Eurokinissi |
Πρόκειται για μια ορισμένη πτυχή στη διεργασία της καταστροφής και της απαξίωσης των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων και των κερδών, που είχε προηγηθεί από την προηγούμενη φάση των εντατικών ρυθμών «ανάπτυξης» της οικονομίας, των κεφαλαίων που στη φάση της κρίσης απαξιώνονται σε μαζική κλίμακα, καθώς αδυνατούν να βρουν κερδοφόρα διέξοδο σε κλάδους της οικονομίας και της παραγωγής. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εγχώριες τράπεζες βρίσκονται πλέον σε αναζήτηση τρίτων επίδοξων «επενδυτών» στους οποίους θα μεταβιβάσουν τα «κόκκινα» χαρτοφυλάκια «μπιρ παρά» και σε κάθε περίπτωση με τιμές πολύ χαμηλότερες σε σχέση με την ονομαστική αξία των εν λόγω δανείων.
Ειδικός λόγος και παρεμβάσεις από την πλευρά του κρατικού μηχανισμού και της πολιτικής διαχείρισης γίνεται γύρω από το κομβικό ζήτημα των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων, ζήτημα, που, με τη σειρά του, συνδέεται με το κλείσιμο επιχειρήσεων και τα λουκέτα, με την πτώση της αξίας όσο και της μάζας των παραγόμενων εμπορευμάτων, λόγω κρίσης που ως συνέπεια έχει την πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, άρα και της υποχώρησης του επιπέδου της λαϊκής κατανάλωσης, ακόμη και για στοιχειώδεις ανάγκες της καθημερινότητας.
Ηδη, έχουν ξεκινήσει οι διεργασίες για τη «σύσταση εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης δημόσιων και ιδιωτικών οφειλών των επιχειρήσεων», ενώ το σχετικό νομοσχέδιο αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή το επόμενο διάστημα.
Ουσιαστικά, επιδιώκεται, σε πρώτη φάση, το γρήγορο «ξεσκαρτάρισμα» του τεράστιου όγκου των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, δίνοντας ελπίδες επιβίωσης μόνο σε εκείνες τις «προβληματικές» επιχειρήσεις που κρίνεται ότι μπορεί να αντεπεξέλθουν στην κούρσα της ανταγωνιστικότητας, με βάση τις «μελέτες βιωσιμότητας» και σε συνδυασμό με τις προοπτικές και την ανταγωνιστικότητα συνολικότερα του κλάδου στον οποίο εντάσσονται.
Για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις δρομολογείται η ταχεία έξοδος, οδηγώντας βέβαια σε μεγαλύτερη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών σε ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι το σχέδιο για εκτεταμένες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις «κουμπώνει» και εξυπηρετείται από το σχέδιο για τις ομαδικές απολύσεις και τα νέα χτυπήματα στα Εργασιακά.
Ο υπό διαμόρφωση νόμος για τη ρύθμιση των επιχειρηματικών οφειλών αφορά κατ' αρχήν μόνο αυτές που κρίνονται «βιώσιμες», ενώ τον πρώτο λόγο θα έχουν οι μεγαλοπιστωτές.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο, εάν η διαδικασία καταλήξει σε συμφωνία μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών που αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 60% της συνολικής οφειλής, η υπόθεση θα παραπέμπεται σε δικαστή προς επικύρωση. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δικαστική απόφαση θα επιβάλλει την αναγκαστική «συμμόρφωση» του συνόλου των πιστωτών.
-- Ως προς το περιεχόμενο των λύσεων, θα μπορούν να αφορούν πολυετείς επιμηκύνσεις της περιόδου αποπληρωμής, διαγραφές μέρους των οφειλών (απαξίωση κεφαλαίου) ή και άλλους τρόπους ρύθμισης ή αναδιάρθρωσης του χρέους.
-- Την αίτηση για αναδιάρθρωση των οφειλών θα την αναλαμβάνει συντονιστής από το Μητρώο Διαμεσολαβητών του υπουργείου Δικαιοσύνης. Ενώπιόν του θα διεξάγονται οργανωμένα διαπραγματεύσεις μεταξύ της επιχείρησης και όλων των πιστωτών, συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, αν υπάρχουν σχετικά χρέη. Στις διαπραγματεύσεις θα συμμετέχουν, επίσης, εκπρόσωποι των εργαζομένων και των προμηθευτών.
-- Ο μηχανισμός θα είναι δομημένος με τρόπον που «θα αποκλείει επιχειρήσεις που δεν αποπληρώνουν χρέη κατ' επιλογή τους (στρατηγικοί κακοπληρωτές) και θα επικεντρώνεται στη διάσωση υγιών, κατά τα άλλα, επιχειρήσεων. Για να διασφαλιστεί αυτό, θα αξιοποιείται κάθε διαθέσιμο πληροφοριακό στοιχείο για την περιουσιακή κατάσταση των ιδιοκτητών της επιχείρησης (δηλώσεις στην εφορία, καταθέσεις σε τράπεζες κ.λπ.)».
Ταυτόχρονα, προκρίνεται η απομάκρυνση των διοικήσεων από τις υπερχρεωμένες και ταυτόχρονα «βιώσιμες» επιχειρήσεις, εφόσον αυτές αδυνατούν να συνεισφέρουν και οι ίδιες με νέα κεφάλαια για τη διάσωσή τους.
Πέρα από τα ζητήματα του «εξωδικαστικού συμβιβασμού», οι τράπεζες και οι νέοι «επενδυτές» που θα εξαγοράσουν χαρτοφυλάκια «κόκκινων» δανείων, μέσω της «μετοχοποίησης» των εταιρικών χρεών, μπορούν να συμμετάσχουν και στα μετοχικά κεφάλαια «προβληματικών» επιχειρήσεων που κρίνονται «βιώσιμες». Και, βέβαια, θα έχουν τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση των επιχειρηματικών πλάνων, στον αριθμό των εργαζομένων και σε οτιδήποτε σχετίζεται με τις ανάγκες των επιχειρηματικών αναδιαρθρώσεων. Σε αυτό το επίπεδο, προδιαγράφονται εκτεταμένες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις, συγχωνεύσεις, εξαγορές κ.ά., με στόχο το «ξεσκαρτάρισμα» του επιχειρηματικού πεδίου. Πάνω σε αυτό το σχέδιο, στην αποβολή επιχειρήσεων που δεν θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στην κούρσα της ανταγωνιστικότητας, με άλλα λόγια οι μορφές καταστροφής ενός τμήματος από τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια, έρχονται να στηρίξουν τις βιώσιμες και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και ομίλους, στην προοπτική της καπιταλιστικής ανάκαμψης. Αλλωστε, γι' αυτό ο ΣΕΒ απαιτούσε να τελειώνουν με τις «επιχειρήσεις ζόμπι» κλείνοντάς τες για να μπορούν οι «ζωντανές» να αντλούν τα κεφάλαια για να επενδύουν και να κερδοφορούν.
Ταυτόχρονα, η διαχείριση των μεγάλων «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων σχετίζεται με το υπό διαμόρφωση πρότυπο της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», με τις αναδιαρθρώσεις σε κλάδους της οικονομίας, την απαλλαγή των τραπεζών από τα «βαρίδια» και τη διοχέτευση της χρηματοδότησης προς ισχυρούς και βιώσιμους επιχειρηματικούς ομίλους. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση από την Τράπεζα της Ελλάδας, η απομείωση των προβληματικών δανείων «θα συμβάλει στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας».
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, τα μεγαλύτερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης (76,3%), των αγροτικών δραστηριοτήτων (62,7%), των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (58,4%), της μεταποίησης (53,2%) και των κατασκευών (52,8%).
Αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία του ισολογισμού που δημοσίευσε το κρατικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) για το 12μηνο του 2015, καταγράφοντας χασούρα που έφτασε στο αστρονομικό ύψος των 10,2 δισ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας απαξίωσης των τραπεζικών μετοχών στο χρηματιστήριο της Αθήνας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξία των συμμετοχών του ΤΧΣ στις τέσσερις εγχώριες συστημικές τράπεζες διαμορφώθηκε, στο τέλος Δεκέμβρη του 2015, στα 2,4 δισ. ευρώ, από 11,6 δισ. ευρώ το 2014.
Και βέβαια, η συνεχιζόμενη κατρακύλα στο χρηματιστήριο - στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης απαξίωσης κεφαλαίων - έχει οδηγήσει σε τεράστια διεύρυνση των απωλειών για το ΤΧΣ, μέσω του οποίου διοχετεύθηκαν οι κάθε είδους κρατικές ενισχύσεις για τη σωτηρία των τραπεζών. Πρόκειται για ποσά των «ανακεφαλαιοποιήσεων» που δόθηκαν μέσω των δανειακών συμβάσεων με την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ και διοχετεύθηκαν για τη διάσωση των τραπεζών, με αντίστοιχη διόγκωση του κρατικού χρέους, που επίσης φορτώνεται στις πλάτες του λαού.
Σχετικά και απόλυτα, χωρίς τα κρατικά πακέτα διάσωσης και εν μέσω απουσίας «επενδυτικού ενδιαφέροντος», οι εγχώριες τράπεζες θα είχαν ξεπέσει σε καταστάσεις χρεοκοπίας.
Διαβάστε σήμερα στο 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία»:
«ΚΟΚΚΙΝΑ» ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ: Μοχλός επιχειρηματικών αναδιαρθρώσεων με κριτήριο τη συγκέντρωση της «πίτας» και των κερδών
ΜΙΚΡΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ: Συνεχίζεται η κάθετη πτώση του τζίρου
ΤΟΥΡΚΙΑ: Οδεύει σε κρίση η καπιταλιστική της οικονομία;
ΡΩΣΙΑ - ΤΟΥΡΚΙΑ: Διεύρυνση της συνεργασίας στο πλαίσιο ανταγωνισμών με τις ΗΠΑ και την ΕΕ
Ο χαμηλός τζίρος της εορταστικής περιόδου, αποτέλεσμα της κρίσης, που έχει ως συνέπεια τη λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος, εντείνει την πίεση στις μικρότερες επιχειρήσεις του εμπορίου, αφού δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα μεγαθήρια του κλάδου. Τεράστιες οι σωρευτικές απώλειες της εξαετίας
Eurokinissi |
Οπως αναφέρουν τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στις 30 Δεκέμβρη και αφορούν τους δείκτες κύκλου εργασιών και όγκου πωλήσεων στο λιανεμπόριο για το μήνα Οκτώβρη, προκύπτει πως ο τζίρος έχει υποστεί σωρευτική μείωση 27,3%, ενώ ο όγκος πωλήσεων έχει μειωθεί κατά 28,7%. Σε επιμέρους κατηγορίες καταστημάτων οι σωρευτικές απώλειες είναι ακόμη μεγαλύτερες, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις την ένδυση - υπόδηση, που ο όγκος έχει μειωθεί κατά 32% και ο τζίρος κατά 29,8%, και τον οικιακό εξοπλισμό, όπου οι απώλειες όγκου φτάνουν το 35,3% και τζίρου το 44,8%.
Ακόμη και η κατανάλωση τροφίμων έχει μειωθεί, όπως έχει πολλές φορές επισημανθεί κατά το παρελθόν, με τη σχετική κατηγορία να εμφανίζει στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ απώλειες της τάξης του 35,7% ως προς τον όγκο και 32,3% ως προς τον τζίρο. Το γεγονός ότι τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων παρουσιάζουν πολύ μικρότερες απώλειες (15,4% ως προς τον τζίρο και 17,5% ως προς τον όγκο) είναι ασφαλής ένδειξη ότι το κύριο βάρος των απωλειών έχουν υποστεί τα μικρότερα καταστήματα του χώρου, ενώ ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται και από την επιμέρους ανάλυση των δεικτών τζίρου/όγκου των πολυκαταστημάτων. Και είναι αντικειμενική εξέλιξη σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, γιατί ο ανταγωνισμός οξύνεται στο έπακρο, τα μεγάλα καταστήματα έχοντας μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους από τα μικρά, κυρίως μικρότερων λειτουργικών εξόδων και αγοράς εμπορευμάτων σε μικρότερες τιμές, έχουν τη δυνατότητα να μειώνουν τις τιμές λιανικής και να αυξάνουν την πελατεία σε βάρος των μικρών, ανεξάρτητα αν αυτό δεν εκφράζεται σε αύξηση τζίρου λόγω μείωσης του όγκου πωλήσεων και των τιμών. Τα μικρά καταστήματα δεν έχουν τέτοιες δυνατότητες και ή έχουν ζημιές και κλείνουν ή φυτοζωούν, μην αντέχοντας τον ανταγωνισμό των μεγάλων.
Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, αφού για άλλη μια φορά ο τζίρος για την πλειονότητα των εμπορικών καταστημάτων ήταν μειωμένος, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνών της ΕΣΕΕ (ΙΝΕΜΥ/ΕΣΕΕ), που βασίζεται σε εκτιμήσεις εκπροσώπων εμπορικών συλλόγων απ' όλη τη χώρα. Οπως προκύπτει από την περιοδική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το διάστημα μεταξύ 12/12/16 έως 9/1/17, από τη γενική εικόνα του διψήφιου ποσοστού μείωσης του τζίρου σε σχέση με πέρσι ξεφεύγουν τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα και τα πολυκαταστήματα τύπου «mall», τα οποία περιόρισαν σε μονοψήφια ποσοστά τις απώλειες.
Ωστόσο, ξανά, όπως καταδεικνύει η έρευνα του ΙΝΕΜΥ, σημαντικό ρόλο στη μείωση της εμπορικής κίνησης κατά την εορταστική περίοδο συνέβαλε καθοριστικά και η πρακτική της «Black Friday», η οποία προηγήθηκε της περιόδου των Χριστουγέννων και απορρόφησε σημαντικό τμήμα του διαθέσιμου καταναλωτικού εισοδήματος. Κατά γενική ομολογία, εκείνοι που κυρίως ωφελήθηκαν από την «Black Friday» ήταν ξανά τα πολυκαταστήματα και τα μεγάλα εμπορικά, που κέρδισαν και πάλι το μεγαλύτερο κομμάτι από μια έτσι κι αλλιώς περιορισμένη καταναλωτική πίτα.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, τρεις στις τέσσερις (76%) επιχειρήσεις παρουσίασαν μειωμένο τζίρο συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, μία στις έξι (17%) κατέγραψε ίδια επίπεδα και μόλις το 7% των επιχειρήσεων καταγράφει αύξηση του τζίρου το 2016. Τη μεγαλύτερη πτώση παρουσιάζει ο κλάδος ένδυσης/υπόδησης, όπου το ποσοστό των καταστημάτων που σημείωσε μειωμένες πωλήσεις ανέρχεται στο 88%, ενώ το μικρότερο ποσοστό πτώσης του κύκλου εργασιών εμφανίζεται στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των τροφίμων (58%). Ομως το γεγονός και μόνο ότι υπήρξε περικοπή ακόμη και από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι των νοικοκυριών, έστω και σε χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με άλλες οικογενειακές δαπάνες, δείχνει την τεράστια μείωση που έχουν υποστεί τα λαϊκά εισοδήματα. Γεγονός που οφείλεται στην πολιτική διαχείρισης της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου, αφού η πολύμορφη λεηλασία του εργατικού, του λαϊκού εισοδήματος αποδίδεται πολύμορφα επίσης στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, είτε ενισχύοντας το ποσοστό κέρδους τους με τη μείωση των μισθών, αλλά και τις όποιες άλλες ενισχύσεις τους με κρατικό χρήμα. Γενικότερα, το 28% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι η μείωση του τζίρου τους ανέρχεται σε ποσοστό άνω του 40% και το 12% πτώση της τάξης 31% με 40%, που σημαίνει ότι 4 στις 10 επιχειρήσεις που είχαν μείωση πωλήσεων έχασαν ποσοστό άνω του 30% του τζίρου τους.
Η μείωση του εορταστικού τζίρου καταγράφεται και στις επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός μεγάλων εμπορικών συγκροτημάτων (mall), όπου η πτώση περιορίζεται κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες, αφού το 68% αυτών των καταστημάτων (έναντι 76% του συνόλου) δήλωσε μικρότερες πωλήσεις από πέρσι. Ακόμη, μία στις πέντε επιχειρήσεις τέτοιου τύπου κατέγραψε σταθερότητα των πωλήσεων σε σύγκριση με πέρυσι και το 8% δήλωσε αύξηση. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εκπροσώπων Εμπορικών Συλλόγων ανά την Επικράτεια, οι πωλήσεις των καταστημάτων λιανεμπορίου στο διάστημα των φετινών εορτών εμφάνισαν πτωτική τάση στη συντριπτική πλειονότητα των περιοχών, η οποία σε μεσοσταθμική βάση ανήλθε στα επίπεδα του 17,6%, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή εορταστική περίοδο. Τέλος, η γενική τάση που προκύπτει από τις εκτιμήσεις των εκπροσώπων των Εμπορικών Συλλόγων, είναι ότι η περίοδος των φετινών εορτών περιόρισε κι άλλο τα έσοδα ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων.
Η συντριβή που έχουν υποστεί οι μικρέμποροι τα τελευταία χρόνια, παρουσιάζεται χαρακτηριστικά από τα επίσημα στοιχεία μελέτης της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) του περασμένου Σεπτέμβρη, σύμφωνα με τα οποία το λιανικό εμπόριο στην Ελλάδα σε όρους όγκου συρρικνώνεται κατά 5% ετησίως την τελευταία επταετία (έναντι ανόδου κατά 1% ετησίως κ.μ.ο. στην ΕΕ). Παράλληλα, όπως αναφέρει η έκθεση, ο αριθμός των επιχειρήσεων του κλάδου περιορίστηκε σωρευτικά στο διάστημα 2008 - 2013 κατά περίπου 30.000 καταστήματα αντιστοίχως σε συνολική πτώση της τάξης του 16% (με την πτώση στην Αττική να φτάνει το 28%).
Χαρακτηριστικά είναι επίσης και τα στοιχεία που δίνει το Γενικό Εμπορικό Μητρώο αναφορικά με την έναρξη και λήξη λειτουργίας εμπορικών επιχειρήσεων εντός του 2016. Ειδικότερα για το δωδεκάμηνο του προηγούμενου έτους, προκύπτει ότι συνολικά έκλεισαν 34.898 εμπορικές επιχειρήσεις, έναντι 28.436 επιχειρήσεων που δήλωσαν έναρξη λειτουργίας, με το καθαρό ισοζύγιο να διαμορφώνεται αρνητικό στις -6.462 επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΤτΕ, ο όγκος πωλήσεων του λιανικού εμπορίου στην Ελλάδα μειώνεται με ρυθμό 5% ετησίως την τελευταία επταετία. Βασική αδυναμία του ελληνικού λιανεμπορίου, σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ, αποτελεί ο μεγάλος αριθμός των μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες ακόμη και σήμερα καλύπτουν τα 2/3 των συνολικών πωλήσεων, έναντι 1/4 που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ. Ετσι, στην Ελλάδα οι μικρές επιχειρήσεις συνεισφέρουν το 66% του συνολικού τζίρου του λιανεμπορίου έναντι ποσοστού 25% στην ΕΕ και απασχολούν το 71% των εργαζομένων του κλάδου έναντι 37% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ωστόσο, όπως σημειώνει, σήμερα το 25% αυτών των επιχειρήσεων «βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης», ενώ ένα επιπλέον 38% εμπορικών επιχειρήσεων θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν παρόμοιο πρόβλημα στο άμεσο μέλλον. Η μελέτη θεωρεί ότι ο μεγάλος αριθμός μικρών εμπορικών επιχειρήσεων είναι αποτέλεσμα των «διαρθρωτικών στρεβλώσεων» του εγχώριου «επιχειρηματικού περιβάλλοντος» και παράλληλα «δημιουργεί εμπόδια στην αποδοτική λειτουργία του κλάδου». Ετσι, κρίνεται αναγκαία η συνέχιση της αναδιάρθρωσης για τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας στο λιανικό εμπόριο και τη σύσταση μεγαλύτερων επιχειρήσεων που θα μπορούν να δημιουργήσουν υψηλότερη από τη σημερινή προστιθέμενη αξία στον κλάδο. Κάνει λόγο, δηλαδή, για την ανάγκη εφαρμογής πολιτικής που να ενισχύσει τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση στον κλάδο. Είναι μια αντικειμενική τάση στον καπιταλισμό, ανεπίστρεπτη, που ενισχύσει το κεφάλαιο σε βάρος των εργαζομένων και των αυτοαπασχολούμενων, αφού συνοδεύεται επίσης αντικειμενικά από δραστική μείωση μισθών, τεράστια ευελιξία στις σχέσεις εργασίας, εντατικοποίηση, αλλά και συμβολή στην άνοδο της ανεργίας, αφού αυτή η τάση ευνοεί τη μείωση των εργαζομένων στον κλάδο.
Στη συνέχεια, βεβαίως, έκανε παρέμβαση η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, για να προλάβει ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις της τουρκικής λίρας. Ετσι αποφάσισε τη μείωση των απαιτήσεων για ελάχιστα αποθεματικά σε ξένο νόμισμα για τις τοπικές τράπεζες, κατά 0,5%, δηλώνοντας πως το μέτρο θα ενισχύσει με 1,5 δισ. δολάρια τη ρευστότητα στις αγορές. Ενέργεια που δρα ανασταλτικά στην πτώση της ισοτιμίας του τουρκικού νομίσματος. Ετσι, μετά την ανακοίνωση, η τουρκική λίρα περιόρισε αλλά ελάχιστα τις απώλειές της και διαπραγματευόταν με το δολάριο 1% χαμηλότερα.
Ολη τη βδομάδα συνέχιζαν τα ρεπορτάζ του αστικού Τύπου γύρω από τις πτωτικές εξελίξεις στο τουρκικό νόμισμα. Αλλά όλες οι προσεγγίσεις, εστιάζοντας στην τουρκική λίρα, έκαναν δυσοίωνες εκτιμήσεις για την οικονομία της Τουρκίας. Και πράγματι, η πτώση της αξίας ενός νομίσματος αντανακλά αρνητικές εξελίξεις στην οικονομία του κράτους.
Ετσι σε άρθρο των «Financial Times» (euro2day, 10/1/2017), γράφτηκε: «Χειρότερη από ποτέ είναι η θέση της τουρκικής οικονομίας σε σχέση με άλλες μεγάλες αναδυόμενες χώρες. Γιατί αναμένεται να συνεχιστεί η "βουτιά" της λίρας...
Με τους επενδυτές να φοβούνται να δεσμεύσουν χρήματα, η τάση επιστροφής στις αναδυόμενες αγορές που στήριξε τα νομίσματα, τις μετοχές και τα ομόλογα των τεσσάρων εκ των λεγόμενων "Εύθραυστων Πέντε" - της Βραζιλίας, της Νότιας Αφρικής, της Ινδονησίας και της Ινδίας - δεν έχει αγγίξει και την Τουρκία (...) οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές υποστηρίζουν πως το κλίμα είναι δυσοίωνο (...) Οι πόλεμοι σε γειτονικές χώρες έχουν βλάψει εμπορικούς δεσμούς (...) η τουρκική λίρα υποχώρησε 17% έναντι του αμερικανικού δολαρίου το 2016 (...) Η κατρακύλα συνεχίζεται και το 2017 (...) οι κίνδυνοι γύρω από την ασφάλεια εντείνουν τις οικονομικές πιέσεις και μπορεί να δράσουν αρνητικά στην κερδοφορία των τουρκικών τραπεζών, αυξάνοντας τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (...) οι παγκόσμιες εξελίξεις δεν ευνοούν τη χώρα. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ έχει ενισχύσει το δολάριο, αυξάνοντας το κόστος των δανείων που έχει πάρει η Τουρκία σε δολάρια. Μια συμφωνία ανάμεσα στα μέλη του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής έχει αυξήσει την τιμή του εισαγόμενου αργού, οδηγώντας τον πληθωρισμό τον Δεκέμβριο στο 8,5%.
Το πιο ανησυχητικό για τους επενδυτές είναι η αίσθηση πως τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα... Παρά τις πεσμένες τιμές, λίγα ντιλ φαίνονται ελκυστικά στους ξένους επενδυτές. Καθώς η οικονομία μένει πίσω, οι τουρκικές μετοχές έχουν χειρότερη επίδοση (...) η κεντρική τράπεζα είναι παγιδευμένη ανάμεσα σε επενδυτές που ζητούν αύξηση επιτοκίου για να σταματήσει η κατρακύλα της λίρας και έναν Πρόεδρο που απαιτεί χαμηλότερο κόστος δανεισμού για τη στήριξη της ανάπτυξης».
Το συγκεκριμένο άρθρο δείχνει ότι η οικονομία της Τουρκίας παρουσιάζει τέτοια προβλήματα, τα οποία δεν προσελκύουν και διώχνουν κεφάλαια, εμποδίζοντας την ανάπτυξη ξένων επενδύσεων, με δεδομένο ότι οι τουρκικοί επιχειρηματικοί όμιλοι αδυνατούν να συμβάλουν σε επενδύσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πιο αρνητικές συνέπειες, ενώ προβλήματα αντιμετωπίζει και το τραπεζικό της σύστημα. Μάλιστα, μέσα στη βδομάδα γράφτηκε ότι επειδή η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας δεν αυξάνει τα επιτόκια, «η Τουρκία εγκαταλείπεται από το ξένο κεφάλαιο».
Σε συνέντευξή του στους «Financial Times», ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Τουρκίας, Μεχμέτ Σιμσέκ, ανέφερε πως ενώ κατανοεί τις ανησυχίες για το βραχυπρόθεσμο διάστημα, τόνισε ότι οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας είναι θετικές. Η Τουρκία τα πήγε αρκετά καλά μετά την κρίση του 2001 και η επιτυχία δεν ήταν τυχαία. Βασίστηκε σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στη συνέπεια και σε λογικές πολιτικές, η χώρα συνεχίζει να έχει δημογραφικό πλεονέκτημα. Το μέγεθος της Τουρκίας, η θέση της ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία και η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ διασφαλίζουν τη γεωπολιτική σημασία της χώρας. Αυτές, όμως, οι «περγαμηνές» που παρουσιάζει δεν αρκούν για να προσελκύσουν επενδύσεις. Αλλωστε, μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία κάνει πόλεμο με τους Κούρδους, έχει στείλει στρατό εισβάλλοντας σε Συρία - Ιράκ, δεχόμενη ταυτόχρονα συνεχώς τα πολύνεκρα «τρομοκρατικά χτυπήματα», όπως τα λένε, που στην ουσία αποτελούν μέρος ενός ανορθόδοξου πολέμου ενάντιά της. Πολλοί κλάδοι της οικονομίας της έχουν χτυπηθεί, με πρώτον απ' όλους τον τουριστικό.
Ταυτόχρονα, όμως, αυτό που ο αναπληρωτής υπουργός προβάλλει ως δυνατότητα ανάπτυξης υπενθυμίζοντας την έξοδό της από την κρίση του 2001, με άλλη προσέγγιση σημαίνει ότι η οικονομία ίσως οδεύει σε νέα κρίση. Σύμφωνα με άλλα ρεπορτάζ, από το 2013 το τουρκικό χρηματιστήριο έχει χάσει το 60% της αξίας του. Τεράστια απαξίωση κεφαλαίου.
Το Δεκέμβρη του 2016 υπήρξαν πυκνές αναφορές και εκτιμήσεις για τοποθέτηση της τουρκικής οικονομίας σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης». Εμφανίστηκαν αυξήσεις στις τιμές βασικών ειδών πρώτης ανάγκης. Επίσης, βασικοί τομείς της τουρκικής οικονομίας παρουσιάζουν μεγάλα σημάδια πτώσης.
Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της Τουρκίας, η αγροτική παραγωγή μειώθηκε κατά 7,7%, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 1,4% και ο κλάδος των υπηρεσιών κατά 8,4%.
Διάφορα επιτελεία εκτιμούν ότι χωρίς εισροές κεφαλαίων η Τουρκία θα υποφέρει όχι μόνο από νομισματική κρίση, αλλά και από κατάρρευση της ανάπτυξης, σύμφωνα με τους «Financial Times».
Μετά απ' όλα αυτά, η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε έκτακτα μέτρα τόνωσης της οικονομίας, όπως τη δημιουργία ειδικού ταμείου στήριξης του ιδιωτικού τομέα, καθώς και προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας, χρηματοδοτώντας επίσης επιχειρηματικούς ομίλους (προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης για 500.000 εργαζομένους και για τη διατήρηση 100.000 θέσεων εργασίας και δημιουργία 600.000 νέων θέσεων εργασίας). Υποσχέθηκε αύξηση δαπανών κατά 15% για επενδύσεις στο μεταποιητικό τομέα και 100% κρατικές εγγυήσεις για τα δάνεια των εξαγωγικών επιχειρήσεων ύψους 3,7 δισ. δολαρίων.
Επομένως, η πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας συμβαδίζει με πτώση στην παραγωγή και στη βιομηχανία και στην αγροτική οικονομία και στις υπηρεσίες. Ακόμη, με αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων, όπως αναφέρουν οι «Financial Times».
Στις αρχές Νοέμβρη του 2016, το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι η οικονομία επιβραδύνεται, αφού η ανάπτυξη θα μειωθεί στο 2,9% το 2016 από 4%, λόγω «χαμηλής επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και των αρνητικών σοκ, εγχώριων και προερχόμενων από το εξωτερικό». Περιγράφει, επίσης, την ανεργία ως «υψηλή και αυξανόμενη». Αυτά όταν το 2010 η ανάπτυξη ήταν 8,2% και το 2011 ήταν 8,8%. Το 2013 έπεσε στο 4,1%.
Με βάση όλα τα παραπάνω, η οικονομία της Τουρκίας εμφανίζει μεγάλη και απότομη επιβράδυνση, γι' αυτό και οι αστικές εκτιμήσεις για μεγάλη πιθανότητα οικονομικής κρίσης. Σ' αυτή την πορεία επιδρούν βεβαίως αποφασιστικά και οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, που υποδηλώνουν τεράστιους ανταγωνισμούς τμημάτων του τουρκικού κεφαλαίου, και βεβαίως η εμπλοκή σε πόλεμο. Φαίνεται, επίσης, ότι αυτοί οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί αντανακλούν και ανταγωνισμούς για επιλογές διεθνών συμμάχων. Το πραξικόπημα αλλά και η δολοφονία του Ρώσου πρέσβη αυτό αντανακλούν. Και φαίνεται από την εναλλαγή προσανατολισμού για οικονομική και όχι μόνο συνεργασία της τουρκικής κυβέρνησης με τη Ρωσία, που δυναμώνει τις αντιδράσεις των ΗΠΑ ενάντια στην Τουρκία. `Η επίσης οι αλληλοπροσεγγίσεις Γερμανίας - Τουρκίας.
Ποια θα 'ναι ακριβώς η εξέλιξη της τουρκικής οικονομίας; Αυτό ενδιαφέρει αποκλειστικά τους αστούς. Αλλά όποια και να 'ναι, η επίθεση στην εργατική τάξη, στα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα θα δυναμώνει. Και δεν έχουν άλλη διέξοδο από την αντικαπιταλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη, την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που συμμετέχει και η τουρκική αστική τάξη. Που σημαίνει αγώνα ενάντια στην αστική τάξη της Τουρκίας και στην εξουσία της.
Το τελευταίο ταξίδι του Τούρκου πρωθυπουργού στη Μόσχα επιβεβαίωσε την κοινή θέληση για διεύρυνση των σχέσεων μονοπωλιακών ομίλων
Copyright 2016 The Associated |
Πάντως, για την ώρα η συνεργασία των δύο χωρών (δηλαδή των αστικών τους τάξεων και των μονοπωλιακών ομίλων), χωρίς να αναιρούνται διαφορές, επιδιώκεται να στεριώσει και να αξιοποιηθεί για την προώθηση των σχεδίων ειδικά στη Μέση Ανατολή, σε σχέση με το μέλλον της Συρίας, αλλά όχι μόνο. Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή, τον Αύγουστο του 2016 (μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του) ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πραγματοποίησε επίσκεψη στη Μόσχα, είχε συνάντηση με τον ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν και τον συνόδευε μεγάλος αριθμός επιχειρηματιών για την επανεκκίνηση μιας σειράς από σχέδια που είχαν παγώσει. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Η συνέχιση της κατασκευής του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου ύψους 20 δισ. δολαρίων, ο τουρκικός αγωγός φυσικού αερίου, η προμήθεια διατροφικών προϊόντων της Τουρκίας στη Ρωσία, επίσης συμφωνίες για το τουριστικό κεφάλαιο. Ο στόχος που μπήκε είναι το διμερές εμπόριο να φτάσει το χρόνο τα 100 δισ. δολάρια. Ακολούθησε η συμμετοχή του Πούτιν στο ενεργειακό φόρουμ που διοργάνωσε η Τουρκία στις αρχές Οκτώβρη στην Τουρκία, όπου πέρα από τα αναφερθέντα σχέδια οι δύο κυβερνήσεις ανακοίνωσαν και ότι μέχρι τα τέλη του 2017 αναμένεται να ολοκληρωθεί Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου, που θα αφορά υπηρεσίες και επενδύσεις σε άλλους τομείς, ενώ συγκρότησαν Κοινή Οικονομική Επιτροπή.
Πάνω σε αυτήν τη βάση «πάτησε» και η τελευταία επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού, Μπιναλί Γιλντιρίμ, την πρώτη βδομάδα του Δεκέμβρη στη Μόσχα, όπου προχώρησε ακόμα περαιτέρω η συνεργασία. Η δολοφονία του Ρώσου πρέσβη από Τούρκο ασφαλίτη στις 19 Δεκέμβρη, που συνδέθηκε με το «Ισλαμικό Κράτος», συνέβαλε ώστε να δυναμώσει ακόμα περισσότερο η «αντιτρομοκρατική συνεργασία», που αξιοποιείται από όλους τους ιμπεριαλιστές για την προώθηση των σχεδιασμών τους.
Ας δούμε, λοιπόν, την τελευταία φάση της προσέγγισης με βάση αυτό το ταξίδι του Γιλντιρίμ στη Ρωσία. Ο Τούρκος πρωθυπουργός στις δηλώσεις του εστίασε στη «διαδικασία εξομάλυνσης» των διμερών σχέσεων και τη σημασία που αυτή έχει, τονίζοντας ότι «εξαιτίας της φύσης της περιοχής, εμείς (σ.σ. ως Ρωσία και Τουρκία) έχουμε ένα κρίσιμο χρέος. Την ίδια στιγμή, έχουμε και ευθύνη (για την περιοχή)». Υποστήριξε, ακόμα, ότι «δεν υπάρχει ούτε ένα πρόβλημα που δεν μπορούμε να λύσουμε στη βάση της φιλίας του ρωσικού και τουρκικού λαού».
Χαρακτηριστικό είναι και άρθρο του που δημοσιεύτηκε στον ρωσικό Τύπο, με τίτλο «Ρωσία και Τουρκία είναι φυσικοί εταίροι». Σε αυτό σημειώνει, ανάμεσα σε άλλα: «Οι χώρες μας έχουν πολλά κοινά συμφέροντα. Πρώτα από όλα είναι η ισχυρή διεθνής συνεργασία στην καταπολέμηση όλων των μορφών τρομοκρατίας. Χρειαζόμαστε επίσης να βρούμε και άλλες θεωρήσεις που μπορούν να προωθήσουν την πολιτική σταθερότητα στην περιοχή.
Ενώ η Τουρκία και Ρωσία αναγνωρίζουν την ανάγκη να δουλέψουμε μαζί στον αντιτρομοκρατικό αγώνα, σε αυτό δεν φαίνεται να έχουν πειστεί όλοι. Συναντάμε δισταγμό για να μην πω κωλυσιεργία από τους Ευρωπαίους και Αμερικάνους εταίρους. Ωραία λόγια έχουν ανταλλαγεί για την υπεράσπιση του πολιτισμού ενάντια στην τρομοκρατία. Αλλά τα μεγάλα τρομοκρατικά δίκτυα δημιουργούν προκλήσεις και μπορούν να δρουν χωρίς σύνορα. Δεν μπορούμε να επιτρέπουμε να βρίσκουν καταφύγιο σε κάποιες από τις χώρες μας και να εξαπολύουν θανατηφόρες επιθέσεις εναντίον άλλων. Για να εξαλείψουμε την τρομοκρατία χρειαζόμαστε ένα ενωμένο ισχυρό διεθνές μέτωπο. Και για να πετύχουμε αυτό το μέτωπο η Τουρκία και η Ρωσία επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν ένα νέο στηριγμένο στα συμφέροντα και πιο πραγματιστικό τύπο διαλόγου με τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, που θα βασίζεται στην ισότητα και τη μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων».
...«Υπάρχουν πολλοί τομείς για την ανάπτυξη της συνεργασίας σε αυτήν τη βάση στην περιοχή της Ευρασίας. Πρόσφατα ο Πρόεδρος Ερντογάν είχε πει ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος που η Τουρκία δεν θα μπορούσε να δουλέψει πιο στενά με την Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης (σ.σ. η διακρατική ένωση που συμμετέχουν Κίνα, Ρωσία, Καζαχστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν και ως παρατηρητές Ινδία, Πακιστάν και άλλοι). Θα έλεγα από γεωγραφική άποψη αυτό είναι κάτι παραπάνω από λογικό.
Το εμπόριο είναι ένας τομέας όπου μπορεί να υπάρξει αμοιβαία κέρδος από την πλήρη ομαλοποίηση των σχέσεων Τουρκίας - Ρωσίας, και μπορούν να ξεπεραστούν τα υφιστάμενα επίπεδα. Η φιλοδοξία μας είναι οι διμερείς εμπορικές συναλλαγές να ξεπεράσουν τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο». Στη συνέχεια, ο Γιλντιρίμ αναφέρεται στα ενεργειακά σχέδια και τις τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες στη Ρωσία όπως και στις ευκαιρίες για το κεφάλαιο που ασχολείται με τον τουρισμό.
Από την τοποθέτηση αυτή γίνεται περισσότερο από φανερό ότι αφενός θα χρησιμοποιηθεί από την τουρκική ηγεσία, στο έπακρο το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ενώ προτάσσεται η ανάγκη να δυναμώσουν οι σχέσεις των μονοπωλιακών ομίλων. Ο τρόπος που γίνεται η κριτική και τα παράπονα στους δυτικούς εταίρους (η Τουρκία ανήκει στο ΝΑΤΟ και είναι 2η σε στρατιωτικές δαπάνες χώρα του), δείχνει ότι πιθανά το επόμενο διάστημα θα ψυχρανθούν ακόμα περισσότερο οι σχέσεις. Τόσο με τις ΗΠΑ, με αφορμή το πραξικόπημα του Ιούλη και την «προστασία» του ιμάμη επιχειρηματία Φετουλάχ Γκιουλέν, που βρίσκεται στις ΗΠΑ, στο δίκτυο που οποίου αποδόθηκε, όσο και με την ΕΕ και επιμέρους χώρες όπως η Γερμανία, για τη συμφωνία για τους πρόσφυγες ή την προστασία των κουρδικών οργανώσεων που θεωρούνται από την Τουρκία τρομοκρατικές και για τη «χλιαρή» αντίδραση στο πραξικόπημα. Αυτή η αντιπαράθεση οξύνθηκε ιδιαίτερα με δηλώσεις και κινήσεις της τουρκικής κυβέρνησης, που έφτασε μέχρι και την απαγόρευση εισόδου Γερμανών βουλευτών στη βάση του Ιντσιρλίκ ή τους υψηλούς τόνους με την κυβέρνηση Ομπάμα. Βεβαίως, οι κινήσεις της επόμενης αμερικανικής κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ που αναλαμβάνει την επόμενη βδομάδα, μένει να φανεί πώς θα επηρεάσουν τις σχέσεις. Επίσης, σημαντική εξέλιξη που ανέδειξε η τουρκική ηγεσία είναι η προσέγγιση με την Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης, δηλαδή με την Ρωσία και την Κίνα. Αλλη σημαντική εξέλιξη - στην οποία δεν κάνει αναφορά ο Γιλντιρίμ στο άρθρο του - είναι η πρόσφατη προσέγγιση Ρωσίας - Τουρκίας - Ιράν τον περασμένο Δεκέμβρη για τη Συρία, που προετοιμάζει για τις 23 Γενάρη ενδοσυριακό διάλογο στην Αστάνα του Καζαχστάν. Αυτές οι εξελίξεις ανησυχούν ιδιαίτερα ΗΠΑ και ΕΕ.
Εφόσον συνεχιστεί απρόσκοπτα η προσέγγιση των δύο χωρών και δεν υπάρξει καμία σημαντική αλλαγή η συνεργασία σχεδιάζεται να διευρυνθεί τη νέα χρονιά. Στις κοινές δηλώσεις τους κατά τη συνάντησή τους ο Ρώσος πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ και ο Τούρκος ομόλογός του, Μπιναλί Γιλντιρίμ, ανακοίνωσαν ότι αποφασίστηκε έως τα μέσα του χρόνου να συνεδριάσει το Υψηλού Επιπέδου Συμβούλιο Συνεργασίας που έχει συμφωνηθεί, με τη συμμετοχή και των δύο προέδρων.
Επίσης, προχωράνε οι λεγόμενοι νέοι μηχανισμοί οικονομικής συνεργασίας περιλαμβανομένου και κοινού επενδυτικού ταμείου που σχεδιάζεται να ξεκινήσει μέσα στη χρονιά, και ανακοινώθηκε ότι θα συγκεντρώσει κεφάλαια για διάφορα σχέδια, ανάμεσά τους και αυτά των νέων τεχνολογιών, που μπορεί να συμπεριλάβει και τρίτες χώρες.
Βεβαίως στις κοινές δηλώσεις έγινε και αναφορά στα ενεργειακά σχέδια και τον φιλόδοξο στόχο να φτάσουν οι διμερείς συναλλαγές από 36 δισ. δολάρια στα 100 δισ. δολάρια το χρόνο.
Ολες αυτές οι κινήσεις που, επαναλαμβάνουμε, αφορούν τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων που συνεργάζονται και ανταγωνίζονται ταυτόχρονα, δεν έχουν σχέση με τα λαϊκά συμφέροντα όπως προπαγανδίζεται από Τούρκους και Ρώσους αξιωματούχους. Το αντίθετο, το ακόμα μεγαλύτερο «μπλέξιμο» του κουβαριού των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που εγκυμονούν ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους.