χώρες που είδαν τους δασμούς σε εξαγωγές τους στις ΗΠΑ να φτάνουν σε 32% - 49%.

Τέλος, ας καταγραφεί ότι υπό το βάρος των εξελίξεων, τον Μάρτη παρατηρήθηκε μεγάλη στροφή προς τα νοτιοκορεατικά ναυπηγεία. Ηδη αναλύσεις εστιάζουν στην προσπάθεια της Σεούλ να αξιοποιήσει στο παζάρι της με την Ουάσιγκτον τα πλεονεκτήματα που της δίνει το προβάδισμα του συγκεκριμένου βιομηχανικού κλάδου.

Σύμφωνα με στοιχεία της ειδικευμένης στον κλάδο ψηφιακής πλατφόρμας Clarkson Research Service, τα νοτιοκορεατικά ναυπηγεία συγκέντρωσαν τον Μάρτιο το 55% των διεθνών παραγγελιών νέων πλοίων με βάση τη χωρητικότητα, συγκεντρώνοντας παραγγελίες για 820.000 αντισταθμισμένους μεικτούς τόνους (CGT), σε σύγκριση με τα κινεζικά ναυπηγεία που έκλεισαν 520.000 CGT τον Μάρτιο.

Με βάση τον αριθμό των πλοίων η Κίνα διατήρησε προβάδισμα, με 31 παραγγελίες πλοίων, έναντι 17 της Νότιας Κορέας.


Α. Μ.

ΦΟΡΟΥΜ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ
Σε εποχή «συνδυασμένων κρίσεων» και γεωπολιτικών συγκρούσεων

2025 The Associated Press. All

Τις μεγάλες συγκρούσεις που φέρνουν οι ανταγωνισμοί του κεφαλαίου για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών και διαύλων και τις συνέπειές τους για τους λαούς, ειδικά μέσα από πολυδιαφημισμένα σχέδια όπως οι «διασυνδέσεις» και η περιλάλητη «ασφάλεια», αποτύπωσαν τοποθετήσεις σειράς στελεχών και επιχειρηματιών που μίλησαν χθες στο Φόρουμ των Δελφών.

Ενδεικτικά, σε ενότητα για τη γεωπολιτική, την ασφάλεια στη θάλασσα και την παγκόσμια ναυτιλία, ο Akio Takahara, καθηγητής στο Woman's Christian University στο Τόκιο, τόνισε ότι ζούμε «σε εποχή συνδυασμένων κρίσεων» (οικονομικής, κλιματικής κ.λπ.) αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η άνοδος της Κίνας, που στόχο της είναι να γίνει παγκόσμια υπερδύναμη. Θέμα που πρέπει να μελετηθεί είναι η σχέση της με τη Ρωσία, είπε, προσθέτοντας ότι χρειάζεται τη Μόσχα για να υπερκεράσει τις ΗΠΑ. Σε αντίβαρο, κάλεσε τις άλλες χώρες - μεσαίες δυνάμεις - να συλλογιστούν τι σημαίνει για τα συμφέροντά τους το αφήγημα της Κίνας.

Ο Αθ. Πλατιάς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, συμφώνησε, προσθέτοντας Ιράν και Βόρεια Κορέα σε αυτό που παρουσίασε ως έναν ευρασιατικό άξονα ο οποίος αντιπαρατίθεται στον ευρωατλαντικό, σε έναν «νέο ψυχρό πόλεμο», με τον ανταγωνισμό τους να απλώνεται στις θαλάσσιες ζώνες γύρω από την Ευρασία, από την Αρκτική μέχρι τη Νότια Κινεζική Θάλασσα, όπου διεξάγεται το 1/3 του παγκόσμιου εμπορίου όπως τόνισε, για να υπογραμμίσει ότι οι Ευρωατλαντικοί δεν θα επιτρέψουν ποτέ να το ελέγξει η Κίνα. Στο ενδιάμεσο διέκρινε προσπάθειες συμβιβασμού, όπως μεταξύ ΗΠΑ - Ρωσίας π.χ. στο Ουκρανικό.

«Ο αιώνας της Κίνας»

Μία μέρα πριν, σε ενότητα με θέμα το αν όντως είμαστε στον «αιώνα της Κίνας», ο Cheng Li, στέλεχος του Centre on Governance of China and the World (CGCW) του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, μίλησε για εκ νέου ανάδυση της Κίνας στο προσκήνιο, μέσα σε αλλαγές στο γεωπολιτικό τοπίο, που δεν είναι πάντα εύκολες. «Η κινεζική ηγεσία αισθάνεται ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της», πρόσθεσε, αναφερόμενος στον οικονομικό και εμπορικό «πόλεμο» που ξέσπασε με τις ΗΠΑ, και τόνισε ότι είναι κομμάτι ευρύτερης αντιπαράθεσης, όπου το Πεκίνο προσέρχεται «με ανθεκτικότητα και πολιτική σταθερότητα», ενώ ταυτόχρονα στηρίζεται σε μια «διευρυμένη μεσαία τάξη», με αύξηση στις ιδιωτικές καταθέσεις, ακόμα και σε απομακρυσμένες περιοχές. Τέλος, αναγνώρισε μεν την οικονομική πρωτοκαθεδρία της Κίνας, αλλά επέμεινε ότι υστερεί ακόμα με όρους «μαλακής ισχύος» (διπλωματικοί, πολιτιστικοί δεσμοί κ.ο.κ.) και ότι θα ήταν πιο δόκιμο να μιλήσουμε για ανάδειξη συνολικά του ρόλου της Ασίας στο κομμάτι της Απω Ανατολής, όπου - όπως είπε - η «μεσαία τάξη» μεγάλωσε 20 φορές τα τελευταία 10 χρόνια.

Ο Henry Huiyao Wang, επικεφαλής του Center for China and Globalization (CCG), πρώην σύμβουλος στο Κρατικό Συμβούλιο της Κίνας, είπε ότι η αντιπαράθεση που ξέσπασε με τις ΗΠΑ είναι «αντιπαραγωγική», καθώς οι αμερικανικές εξαγωγές στην Κίνα είναι περισσότερες από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Θύμισε βέβαια με νόημα ότι η Κίνα έχει ταυτόχρονα στα χέρια της το μεγαλύτερο μέρος του χρέους των ΗΠΑ. Σε αυτό το φόντο, κάλεσε σε «διάλογο», προβλέποντας ότι στο τέλος θα επικρατήσουν «λογικές προσεγγίσεις». Σε κάθε περίπτωση, έβαλε στα υπέρ της Κίνας για την πρωτοκαθεδρία την «πολιτική σταθερότητα», την προσέλκυση επενδύσεων από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και την ύπαρξη μιας «εύρωστης μεσαίας τάξης», που στηρίζει την εσωτερική ζήτηση και παραγωγή.

Ο Rob De Wijk, αναλυτής από την Ολλανδία, επέμεινε πως ό,τι σχέδιο κάνει ο Τραμπ, από τη Φινλανδία μέχρι τον Παναμά, έχει στο μυαλό του την Κίνα, καθώς το Πεκίνο ηγείται πλέον στους περισσότερους τομείς σύγχρονων τεχνολογιών. Το αν θα γίνει τελικά η Νο 1 δύναμη στον κόσμο εκτίμησε ότι θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα την αντιμετωπίσει ο Τραμπ. Εβαλε επίσης θέμα ότι καθώς η «ενδοδυτική εμπιστοσύνη» διαρρήχθηκε, αυτό αλλάζει τη «γεωστρατηγική σύνθεση του κόσμου» (τις κολεγιές βασικά), με μεγάλους κινδύνους για τη θέση των ΗΠΑ όπως είπε. Αλλωστε, κάλεσε σε «διάλογο» Ευρώπης - Κίνας πάνω σε «κοινά συμφέροντα».

Σε παρεμφερή ενότητα, για το αν βρισκόμαστε σε έναν «δεύτερο ψυχρό πόλεμο», μεταξύ Κίνας - ΗΠΑ, ο Da Wei, στέλεχος του Πανεπιστημίου Tsinghua στην Κίνα, είπε ότι Πεκίνο και Ευρωπαίοι προσπαθούν να βρουν τρόπους «να αποφύγουν την καταστροφή που προκαλεί η πολιτική Τραμπ». Επί του πεδίου απέκλεισε μια «κλασική» πολεμική αντιπαράθεση, αλλά όχι και το ενδεχόμενο επιμέρους επεισοδίων.

Η Joan Kaufman, στέλεχος για ακαδημαϊκά προγράμματα υπότροφων στις ΗΠΑ, τόνισε ότι η Αμερική χάνει τον «πόλεμο» με την Κίνα για την προσέλκυση ταλέντων και την παραγωγή ακαδημαϊκού προσωπικού. «Κάθε χρόνο βγάζουν πολύ περισσότερους επιστήμονες, ενώ οι περικοπές στην Εκπαίδευση θα δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση, με αποτέλεσμα να χάνουμε τη μάχη της καινοτομίας και της τεχνολογικής υπεροχής», υπογράμμισε. Εθεσε δε ζήτημα ότι δεν γίνονται ανταλλαγές φοιτητών μεταξύ των δύο χωρών, με αποτέλεσμα να χάνονται ευκαιρίες για παραγωγή στις ΗΠΑ «ειδικών» πάνω σε ζητήματα της Κίνας.

Η Mabel Lu Miao, στέλεχος στο κινεζικό «Κέντρο για την Κίνα και την Παγκοσμιοποίηση», έθεσε το ζήτημα ότι οι ΗΠΑ εδώ και χρόνια παρεμβαίνουν σε θέματα όπως της Νότιας Θάλασσας και της Ταϊβάν, παραγνωρίζοντας νόμιμα δικαιώματα της Κίνας, αλλά πλέον απομονώθηκαν μόνες τους από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλάζοντας την παγκόσμια εικόνα, με την Κίνα να στέκεται στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», υπερασπιζόμενη την «πολυμέρεια» και το ελεύθερο εμπόριο.

Ο Ahmed Aboudouh, επικεφαλής Κινεζικών Σπουδών στο Emirates Policy Center στη Βρετανία, είπε ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση, πολύ πιο σύνθετη από τον ψυχρό πόλεμο που γνωρίσαμε προηγουμένως. Βάζοντας μια σειρά παραμέτρους, απέφυγε να χρίσει την Κίνα «νικήτρια», «τουλάχιστον όχι ακόμα».

Τα έργα «διασύνδεσης» απαιτούν και ευρωατλαντική «ασφάλεια»...

Χτες, σε ενότητα για τη Διασύνδεση Μεσογείου - Κόλπου, ο Ισραηλινός υποστράτηγος ε.α. Tamir Hayman, εκτελεστικός διευθυντής στο Ινστιτούτο Μελετών Εθνικής Ασφάλειας του Ισραήλ, είπε ότι «η διασυνδεσιμότητα χρειάζεται ασφάλεια» και το Ισραήλ έχει τη δυνατότητα να εγγυηθεί την ασφάλεια και σταθερότητα της περιοχής, εξ ου και «πρέπει να διασυνδεθεί» με τον Διάδρομο Ινδίας - Μέσης Ανατολής - Ευρώπης (IMEC). Χαιρέτισε το γεγονός ότι η Συρία αφαιρέθηκε από κόμβος σύνδεσης του Ιράν με τη Χεζμπολάχ, αλλά έβαλε στο στόχαστρο τους Χούθι και τη δράση τους στην Ερυθρά, όπου - θυμίζουμε - έχει αποσταλεί και ελληνική φρεγάτα.

Η Ebtesam Al-Ketbi, πρόεδρος του Κέντρου Πολιτικής των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, είπε ότι η διασύνδεση των δύο περιοχών δεν είναι απλά ένα «όραμα λοτζίστικς», αλλά χρειάζεται σταθερότητα για να προχωρήσει. Αναφέρθηκε κι αυτή σε αδύναμα σημεία στον χάρτη των σχεδιασμών τους, όπως η Συρία, τονίζοντας ότι εκεί δρουν χιλιάδες ξένοι μαχητές, ανεξέλεγκτοι ακόμα και από το νέο καθεστώς στη Δαμασκό, που το χαρακτήρισε αδύναμο και διεφθαρμένο.

Ο Mohammed Baharoon, γενικός διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Δημόσιας Πολιτικής του Ντουμπάι, είπε ότι η διασύνδεση αυτή δεν θα βοηθήσει μόνο στις σχέσεις των αραβικών χωρών με το Ισραήλ αλλά και σε αυτές των δύο προορισμών του Διαδρόμου, με τη διακίνηση εμπορευμάτων, χρημάτων και ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και τη διακίνηση γνώσεων, εφαρμογών υψηλής τεχνολογίας κ.λπ. Μιλώντας κι αυτός για τη Συρία, τη χαρακτήρισε κρίσιμη για τη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τα μέτρα που θα πάρουν.

Παραπέρα, σε ενότητα για τη λεγόμενη «γεωοικονομική» στον Ινδο-Ειρηνικό και τις «επιπτώσεις για την ευρωαλαντική ασφάλεια», ο Akio Takahara κατηγόρησε την Κίνα ότι ασκεί στρατιωτική πίεση στην Ταϊβάν, με κινδύνους για το παγκόσμιο εμπόριο και τη ναυτιλία, για «τσουνάμι» σε ολόκληρη την οικονομία του πλανήτη, όπως είπε.

Ο Simon Tay, πρέσβης της Σιγκαπούρης στην Ελλάδα, μίλησε επίσης για την Κίνα, καλώντας «να μην είμαστε αφελείς» ως προς τις προθέσεις της και να παρθούν μέτρα διασφάλισης του στάτους κβο στην περιοχή. Για τους δασμούς Τραμπ και τις συνέπειές τους, τόνισε ότι «δεν υπάρχει υποκατάστατο των ΗΠΑ (από πλευράς αγοράς, δυνατοτήτων κ.λπ.)», αλλά «αν δεν θέλουν να παίξουν μαζί μας, τότε πρέπει να πάμε σε ένα πλάνο Β», με τόνωση των δεσμών και σχέσεων μεταξύ των άλλων ευρωατλαντικών κέντρων.

Τέλος, σε ενότητα για τη σημασία της Μαύρης Θάλασσας ο Τακάν Ιλντέμ, πρόεδρος του τουρκικού Κέντρου Οικονομικών Μελετών και Μελετών Εξωτερικής Πολιτικής, τόνισε ότι συνδέει όλες τις περιοχές, από την Κασπία μέχρι τα Βαλκάνια, εξ ου και είναι αναγκαίο να «επιλυθούν» οι συγκρούσεις όπως είπε, ενώ εστιάζοντας στον ρόλο της Αγκυρας την παρουσίασε ως θεματοφύλακα της Συνθήκης του Μοντρέ. Αναφέρθηκε κι αυτός στο σχέδιο για τον Διάδρομο Ινδίας - Ευρώπης, όπως και σε άλλα σχέδια, ωστόσο αντέτεινε ότι χρειάζονται όλα αυτά να αλληλοσυμπληρώνονται και να διασυνδέονται, πλασάροντας την αξία του Μεσαίου Διαδρόμου (συνδέει Κίνα με Ευρώπη μέσω Κασπίας) που προμοτάρει η τουρκική αστική τάξη.

«Εσκασαν από τα κέρδη» και θέλουν κι άλλα οι εφοπλιστές

Πώς στέκεται το ελληνικό κεφάλαιο απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις; Σε ενότητα για τις «προκλήσεις της ελληνικής ναυτιλίας στην τρέχουσα γεωπολιτική διαταραχή», ο εφοπλιστής Πάνος Λασκαρίδης αναφέρθηκε στους δασμούς λέγοντας ότι θα υπάρξουν μεν κάποιες αναταράξεις στη ναυτιλία, αλλά «όχι θεμελιώδους μορφής, μόνο μεμονωμένες, σε μεμονωμένους τύπους πλοίων και μεμονωμένους τύπους εμπορευμάτων» όπως τόνισε, σε ορισμένες εμπορικές διαδρομές. Δεν θα υπάρξει μεγάλη ύφεση ή πτώση στη ναυτιλία, εκτίμησε, προσθέτοντας ότι πιο πολύ ανησυχούν για το ενδεχόμενο τελών που εξήγγειλε ο Τραμπ για τη ναυτιλία.

Προέβλεψε ότι από αυτό το βάρος ίσως γίνει ένα ξεκαθάρισμα, με κάποιες μικρές εταιρείες να «αποσύρονται», αλλά τις μεγάλες να επιβιώνουν και να πηγαίνουν ακόμα και καλύτερα, μεταφέροντας άλλωστε τα τέλη αυτά στους χρονοναυλωτές των πλοίων όπως είπε.

Εκτίμησε δε ότι η ΕΕ δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί όλα αυτά τα χρόνια ως γεωπολιτικό της όπλο τον τεράστιο στόλο της, αφήνοντας τελικά στους Ασιάτες να έχουν στα χέρια τους την παραγωγή, το εμπόριο και τη μεταφορά, και στηλίτευσε την «πανίσχυρη ευρωπαϊκή γραφειοκρατία». Παραπέρα, έβαλε θέμα να πάει πιο πίσω η αλλαγή καυσίμου στα πλοία, ενώ εκφράζοντας και ενδοαστικές αντιθέσεις είπε ότι «κάποιοι πιέζουν για ίδιον συμφέρον για την απανθρακοποίηση» του κλάδου. Επέμεινε ότι μεγάλο στοίχημα παραμένει η «ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ναυτιλίας», παρουσιάζοντας ως πρόβλημα το γεγονός ότι μόνο ένα στα τρία πλοία που χτίζονται σήμερα παγκοσμίως εντάσσονται στην ευρωπαϊκή ναυτιλία, και ζητώντας ξανά «κίνητρα» και ενισχύσεις αντίστοιχες με όσες δίνονται στους εφοπλιστές άλλων κέντρων.

Οσο για το εσωτερικό, ζήτησε «το ελληνικό κράτος» να ξεφύγει από την «αδράνεια» και τη «γραφειοκρατία», αν και αναγνώρισε στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι «τα προβλήματα της ελληνικής ναυτιλίας δεν είναι αμιγώς ελληνικά». Εξ ου και σε άλλο σημείο των τοποθετήσεών του είπε ότι η ελληνική ναυτιλία είναι «50 φορές πάνω» σε ισχύ διεθνώς από ό,τι η χώρα έναντι άλλων χωρών με όρους ΑΕΠ...

Στο ίδιο μοτίβο ο Σίμος Παληός, πρόεδρος του ΔΣ της «Diana Shipping Inc», εκτίμησε ότι η ελληνική ναυτιλία θα ανεβάσει σύντομα το μερίδιό της στον παγκόσμιο στόλο, από 21% που είναι σήμερα σε 25%, καθώς όπως είπε «κάθε τέσσερις μέρες ένα ελληνικό πλοίο ναυπηγείται στην Κίνα, κάθε έξι μέρες ένα στην Νότια Κορέα και κάθε επτά μέρες ένα στην Ιαπωνία».

Σε ό,τι αφορά τους δασμούς Τραμπ, ο Παληός σημείωσε ότι για να εκτιμήσουμε τις επιπτώσεις «πρέπει πρώτα να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια» και «να σταθεροποιηθούν οι πιέσεις και οι θερμοκρασίες». Για την πτώση των αμερικανικών χρηματιστηρίων ανέφερε ότι δεν επηρεάζουν άμεσα την εταιρεία του, και επανέλαβε την πεποίθηση ότι η παρουσία στο χρηματιστήριο λειτουργεί θετικά για τις ναυτιλιακές εταιρείες.

Τέλος ο Αγγ. Καρακώστας, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, είπε ότι «τα εξαιρετικά οικονομικά αποτελέσματα του 2024, με ρεκόρ επιδόσεων για άλλη μια χρονιά και κορυφαίες παγκόσμιες κατατάξεις, δείχνουν τη μεγάλη δυναμική του λιμένα εν μέσω σημαντικών προκλήσεων». Εβαλε δε στόχο τους τη συνέχιση «επενδύσεων» όπως η Νότια Επέκταση του Επιβατικού Λιμένα, δηλαδή η επέκταση της κρουαζιέρας, η περαιτέρω ενίσχυση του σταθμού αυτοκινήτων, η βυθοκόρηση του κεντρικού λιμένα κ.λπ.


Θ. Μπ.

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ορος για την καπιταλιστική ανάπτυξη η πολιτική των «ματωμένων» πλεονασμάτων

Ούτε ευρώ σε μισθούς και συντάξεις, συνέχιση των πλειστηριασμών και ...αβεβαιότητες που ζορίζουν

Associated Press

Την ανάγκη να συνεχιστεί η πολιτική των «ματωμένων» πλεονασμάτων, της άγριας φορολογίας, των καθηλωμένων σε χαμηλά επίπεδα μισθών, των πλειστηριασμών λαϊκών κατοικιών που θα φτάσουν τις 10.000 μέχρι το φθινόπωρο και των αντιλαϊκών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μια πολιτική που τσακίζει τα λαϊκά νοικοκυριά, επισημαίνει στην ετήσια έκθεσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).

Οπως μάλιστα χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Εκθεση, «η σταδιακή μείωση της στήριξης από το Ταμείο Ανάκαμψης και οι εναπομένουσες διαρθρωτικές αδυναμίες καθιστούν επιτακτική τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής προσοχής, ώστε να διασφαλιστούν η βιωσιμότητα της ανάπτυξης και η μακροπρόθεσμη σταθερότητα της χώρας».

Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ θα παραμείνει σχετικά υψηλή, στο 2,1% για το 2025, με βασικό μοχλό τις επενδύσεις, οι οποίες ενισχύονται σημαντικά από τα έργα που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Για τον πληθωρισμό, το ΔΝΤ εκτιμά ότι με τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων τιμών Ενέργειας ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή αναμένεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, ωστόσο ο δομικός πληθωρισμός (που εξαιρεί Ενέργεια και τρόφιμα) θα παραμείνει στα ύψη.

Βέβαια, το ΔΝΤ εκφράζει και τα ...ζόρια που έχουν από τις διεθνείς εξελίξεις και αξιολογεί τους κινδύνους για τις προοπτικές ανάπτυξης ως «ισορροπημένους» και εξωγενείς, ξεχωρίζοντας κυρίως την οικονομική επιβράδυνση της ανάπτυξης στις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, την επιδείνωση περιφερειακών συγκρούσεων και την παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα. Και, απέναντι σε αυτά, ζητά από την κυβέρνηση να συνεχίσει την αντιλαϊκή πολιτική.

Συγκεκριμένα, τα προβλήματα που ξεχωρίζει το ΔΝΤ είναι: Η οικονομική επιβράδυνση της ανάπτυξης στις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, η επιδείνωση των περιφερειακών συγκρούσεων και η παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα. Στο πλαίσιο αυτό, καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει με «φιλόδοξες» διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε «να βελτιώσει περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας», τις «προοπτικές» της κερδοφορίας του κεφαλαίου δηλαδή. Επιπλέον, προειδοποιεί για τον πληθωρισμό, «κυρίως λόγω μιας ισχυρότερης ή πιο επίμονης αύξησης μισθών που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό υπηρεσιών, ενδεχομένως επιδεινούμενη από διακυμάνσεις στις τιμές Ενέργειας».

«Ούτε ευρώ για μισθούς και συντάξεις»

Το ΔΝΤ, με δεδομένο ότι ολοκληρώνεται η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, αναφέρει πως πρέπει να διατηρηθεί «η διασφάλιση της δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας». Οπερ σημαίνει πως η πολιτική των «ματωμένων» πλεονασμάτων όχι μόνο θα συνεχιστεί, αλλά αποτελεί βασική προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη.

Αλλωστε, πολύ συγκεκριμένα, το ΔΝΤ στην έκθεσή του επαινεί την ισχυρή πρόοδο στη δημοσιονομική εξυγίανση, χάρη στα έσοδα και τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις κατά της φοροδιαφυγής, ενώ συστήνει «τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 2% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα για περαιτέρω ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους». Και ταυτόχρονα ζητά τη συγκράτηση των δαπανών, ειδικά σε συντάξεις και μισθούς του δημόσιου τομέα.

Επιτυχία για τις τράπεζες το ξεσπίτωμα λαϊκών οικογενειών

Ιδιαίτερα θετική είναι η αξιολόγηση του ΔΝΤ για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μιας και η μείωση του δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει υποχωρήσει στο 3%. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ήδη μεγάλη μάζα λαϊκών κατοικιών έχουν βγει στο «σφυρί» και έχουν αλλάξει ιδιοκτήτη, αλλά και πως μεγάλο μέρος χρεωμένων νοικοκυριών έχει προχωρήσει σε ρυθμίσεις προς τις τράπεζες παραμένοντας ουσιαστικά όμηροι των χρεών τους και υπό την απειλή του πλειστηριασμού και της έξωσης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε από το 40% το 2019 στο 3% το 2024. Ωστόσο, η μείωση αυτή εμφανίζεται λόγω της μεταφοράς των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τον ισολογισμό των τραπεζών στους διαχειριστές «κόκκινων», που είναι υπεύθυνοι για την ανάκτηση των πρώην μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το χρέος λοιπόν στα χέρια των διαχειριστών ανήλθε σε περίπου 70 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024, αντιστοιχώντας στο 30% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται και γι' αυτό οι εκβιασμοί προς τα χρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά έχουν ενταθεί και θα ενταθούν ακόμα περισσότερο.

Σημειώνεται ότι το νέο πλαίσιο αφερεγγυότητας, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή στα τέλη του 2021, αναδιοργάνωσε όλες τις υπάρχουσες διαδικασίες υπό ένα ενιαίο κείμενο και περιλαμβάνει, εκτός από τις αλλαγές στην εξωδικαστική διαδικασία, μια διαδικασία προηγούμενου σταδίου για αποκατάσταση επιχειρήσεων, εκκαθάριση και διαδικασία πτώχευσης για έμπορους και μη εμπόρους. Ωστόσο, η πρόοδος στην εφαρμογή του πλαισίου εμποδίζεται από τις χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες. Και γι' αυτόν τον λόγο θα υπάρξουν νομοθετικές παρεμβάσεις από την κυβέρνηση όπως ζητά και το ΔΝΤ.

Οπως αναφέρεται στην Εκθεση: «Η αποδοτικότητα της Δικαιοσύνης επηρεάζει την οικονομική απόδοση. Η παραγωγικότητα μπορεί να ωφεληθεί από την αποδοτικότητα της Δικαιοσύνης. Η πιστωτική επέκταση συνδέεται με την αποδοτικότητα του Δικαστικού Συστήματος μέσω της επίδρασής του στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αυτοί οι δίαυλοι είναι σημαντικοί για την ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από μικρότερα μεγέθη επιχειρήσεων, χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις, χαμηλά ποσοστά εκκαθάρισης επιχειρήσεων και εν τέλει επιδείνωση της αποδοτικότερης κατανομής κεφαλαίων».

Το ΔΝΤ αναφέρει πως «οι τράπεζες διατήρησαν υψηλά κέρδη, γεγονός που, σε συνδυασμό με εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων, ενίσχυσε την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Οι κίνδυνοι ρευστότητας και χρηματοδότησης έχουν μειωθεί σημαντικά, με τα αποθέματα ασφαλείας να βρίσκονται πολύ πάνω από τις εποπτικές απαιτήσεις και τον μέσο όρο της ΕΕ».

ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«Μανιφέστο» του γερμανικού κεφαλαίου η κυβερνητική συμφωνία

Περικοπές για άνεργους, ευάλωτους, πρόσφυγες, επίθεση στην Κοινωνική Ασφάλιση και τις συντάξεις

Η γεωπολιτική «αναταραχή» και η ανάγκη στήριξης των γερμανικών μονοπωλίων επίσπευσε τα παζάρια CDU/CSU και SPD

2025 The Associated Press. All

Η γεωπολιτική «αναταραχή» και η ανάγκη στήριξης των γερμανικών μονοπωλίων επίσπευσε τα παζάρια CDU/CSU και SPD
«Germany is back on track» («η Γερμανία επέστρεψε»). Αυτό το μήνυμα επέλεξε να στείλει, στην αγγλική γλώσσα, στις ΗΠΑ και τον Πρόεδρο, Ντ. Τραμπ, ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος ετοιμάζεται να αναλάβει την καγκελαρία.

Την Τετάρτη ανακοινώθηκε η κυβερνητική συμφωνία Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) για έναν ακόμη «μεγάλο συνασπισμό» - ο πέμπτος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά όχι με τα μεγάλα ποσοστά του παρελθόντος πλέον - 45 μέρες μετά τις πρόωρες εκλογές της 23ης Φλεβάρη.

Η γεωπολιτική «αναταραχή», εν μέσω ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης στην Ουκρανία, πιο έντονων αντιθέσεων στον ευρωατλαντικό άξονα και αμερικανικών δασμών, συντόμευσε τις διερευνητικές συνομιλίες και τις διαπραγματεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης. Μετά την έγκριση της συμφωνίας από τα κόμματα, ο Μερτς αναμένεται να ψηφιστεί καγκελάριος από τη Βουλή, όπου CDU/CSU και SPD έχουν το 52% των εδρών και αναμένεται να έχει αναλάβει καθήκοντα στις αρχές Μάη.

Δύο βασικά «καθήκοντα» τίθενται για τη νέα γερμανική κυβέρνηση: Η ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία της ΕΕ να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της απέναντι σε ΗΠΑ και Κίνα και να ξεπεράσει την ύφεση. Η δραστική ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Για αυτούς τους σκοπούς η απερχόμενη Βουλή ενέκρινε μετεκλογικά τη συνταγματική αναθεώρηση του «φρένου χρέους», προκειμένου να «απελευθερωθούν» δαπάνες 1 τρισ. ευρώ για επενδύσεις σε στρατιωτικούς σκοπούς και σε κρίσιμες βιομηχανίες. Εκτός από την πολεμική προετοιμασία για μια μεγάλη σύγκρουση σε ευρωπαϊκό έδαφος, η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει η πολεμική οικονομία να δώσει διέξοδο σε «λιμνάζοντα» κεφάλαια, για να ξεπεραστεί η ύφεση.

Στασιμότητα το 2025 αναμένουν τα οικονομικά Ινστιτούτα

Τα κορυφαία οικονομικά ιδρύματα της Γερμανίας - DIW, ifo Institut, WIFO, IfW Kiel, IWH, RWI, IHS κ.ά. - δεν αναμένουν αξιοσημείωτη ανάπτυξη για το 2025. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί μόλις κατά 0,1%, ενώ η πρόβλεψη τον περασμένο Σεπτέμβρη ήταν στο 0,8%. Το 2026, τα ινστιτούτα αναμένουν αύξηση 1,3%.

«Οι γεωπολιτικές εντάσεις και η προστατευτική εμπορική πολιτική των ΗΠΑ επιδεινώνουν την ήδη τεταμένη οικονομική κατάσταση στη Γερμανία», δηλώνει ο Τόρστεν Σμιντ, οικονομικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών «Leibniz» (RWI). «Επιπλέον, οι γερμανικές εταιρείες εκτίθενται σε αυξημένο διεθνή ανταγωνισμό - ειδικά από την Κίνα».

Για το επόμενο έτος, τα ινστιτούτα αναμένουν πρόσθετες δαπάνες περίπου 24 δισ. ευρώ, δίνοντας ώθηση επέκτασης 0,5% στο ΑΕΠ.

Ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει «ένα ισχυρό σχέδιο», το οποίο θα στείλει «σαφές μήνυμα» τόσο στους Γερμανούς, όσο και στους Ευρωπαίους «εταίρους», ότι η Γερμανία αποκτά μια «ισχυρή και αποτελεσματική κυβέρνηση».

«Η Γερμανία θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της στην Αμυνα και θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της», συνέχισε ο Μερτς, υπογραμμίζοντας ότι αυτό δεν αφορά μόνο τη Γερμανία, αλλά την Ευρώπη, την ΕΕ. «Η Γερμανία θα είναι και πάλι ένας πολύ ισχυρός εταίρος και θα τραβήξουμε την ΕΕ μπροστά», σημείωσε.

Αναφορικά με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ - Κίνας και τους δασμούς που ανακοίνωσε η Ουάσιγκτον, υπογράμμισε ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια κοινή απάντηση. Ο Φρ. Μερτς σκοπεύει να ταξιδέψει σύντομα στην Ουάσιγκτον για συνομιλίες με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Πριν από αυτό το ταξίδι, είπε, θα χρειαστούν διαβουλεύσεις σε επίπεδο ΕΕ, ειδικά για ζητήματα όπως οι δασμοί. Σκοπός του είναι να αντιπροσωπεύσει όλες τις χώρες της ΕΕ, όχι μόνο τη Γερμανία, ισχυρίστηκε.

«Μανιφέστο» του γερμανικού κεφαλαίου

«Ευθύνη για τη Γερμανία», τιτλοφορείται η προγραμματική συμφωνία CDU/CSU και SPD και είναι ένα πραγματικό «μανιφέστο» του γερμανικού κεφαλαίου, με ακόμη μεγαλύτερες παροχές για τους ομίλους και περικοπές για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τις λαϊκές οικογένειες, που φτωχοποιούνται ραγδαία τα τελευταία χρόνια.

«Κορμός» της οικονομικής πολιτικής της νέας κυβέρνησης είναι η περαιτέρω «ελάφρυνση» των επιχειρηματικών ομίλων με στόχο και την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων. Ενδεικτικά, θα μειωθεί ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις σταδιακά κατά μία μονάδα ξεκινώντας από το 2028. Χωρίς μεταβολή παραμένει σε ισχύ η εισφορά αλληλεγγύης, ενώ ο φόρος ηλεκτρικής ενέργειας θα μειωθεί «στο ελάχιστο ευρωπαϊκό» επίπεδο, προκειμένου να φθηνύνει δραστικά το ρεύμα, ιδιαίτερα για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.

Για τα πιο φτωχά και ευάλωτα άτομα καταργείται το «επίδομα του πολίτη», που ήταν στη λογική του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, και θα αντικατασταθεί από μια «βασική ασφάλεια για όσους αναζητούν εργασία», δηλαδή θα συνδεθεί με την υποχρέωση να γίνεται αποδεκτή μια θέση εργασίας με οποιουσδήποτε όρους, υπό τον εκβιασμό ότι θα κοπεί το επίδομα. Στο ίδιο πνεύμα, οι άνεργοι θα πρέπει να αναζητούν «ενεργά» εργασία, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα χάνουν τα προνοιακά οφέλη τους.

Μάλιστα, οι περικοπές δαπανών για τους άνεργους και τους ευάλωτους έρχονται σε μια χρονική στιγμή που τα οικονομικά Ινστιτούτα της Γερμανίας διατυπώνουν αρνητικές προοπτικές για την εξέλιξη της ανεργίας, η οποία έχει αυξηθεί από 5% σε 6,3% από το 2022 μέχρι σήμερα. Για τους επόμενους μήνες αναμένουν περαιτέρω αύξηση των ανέργων.

Τα Ινστιτούτα απευθύνουν έκκληση για «μεταρρυθμίσεις» που θα μειώνουν το εργασιακό «κόστος». Ετσι, το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να «προσαρμοστεί εκ νέου στη δημογραφική αλλαγή» και τη γήρανση του πληθυσμού, έτσι ώστε «το μη μισθολογικό κόστος» για τους επιχειρηματικούς ομίλους και το καπιταλιστικό κράτος «να μην αυξάνεται σημαντικά»...

«Πρώτα η Γερμανία»...

Στην εξωτερική πολιτική, για πρώτη φορά δηλώνεται ευθέως ότι η γερμανική διπλωματία πρέπει να υπηρετεί τα γερμανικά εθνικά και οικονομικά συμφέροντα, ενώ μέχρι τώρα δινόταν έμφαση στους πολυμερείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς που συμμετέχει η Γερμανία, στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Στην εισαγωγή γίνεται λόγος για την «αντιμετώπιση των ιστορικών προκλήσεων», όπως οι «εχθροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας» και για μια σειρά απειλών κατά της Γερμανίας. Η βασική ιδέα είναι ότι «τα κόμματα του δημοκρατικού κέντρου μπορούν να διαμορφώσουν από κοινού τη χώρα με επιτυχία».

Για την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική, το έγγραφο προειδοποιεί ότι η ασφάλεια της Γερμανίας «απειλείται περισσότερο από κάθε άλλη φορά μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου», με τη Ρωσία να προσδιορίζεται ως η κύρια απειλή. Λέει ότι η δέσμευση του «μεγάλου συνασπισμού» στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ «παραμένει ακλόνητη» και η σχέση με τις ΗΠΑ «κεντρικής σημασίας».

Σχετικά με την ΕΕ, αναφέρει ότι το μπλοκ «χρειάζεται μια ισχυρή Γερμανία», καθώς επιβεβαιώνει τη δέσμευση της νέας κυβέρνησης στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αφήνει να εννοηθεί ότι σχεδιάζει να επιδιώξει στενότερες σχέσεις με τη Γαλλία και την Πολωνία.

Επίσης, ζητά πιο επιθετική επιβολή της νομοθεσίας κατά των χωρών που δεν συμμορφώνονται με τις «αξίες» της ΕΕ και το «κράτος δικαίου», έννοιες που αξιοποιούνται ανάλογα με τα γεωπολιτικά συμφέροντα.

Το έγγραφο αναφέρει ότι ο συνασπισμός θα «παράσχει ολοκληρωμένη στήριξη στην Ουκρανία», δηλώνοντας την ετοιμότητα του Βερολίνου να της παράσχει περαιτέρω στήριξη και επιβεβαιώνοντας τη μακροπρόθεσμη προοπτική ένταξής της στο ΝΑΤΟ.

Η Βρετανία αναφέρεται ως «ένας από τους στενότερους εταίρους», με σχέδια για μια «συνολική διμερή συμφωνία» στο μέλλον.

Η συμφωνία CDU/CSU-SPD αναγνωρίζει επίσης τις σχέσεις με το Ισραήλ, την Τουρκία, μεταξύ άλλων, και υποστηρίζει τη διεύρυνση της ΕΕ, με το βλέμμα στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, την Ουκρανία και τη Μολδαβία.

Σχετικά με την Κίνα, αναφέρει ότι θα επιδιώξει συνεργασία «όπου αυτό είναι προς το γερμανικό και ευρωπαϊκό συμφέρον», αλλά σημειώνει επίσης ορισμένες από τις «προκλήσεις».

Πρωτοφανή σε σκληρότητα αντιμεταναστευτικά μέτρα

Παράλληλα, με σκληρά μέτρα κατά των μεταναστών και των προσφύγων επιχειρείται να μειωθούν οι αφίξεις και να γίνει αφόρητη η ζωή για όσους είναι ήδη στη Γερμανία και δεν είναι χρήσιμοι στην καπιταλιστική οικονομία σε συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης.

Η νέα κυβέρνηση θα διατηρήσει κλειστά τα σύνορα, όπου θα συνεχίσουν να γίνονται απορρίψεις αιτούντων άσυλο. Στόχος της θα είναι ο περιορισμός στο μισό των αφίξεων από την «βαλκανική οδό», από 50.000 σε 25.000 ετησίως. Θα αυστηροποιήσει περαιτέρω το άσυλο, περιορίζει την οικογενειακή επανένωση με τους πρόσφυγες υπό καθεστώς περιορισμένης προστασίας να μπορούν να φέρουν μέλη της οικογένειάς τους στη Γερμανία μόνο έπειτα από δύο χρόνια μετά τη δική τους άφιξη. Σταδιακά, επίσης, θα καταργηθεί η καταβολή μετρητών στους πρόσφυγες, στους οποίους θα παρέχονται μόνο προπληρωμένες κάρτες για την αγορά συγκεκριμένων ειδών.

Οι γερμανικές αρχές θα προχωρήσουν σε «επίθεση επαναπατρισμών» μεταναστών χωρίς χαρτιά και θα αυξηθεί ο αριθμός των χωρών που χαρακτηρίζονται ως «ασφαλείς» για απελάσεις. Προβλέπεται ακόμη σταδιακή κατάργηση των εθελοντικών προγραμμάτων ενσωμάτωσης από τα κρατίδια και κατάργηση της «πολιτογράφησης εξπρές», που επέτρεπε την απόκτηση υπηκοότητας ακόμη και εντός τριών ετών.

Συνταξιοδοτική «μεταρρύθμιση» ζητά η «οικονομία»

Η επικεφαλής των «σοφών» της γερμανικής οικονομίας, Μόνικα Σνίτσερ, χαιρέτισε την ταχεία επίτευξη συμφωνίας «ενόψει των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων». Επαίνεσε τις πρωτοβουλίες για μείωση της γραφειοκρατίας και μεγαλύτερη «ευελιξία» της αγοράς εργασίας, σημείωσε ωστόσο ότι λείπει «η επειγόντως αναγκαία συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, προκειμένου να διατηρηθεί το σύστημα οικονομικά βιώσιμο»...

Στο ίδιο πνεύμα, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank για την Γερμανία, Ρόμπιν Βίνκλερ, επαίνεσε την ταχύτητα επίτευξης συμφωνίας και σχολίασε ότι λείπουν βασικές «μεταρρυθμίσεις», μεταξύ των οποίων και στο συνταξιοδοτικό. «Οι συμφωνημένες επενδύσεις στις υποδομές πρέπει να υλοποιηθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, προκειμένου να μετριαστεί το επικείμενο εμπορικό σοκ και να αποτραπεί η τρίτη συνεχόμενη χρονιά ύφεσης», συμπλήρωσε.


Ε.Μ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ