Χωρίς σχολείο αφήνει η κυβέρνηση τους νέους και τις νέες που αναγκάζονται να βγουν από νωρίς στο μεροκάματο, καταργώντας τα νυχτερινά λύκεια και επιβάλλοντας ηλικιακούς περιορισμούς για την εγγραφή στα εσπερινά τεχνικά σχολεία και σχολές. Στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Παιδείας για την αναδιάρθρωση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν προβλέπεται η ύπαρξη και η λειτουργία νυχτερινών Γενικών Λυκείων. Οσον αφορά στα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ) και τις Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΣΕΚ) το νομοσχέδιο προβλέπει νυχτερινά σχολεία, όμως επιτρέπει την εγγραφή σε αυτά μαθητών μεγαλύτερων των 20 ετών ενώ όσοι είναι μικρότεροι θα μπορούν να φοιτούν μόνο στα αντίστοιχα πρωινά σχολεία.
Τα παιδιά που στρέφονται στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και τα νυχτερινά σχολεία είναι τα παιδιά των ανέργων και των κακοπληρωμένων εργαζομένων, τα παιδιά που δε δουλεύουν μόνο για να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους αλλά συμβάλλουν με το μεροκάματό τους στην προσπάθεια της οικογένειάς τους να τα βγάλει πέρα. Σε αυτούς τους νέους, που στην ηλικία των 16 και των 17 ετών παλεύουν να συνδυάσουν τη βιοπάλη με το νυχτερινό σχολείο, κυβέρνηση και υπουργείο κλείνουν τη μόνη πόρτα που τους επιτρέπει τη συμμετοχή στην Εκπαίδευση και τους προτείνουν να επιστρέψουν μόλις κλείσουν τα 20 τους χρόνια.
Εφετικό δικαστήριο των ΗΠΑ, στη Νέα Υόρκη, απέρριψε, την Παρασκευή, την έφεση της Αργεντινής κατά προηγούμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η χώρα πρέπει να καταβάλει 1,33 δισ. δολάρια σε ομολογιούχους που δεν συμμετείχαν στην αναδιάρθρωση του χρέους της, η οποία έγινε το 2001. Η υπόθεση περνάει τώρα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, όπως μετέδωσε το «Ρόιτερς». Η απόφαση του εφετικού δικαστηρίου αποτελεί σημαντική νίκη για τα hedge funds της «Elliott Management LLC's» και την «Aurelius Capital Management», που δε συμμετείχαν στην αναδιάρθρωση του χρέους, μετά την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Αργεντινής. Σύμφωνα με το δικαστήριο, η απόφαση που εξέδωσε «δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να κρατά την Αργεντινή στη συμβατική της υποχρέωση της ίσης μεταχείρισης» των δανειστών της. Θυμίζουμε ότι όταν βρισκόταν σε εξέλιξη το αργεντίνικο PSI, ο τότε υπουργός Οικονομικών της χώρας δήλωνε: «Νικήσαμε όλους εκείνους που στοιχημάτιζαν εναντίον της Αργεντινής. Λύσαμε τις πιο επείγουσες ανάγκες μας και τώρα προχωρούμε μπροστά για το πιο σημαντικό: Ανάπτυξη στην οικονομία της Αργεντινής» («The New York Times», 5/6/2001). Την ίδια ώρα ανακοίνωνε ένα νέο πρόγραμμα με φοροεπιδρομή και περικοπές, με διακηρυγμένο στόχο να επιτύχει η χώρα «μηδενικό πρωτογενές έλλειμμα» και, πολύ σύντομα, «πρωτογενές πλεόνασμα». Τελικά, όπως έδειξαν οι εξελίξεις, ο μόνος που δεν κέρδισε τίποτα από τα «κουρέματα» και τη διαχείριση της κρίσης στην Αργεντινή είναι ο λαός, ο οποίος πλήρωσε τον ενδοαστικό συμβιβασμό για το «κούρεμα» με νέα μέτρα και τώρα θα πληρώσει από πάνω και τους δανειστές που δε συμμετείχαν «εθελοντικά» στο PSI. Καλό είναι ο λαός να παίρνει υπόψη του την πείρα από την Αργεντινή, όταν ακούει δυνάμεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ να λένε ότι ένα άλλο μείγμα διαχείρισης θα τον σώσει και ότι το «κούρεμα» γίνεται για το συμφέρον του λαού και φέρνουν ως παράδειγμα την Αργεντινή.
Μέρα με τη μέρα, επιβεβαιώνεται ο ρόλος της ναζιστικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή, ως μαντρόσκυλου του κεφαλαίου. Η Χρυσή Αυγή, στην πραγματικότητα κατάμαυρη, είναι βγαλμένη από τα βαθιά σκοτάδια του συστήματος της εκμετάλλευσης.
Οι αποδείξεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, πάμπολλες: Ερωτήσεις στη Βουλή για να δοθεί και άλλο τζάμπα κρατικό χρήμα στους εφοπλιστές, για να ενισχυθούν οι αεροπορικές εταιρείες, για απασχόληση ανέργων στο Δημόσιο με μεροκάματο 14 ευρώ, συμφωνία για ξεπούλημα βραχονησίδων στο μεγάλο κεφάλαιο κ.ά.
Σ' αυτά, ήρθε να προστεθεί η στήριξη των φασιστοειδών στην «υγιή επιχειρηματικότητα»! Εγραψαν στην ιστοσελίδα τους:
«Η Χρυσή Αυγή στηρίζει την υγιή επιχειρηματικότητα, η οποία μακριά από τη μιζέρια του συγχρόνου ελλαδικού κράτους αναπτύσσεται σε στέρεες βάσεις αξιοποιώντας το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας. Για να δημιουργηθούν και άλλες σύγχρονες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και να ισχυροποιηθούν οι υπάρχουσες θα πρέπει να εξαλειφθεί η γραφειοκρατία, να μειωθεί η φορολογία τους, να δοθούν επιπλέον κίνητρα στους νέους, ώστε να ξεκινήσουν την επιχειρηματικότητά τους. Οι Ζώνες καινοτομίας προσφέρουν το κατάλληλο περιβάλλον μέσω των συνεργασιών και της συγκέντρωσής τους ώστε οι εταιρείες που τις απαρτίζουν να έχουν άμεση πρόσβαση σε χρήσιμα εργαλεία ανάπτυξης».
Ολα όσα γράφουν οι Χρυσαυγίτες θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από τον ΣΕΒ, που άλλωστε είναι και από τους πρώτους φορείς που λάνσαραν τον όρο «υγιής επιχειρηματικότητα». Η Χρυσή Αυγή μιλά τη γλώσσα των καπιταλιστών. Τι ζητά; Νέα προνόμια, νέες ενισχύσεις, νέες μειώσεις στη φορολογία των καπιταλιστών. Ολα αυτά είναι αιτήματα και προτάσεις των βιομηχάνων!
Ειδικά τα περί «γραφειοκρατίας» και φυσικά η απαίτηση για φοροασυλία του κεφαλαίου, είναι μόνιμα στα χείλη των εκπροσώπων των βιομηχάνων.
Η στήριξη των ναζιστών στην «υγιή επιχειρηματικότητα» αποδεικνύει από τη μια μεριά, για μια ακόμη φορά, πως η Χρυσή Αυγή είναι κόμμα του κεφαλαίου, τμήμα του αστικού πολιτικού συστήματος, «διαθέσιμη» για την υπεράσπισή του και την αντιμετώπιση του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Ο λαός όχι μόνο δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα της ψεύτικης - ψηφοθηρικής «φιλανθρωπίας» της, αλλά να παλέψει οργανωμένα να την τσακίσει, να ακολουθήσει το παράδειγμα της Τσαριτσάνης, εργατικών σωματείων κ.ά., που χλεύασαν και έδιωξαν εκπροσώπους της.
Από την άλλη μεριά, δεν μπορεί να μην υπολογίσει ο λαός τη σύμπτωση περί «υγιούς επιχειρηματικότητας» μεταξύ των ναζιστών και του ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι σήμερα, κατεξοχήν εκφραστής της «υγιούς επιχειρηματικότητας» ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα υπέρ της τοποθετείται ανοιχτά και η Χρυσή Αυγή. Δε λέμε, φυσικά, να πει ο λαός ότι «είναι ίδιοι». Τα διάφορα όμως εναλλακτικά σενάρια αστικής διαχείρισης μοιραία «συναντιούνται».
Ο λαός πρέπει να σηκώσει τη δική του σημαία, κόντρα και ενάντια σ' όλα τα κόμματα που υπερασπίζονται τα μονοπώλια και την εξουσία τους, με όποια «ταμπέλα» και αν εμφανίζονται. Υπάρχει λύση για το λαό και είναι στην άλλη όχθη, απέναντι απ' το κεφάλαιο και τα κόμματά του. Στην άλλη όχθη οδηγεί η Λαϊκή Συμμαχία, ο οργανωμένος αγώνας για την ανατροπή του καπιταλισμού, για την εργατική - λαϊκή εξουσία.
Το βασικό χαρακτηριστικό που έκανε τον Ο' Χένρι διάσημο ως διηγηματογράφο είναι ότι ασχολείται με τη ζωή στην πόλη, κυρίως στη Νέα Υόρκη, των αρχών του 20ού αιώνα. Οι ήρωές του συνιστούν τη μεγάλη ετερόκλητη μάζα της Νέας Υόρκης. Από τη μια μεριά, το προλεταριάτο της ακμάζουσας και αναπτυσσόμενης μεγαλούπολης. Η ζωή του είναι περιορισμένη λόγω της ανέχειας, με μόνο αλατοπίπερο τα διάφορα εξαιρετικά περιστατικά που διακόπτουν την καθημερινή ρουτίνα του. Από την άλλη, οι ανερχόμενοι αστοί, οι παρακμάζοντες φεουδάρχες του Νότου, οι πρώην μαύροι σκλάβοι και νυν απόκληροι, η χρυσή εποχή της καπιταλιστικής ανάπτυξης των ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα.
Μια χώρα και μια μεγαλούπολη αποτυπώνεται με ακρίβεια και με καταλυτικό χιούμορ από την πένα ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας, ο οποίος καταφέρνει να μεταφέρει στον αναγνώστη τού σήμερα το κοινωνικό και ιστορικό αποτύπωμα μιας ολόκληρης χώρας, σε μια καθοριστική για την ιστορική εξέλιξή της εποχή. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Συγχρονη Εποχή».
Ο μέχρι τώρα απολογισμός της καταστολής της κυβέρνησης Σάντος, σύμφωνα με τους οργανωτές της απεργίας (ενώσεις αγροτών και συνδικάτα εργαζομένων), είναι πάνω από 50 τραυματίες, ανάμεσά τους και έφηβοι, όπως και μια έγκυος γυναίκα και εκατοντάδες συλληφθέντες. Η καταστολή και οι προσπάθειες υπονόμευσης του αγώνα, με χαφιέδες και προβοκάτορες, δεν πτοεί τους διαδηλωτές που δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν. Την ποινικοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγγέλλουν λαϊκές οργανώσεις, το Κοινωνικοπολιτικό Κίνημα «Πατριωτική Πορεία», αλλά και οι αντάρτες των Ενόπλων Επαναστατικών Δυνάμεων Κολομβίας - Στρατός του Λαού (FARC - EP), μέσω της αντιπροσωπείας τους που βρίσκεται στην Αβάνα, όπου πραγματοποιούνται οι διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση. Η εξέλιξη αυτή των διαπραγματεύσεων είναι αποτέλεσμα της πίεσης του λαϊκού κινήματος που απαιτεί να τερματιστεί η ένοπλη σύγκρουση που διαρκεί εδώ και 40 χρόνια, λόγω της κρατικής καταστολής, και να ανοίξει ο δρόμος για κοινωνική δικαιοσύνη και ριζικές αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία.